mice or monster

tarkovsky-stalker-mystical-dog

Την Δευτέρα λίγο πριν τα μεσάνυχτα ήταν, σιγουρεύτηκε πια, η πρώτη φορά που άνοιγε το Word, στάθηκε αμήχανος μπροστά του άγνωστο για πόσο και κάποια στιγμή το έκλεισε χωρίς να συναντηθούν τα ακροδάχτυλά του με κανένα πλήκτρο. Αυτό έγινε τρεις, τέσσερις, μπορεί και περισσότερες φορές. Από κάπου το ξέρω αυτό, ας μη κοροιδευόμαστε με εύοσμες σκέψεις σκέφτηκε ψιθυριστά. Γρήγορα συνειδητοποίησε πως ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με μια πανάρχαιη και διόλου σπάνια φυσική διαδικασία «παραλίγο» κένωσης, όταν έχεις τη δυσάρεστη αίσθηση πως κάτι τριγυρνάει αλαφιασμένο στα σωθικά σου ψάχνοντας έξοδο μα την κρίσιμη ώρα αρνείται να σε αποχωριστεί. Αφήνοντάς σε διπλωμένο, ιδρωμένο, πελιδνό, να μετράς ανάσες σαν σε τζούφια γέννα κι όταν το πάρεις απόφαση πως τίποτε δεν θα σου κάνει τη χάρη να σου αδειάσει τη γωνιά, να ξαναπέφτεις στο άλλο πλευρό περιμένοντας τις επόμενες ωδίνες.

Αυτό το «κάτι» όλο και περίσσευε, εδώ και καιρό.

Στην αρχή ήταν στριμωγμένο σε μια γωνιά. Λούφαζε. Μόλις πήγαινε να δείξει δόντια, έβγαζε εκείνος τα δικά του, του ‘δειχνε τον δρόμο για έξω, σερνόταν ως εκεί απρόθυμα, φεύγοντας το «κάτι» έκανε μια τελευταία αδέξια προσπάθεια να του πει «θα μεγαλώσω και θα σου δείξω ‘γω ποιος κάνει κουμάντο δω μέσα», δεν του ‘δινε σημασία. Ποντίκι είσαι, έλεγε. Έχω ράμματα για τη γούνα σου.

Το ένα έφερε το άλλο. Δύσκολες εποχές. Bitter θα τις πεις, sour θα τις πεις, τέτοιας ράτσας. Τα τριξίματα, τα χρατς χρουτς και τα ροκανίσματα μέσα του πλήθαιναν. Τα ΄νιωθε να τον μασουλάνε και να κόβουν μικρά μικρά κομμάτια απ’ το μυαλό του, το στομάχι του, την καρδιά του, τα πνευμόνια του, μα ποντίκια είστε, έλεγε, θα απιθώσω κάπου εδώ έξω ένα κομμάτι τυρί και θα βγείτε τρέχοντας σα λιμασμένα για να το συναντήσετε. Μετά θα μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχος, δίχως θορύβους και δόντια να τριγυρνάνε ψάχνοντας αίμα στη νύχτα μου.

Ως τα χτες έβρισκε τυρί. Άνοιγε το Word, χυμούσαν αυτά στο άδειο λευκό, το γέμιζαν, τα ‘κλεινε μέσα, τα έστελνε μετά καταπάνω σε άλλους ανυποψίαστους. Για να μπορέσει να κλείσει μάτι. Ως τα χτες.

Τώρα το λευκό απέναντί του έμενε απάτητο. Ούτε ένας τόσο δα λεκές, ένα γράμμα, μια τελεία πάνω του. Τσάμπα η φάκα, τσάμπα το τυρί. Πάγωσε στη σκέψη ότι αυτό το «κάτι» μέσα του δεν ήταν πια ποντίκια, για να βρίσκει τρόπο να τα ξεφορτώνεται, να αδειάζει, να ανακουφίζεται, να παίρνει ανάσες. Μαγικός αυλός μόνο στα παραμύθια υπήρχε. Μέσα του μεγάλωσε ένα τέρας, πιο μεγάλο απ΄αυτόν. Σαν τριάντα γεφύρια ψηλό, σαν δέκα υπερσιβηρικούς μακρύ. Αν έκανε πως βγαίνει, θα τον έσκιζε σε χίλια κομμάτια. Κι αποφάσισε να κάνει ησυχία, να βγάλει μόνος του ένα προς ένα όλα τα δόντια του για να του δείξει ότι εκείνο πια κάνει κουμάντο κει μέσα και να του χαμογελά φαφούτικα μπας και τον λυπηθεί και τον αφήσει να κοιμηθεί ένα βράδι χωρίς να διπλώνεται απ΄τον πόνο των λέξεων που γίναν σκέψεις κι αρνιόταν να τον αποχωριστούν για να πάνε να τρομάξουν κι άλλους τις νύχτες. Θαρρείς κι οι άλλοι μπορούσαν να κλείσουν μάτι, πολεμώντας με τα δικά τους τέρατα.

Αποκοιμήθηκε πλάι στην οθόνη. Τον βρήκε στις πέντε το πρωί δυο κάτια, τσαλακωμένο, με το κεφάλι ένα ίσο με το ξύλο, χυμένο στην καρέκλα. «Σήκω, πήγαινε στο κρεβάτι» του είπε, «κάθε βράδι η ίδια ιστορία, μαξιλάρι δεν ξέρεις τι θα πει».

Πέρασε από δίπλα της, σύρθηκε ως το στρώμα.

Πριν πάει να ξαπλώσει κι εκείνη, πρόλαβε και διάβασε στην οθόνη :

 

Αν βγεις ένα βράδι που δεν φυσάει πολύ, αργά, μετά τις τρεις τα ξημερώματα στο μπαλκόνι, θα ακούσεις τα χριτς χρατς από παντού ολόγυρα.  Ποτέ δεν σταματάνε.

2 thoughts on “mice or monster

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s