chemo beach

26451345

Κάθησε απέναντι απ΄τη θάλασσα περίπου οκτώ ώρες. Πάρκαρε εκεί κοντά -σ’ ένα ψευτοπάρκινγκ, κάτω από τρία ξελιγωμένα δέντρα- περασμένες δώδεκα το μεσημέρι, σηκώθηκε και μάζεψε σιγά σιγά πετσέτα, τσιγάρα κι αποτσίγαρα κατά τις οκτώ. Την ώρα που τα κουνούπια ήδη δείχναν δόντια. Με αιματοκρίτη 32 δεν το ρίσκαρε για αναμέτρηση. Είχαν τελειώσει οι χημειοθεραπείες και ο γιατρός του το ξέκοψε, «όχι πολλά πολλά  τον πρώτο καιρό. Μακριά απ’ τον ήλιο, όχι μπάνια μέχρι να μπει ο Σεπτέμβρης και βλέπουμε. Ένα ένα».

Μέχρι πέρυσι, ακόμη και τις μέρες που έβραζε ο τόπος, συνήθιζε να λέει – παραχωμένος στο γραφείο, περασμένες πέντε και έξη και εφτά πολλές φορές- «δεν φεύγει η θάλασσα, εκεί θα είναι κι αύριο». Μέσα σε λίγους μήνες έμαθε πως ακόμη κι αν αυτή δεν φεύγει, φεύγεις εσύ. Και πως το αύριο είναι μια έννοια σχετική, που ούτε στα δάχτυλα την παίζεις, ούτε την ορίζεις, ούτε κολλητή σου θα γίνει ποτέ. Ώμο να σου δώσει να γείρεις αποκλείεται. Έτσι είναι τα αύριο. Σ’ αφήνουν έτσι, στα καλά του καθουμένου για να πάνε να ζήσουν αλλού. Πουλώντας ωραίο, βολικό παραμύθι και ξεσπιτώνοντας το σήμερα.

Την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, χαράχτηκε πάνω στο χάρτινο δέρμα του ένα λειψό χαμόγελο. Τόση ομορφιά, τόσο κοντά, τόσα χρόνια. Μπορεί να μην είχε ούτε χνούδι στο κεφάλι του, μα μεγάλες, μακριές, ωραίες τούφες -κι ας λέγαν οι άλλοι, οι ανίδεοι, πως δεν ήταν τίποτε άλλο από ξέφτια- πέφταν μπρος στα μάτια του και κρύβαν μια τον ήλιο, μια τον ορίζοντα, μια τα όλο και πιο αχνά κύματα. Αυτά που ερχόταν από τόσο μακριά και σβήναν πάνω σε λίγες σπιθαμές άμμο, τρία μέτρα μακριά απ΄τα πόδια του. Σήμερα, τώρα. Όχι αύριο.

..

Arial Very Narrow

post-it #1

 

 

Θυμάσαι τον γραφικό σου χαρακτήρα;

Λίγα πράγματα. Ελάχιστα. Τον συναντάω όλο και πιο σπάνια σε τίποτε ποστ-ιτ πάνω στα ντουλάπια της κουζίνας, στο ψυγείο, στα πλαϊνά του απορροφητήρα. Να παίρνει λίγο χρώμα το σπίτι.

Τον νοσταλγείς;

Κάποιες στιγμές ναι. Είναι πολύ ασπρόμαυρο να της γράφεις «συγγνώμη», «πήρες γάλα;», «έδωσα εγώ χαρτζιλίκι στα παιδιά», «φεύγουμε στη θάλασσα το απόγευμα;» με Times New Roman ή με Bookman Old Style.

Γιατί δεν τα λες;

Αδύνατον. Δεν έχει save στις κουβέντες, ούτε επεξεργασία, ούτε ορθογραφικό και γραμματικό έλεγχο. Ούτε προεπισκόπηση. Μεγάλο ρίσκο, παράτολμο.

ιστορίες με ελαφρές αναταράξεις

26167530

 

 

Λένε -αυτοί που κάναν την έρευνα- ότι μόνον εκείνοι που ζουν στριμωγμένοι ανάμεσα στον Ατλαντικό και τη χώρα του Ναδάλ μας ξεπερνάνε στην απαισιοδοξία. Κάτι σαν μια άτυπη ρεβάνς του Ντα Λουζ, σκέφτομαι. Μάλλον όψιμη και περιττή, σε καμιά τροπαιοθήκη δεν θα ‘νιωθε βολικά τέτοια πρωτιά.

Δεν τολμώ να πω ότι με έβαλε κάτω ο φόβος για το αύριο. Είμαι απασχολημένος με τις καθημερινές φοβίες. Κοντόφθαλμος, θα πεις. Μπορεί. Σαν να ταΐζεις ψίχουλα το κτήνος, για να το δεις να θεριεύει και να γίνεται από κουτάβι κοτζάμ Κράκεν. Αλλά ακόμη χωράει στο σπίτι. Στριμωχτήκαμε οι υπόλοιποι εκεί μέσα, παίρνουμε μερικές ανάσες λιγότερες για να μην τελειώσει γρήγορα ο αέρας, δεν κάνουμε πολλή φασαρία για να μη θέλει κι άλλο τάισμα, μα τα ντουβάρια αντέχουν. Ακούω, διαβάζω και βλέπω πως άλλα πέσαν, παίρνοντας από κάτω κι όσους ήταν μέσα. Κάποιοι θα βγουν και θα ψάξουν ένα πρόχειρο παράπηγμα, ένα αντίσκηνο μέσα σ’ ένα χωράφι μαζί με χιλιάδες άλλους, κάποιοι δεν θ’ αντέξουν.

Αλλά δεν φοβάμαι. Αναταράξεις είναι, σκέφτομαι, θα βγούμε κάποια στιγμή απ’ τον καιρό και όλα θα στρώσουν. Μπορεί να μη μας σερβίρουν ούτε μια στάλα νερό κι ας στέγνωσε το μέσα μας, μπορεί να είμαστε άβολα καθισμένοι και δεμένοι χωρίς να σβήνει το λαμπάκι πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μπορεί κάποιοι να σταυροκοπιούνται και να λένε προσευχές τριγύρω μου, άλλοι να προσπαθούν να ψευτοκαθαρίσουν το λεκέ απ’ το χυμένο καφέ στα μπατζάκια τους, αλλά πετάμε ακόμη. Δεν γίνονται έτσι εύκολα, απ τη μια στιγμή στην άλλη, όλα συντρίμμια.

Είναι μόνο μερικές φορές που βλέπω στον ύπνο μου πως είμαι κλεισμένος μέσα σ’ ένα ντενεκεδένιο αεροπλανάκι, στα χέρια ενός πιτσιρικά. Πέντε, έξη, οκτώ χρονών, το πολύ. Που τρέχει με μένα μαζί, σ’ ένα χωματόδρομο δίχως τέλος. Και κάποια στιγμή θα με πετάξει για να δει μέχρι πού θα φτάσω.

Τότε φοβάμαι. Και γράφω.

Καθόμουν στη θέση 17C.  Άμα βρεις σκόρπιες, σακατεμένες λέξεις, μετά από χρόνια, μερικές μπορεί να ‘ναι και δικές μου.

οι γυναίκες της διπλανής ξαπλώστρας

26093845

 

Πίνει εμφιαλωμένο νερό κρατώντας μια Βαμβουνάκη. Τίτλο δεν κατάφερα να δω. Αγνοώ γιατί οι εκδότες χαλαλίζουν πάντα για τις υπογραφές τη μεγαλύτερη γραμματοσειρά κι όχι για τον τίτλο. Δεν καταλαβαίνω γιατί ποτέ δεν δοκιμάζουν κάτι πέρα απ’ το πλατσούρισμα στα ρηχά και πεπατημένα. Όχι ότι θ’ αγχωθώ κιόλας. Πιο εύκολα βγάζω έρπη παρά βιβλίο.

Δεν είμαι σίγουρος ότι διαβάζει, δεν διακρίνω μάτια να κινούνται κάτω από τα μαύρα της γυαλιά. Τζάμια αυτή, τζάμια κι εγώ, δύσκολο έργο η παρατήρηση μετ΄εμποδίων. Ίσως γύρισε σελίδα, κάποια στιγμή που άλλαξε ρότα το βλέμμα μου. Κουρασμένο μα ευσυνείδητο, προπονημένο βλέμμα. Όχι σαν το σβέρκο του λύκου, δεν είναι καθηλωμένο μονόμπαντα στη γραμμή του ορίζοντα απέναντι. Αν κοιτάς συνέχεια εκεί σκέφτεσαι το φευγιό, μετά δεν έχεις καλό τέλος.

Το σώμα της είναι αξιοθέατο. Ωριμασμένο τριάντα, τριανταπέντε χρόνια το πολύ, χωμένο -όμως- μέσα σε άσχημο περιτύλιγμα. Πώς τους πουλάνε τόσο αντιερωτικά μαγιώ, τόσο άσχημα φλοράλ, σαν δειγματολόγιο από τούρκικα τραπεζομάντηλα, ένα νούμερο μεγαλύτερο το κάτω, δυο νούμερα μικρότερο το πάνω, κανένα δεν ταιριάζει πουθενά. Γυμνή θα ήταν πολύ καλύτερη, σκέφτομαι. Ριγώ με την σοφία μου. Γυμνή, με μαύρο γυαλί -ας είναι και των πέντε ευρώ, απ’ τον brother Louie που ήρθε απ’ την Kaduna για να πουλάει κινέζικα IWC και Πάνο Κιάμο κάνοντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στην ελληνική άμμο και τους χρυσαυγίτες- και νερό να κυλάει απ’ τα χείλια της στο στήθος και μετά στην κοιλιά και μετά πιο κάτω. Μερικές σταγόνες είναι πολύ πολύ τυχερές, ασυζητητί.

Αφήνει χάμω τη Βαμβουνάκη, πιάνει το κινητό. Δείχνει ακριβό, βαριά τριψήφιο. Πληκτρολογεί. Κάποιος, κάποια, παίρνει μήνυμα. «Ένας μαλάκας απέναντι με γδύνει με τα μάτια του». Smart girl..

Ενάμιση μέτρο δεξιά. Τα ice tea δεν είναι ice πλέον, στέκουν ανέγγιχτα πάνω από ένα τέταρτο. Από την ώρα που τα έφερε το -πολύ – εικοσάχρονο, με μαύρισμα Χάλι Μπέρι. Δεν μ’ αρέσει η Χάλι, το εικοσάχρονο όμως άξιζε κάθε γραμμάριο απ΄το βάρος των πουρμπουάρ -μισάευρα, μη φαντασθείς τίποτε πολύ φανταχτερό- που μάζευε απ’ τους άντρες. Γυναίκα που να της έδωσε φιλοδώρημα δεν είδα τριγύρω. Άντρες όμως που χαζεύαν κορίτσια -όπως αυτή- στην ηλικία της κόρης τους, κάμποσους. Ναμπόκοφ στα όρια της νομιμότητας. Τα αρσενικά μπορούμε να ξεφτιλιζόμαστε υποδειγματικά μέχρι τα βαθιά γεράματα, σπουδαία κατάκτηση δε τη λες.

Ανάμεσα στα ice tea δυο φίλες, συγγενείς, ζωντοχήρες, κουμπάρες, ποιος ξέρει…Ηλικία απροσδιόριστη, αυτή που λες «της περιποιημένης προεμμηνόπαυσης» και ξεμπερδεύεις στο χωροχρόνο ανάμεσα στα -άντα και τα -ήντα. Μαλλί βαμμένο, σιγουράντζα ανταύγεια επαρχιακού κομμωτήριου, πιασμένο πίσω και οι δυό. Η μια φοράει παράταιρη μαντήλα, αγορασμένη απ΄το παζάρι της Δράμας, της Ξάνθης, από κει τριγύρω, γυαλιά τεράστια κρύβουν τα πάντα. Μέτωπο, ζυγωματικά, με δυσκολία διακρίνω μύτη. Η Χόλι Γκολάιτλι της γειτονιάς. Αυτή, αριστερά, έχει ωραία πόδια. Απ’ αυτά που η γαμιόλα η κυτταρίτιδα τα κάνει να μοιάζουν πιο επιθυμητά (γίνεται κι αυτό, με τον καιρό μαθαίνεις πως όλα γίνονται), ειδικά όταν τελειώνουν σε ένα μαύρο μαγιώ. Εκεί που λαχταράς να βάλεις τα δάχτυλά σου για να ανακουφίσεις το δέρμα της απ’ το κόκκινο σημάδι του λάστιχου. Η άλλη φοράει μια κοραλί πουκαμίσα, που και που σκαλίζει μια τσάντα και βγάζει από κει μέσα ένα ένα τα Άπαντα του Hondos. Παρατηρώ τα δάχτυλα των ποδιών της, μια ανάσα απ’ τα μάτια μου, περιποιημένα, πονηρά, περπατημένα, προσεχτικά βαμμένα. Είναι πικρό να σε σκανάρει ο άλλος και να γράφει πόρισμα μόνο για τα δάχτυλά σου αλλά καμιά μαγνητική δεν είναι τέλεια κάτω απ το φως του πρώτου καλοκαιρινού μπάνιου. Του κάθε χρόνο κι ακριβότερου, πιο απρόσιτου, λιγότερο καθαρμένου.

Δεν μιλάς

Ξεχάστηκα

Πάω να βουτήξω, θα ‘ρθεις;

Να τελειώσω τη μπίρα, μη γίνει εντελώς κάτουρο κι έρχομαι..

Και κλείσε αυτή την ρημάδα την εφημερίδα, χράτσα χρούτσα, σπάει νεύρα

Ποτέ δεν έχω δει γυναίκα να διαβάζει εφημερίδα, πίνοντας μπίρα απ’ το κουτί. Ίσως να φταίνε οι παρέες μου, ίσως οι θάλασσες που συχνάζω. Ίσως οι εφημερίδες. Μπορεί, πάλι, να θέλουν να σε κοιτάζουν χωρίς παρεμβολές για να γράψουν μετά για τους άντρες της διπλανής ξαπλώστρας. Αποκλείεται, δεν ασχολούνται με τη ράτσα μας. Μα όπως και να ‘χει, δεν θα ‘θελα ποτέ μα ποτέ να το διαβάσω αυτό..

ανάσκελα

26064994

 

Όσο περνά -όπως περνά- ο καιρός, νομίζω ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι είναι πια σκεπασμένοι με φολίδες απ’ την κορφή ως τα νύχια, ούτε δέρμα, ούτε ιδρώτας, ούτε μάτια, τίποτε. Μια ψευτοπανοπλία, ένα δονκιχωτικό αλουμινόχαρτο, μια ξεθωριασμένη επιγραφή στα κάγκελα -έξω απ’ το απεριποίητο κλουβί- «κοιτάτε-μην αγγίζετε». Κι ακόμη χειρότερα, «do not feed».  Όχι, δεν λέει «the animals» μετά. Ποια κατσαρίδα τολμά να παραστήσει το αγρίμι;

Ελπίζω να μην είναι μεταδοτικό. Μη ξυπνήσουμε όλοι ένα πρωί Γκρέγκορ Σάμσα. Δεν είναι η ζωή ορός, για να τον θωρείς να στάζει, ανήμπορος, ανάσκελα…

ƪ