To άσπρο δεκαράκι Ρενώ, ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που οδήγησα. Μηχανή πίσω, πορτ-μπαγκάζ μπροστά. Ήταν τόσο ελαφρύ που όταν δεν πηγαίναμε ταξίδι με ψευτομπαγκάζια, είχα πάντα έναν μισογεμάτο σάκκο τσιμέντο μπρος για να μη με τρώει το άγχος της απογείωσης όταν έπιανε τα εκατό. Το κοντέρ έγραφε εκατονπενήντα αλλά στα εκατονδέκα τερμάτιζε. Όσο γενναίος και να ‘λεγα πως ήμουν στα δεκαεφτά, δεκαοχτώ, είκοσι, τον κόφτη τον είχα ενσωματωμένο στο φυλλοκάρδι μου. Ποτέ δεν είπα «τσιμέντο να γίνω, πάτα το λίγο ακόμη αγόρι μου μέχρι να ξεριζωθούν οι πόρτες». Μια ζωή χλιαρός. Μη τυχόν και φύγουν οι πόρτες. Τώρα ούτε ταβάνια έχουμε αλλά τότε δεν ήξερα.
Ένα Σάββατο, Φεβρουάριο μήνα, την εποχή που οι Φεβρουάριοι δεν είχαν φέισμπουκ, τουίτς και τέτοια δίσεκτα, πήρα αγκαζέ δυο διάφανες Scotch εξηντάρες και κατηφόρισα προς τη θάλασσα. Εικοσιπέντε χιλιόμετρα δρόμος, δεν το ‘λεγες κι αποκοτιά, δεν ξεκίναγα για το Ντακάρ.
Στη διαδρομή παραλίγο να τρακάρω τρεις φορές με την άνοιξη. Καθόλου ποιητικό. Η πανηλίθια έβγαζε μπούτι απροειδοποίητα, πετιόταν μέσα από χωράφια, πουρνάρια, κλειστά βενζινάδικα και πάνω από δέντρα, αν δεν με γελά η μνήμη μου στο τελευταίο «παραλίγο» έσκασε ένα χαμόγελο σαν τη γάτα του Cheshire και το τιμόνι με τα χέρια μου πήραν προσωρινό διαζύγιο ένεκα λαχτάρας. Παρόλα αυτά το κράτησα στην άσφαλτο το Ρενάκι, δεν το λες και κατόρθωμα με εβδομήντα χιλιόμετρα την ώρα αλλά «μια ζωή υπερβολικός» έλεγε η μάνα μου.
Από το σπίτι έφυγα με ένα πεντακοσάρικο, μπορεί και λιγότερα, και τέσσερις ταχύτητες συν όπισθεν. Μετά από δέκα χιλιόμετρα χάθηκε η τρίτη. Έτσι, απροειδοποίητα. Δεν της φερόμουν ποτέ καλά, είναι αλήθεια, αλλά τι να πουν και οι άλλες τέσσερις. Ειδικά η όπισθεν ήταν πιο βασανισμένη κι από αυτί που άκουγε δέκα φορές σερί Do you really want to hurt me? και όχι μόνο δεν μάτωνε αλλά ζητούσε και τα ρέστα απ’ το ρεφρέν. Μy own private Guantanamο, υπερβολικός αλλά και πρωτοπόρος.
Κουτσά στραβά έφτασα στη θάλασσα, παραμυθιαζόμουν ότι ήμουν σε ειδική διαδρομή με διαλυμένο σαζμάν, πρώτη-δεύτερη-τέταρτη, μια φορά αποπειράθηκα το πρώτη-τέταρτη κι όταν με προσπέρασε ένα ποδήλατο (απ΄ τα κατοχικά) ντράπηκα πολύ και σταμάτησα να το παίζω Τζόνι Πεσμαζόγλου (άντε, Σιρόκο για τους λιγότερο δημογέροντες) και είπα «σημασία έχει να φτάσεις, τα της διαδρομής άσ’τα για τους καβαφικούς», μια ζωή λόγιος κι εστέτ.
Στην παραλία είχε μόνο γλάρους. Πολλούς γλάρους. Και μια τζούρα ήλιο, ίσα για μισή ρουφηξιά. Τότε δεν κάπνιζα, περπάτησα ως την άκρη της άμμου, φορούσα τα καλά μου Rayban, τα wayfarer, φαντάζομαι ότι οι γλάροι -θεός σχωρέσ’ τους όπου και να λιώνουν σήμερα- δεν θα ΄χαν να πουν ούτε μισή καλή κουβέντα για μένα, κάθησα χάμω, έβλεπα τον ορίζοντα κι αυτός εμένα, κανείς απ’ τους δυο μας δεν άλλαξε κουβέντα, είχα αρκετά να πω αλλά τους φεβρουάριους ο ορίζοντας βαριακούει λίγο, δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε, πάγωσα, ξαναγύρισα στο Ρενώ, έβαλα πρώτη, έφυγα.
Στο σπίτι, την ώρα που έτριβα τυρί πάνω στα μακαρόνια, είπα του πατέρα μου «έχασα την τρίτη», ούτε γύρισε να με δει -εκείνος οδηγούσε ήδη το τσίλικο Gredos, δικό μου ήταν το ζόρι- αλλά είπε «να πας να τη βρεις», κρατήθηκα να μη του πω «με τόσους γλάρους εκεί κάτω, λέπι της δεν θα βρω ακόμη κι αν σκαλίζω ως τον Ιούνιο» αλλά δεν μίλησα για να μη πει «σιγά τον ποιητή, επειδή έγραψες 18,5 Έκθεση στις πανελλαδικές δεν σημαίνει ότι έμαθες να οδηγάς κιόλας» και συνεννοηθήκαμε μια χαρά με οκτώ λέξεις.
Βρήκα λεφτά (δεν αγόρασα ούτε μισό βινύλιο για πέντε μήνες, έκοψα μαχαίρι την «Ελλη» και το «Ιντεάλ» με τα άπαντα του Βάιντα, κόπηκαν και οι σαγκριές στον Ιπποπόταμο) και το καλοκαίρι, μετά την εξεταστική, απέκτησα ξανά τρίτη. Τον Ιούλιο πήγα μαζί της -δεν εννοώ την ταχύτητα- στον Αρμενιστή και μείναμε τέσσερα βράδια. Ήπια είκοσι Beck’s (ο μεγαλοπιασμένος), βούτηξα τριάντα φορές, έφαγα τρεις φορές όλες κι όλες, χάζευα τρεις ώρες το γυμνό στήθος της (με και χωρίς γυαλιά) κι έπαθα μια ηλίαση, μία αλλά ξεγυρισμένη. Summer by numbers. Το Ρενώ εκεί, πιστό σκυλί, δίπλα στη σκηνή. Τα άκουσε όλα, τα είδε όλα. Έχω και μια φωτογραφία μου μαζί του από τότε αλλά χάλασε το σκάνερ. Κι άλλα πολλά χάλασαν, ενδιάμεσα.
Δεν ξέρω γιατί κάθησα να τα γράψω αυτά και ποιόν μπορεί να ενδιαφέρουν -εξόν ίσως από την ψυχή του Renault, που συρρικνώθηκε μαζί με τις λαμαρίνες σε κάποια πρέσσα όταν ήρθε η ώρα της διόλου τιμητικής απόσυρσης και πήρε όλα τα μυστικά μου, μας, μαζί του-.
Μάλλον γιατί θυμήθηκα-με κάποιες τανίνες συγκρατημένης περηφάνιας και λίγη πίκρα στην επίγευση- ότι το σακκί με το τσιμέντο μπροστά ήταν μισογεμάτο. Όσα χιλιόμετρα και να κάναμε παρέα, πάντα μισογεμάτο. Ποτέ μισοάδειο. Ποτέ.
—–
..ωστόσο τη διαδρομή περιγράψατε (όλοι έχουμε έναν Κ μέσα μας, μη φοβάστε)
χ
δεν φοβάμαι. απλά με στενοχωρεί λίγο που τον έβαλα σε μονόκλινο με τον διάολο
τα δαιμόνια παραδόξως συνεννοούνται
Και Βάιντα και Ιπποπόταμος και Αρμενιστής…Εκείνα τα χρόνια όλα μας τα σακιά ήταν μισογεμάτα. Ύστερα μας τα φόρτωσαν στην πλάτη.
that’s life, ε ;
Ένοχος για όλα,κύριε πρόεδρε.Καταδικάστε με.Μόνο τις ενοχές μη μου πάρετε.Έμαθα να ζω μαζί τους,βλέπετε.
να τις κρατήσεις. ήδη έχω υπέρβαρο με τις δικές μου στις αποσκευές
Ήθελα –είχα θελήσει να γράψω κάτι τέτοιο πρόπερσι που έσπρωξα το Ρενώ 4L σε ένα συλλέκτη. Το κατρέλ με το λεβιέ μπροστά, αυτό λέω. Ξέρω τουλάχιστον ότι δεν το έφαγε η πρέσα.
Και θυμάμαι πώς, όταν με χαιρέτισε ο συλλέκτης και έφυγε με τη ρεμούλκα, έτσι όπως πάταγε το γκάζι για να πάρει τη στροφή, του είπα το μυστικό όνομα του αυτοκινήτου. Δε νομίζω να το άκουσε όμως.
το θυμάμαι αυτό το κατρέλ, μου το ΄χες ξαναγράψει και ειναι κοινή μνήμη. εξαιρετική αυτή η δεύτερη παράγραφός σου, εξαιρετική..
(πώς το λέγαν ; )
Κλουζό, το λέγαν –αλλά ας μείνει μεταξύ μας.
Ένα Alfa Romeo Julietta μας ρίχνει καθημερινά από το πάρκιν πλάγιες ματιές, κουβαλώντας στα πίσω καθίσματα όλες τις παιδικές εκδρομές. Δεν βρίσκουμε τον τρόπο να το αποσύρουμε. Μάλλον δεν θα υπάρχει.
απορώ που ψάχνετε να βρείτε τρόπο. στη θέση σας θα τον σκότωνα πριν βρεθεί
Peugeot 403 sedan, το λέγαμε Ταρζάν!
!!!
με το λιοντάρι μπροστά, πάνω απ΄το “403” ή όχι ;
Προσπάθησες τότε, αλλά δε νομίζω ότι θα καταφέρεις ποτέ να τρακάρεις την άνοιξη. Γιατί δεν μπορείς να τρακάρεις με κάτι που -καταπώς φαίνεται- είναι μέσα σου. Εκτός κι αν…
εκτός κι αν κατορθώνεται κι αυτό (ναι)