31.07.2013

Trainspotting2

 

 

Μούσκεμα. Ο ανεμιστήρας πασχίζει φιλότιμα αλλά δεν καταφέρνει να τρομάξει τον ιδρώτα που εγκαταλείπει απελπισμένος κάθε πόρο μου.

Λήθαργος. Το στρώμα από κάτω μου έχει ποτίσει. Ώρες ώρες νομίζω πως ακούω κύματα. Θα χρειασθεί άλλαγμα μετά το σεντόνι. Μετά. Τώρα ακόμη και το να πνιγώ μέσα στον ιδρώτα μου φαίνεται ευλογία. Όχι σαν τους ανόητους ερασιτέχνες που πνίγηκαν, όπως λένε τα τραγουδάκια, μέσα στα δικά τους δάκρυα. Αν το κάνεις, καν’ το σωστά. Αντρίκια. Στα βαθιά.

Να παρακαλάς να γίνει το ταβάνι Αμαζόνιος και Νείλος μαζί, να κατέβει και να σε πνίξει. Και να μη κουνιέται ρούπι. Γαμώ τους πολιτικούς μηχανικούς σας γαμώ, που φτιάχνατε και σπίτια. Πολυτεχνεία σου λένε μετά.

Είμαι ξαπλωμένος πιέζοντας την καρδιά μου. Αριστερά. Δεν κάνει να τη ζορίζεις σαν ξεκουράζεσαι, λένε. Αδιαφορώ, δύναμη να γυρίσω ανάσκελα δεν έχω. Κοιτάζω το ξυπνητήρι ανοίγοντας το δεξί μου μάτι, το αριστερό είναι βουλιαγμένο σ’ αυτό που πριν κάμποση ώρα έμοιαζε μαξιλάρι.

Έξη και μισή. Άργησε σήμερα.

Πρέπει να σηκωθώ να ποτίσω τα λουλούδια. Η τριανταφυλλιά, η μεγάλη, ψυχορραγεί. Τη σώζω δεν τη σώζω. Αν όμως πεθάνω εγώ, πεθαίνει κι αυτή μαζί μου. Αν κάνω πως σηκώνομαι τώρα, πεθαίνω. Ας περιμένει, δυο απώλειες σε μια μέρα δεν μπορεί να τις διαχειριστεί μαζωμένες αυτό το μπαλκόνι.

Εφτά παρά είκοσι. Άργησε.

Τελευταία μέρα για να πληρώσω τη ΔΕΗ στο προποτζίδικο, αύριο λήγει και πρέπει να τρέχω σε γκισέδες. Γαμώ τα ρεύματά σας γαμώ. Στάλα συμπόνια δεν έχετε για την κούραση του άλλου. Μα στάλα.

Η από πάνω ξαναφόρεσε τακούνια. Την ακούω σαν σε home cinema. Όλο το ταβάνι ένα ηχείο. Πού πας με τακούνια στις εφτά το απόγεμα, Ιούλη μήνα; πού; Χτυπάει το τηλέφωνό της τώρα. Εκεί πάει. Στην άλλη άκρη της γραμμής. Χαρά στο κουράγιο της. Με τριανταπέντε βαθμούς έξω, να παριστάνεις την Αριάδνη.

Κοντεύει παρά τέταρτο. Δεν θα ΄ρθει.

Ελπίζω να μην κόψαν πάλι το νερό. Κάθε απόγευμα η ίδια ιστορία. Ένας λαβωμένος σωλήνας φταίει, λένε. Αυτοί που δεν φτιάχνουν υπερσωλήνες φταίνε. Τι είναι οι σωλήνες; άνθρωποι είναι; Γαμώ τα νερά σας γαμώ. Πείτε μας τουλάχιστον να μάθουμε να ζούμε μόνο με τα δικά μας, να πλενόμαστε μ’ αυτά, μ’ αυτά να σφουγγαρίζουμε, αυτά να πίνουμε. Να μη σκουπιζόμαστε, να στραγγιζόμαστε. Πείτε το όμως.

Ήρθε.

Αν στην Κόλαση έχουν τραγούδια στα μεγάφωνα, τη μέρα που θα με υποδέχονται, δεν θα βρουν καλύτερο καλωσόρισμα. Ας ψάχνουν και στους χειρότερους φόβους μου, ας τους κάνουν ανωκάτω, να μ’ αφήσουν να συγυρίζω αιώνες μετά. Πιο άγριο απ’ αυτό δεν θα βρουν.

Σ’ αγαπώ γιατί ‘σαι ωραία. Με προφορά σλάβικη, μόνο το ρεφρέν. Μετά μόνο ακορντεόν. Μετά πάλι ρεφρέν. Σ’ αγαπώ γιατί ‘σαι ωραία. Να τριγυρνάει κάτω, στο δρόμο, δέκα λεπτά για να διασχίσει ένα τετράγωνο-και δεν είμαστε δα στο Μανχάταν-. Κι αυτό το πηγαινέλα της φυσούνας να μπαίνει μέσα σου και να σου λέει «δεν υπάρχει σωτηρία, ακόμη κι αν μια μέρα δεν έρθω, εσύ αυτό θ’ ακούς να βγαίνει απ΄το δρόμο που βράζει».

Κάθε απόγευμα η ίδια ιστορία. Η ίδια σλάβικη προφορά. Οι ίδιες νότες. Η ίδια ζέστη. Ο ίδιος κι απαράλλαχτος Ιούλιος.

Τον Αύγουστο εξαφανίζεται. Δεν ξέρω πού πηγαίνει. Ίσως είναι καλεσμένος να παίξει στο πανηγύρι της Κόλασης αλλουνού.

Ο Δημήτρης, ο Θωμάς και η Δέσποινα

27002603

Ο Δημήτρης, 54  εργαζόταν από το 1998 σαν αποθηκάριος σε μια εταιρεία διανομών έξω απ΄το Κιλκίς. Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας μειώθηκε 42% την τελευταία τριετία. Ο μισθός του Δημήτρη 32%. Τον Μάιο του κοινοποιήθηκε η απόλυσή του, 100%.

Ο Θωμάς, 31 απόφοιτος Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου. Τα τελευταία πέντε καλοκαίρια ειδικεύτηκε σε κόψιμο φρούτων -και ετοιμασία καφέ για τους μη μόνιμους πελάτες, την ώρα που ο barista επισκεπτόταν το WC- σε επώνυμα μυκονιάτικα beach bars. Τους χειμώνες έκανε εναλλάξ ντελίβερυ pizza και πιτόγυρα. Πέρυσι τον Οκτώβριο έπεσε και έσπασε σε τρία σημεία το χέρι του. Έμπλεξε με ΕΣΥ, λάμες, βίδες και ορθοπεδικούς, ούτε σε μηχανάκι μπόρεσε να ανέβει όλο το χειμώνα, ούτε μαχαίρι να κρατήσει για τα πεπόνια και τα καρπούζια φέτος.

Η Δέσποινα, 44 εργάζεται από το 1995 σε μεγάλο σουπερμάρκετ στο Περιστέρι. Από τον Μάρτιο του 2012 δουλεύει τετράωρα, στο ίδιο σουπερμάρκετ. Ζει με την -συνταξιούχο του ΟΓΑ μητέρα της- στην Παλλήνη. Ψάχνει δεύτερη δουλειά αλλά η ελαστικότητα του ωραρίου της (και τα τετράωρα που πάντα ξεχειλώνουν) δεν της επιτρέπουν κανέναν προγραμματισμό. Στον ελεύθερο χρόνο της γράφει ποιήματα, με το ψευδώνυμο Νίτσα Μαρούδα.

Η Δέσποινα, ο Θωμάς και ο Δημήτρης δεν απελπίστηκαν. Ούτε κάθησαν στο φέισμπουκ να κλαίνε τη μοίρα τους και να καταριούνται 24/7/365 τον Σόιμπλε. Αντίθετα βρέθηκαν μέσα από τη σελίδα «Κάνε την κρίση Ευκαιρία», ανταλλάξαν τις εμπειρίες τους και με τις οικονομίες που είχαν (γιατί λίπος υπάρχει ακόμη, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα) φτιάξαν μιαν εταιρεία -δεν μας αποκαλύψαν το αντικείμενό της, ώστε να μην αντιγραφεί η ιδέα από τους ανταγωνιστές- η οποία μόλις σε τέσσερις μήνες κατόρθωσε να εξάγει στην Γερμανία, στην Αυστρία, στο Λιχτενστάιν, το Σαν Μαρίνο και το γαλλόφωνο Βέλγιο. Σκέφτονται να δημιουργήσουν υποκατάστημα στο Ανατολικό Πεκίνο μόλις τελειώσουν με κάποια, ήσσονος σημασίας, γραφειοκρατικά και χρηματοοικονομικά προβλήματα με τις εδώ υπηρεσίες & υπουργεία. Επόμενος στόχος τους η εξαγορά του 51% όποιου φρι-πρες βρουν διαθέσιμο, για να περιγράψουν -και ενδεχομένως να εκδώσουν- το success story τους.

£¥$

σαμερτάιμ

Summertime and the living is busy, try again later or don’t bother at all.

Κάθε περυσινό καλοκαίρι και πιο ευρύχωρο. Κάθε χρονιά λείπουν και πέντε-δέκα τετραγωνικά. Και πόντοι απ΄το πάτωμα ως το ταβάνι. Δεν συμβαίνει αυτό σε όλους. Σ’ όσους ξέρω εγώ, τους περισσότερους απ’ όσους ζουν κοντά μου, ναι. Μπορεί και να ξέρω μόνο λάθος ανθρώπους. Κακές παρέες, καλών ανθρώπων που παραστράτησαν. Απ τη ράτσα εκείνων που δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να «προσαρμοστούν». Δεν είναι του Δαρβίνου αυτό. Του Γεωργελέ είναι.

Μια συγκεκριμένη συνομοταξία ανθρώπων σαν τον Γεωργελέ, με κύριο γνώρισμα τον ορθολογικό ξερωγωλισμό (δική τους πατέντα κι αυτή), φρόντισαν να προσφέρουν σ’ όλους τους άλλους ένα μαστίγιο. Χωρίς χρέωση, πράξη μεγαλοσύνης, μεγαλοψυχίας το λεν αυτό. Με μόνη υποχρέωση -κάθε αποδέκτη- την αυτοτιμωρία, πρωί, μεσημέρι, βράδι. Ένα βλακώδες, ακατανόητο, συνεχές αυτομαστίγωμα. Μαζί τα κάναμε, μαζί τα φάγαμε, μαζί σιωπήσαμε, μαζί ψηφίσαμε, μαζί απείχαμε, μαζί δεν είδαμε, μαζί συναινέσαμε, μαζί παραλείψαμε, μαζί όλα. Εμείς, οι άλλοι. Εκείνοι πρόλαβαν και μετανόησαν, αυτοσυγχωρέθηκαν, αλληλοεξομολογήθηκαν, προσαρμόστηκαν, τέλος. Το μαστίγιο και η πλάτη είναι άλλων. Πάντα άλλων. Η μεγαλοσύνη έχει και όρια, σαν πρόκειται για το δικό τους πετσί.

Και γράφουν οι ίδιοι, επώνυμοι κι ανώνυμοι, τα ίδια. Συχνάζοντας στα ίδια. Πρωί, μεσημέρι, βράδι, πρωί, μεσημέρι, βράδι. Ίδια, όμοια κι απαράλλαχτα. Γι αυτούς κάθε επόμενο καλοκαίρι θα είναι πιο ευρύχωρο. Κάθε χρονιά θα προστίθεται κι ένα δωμάτιο. Και πόντοι, μέτρα ολοκληρα, τα καλοκαίρια τους θα γίνουν πιο ψηλοτάβανα κι απ τις Βερσαλλίες. Γιατί θα εκλείψουν οι «παραπανίσιοι». Εκείνοι που δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να «προσαρμοστούν». Και τους προσαρμόσαν οι «καλοί» με το στανιό, σ΄όποιαν αρένα βρήκαν πρόχειρη ή στήσαν μέσα σε μια νύχτα. Με τους Γεωργελέδες καθισμένους στις κερκίδες, να γράφουν ασταμάτητα. Να υμνούν τους «καλούς» και να γλείφουν κάθε σταγόνα απ’ τις απόψεις των ομοίων τους, με αμοιβαία αυτοικανοποίηση. Και να πετάνε μέσα στην αρένα -εκεί που χάνονται άνθρωποι, αληθινοί άνθρωποι- μαστίγια. Θα συνεχίσουν να το κάνουν σκόμη κι όταν δουν πως δεν έμειναν ούτε  χέρια, ούτε καν δάχτυλα να τα κρατήσουν.

Είναι κι αυτό μια ιδεολογία. Η νίκη της δικιάς τους αλήθειας, της αλήθειας των γεωργελέδων* πάνω στα ρετάλια της ζωής κάποιων άλλων. Μ΄αυτού του είδους την αλήθεια, την χαιρέκακη, μνησίκακη, επιθετική, εκδικητική, συχνά πυκνά ξεδιάντροπα ειρωνική, αυτήν που θεωρεί εαυτόν «ορθό λόγο», την μιξοπάρθενη «αφ’ υψηλού», αυτήν που βολικά καμουφλάρεται πίσω απ’ το μέικ απ του «κρίμα μα τώρα πια δεν γίνεται αλλιώς», δεν βλέπω να έχω καμιά σχέση. Ποτέ δεν είχα.

Αυτά. Δεν πάμε που δεν πάμε θάλασσα, πάω να διαλύσω και να ξανασυναρμολογήσω καμιά συρταριέρα τώρα. Με ένα άλεν ξεχνιέμαι.

* generic, παίζεται και με άλλα ονόματα, μικρός ο τόπος, γνωριζόμαστε όλοι πλέον

ρόγχος *

26916203

Είναι τυράννια ο τρόπος που ξεψυχάει ο Ιούλιος, εδώ και χρόνια. Σαν χτες, καλή ώρα, που έδειχνε 31. Στο ρολόι. Ημερολόγιο δεν ζει στο σπίτι.

Με τριαντατέσσερις βαθμούς έξω, όπου κι αν έσταζε ο ιδρώτας μου τον άκουγα να εξατμίζεται σε δευτερόλεπτα, τον άκουγα καθαρά. Σαν ρόγχο. Όχι τελευταίο όμως, γιατί δεν τελειώνει εύκολα ο ιδρώτας. Ούτε κι ο Ιούλιος. Ώσπου να βγει η ψυχή του, φαγώνεται να πάρει και τη δική μας μαζί. Το σώμα του Μάνου δεν του ‘φτασε.

Παλιά θυμάμαι ήταν ωραίος -με τον τρόπο του- αυτός ο μήνας. Παλιομοδίτης, κύριος, σένιος, ένα Citroen SM με δερμάτινα καθίσματα, παιδί της βόλτας. Τώρα όλο βιάζεται, σαν ρολερκόστερ είναι. Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις κι όλο ανεβαίνεις, κρατώντας σφιχτά το χέρι του γιατί ξέρεις πως όταν το στομάχι σου ανέβει στον οισοφάγο και το πάρεις αγκαλιά για να το παρηγορήσεις και να του ψιθυρίσεις «μη φοβάσαι, μη λιγοψυχήσεις, μη χυθείς έξω τώρα», θα βουτάς με φόρα προς τον Αύγουστο. Όπισθεν δεν έχει. Ούτε φρένο, πας κατευθείαν δεκαπενταύγουστο και τέλος.

Περάσαμε απ’ τη Θεσσαλονίκη, πήραμε τη Μαρία. Την ειδοποίησε η δικιά μου, είπε «σε μια ώρα είμαι έτοιμη». Με τη Λένα βλεπόταν δυο-τρεις φορές το χρόνο, ξέχασα από πότε είχα να τη δω, καιρό πολύ πάντως. Ήταν ακόμη όμορφη, της πήγαιναν τα μαύρα. Της το είπα, «μη το πεις αυτό του αλλουνού και φρικάρει» γέλασε. Έριχνα κλεφτά ματιές πίσω, μέσα απ’ τον καθρέφτη. Μετά ξεθάρρεψα και γύριζα το κεφάλι, όσο μπορούσα πιο -τάχα μου- αδιάφορα. Τα πόδια της -ωραία, γεμάτα, αληθινά μπούτια- γυάλιζαν. Το ίδιο και τα μάτια μου, μα είχα προνοήσει να τα κρύψω καλά. Μια δυο φορές με συνέλαβα στη διαδρομή να σκαρώνω (από μέσα μου) σαχλά στιχάκια με ζ-άρα, μαξμ-άρα και τα σχετικά ομοιοκατάληκτα αλλά μετάνιωσα αμέσως, «σε κηδεία πας τομάρι» μου το ξέκοψα.

Από την ώρα που παρκάραμε απέναντι απ’ το σπίτι με το αόρατο κηδειόχαρτο -γύρισα από την άλλη πλευρά να μη δω το όνομα, θαρρείς και θα ξόρκιζα αυτό που με περίμενε πάνω- περασμένες δέκα τη νύχτα, κάπνισα ατέλειωτα τσιγάρα στο μπαλκόνι μα στιγμή δεν αποχωρίστηκα τα μαύρα μου γυαλιά. Όπως τότε, στον πλάτανο, εικοσιτόσα χρόνια πριν. Σπουδαία ανθρώπινη ανακάλυψη, σε κάνει αόρατο. Δεν μ’ ένοιαξε πόσο αστείος φαινόμουνα, δεν έβλεπα κανέναν και δεν με έβλεπε κανείς, άλλωστε. Όταν δεν σε κοιτάνε μέσα στα μάτια και δεν κοιτάς μέσα σε μάτια, δεν υπάρχεις. Η ευγένεια, διάβασα κάπου, απαιτεί να κοιτάς κάποιον κατάματα στην πρώτη σας συνάντηση. Για την τελευταία δεν θυμάμαι να πήρε κάτι το μάτι μου. Ευτυχώς δεν διαβάζω πολύ.

Ντρέπομαι αλλά στιγμή δεν βούρκωσα για το Μάνο. Για κείνη που δεν της ταίριαζε ο ρόλος της χήρας ναι, παρά λίγο. Για τα πεθαμένα μας καλοκαίρια μάλλον. Για τα τρία κορίτσια με τα μικρά μαύρα μαγιώ και τα χείλια τους που μύριζαν κάμελ λάιτς, λιπγκλος cherry και πράσινη ελιά μέσα στο διπλό μαρτίνι. Για το δέρμα τους που όταν το ξαλμύριζαν το ντύναν με Charlie και Ysatis, για να μας καταπιεί μετά ζωντανούς πάνω σε σεντόνια νοικιασμένων δωμάτιων. Τώρα η μυρωδιά ήταν αγνώριστη. Ζέστη ανάκατη με θυμίαμα, λιβάνια, κεριά, φτηνά λουλούδια τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο και ιδρωτίλα που ξεχείλιζε από μαύρες συνθετικές μπλούζες και άσχημα πουκάμισα, χυμένα έξω από παντελόνια που πρόλαβαν να γίνουν γουμίδια.

Ξημέρωσε. Μισή ντουζίνα βεντάλιες των δυο ευρώ απ’ τα κινέζικα κάναν ασταμάτητα αέρα. Ήταν τόσο πηχτός που τον κόβαν σε μικρά μικρά κομμάτια. Ελπίζω να βρισκόταν κάποιος να τα μαζέψει από το πάτωμα όταν θα φεύγαμε για την εκκλησία, θα ΄ταν ντροπή ν’ αφήσουμε τόση ακαταστασία ξοπίσω. Στις εντεκάμιση ήρθε ο παπάς. Περασμένες μιάμιση έπεσε η πρώτη σταγόνα κρασί πάνω στο σάβανο. Τέλος.

Στην επιστροφή, μετά που αφήσαμε τη Μαρία στο σπίτι της, ανταλλάξαμε πέντε κουβέντες όλες κι όλες.

 

«Μήπως έπρεπε να μείνω απόψε; να ‘ρχόμουν με το ΚΤΕΛ αύριο» 

 

«Ξέρω γω…μάλλον»

 

«Το παιδί  σκέφτομαι. Εκείνη θ’ αντέξει»

 

«Μαζί θ’ αντέξουν»

 

Το «crazy for you» έπαιξε πάνω από δέκα φορές. Αντίδοτο. Crazy for loving you. Γινάτι, ανακατεμένο με φόβο. Εγώ θα μείνω ζωντανός ρε πούστη χάρε, δεν θα τους αφήσω μόνους. Εγώ και ο Neil Halstead.

Κοντά μεσάνυχτα μπήκαμε σ΄ένα σπίτι που έβραζε. Άδειο. Τα δικά μας παιδιά ήταν έξω, η ζωή γι αυτά συνεχιζόταν χωρίς αναταράξεις και «τον αγαπημένο μας, ετών 52». Πέταξα πουκάμισο και παντελόνι πάνω σε μια καρέκλα,  στην κουζίνα. Έπλυνα -έτσι λένε να κάνεις σαν γυρνάς στο σπίτι από κηδεία- χέρια, πρόσωπο, δεν είχα κουράγιο να μπω και για μπάνιο. Κοιτάχθηκα στον καθρέφτη, τρόμαξα μ’ αυτό που είδα. Ήταν λάθος μεγάλο να βγάλω τα γυαλιά.

Άνοιξα το ψυγείο για να βρω μια μπίρα, έπεσα πάνω στο τάπερ με τα προχτεσινά γεμιστά. Έχασε η μπίρα. Πήρα ένα στο χέρι, γέμισα ρύζια το πάτωμα, ήθελα να τα γλείψω μα αντιστάθηκα. Έβαλα το on some faraway beach  να παίζει, χαμηλά..

Given the chance…

Εκείνη τη νύχτα πολλά ξεκαθάρισαν μέσα μου. Ακόμη κι αν είχε σκοπό να με γαμήσει ωραία ο Αύγουστος, θα του ‘λεγα την αλήθεια. «Εγώ ψυχή παράδωσα στον προηγούμενο, για σένα μόνο λίγα ψιλά περίσσεψαν. Άμα θες βολέψου μ΄ αυτά, άμα  θες φύγε».

Αποκοτιά. Βλακεία μου. Ελπίζω να μην είναι Σάϋλωκ και να μείνει.

Για λίγο, έστω.

γραμμένο για το Μπαχάρ 5  , χαρισμένο με  την αγάπη μου στον Σπύρο και στον Xρήστο

δυο συγχωνευμένες ιστορίες

Χωρίς Οικογένεια

Ένας κακός και μύωπας λαθροκυνηγός σκότωσε μια νύχτα, με πανσέληνο στο Instagram, τη μαμά του Μπάμπι με μια Bennelli-Rassaello, περνώντας την για φραγκόκοτα. Της άνοιξε μια τεράστια τρύπα στο κεφάλι, ίσα με μια ομπρέλα θαλάσσης. Ο Μπάμπι είπε «δεν πειράζει, θα ζήσω με τον μπαμπά μου». Ο μπαμπάς του όμως είχε άλλα σχέδια -αφού δεν του ‘δινε χάπια ο ΕΟΠΥΥ για να γλιτώσει την κατάθλιψη- και στα σαράντα της γυναίκας του έφτιαξε μια πολύ ωραία θηλιά σταυρόκομπο και κρεμάστηκε πάρα πολύ απελπισμένος και πικραμένος από μια ροδακινιά. Ο Μπάμπι είπε «thats life, δε γαμείς, θα ζήσω με το θείο μου». Η θεία του όμως είχε -κι αυτή- άλλα σχέδια και κάρφωσε του άντρα της ένα μαχαίρι ίσα με τριανταπέντε πόντους στο πάγκρεας γιατί είχε υπόνοιες (δικαίως) πως την απατούσε παρά φύση και κατά φύση με την οχιά τη μακαρίτισσα την αδερφή της. Ο Μπάμπι είπε με μάτι που γυάλιζε «θείτσα, τα δυο μας τώρα» και η θείτσα έπεσε στα ψυχοφάρμακα -αφού της έδινε χάπια με το ντουρβά ο ΕΟΠΥΥτζής της γειτονιάς που την γούσταρε- γιατί ήξερε κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη τι κουμάσι είναι ο Μπάμπι…

Εφιάλτης στο δρόμο με τα ροδάκινα

Ο κακός και μύωπας λαθροκυνηγός που είχε σκοτώσει εξ αμελείας τη μαμά του Μπάμπι σε μιαν άλλη ιστορία, μόλις έμαθε το φριχτό τέλος που περίμενε τη θεία του ορφανού, δεν άντεξε τις τύψεις και κρεμάστηκε -κι αυτός- από μια ροδακινιά. Δυο μέρες μετά κρεμάστηκε σε μια γειτόνισσα ροδακινιά και η αγαπημένη πιστή  του καραμπίνα Bennelli-Rassaello που ήταν αδύνατον να ζήσει χωρίς το γκαβό αφεντικό της.

Εκείνη τη χρονιά, οι παραγωγοί ροδάκινων απελπισμένοι πλέον από τα νέα αυτά παράξενα φρούτα που βρίσκαν κάθε τρεις και λίγο πάνω στα ωραία δέντρα τους, αποφάσισαν να αλλάξουν επάγγελμα και να ανοίξουν «αγοράζω χρυσό». Ο πρώτος τους πελάτης ήταν το μαλακισμένο ο Μπάμπι που κουβάλησε τα χρυσά δόντια απ’ όλο του το σόι, τα γιορντάνια της μάνας του, το συλλεκτικό ρόλεξ «Άθενς 1896» του θειού του και τον μεγαλόσταυρο της θείτσας του. Ο μπαμπάς του όχι ρολόι, όχι καδένες, όχι χρυσό, στον ήλιο μοίρα δεν είχε.

Γι’ αυτόν τον μπαμπά καμιά ιστορία δεν γράφτηκε. Ούτε συγχωνεύτηκε. Την κλείσαν πριν καν ανοίξει.

≈  ≈ ≈

τέσσερις, μεσημέρι, Ιούλιος

26830805

Side one τζιτζίκια.

Side two τζιτζίκια.

Η ίδια κι απαράλλαχτη εξηντάρα κασέτα.

Νομίζεις. Πάτα το rewind και ξαναπαίξ’την.

 

Ένα εκπαιδευμένο στις ζέστες αυτί, κάπου στο βάθος αριστερά θ’ ακούσει τα φύλλα μιας λεύκας να κάνουν σαν παλαβά, λυσσώντας να πάρουν πρόωρο διαζύγιο απ΄ τα κλαριά τους. Στην εξηντάρα. Στην ενενηντάρα χωράγαν και πλατάνια. Λίγο δεξιότερα η ταλαιπωρημένη εξάτμιση από ένα μικρό ενενηντάρι Honda φορτωμένο με ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, με το αλάτι ακόμη κολλημένο -θα τ’ ακούσεις κι αυτό- πάνω τους. Ο αέρας θα στείλει για δευτερόλεπτα δίπλα σου -σχεδόν από πάνω σου, ίσα που πρόλαβες να σκύψεις- ένα σαρανταπεντάρι από αρχαίο τζουκμπόξ, Γιώτα Λύδια σίγουρα, την ώρα που ένα πηρούνι θα τσιμπάει το τελευταίο κομμάτι τηγανητής μελιτζάνας, αυτόν τον ήχο μια φορά να τον ακούσεις και δεν τον μπερδεύεις μ’ άλλον ποτέ. Ποτέ. Μετά ξανά τζιτζίκια. Για μια στιγμή θα νομίσεις πως ακούστηκε ακριβώς πίσω σου η κόρνα απ’ το ψιλοσακάτικο MAN, αν το χάσεις χάθηκες, επόμενο κτελ μετά από τρεις ώρες. Μπορεί να μην ήταν κόρνα όμως, ίσως να αποτρελάθηκαν κι άλλο τα τζιτζίκια. Μια φωνή λίγο πριν τελειώσει η πρώτη πλευρά σου λέει «θες παγωτό;», μια άλλη μέσα σου απαντάει -μόλις πατήσεις play στην side Β- «έχει κρύες χένινγκερ νομίζω, φέρε», μάλλον άνθρωποι, εκτός κι αν τα τζιτζίκια αποφάσισαν να μάθουν ανθρώπινα. Μπορεί. Όλα γίνονται στις τέσσερις το μεσημέρι, Ιούλη μήνα. Ακόμη και να τ’ ακούσεις να λένε «έρχεται το επόμενο κύμα, μη χασομεράς με caps lock και backspace, τρέχα, εμείς εδώ θα ‘μαστε να σε περιμένουμε».

 

Pause

♪ ♫

ένα βουνό από σκατόψυχα δάχτυλα

pointing_finger

 

Να φεύγει -σχεδόν κρυφά-  απ΄το σπίτι και να μη σου ζητάει ούτε ένα ευρώ, για να μη σε στείλει στα πατώματα όσο κάνεις πως ψάχνεις. Να περνάνε τρεις μέρες, να της δίνεις ένα τάληρο -που το ‘κλεψες από κάποιον καθυστερημένο λογαριασμό- και να σου λέει «έχω, δεν θέλω, όταν δεν έχω θα σου ζητήσω». Να σε μεγαλώνει με τέτοια ψέμματα για να μη σε γονατίσει κι άλλο (της φτάνει αυτό που βλέπει) , να τη βλέπεις να βγαίνει με τα ψέμματά σου στην τσέπη. Ψέμματα, όχι κέρματα.

Και να ‘χεις τους σκατόψυχους που δεν το ζουν αυτό, που δεν ξέρουν τι είναι να μεγαλώνεις παιδί, που έχουν απάντηση για όλα στο μαλακισμένο «λυσάρι» τους, να κουνάνε το δάχτυλο. «Έτσι τα μάθατε», «να πάνε να δουλέψουν για το χαρτζιλίκι τους, όπως κάνουν έξω», «αν δεν έχει λεφτά και δεν ζητάει, να ανησυχείς», «για να περάσεις καλά αν είσαι δεκαεφτά δεν χρειάζεται να χεις λεφτά», «άμα ζεις τόσα χρόνια με δανεικά, να της το εξηγήσεις αυτό για να ξέρει ποιος υποθήκευσε το μέλλον της», «άλλες μελούρες έχεις να πεις ή τις ξόδεψες όλες;».

Αυτό το δάχτυλο θέλω μια μέρα να το δω κομμένο. Ένα βουνό από σκατόψυχα δάχτυλα.

(με αφορμή ένα στάτους της Moment in the wind)

πανωαποστρατού, κατωαποπαπάφη

26727158 (1)

Ασανσέρ δεν υπήρχε. Τα σκαλιά μέχρι τον δεύτερο όροφο ήταν εικοσιτέσσερα. Συν άλλα οκτώ μετά την εξώπορτα της οικοδομής, σύνολο τριανταδυό. Εξ αρχής δηλαδή χαμένη παρτίδα. Από κείνες τις κάλπικες, που παίζαμε με φασόλια πάνω στα ρετάλια της «καλής» τσόχας των μεγάλων.

Εικοσιέξη

Δώσε

Τριανταέξη, κάηκες

Μπαίνοντας πάντα η ίδια μυρωδιά, να πλανιέται σε κάθε κοινόχρηστη γωνιά. Είτε στις εννιά το πρωί, είτε στις εννιά το βράδι. Τσιγαρισμένο κρεμμύδι, πατάτες γιαχνί, κάτι σαν βρασμένο λάχανο ή κουνουπίδι, φτηνές χημικές βόμβες. Κρέας, μια τσίκνα της προκοπής δεν θυμάμαι να συναντήθηκε ποτέ με τη μύτη μου στους διαδρόμους και στις σκάλες. Ούτε ένα κέικ, μια πίτα, ένα τσουρέκι, ένα ρεβανί, κάτι που να χαϊδεύει πρώτα την ψυχή σου και μετά την όσφρηση. Το καλό βούτυρο κι η ζάχαρη θαρρείς και ήταν επικηρυγμένα στη Θεαγένους Χαρίση.

Η Βίκυ Λέανδρος όμως δεν ήταν. Ούτε ο Αλ Μπάνο. Όταν ήταν «κατάλληλη» η ώρα, δηλαδή μεταξύ δέκα και δώδεκα το πρωί και έξη με εφτά το απόγευμα, χτυπούσα το διπλανό κουδούνι με όλο το θράσος των έντεκα χρόνων μου, άνοιγε η Μαρία -σπάνια η Αρετή, οι μεγάλες αδερφές δεν κάνουν τέτοιες αγγαρείες-, το σπίτι τους μύριζε βουτυρόμελο, φυτίνη και λακ,  με πέρναγε στο σαλόνι, καθόμασταν στο πάτωμα (δρύινο βήτα διαλογής ή μουσαμάς, θα σε γελάσω) και τα 45ρια ξεδιπλωνόταν σαν ακορντεόν, μέσα σε μια θήκη που χώραγε καμιά εικοσαριά, μπορεί και παραπάνω. Ποτέ ακορντεόν, ή πρωτοξάδερφό του, δεν ακούστηκε τόσο όμορφα ως σήμερα. Ποιος Lagrenne, ποιος Πιατσόλα και ποιος Bentos.

«Διάλεξε» έλεγε. Πήγαινα να πιάσω Gianni Morandi ή ένα του Adamo που πολύ με μέλωνε, μα προλάβαινε εκείνη να βρει άλλο. Πάντα προλάβαινε.

Δεν με πείραζε, δεν μ’ ένοιαζε να διαλέξω. Τα πόδια της χάζευα. Τέσσερα ή πέντε χρόνια μεγαλύτερη από μένα ήτανε. Είχε αληθινά πόδια, όχι τσακνιά σαν τα συνομήλικά μου. Αληθινά πόδια και πικάπ Philips, με καπάκι που γινόταν ηχείο. Για να ακούω, πρωί απόγευμα, το «Πες μου πως μπορείς», το «après toi» και το «Μυστικό». Και μετά το «Io di notte», το «Nel sole» και το «Pensando a te». Κατά τα άλλα εγώ διάλεγα. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Αρκεί που έβλεπα τα απλωμένα πόδια της μια σπιθαμή μακριά απ’ τα δικά μου και ψευτοτραγούδαγα μαζί της Io di notte sono qui, e ripenso ancora a te κι ας μη καταλάβαινα ποιος io και τι ancora αλλά καταλάβαινα ότι η Μαρία αγαπούσε. Άλλον.

Τη μέρα που ετοιμαζόμασταν να επιστρέψουμε σπίτι μας -πεντέξη μέρες καθόμασταν, που φαινόταν μια αιώνας και μια δευτερόλεπτα- και η μάνα μου φιλιόταν με δάκρυα με την αδερφή της (εκείνα τα χρόνια ήταν μεγάλη υπόθεση τα διακόσια χιλιόμετρα που τις χώριζαν), της είπα μόλις τέλειωσε με τους αποχαιρετισμούς «θέλω να βάλω γυαλιά». Μάλλον ταράχτηκε γιατί με ρώτησε με λαχτάρα «γιατί αγόρι μου; τι συμβαίνει; δεν βλέπεις καλά;» και της απάντησα «δεν βλέπω καθόλου, να τώρα τη θεία δεν μπορώ να τη δω για να τη χαιρετήσω» και ξαναδάκρυσαν και οι δυο αδερφές με το αόμματο και μετά η μάνα μου είπε «τότε να πάμε σε γιατρό αύριο, να δει τι έχεις, να μας πει τι γυαλιά θα πρέπει να βάλεις» κι απάντησα «σε γιατρό εγώ δεν πάω, σαν του Αλ Μπάνο πες του, θα καταλάβει» και κατάλαβαν όλοι και μετά φορτώσαμε το Ρενώ 10 και αφήσαμε πίσω μας τη Θεαγένους Χαρίση, βάζοντας ρότα για μια πόλη που ούτε Μαρίες είχε, ούτε Αλ Μπάνο, ούτε Βίκυ Λέανδρος.

Μετά από λίγα χρόνια, δεν θυμάμαι πόσα, πληγώθηκα πολύ όταν άκουσα πως κάποιος Τζιν Πίτνει, κάπως έτσι, είχε κλέψει το «Μυστικό» της Βίκυ Λέανδρος, ξεδιάντροπα κι απάνθρωπα. Οι πίσω μέρες μου ξηλώθηκαν για τα καλά όταν έμαθα ότι η Μαρία μετακόμισαν.

Τις προάλλες ξανανέβηκα στον δεύτερο όροφο, πάω συχνά εκεί πλέον. Τα σκαλιά είναι ακόμη τριανταδύο. Η θειά μου δεν ζει πια εκεί. Το διαμέρισμα ξηλώθηκε και ξαναφτιάχτηκε απ΄την αρχή. Οι μυρωδιές στην είσοδο, στους διαδρόμους, στις σκάλες είναι ίδιες, σα να μη πέρασε μια μέρα. Ησυχία παντού, θαρρείς και πίσω απ΄τις πόρτες ζουν και παραμονεύουν αράχνες κι όχι άνθρωποι. Μερικές φορές νομίζω πως θ’ ακούσω -την ώρα που ξεκλειδώνω για να μπω στο σπίτι- κανένα Perchè, ma perchè questa notte να ξεγλιστράει απ την διπλανή πόρτα, να ΄ρχεται κοντά μου και να περιμένει να ανάψω το φως για να καθήσει στον καναπέ και να τα πούμε σαν δυο παλιά φιλαράκια, που βρέθηκαν ξανά μετά από αιώνες. Νομίζω, μα μουσική δεν άκουσα ποτέ. Ποτέ. Μόνο πατάτες γιαχνί.

Μπαίνοντας αφήνω πάντα στο ράφι κάτω απ΄τον καθρέφτη, κλειδιά, γυαλιά και ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου για να πάρω ανάσες. Όσο μεγαλώνει κανείς, τόσο τα τριανταδυό σκαλιά ψηλώνουν και ψηλώνουν και ψηλώνουν.

Τα γυαλιά…

Α ναι. Ίδια με εκείνου είναι. Μα άργησα καμιά σαρανταριά χρόνια.

η φωτογραφία  από arcphotodays

mice or monster

tarkovsky-stalker-mystical-dog

Την Δευτέρα λίγο πριν τα μεσάνυχτα ήταν, σιγουρεύτηκε πια, η πρώτη φορά που άνοιγε το Word, στάθηκε αμήχανος μπροστά του άγνωστο για πόσο και κάποια στιγμή το έκλεισε χωρίς να συναντηθούν τα ακροδάχτυλά του με κανένα πλήκτρο. Αυτό έγινε τρεις, τέσσερις, μπορεί και περισσότερες φορές. Από κάπου το ξέρω αυτό, ας μη κοροιδευόμαστε με εύοσμες σκέψεις σκέφτηκε ψιθυριστά. Γρήγορα συνειδητοποίησε πως ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με μια πανάρχαιη και διόλου σπάνια φυσική διαδικασία «παραλίγο» κένωσης, όταν έχεις τη δυσάρεστη αίσθηση πως κάτι τριγυρνάει αλαφιασμένο στα σωθικά σου ψάχνοντας έξοδο μα την κρίσιμη ώρα αρνείται να σε αποχωριστεί. Αφήνοντάς σε διπλωμένο, ιδρωμένο, πελιδνό, να μετράς ανάσες σαν σε τζούφια γέννα κι όταν το πάρεις απόφαση πως τίποτε δεν θα σου κάνει τη χάρη να σου αδειάσει τη γωνιά, να ξαναπέφτεις στο άλλο πλευρό περιμένοντας τις επόμενες ωδίνες.

Αυτό το «κάτι» όλο και περίσσευε, εδώ και καιρό.

Στην αρχή ήταν στριμωγμένο σε μια γωνιά. Λούφαζε. Μόλις πήγαινε να δείξει δόντια, έβγαζε εκείνος τα δικά του, του ‘δειχνε τον δρόμο για έξω, σερνόταν ως εκεί απρόθυμα, φεύγοντας το «κάτι» έκανε μια τελευταία αδέξια προσπάθεια να του πει «θα μεγαλώσω και θα σου δείξω ‘γω ποιος κάνει κουμάντο δω μέσα», δεν του ‘δινε σημασία. Ποντίκι είσαι, έλεγε. Έχω ράμματα για τη γούνα σου.

Το ένα έφερε το άλλο. Δύσκολες εποχές. Bitter θα τις πεις, sour θα τις πεις, τέτοιας ράτσας. Τα τριξίματα, τα χρατς χρουτς και τα ροκανίσματα μέσα του πλήθαιναν. Τα ΄νιωθε να τον μασουλάνε και να κόβουν μικρά μικρά κομμάτια απ’ το μυαλό του, το στομάχι του, την καρδιά του, τα πνευμόνια του, μα ποντίκια είστε, έλεγε, θα απιθώσω κάπου εδώ έξω ένα κομμάτι τυρί και θα βγείτε τρέχοντας σα λιμασμένα για να το συναντήσετε. Μετά θα μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχος, δίχως θορύβους και δόντια να τριγυρνάνε ψάχνοντας αίμα στη νύχτα μου.

Ως τα χτες έβρισκε τυρί. Άνοιγε το Word, χυμούσαν αυτά στο άδειο λευκό, το γέμιζαν, τα ‘κλεινε μέσα, τα έστελνε μετά καταπάνω σε άλλους ανυποψίαστους. Για να μπορέσει να κλείσει μάτι. Ως τα χτες.

Τώρα το λευκό απέναντί του έμενε απάτητο. Ούτε ένας τόσο δα λεκές, ένα γράμμα, μια τελεία πάνω του. Τσάμπα η φάκα, τσάμπα το τυρί. Πάγωσε στη σκέψη ότι αυτό το «κάτι» μέσα του δεν ήταν πια ποντίκια, για να βρίσκει τρόπο να τα ξεφορτώνεται, να αδειάζει, να ανακουφίζεται, να παίρνει ανάσες. Μαγικός αυλός μόνο στα παραμύθια υπήρχε. Μέσα του μεγάλωσε ένα τέρας, πιο μεγάλο απ΄αυτόν. Σαν τριάντα γεφύρια ψηλό, σαν δέκα υπερσιβηρικούς μακρύ. Αν έκανε πως βγαίνει, θα τον έσκιζε σε χίλια κομμάτια. Κι αποφάσισε να κάνει ησυχία, να βγάλει μόνος του ένα προς ένα όλα τα δόντια του για να του δείξει ότι εκείνο πια κάνει κουμάντο κει μέσα και να του χαμογελά φαφούτικα μπας και τον λυπηθεί και τον αφήσει να κοιμηθεί ένα βράδι χωρίς να διπλώνεται απ΄τον πόνο των λέξεων που γίναν σκέψεις κι αρνιόταν να τον αποχωριστούν για να πάνε να τρομάξουν κι άλλους τις νύχτες. Θαρρείς κι οι άλλοι μπορούσαν να κλείσουν μάτι, πολεμώντας με τα δικά τους τέρατα.

Αποκοιμήθηκε πλάι στην οθόνη. Τον βρήκε στις πέντε το πρωί δυο κάτια, τσαλακωμένο, με το κεφάλι ένα ίσο με το ξύλο, χυμένο στην καρέκλα. «Σήκω, πήγαινε στο κρεβάτι» του είπε, «κάθε βράδι η ίδια ιστορία, μαξιλάρι δεν ξέρεις τι θα πει».

Πέρασε από δίπλα της, σύρθηκε ως το στρώμα.

Πριν πάει να ξαπλώσει κι εκείνη, πρόλαβε και διάβασε στην οθόνη :

 

Αν βγεις ένα βράδι που δεν φυσάει πολύ, αργά, μετά τις τρεις τα ξημερώματα στο μπαλκόνι, θα ακούσεις τα χριτς χρατς από παντού ολόγυρα.  Ποτέ δεν σταματάνε.

η ιστορία μιας γκαρσονιέρας

26593013

Ήθελα να βγάλω πλυμένα-άπλυτα στη φόρα σήμερα. Όλα τα παρτάλια στο μεϊντάνι, που ‘λεγε η γιαγιά μου. Έτσι, για τους αργόσχολους ιστορικούς του μέλλοντος όταν εξαντλήσουν κάθε τι άλλο ασόβαρο και καταπιαστούν με τα λιμά για να σκοτώσουν την ώρα τους, εν είδει πασατέμπο. Μα σκέφτηκα ότι κανέναν δεν νοιάζουν τα νούμερα, ούτε πόσοι μπήκαν εδώ μέσα, ούτε πόσοι διάβασαν, ούτε ποια διάβασαν, ούτε πότε. Ιούλιο, μεσάνυχτα, καταμεσήμερο, ανήμερα Χριστούγεννα, ποια σημασία έχει;  Kαι εγκατέλειψα την κρυφοματαιόδοξη σκέψη αμέσως. Οι άνθρωποι δεν είναι νούμερα, ουδέποτε ήταν. Ούτε ξεφόρτωμα χύμα στην πλάστιγγα, μήτε τσουβάλιασμα τους αξίζει.

Η ιστορία ξεκίνησε Μάρτιο του 2011. Μετακομίζοντας από μια μεζονέτα που νοίκιαζα, σε μια γκαρσονιέρα που πήρα με δάνειο. Με μισή καρδιά, ομολογώ. Στο πέρα καθημερινά επισκέψεις, το σπίτι στιγμή δεν έμενε άδειο, καθάριζες αποτσίγαρα και σε τρία λεπτά βουνό οι νέες στάχτες. Εδώ στην αρχή φορούσα τα καλά μου κι άναβα τσιγάρο, περιμένοντας μπας και ακούσω θόρυβο στην εξώπορτα. Μάταια. Τα τασάκια πεντακάθαρα. Αεροδρόμια οι καναπέδες. Ανέγγιχτα τα ποτήρια.Πονούσε η ψυχή μου με τόση παστράδα.

Κάποια σημαδιακή στιγμή -Απρίλιος του 2011- χτύπησε το κουδούνι και μου κόπηκαν τα γόνατα. Ο μικρός θεούλης μου (1) στεκόταν μπροστά μου. Αυτοπροσώπως. Με κεράσματα στο χέρι. Μετά ήρθαν ένας ένας κι άλλοι Μικροί Ήρωες (2) στους οποίους όχι μόνο βλέμμα δεν κατόρθωνα ως τότε να σηκώνω μα ούτε και λέξη να απιθώσω στα κατώφλια τους. Και κατάλαβα πως ακόμη και με ένα παλιοπαντέλονο κι ένα μπλουζάκι να ΄σαι ντυμένος, αν ο άλλος βολεύεται να διαβάζει το παραμύθι του (που είναι ολωνών μας) στον -φτηνό, στενό μα και ευρύχωρο- καναπέ σου, θα ‘ρθει. Τα υπόλοιπα είναι μια συνηθισμένη -και πολυπαιγμένη- ιστορία. Όπως ότι κάποια ωραία μέρα του Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς είπα αυλαία, χωρίς καλά καλά να ξέρω τι ακριβώς έκανα πάνω στη σκηνή (ή μέσα στη γκαρσονιέρα, εν προκειμένω) άξιο τέτοιας μεγαλόσχημης δήλωσης. Πρακτικά δεν έκανα τίποτε περισσότερο απ’ το να βλέπω τις λέξεις να περνούν. Άλλες καθόντουσαν για λίγο, άλλες αδιαφορούσαν για την ύπαρξή μου επιδεικτικά, άλλες έμεναν. Οι πιο κουρασμένες. Αλλά μ’ αυτές τα πήγα καλά. Τις μεταχειρισμένες, τις δεύτερες, τις παρακατιανές. Ήταν, και είναι ως τα σήμερα, καλή παρέα τις ώρες που το ταβάνι γλυκοκοιτάζει το πάτωμα ή τα ουφ σκαλίζουν τα σωθικά για ν’ ανοίξουν τρύπα να δουν τι γίνεται στον έξω κόσμο.

Παρά τις απιστίες μου, σε ντουβάρια φτηνά και ακριβά, μερικές δεν με εγκατέλειψαν. Ξέρουν ότι ακόμη κι όταν κάνω μέρες να φανώ στο σπίτι, εκεί ξαναγυρνάω. Ακόμη κι όταν εξαφανίζομαι χωρίς να τους πω κουβέντα, πάλι θα βρουν παρέα για να ανταλλάξουν δυο ματιές, η γκαρσονιέρα πια σπάνια ως ποτέ μένει άδεια από ευγενικούς ανθρώπους που τα αφήνουν όλα τακτοποιημένα όταν σβήνουν το φως και φεύγουν. Γιατί επιμένουν αυτές οι λέξεις να μένουν μέσα, περιμένοντας ν’ ακούσουν κλειδί στην πόρτα, δεν το ‘χω καταλάβει ακόμη. Προκοπή με μένα δεν θα δουν, το γνωρίζουν. Μα κακός μαζί τους δεν θα γίνω ποτέ, κι αυτό το ξέρουν. Έτσι θα συμβιώνουμε μαζί, χλιαρά, ήσυχα, ήρεμα, ως το τέλος.

(All characters appearing in this post -1 & 2-  are flesh & blood. Any resemblance to real persons, living, dead or living dead, is not coincidental at all)

Pantone rain

26536692

 

Ο ουρανός είναι μωβ. Ανταριασμένο. Pantone 274C. Μόνο λίγο Pantone 5275C στις άκρες τον ξανοίγει. Δεν με πτοούν οι αποχρώσεις, βγαίνω να περπατήσω στο βουνό παρέα με το Pantone 442C εντός μου. Να γαληνέψει μια στάλα, όχι πως θα γίνει ποτέ λευκό μα σ’ ένα Pantone Warm Gray 1C μπορείς πάντα να ελπίζεις.

Ανηφορίζω, όσο χώνομαι πιο βαθιά το χώμα μυρίζει Pantone 466C. Πέφτουν πάνω του οι πρώτες ψιχάλες, παίρνω τη στροφή, σε τρακόσια μέτρα ξεκινά η κατηφόρα. Τελειώνουν γρήγορα, παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Τέσσερα χιλιόμετρα ακόμη. Λίγος ιδρώτας ακόμη. Λίγες ανάσες ακόμη.

Ανάμεσα σε μένα και το σπίτι, υψώνονται δυο κουρτίνες βροχής, εκεί χαμηλά. Η μια αριστερά βάφει τη γη Pantone 400C, η άλλη δεξιότερα δεν μπορώ να διακρίνω με τι, βγαίνει από μέσα της ένα απρόσκλητο ουράνιο τόξο και μου κρύβει τη μονοχρωμία.

Σε λίγα λεπτά συναντιέμαι με τις κουρτίνες. Με τυλίγουν. Είμαι ο άνθρωπος νερό. Στάζω από κάθε πόρο. Στάζω βροχή και Ευτυχία. Βγάζω τα ακουστικά, μόνο νερό, χώμα κι εγώ τώρα. Βγάζω και τη μπλούζα. Δεν με νοιάζει Τίποτε, δεν υπάρχει στον κόσμο Κανείς. Η βροχή ξεβάφει τα πάντα. Τα πάντα. Ειδικά τις σκέψεις. Που λούφαξαν κι εξαφανίστηκαν, σκιαγμένες απ΄το αγίασμα που τρύπωσε μέσα μου από κάθε πόρο, κάθε ουλή, κάθε σημάδι.

Στο σπίτι απλώνω τα ρούχα να στεγνώσουν, πετάω τα παπούτσια στο μπαλκόνι να ξεκουραστούν. Είναι κρίμα κι άδικο που μπαίνω στο μπάνιο να ξεβγάλω τον αγιασμό με νερό της βρύσης, μα ευτυχώς -σκέφτομαι για να παρηγορηθώ- το μέσα μου ποτίστηκε καλά, κανένα φτηνόνερο δεν μπορεί να το μαγαρίσει. Ανέκαθεν αφελής.

Την ίδια μέρα, μπορεί και την ίδια ώρα, μια δεκαπεντάχρονη και μια δεκαεξάχρονη, πολλά πολλά χιλιόμετρα μακριά απ’ τη δικιά μου βροχή, χορεύουν Ευτυχισμένες κάτω απ΄τη δικιά τους, την καταδικιά τους βροχή. Την αφήνουν να μπει μέσα τους, για να τις καθαρίσει απ’ ότι σκουραίνει και βρωμίζει τη ζωή τους, εκεί στο άγνωστό μου Chilas. Ντυμένες με τα καλά τους ρούχα, τα γιορτινά, τα φρεσκοπλυμένα. H Ευτυχία τους, τα καλά φτωχικά τους ρούχα είναι η κόλαση των άλλων. Που ζηλεύουν τη χαρά, που λυσσάνε με τα μικρά, απλά, καθημερινά.

Τα βρεγμένα τους ρούχα είναι το χρώμα του αποχαιρετισμού. Μ’ αυτά τις θάψαν την επόμενη μέρα. Τυλιγμένες μ’ ένα Pantone Black C, σαν το μέσα μου. Που το ‘βαλε γινάτι και δε λέει να πάει να ζήσει κάπου αλλού. Μόνο του.

(γι αυτό – και γι αυτό – μα πιο πολύ γι αυτό)

οι σπονδές

26517909

 

Σήμερα την ώρα που ξεπάρκαρα από την πυλωτή, οι απέναντι του τρίτου όροφου -νέα, ωραία παιδιά- έφευγαν για να συναντήσουν το θέρος αλλού. Το κατάλαβα γιατί γέμιζαν το αυτοκίνητο, από τα πίσω καθίσματα ως το πορτ μπαγκάζ, με τα ωραία αχρείαστα που κάποτε κουβαλούσα κι εγώ μαζί μου όταν έφευγα. Κάποτε, όταν.

Και τώρα φεύγω. Μα με το αυτοκίνητο σχεδόν άδειο. Με τόσα παραχωμένα μέσα στο μυαλό -άλλα σιδερωμένα, άλλα γουμίδια- ούτε αναρτήσεις, ούτε λάστιχα θα μπορέσουν να το κρατήσουν στο δρόμο αν το φορτώσω και με παραπανίσια. Δεν θέλεις και πολλά μαζί, άλλως τε. Με τον καιρό το μαθαίνεις κι αυτό.

Σκέφτομαι τις μέρες που ξεκινούσαμε με τρία, τέσσερα χιλιάρικα στην τσέπη, μπορεί και λιγότερα. Περπατούσαμε ως το -κατά φαντασία- ξενοδοχείο με το γυναικείο όνομα, βίλα τάδε, Νικολέτα, Κατερίνα, Αλεξάνδρα, κάποια τέτοιας ράτσας πάντως, ξεκλειδώναμε τα δωμάτια με τα σουηδικά φτηνοέπιπλα, αφήναμε το σάκκο στη ντουλάπα, πετάγαμε τα ρούχα μας στην μια και μοναδική καρέκλα και ως σπονδή στις μέρες που θ’ ακολουθούσαν πηδιόμασταν χωρίς καθυστέρηση πάνω σε σεντόνια κρύα, που μύριζαν ΟΜΟ, ντουλαπίλα και υγρασία. Εδώ είναι βοράς, ακόμη κι ο Ιούλιος ανέκαθεν αργούσε να ‘ρθει. Κάποιες χρονιές δεν ήρθε καθόλου, μα δεν του κράτησα μούτρα όταν ξανασυναντηθήκαμε.

Χρόνο με το χρόνο όσο πιο ακριβά γινόταν τα έπιπλα, όσο πιο φαρδιά η ντουλάπα, όσο η καρέκλα γινόταν πολυθρόνα, τόσο οι σπονδές μας χλώμιαζαν. Μέχρι που κανείς θεός δεν καταδέχτηκε να ασχοληθεί με τα παλιά καλοκαίρια μας που θέλαμε ντε και καλά ν’ αναστήσουμε κι επιτέλους καταλάβαμε, χωρίς αδιέξοδες πικρίες, πως ο,τι ήταν να πάρει από μας το πήρε. Και σταματήσαμε να ψάχνουμε βωμούς να μας φιλοξενήσουν.

Δεν τα είπα αυτά στους απέναντι την ώρα που πέρναγα, με ανοιχτό παράθυρο, από δίπλα τους. Πρέπει να είσαι πολύ κακόψυχος για να θες να καταστρέφεις τα παραμύθια των άλλων, από την πρώτη κιόλας σελίδα.