νύχτες skype

 

 

alien-egg

 

 

Ο φίλος μου ξυπνάει και κοιμάται σε μια πόλη στη Γερμανία που ακόμη ζορίζομαι να μάθω πώς προφέρεται. Ξυπνάει μόνος, φεύγει πέντε λεπτά -με το ποδήλατο- μακριά και καταγίνεται με χαρτιά, μελάνια και μηχανές που κάνουν θόρυβο ως αργά το απόγευμα, πηγαίνει στο μάρκετ για γάλατα, λαχανικά, μπίρες και κωλόχαρτα, επιστρέφει σπίτι και ανοίγει το skype. Του το υποσχέθηκα δέκα φορές, μπορεί και είκοσι, μα δεν μιλάμε στο skype. Θα έπρεπε να το ΄χω φτιάξει αλλά επίτηδες το αφήνω ρημάδι. Έχω έτοιμο το βιβλιαράκι και το φάκελο με τη διεύθυνσή του, μέρες τώρα. Δεν το έστειλα, δεν ξέρω τι να του γράψω, όλο φτάνει η μύτη απ’ το στυλό λίγα χιλιοστά απ’ το χαρτί κι όλο μετανιώνω. Ξέρω τι να του γράψω δηλαδή μα δεν θέλω να τον ματώσω κι άλλο. Μετά που θα φάνε όλη η οικογένεια μαζί στο skype κι εκείνος θα μαζέψει το πιάτο του και θα το αφήσει στο νεροχύτη, ανοίγει την τηλεόραση μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Που και που ανοίγει και κανένα βιβλίο, το αφήνει όμως στην δέκατη σελίδα γιατί ως εκεί ήδη βρήκε τρακόσες λέξεις που τον στέλνουν πίσω στο σπίτι του. Εδώ. Εκεί δεν είναι το σπίτι του. Ένα κουκούλι με λίγα τετραγωνικά είναι, που πασχίζει να τον κάνει alien.

 

Ο φίλος μου δεν θα γίνει ποτέ alien.

 

< >

βαμπίρ

 

 

30980759

 

 

Τις αλλαγές στο σώμα σου τις βλέπεις σιγά σιγά, έρχονται τόσο διακριτικά -πες το και ύπουλα- που δεν παίρνεις χαμπάρι για πότε στρογγυλοκάθονται και δεν το κουνάνε ρούπι ακόμη κι όταν το πάρτι με τα ξενύχτια, τα μαρτίνι και τα ανέστια φιλιά σχολάσει. Έρχονται χωρίς δώρα, ούτε ένα μπουκάλι, ένα κουτί κεράσματα, ένα βιβλίο, ένα δισκάκι, τίποτε, με άδεια χέρια εμφανίζονται, με άδεια κάθονται σε μια γωνιά και σε κοιτάζουν λίγο περιπαιχτικά, λίγο ειρωνικά, απ’ την κορφή ως τα νύχια. Τα μόνα, φυσικά, που αργούν να υποταχθούν στην τραγική γοητεία αυτής της ματιάς. Τα μόνα που συνεχίζουν να μεγαλώνουν πάνω σου, ακόμη κι όταν όλα τ’ άλλα ζαρώνουν, συρρικνώνονται και αποδημούν, σε πείσμα της φθοράς.

 

Τα καλοκαίρια είναι πιο σκληρά μαζί σου, κομμένες οι πολλές τρυφερότητες και τα foreplay. Οι μέρες αρχίζουν νωρίς και νωρίς τελειώνουν, είσαι πια πολύ μαλθακός για να μπεις βαθιά μέσα τους. “Οι νύχτες είναι αγνώριστες”, έτσι λες κι ανακουφίζεσαι μια στάλα. Μα αν βγεις κάποια στιγμή μαζί τους, τι κι αν τις  κοιτάς στα μάτια απορημένος σα να λες «αποκλείεται να είσαι συ», αυτές είναι κι ας πονάει, οι ίδιες κι απαράλλαχτες όπως πάντα, εσύ δεν είσαι. Οι νύχτες δεν αλλάζουν. Τα ‘χουν πει και αληθινοί ποιητές, όχι αυτοί του πληκτρολόγιου και των καλοδουλεμένων λέξεων, τα ΄χουν πει και βάρδοι και πουτάνες και τραγουδιάρες και βαμπίρια, ξέρουν καλύτερα αυτοί. Εκεί μέσα μεγαλώνουν αυτές οι ράτσες, απ’ αυτή την ατέλειωτη σάρκα τρώνε, εκεί επιστρέφουν αν τύχει και λοξοδρομήσουν στο χλιαρό ημίφως.

 

Από μια μέρα και μετά τα αγαπάς τα βράδια γιατί κρύβουν, συνωμοτικά θαρρείς, τη φθορά στο σώμα. Τα αγαπάς κι ας λύσατε συναινετικά τη συμβίωση λόγω ανικανοποίητου αμφοτέρων των πλευρών. Που και που, όλο και πιο αραιά, βγαίνεις και τα ποτίζεις αλκοόλ και βλέμματα. Ένα, δυο, σπάνια τρία. Όλα με ρέγουλα. Δεν σου δώσαν την επιμέλεια απ’ τις νύχτες σου, όσο κι αν το πάλεψες δεν έπεισες κανέναν ένορκο ή δικαστή. Αλλά στέκεσαι κάθε Παρασκευή, κάθε δεύτερο Σάββατο στην εξώπορτά τους, φρεσκοπλυμένος και ντυμένος ζωντανός, περιμένοντας να πέσει το φως μπας και συναντηθείτε. Κι αποφασισμένος πως αν δεν βγουν οι νύχτες μαζί σου θα βγεις μόνος. Ακόμη κι αν δεν σε βλέπει κανείς, ποτέ, πουθενά. Θα βγεις όμως. Το μυαλό παλεύει, ακόμη.

 

Από γινάτι.

 

 

 

δυο εισιτήρια

 

polaroids_1c

 

 

Μια που την είδε, μπαίνοντας μάλλον τυχαία στο θάλαμο προχτές, μου είπε πως μόνο ένα ζευγάρι μάτια έχει απομείνει. Δυο μάτια απιθωμένα σ’ ένα μαξιλάρι, ξαπλωμένα πάνω στο στρώμα, κάτω απ΄ τα φθαρμένα σεντόνια, σε ένα δημόσιο δίκλινο. Κι ένα μυαλό που τους βλέπει όλους γύρω της μα ξεκίνησε ήδη για αλλού, χαζά δεν είναι τα μυαλά των ανθρώπων όταν νιώθουν πως κάποιος αόρατος τους έβαλε το εισιτήριο στο κοκαλιασμένο χέρι. Το άλλο της το κρατάνε, με τη σειρά. Και τρίβουν με τους αντίχειρές τους το χάρτινο δέρμα της. Που όλο και κρυώνει, όπως η άμμος στην έρημο τα βράδια. Μέχρι να μην ξημερώσει κάποια στιγμή, που μπορεί και να ‘ναι μέρα μεσημέρι, όταν ο κόσμος έξω βράζει από ζωή και γέλια και σχέδια και φιλιά και απογοητεύσεις και αναποδιές και ακυρώσεις κι απ΄ όλα. Όρθιος όμως, στο δρόμο.

Εκεί έμαθα τα νέα, στο δρόμο. Όταν γύρισα σπίτι άνοιξα το ρημάδι και έκλεισα επιτέλους εκείνα τα δυο εισιτήρια. Που τα ανέβαλα κάθε χρόνο, με δικαιολογίες φτηνές, εμπόδια ανύπαρκτα, οχυρωμένος πίσω από αλλά, από δεν, από όμως. Ποτέ δεν θα περισσέψουνε λεφτά, μα ούτε και χρόνο μπορούμε να αφήσουμε καβάντζα. Φεύγουμε, τώρα που έχουμε και τα δυο χέρια ελεύθερα, ατρύπητα, σάρκινα, ζεστά. Αυτά τα σαχλά carpe diem δηλαδή που γεννήθηκαν για να σέρνονται ξοπίσω σου -όσο εσύ δεν τρέχεις στο κατόπι τους- και να σου βγάζουν περιπαιχτικά γλώσσα αφού δεν τους δίνεις σημασία, δεν καταδέχεσαι να χαρίζεις μια ματιά στα “δεδομένα”, στα καθημερινά μικρά.

Δύσκολα τα φευγιά, τα οριστικά αντίο. Σ’ αυτό τον τόπο, και παντού, οι αποχαιρετισμοί είναι που κυβερνάνε. Τα «για πάντα μαζί» δεν κυβέρνησαν κι ούτε θα τα καταφέρουν. Ποτέ. Εσύ έχεις δίκιο μωρό μου, όχι εγώ. Φεύγουμε.

 

 

 

στο σταυροδρόμι

1

 

Ακούω σαρανταπεντάρια κυλικείου ΣΕΚ. Κάτω απ΄το πλατάνι, πέντε μέτρα μακριά απ’ τον σταθμάρχη. Πριν δυο λεπτά έδιωξε την υπερταχεία των οκτώ. Δεν νύχτωσε ακόμη. Αλλά μέτραγα ήδη νυσταγμένα κεφάλια πίσω απ΄τα τζάμια, γερμένα πάνω στις καφέ κουρτίνες, τις ποτισμένες Παλλάς και Έθνος φίλτρο κασσετίνα. Θα πιάσει Θεσσαλονίκη περασμένες μια, ο καθιστός ύπνος τους θα διακόπτεται από βόλτες για άδειασμα στην τουαλέτα και σταθμούς με λιγδιάρικα φώτα και παράξενα ονόματα, Παρανέστι, Ροδόπολη, Δοϊράνη.

Παραγγέλνουμε φιξ κι άλλες φιξ και μετά ακόμη λίγες. Ανάμεσα στα άδεια μπουκάλια τσιμπολογάμε κεφτεδάκια, πατάτες και κρεμμύδια απ’ τη σαλάτα. Αυτή τα κάνει στην άκρη, εξεπίτηδες. Για να μη μ’ αφήσει να τη φιλήσω μετά. Ψευτοναζιάρικο «μυρίζεις», σεταρισμένο με τάχα μου τσαχπίνικο σμπρώξιμο. «Γαμιέσαι». Υπόκωφα, από μέσα μου. Έπρεπε να πιω δυο φιξ ακόμη και να αφήσω αυτές να μιλήσουν μαζί της στα ίσα, τι είχανε τι χάσανε.

Jukebox is on fire. Πάτησα Α3, μετά G10, D1, G2, τέλειωσαν τα κέρματα, γιατί δεν ήρθες τότε, την ώρα που πονούσα, πονάει η κύστη μου απ’ τις μπίρες. Δεν είμαι γω αυτός, ασπρόμαυρη ταινία βλέπω, γιατί λοιπόν μ’ αφήνεις, γιατί, γιατί μ΄εγκαταλείπεις. Δεν έπρεπε να φάω τόσο κρεμμύδι. Άμα μπλέκεις την ανάσα σου με λαϊκά κορίτσια που μυρίζουν σαπούνι, με μαλλί σαν της Ρίας, χάνεις το μπούσουλα και τον ειρμό απ΄τις σκοτεινές σκέψεις σου. Αγγίζω το γόνατό της, δεν έφαγα με τα χέρια το κρεμμύδι κι όμως το πιάνει πριν σκαρφαλώσει βορειότερα και το επιστρέφει στη θέση του. Αυτό το τιμάρεμα θα την φάει στο τέλος την καργιόλα, όλα στη θέση τους. Όλα εκτός από ένα. Με το νου μου μπαϊράμι κάνω. Ι’m on fire.

 

Στο σταυροδρόμι, στο σταυροδρόμι
εκεί που ‘πες «θα μπω»
εκεί άλλαξες γνώμη

 

Κακώς άφησα να φύγει χωρίς εμένα εκείνο το τρένο. Στις μιάμιση, βαριά δυο θα έκοβα βόλτες στη Μοναστηρίου. Εκεί δεν τις νοιάζει για τις γλώσσες που δεν έχουν γεύση κολγκέιτ με γκαρντόλ.

 

καλοκαίρια προσφοράς

 

02 - aglio olio e peperoncino

 

 

 

Έριξε τα μακαρόνια στην κατσαρόλα. Ήπιε  μια γουλιά απ’ το κρασί δίπλα, έκανε έναν μορφασμό, πρόλαβε και «άρπαξε» τρεις μέρες ανοιχτό. Δεν ήταν κι απ΄τα ακριβά των οκτώ και των δέκα ευρώ, κομμάτια να γίνει. Άνοιξε το ψυγείο, ήταν ξαπλωμένη μια Σαντορίνη στο υπόγειο, τη λυπήθηκε μονάχη, το σκέφτηκε, λαχτάρησε, τον ρώτησε

-Να ανοίξω ένα κρασί; θα πιεις κι εσύ;

Χωμένος στο τάμπλετ, χαμένος στα e-tickets και στα e-bookings και στα e-summers.

Tι είπες;

-Κρασί λέω, θα πιεις;

-Mπα, εσύ θα πιεις;

-Έτσι λέω

Έπαιξε τη σκηνή στο reverse, τον ρώτησε, το λαχτάρησε, το ξανασκέφτηκε, το λυπήθηκε, έμεινε κλειστή η Σαντορίνη. Άστο για αύριο που θα ‘ρθει και η κουμπάρα, σκέφτηκε, μόνη δεν πίνω. Ξανάβαλε δυο γουλιές απ΄ το αρπαγμένο.

-Θέλεις κόκκινη σάλτσα ή να τα κάνω με τσίλι και σκόρδο;

………

Της απάντησε σε πέντε λεπτά, όταν εκείνη ήδη είχε ψιλοκόψει τα κόκκινα πιπεράκια και το σκόρδο.

-Σου είπαν τα παιδιά πού θα πάνε φέτος;

-Όχι. Είπαν σε σένα;

-Κάπου θα πάνε, φαντάζομαι

-Καλά φαντάζεσαι

Εκείνος ξαναβούτηξε στα e- . Eκείνη ετοίμασε το λάδι. Αν μπορούσε να το ζεματίσει και να τον λούσει μ’ αυτό, θα το ‘κανε με ανακούφιση. Αλλά θα γινόταν χάλια πατώματα, καναπέδες και χαλιά, προτίμησε λοιπόν να το στείλει στα μακαρόνια. Μοσχοβόλησε το σπίτι.

-Τι φτιάχνεις;

Mην ενοχλείσαι, θα στρώσω σε δέκα λεπτά

-Καλά. Θες βοήθεια;

Eντάξει είμαι, κάνε δουλειά σου

Έστρωσε στο μπαλκόνι. Ήσυχη νύχτα. Όχι γιατί ήταν άδεια τα μπαλκόνια τριγύρω, ίσα ίσα, ζήτημα να αδειάζαν για πέντε, έξη βραδιές όλο το καλοκαίρι. Αλλά γιατί οι άνθρωποι μιλούσαν όλο και πιο χαμηλόφωνα. Όσο τους έσφιγγαν τα ζόρια, τόσο ρίχναν τα ντεσιμπέλ της φωνής τους. Θαρρείς και ήταν ένοχοι που ζούσαν ακόμη μέσα σε σπίτια, πάνω σε μπαλκόνια, που βγάζαν τρία πιάτα και δυο ποτήρια πάνω στα τραπέζια. Χυδαίο δείγμα ευζωίας τα καθαρά τραπεζομάντηλα. Η ζωή τους η ίδια, μια πρόκληση. Και το cd που έβαλε να παίζει, ένα του Wes Montgomery που βρήκε πρώτο, πρόκληση κι αυτό.

Το πιάτο μπροστά του έμεινε ανέγγιχτο, ώρα πολλή. Σκάλιζε με το πηρούνι τα κόκκινα και τα έβγαζε στην άκρη, μετά τα ξανάβαζε μέσα, μετά φτου κι απ΄την αρχή, μια πηρουνιά κατόρθωσε να φτάσει στο στόμα του, σπουδαίο κατόρθωμα.

-Δεν τρως, δεν μιλάς, μου πήρες ήδη τρία τσιγάρα, σε πιάσαν ξανά τα ψυχολογικά σου

-Γιατί, μ’ άφησαν ποτέ; Δεν θυμάσαι πέρυσι το καλοκαίρι τις δυο νύχτες που καταφέραμε να φύγουμε; και τις τρεις πρόπερσι; να μου το θυμηθείς, όπου και να φύγουμε φέτος, αν φύγουμε, μια νύχτα, δυο, τρεις, πρώτα πρώτα θα τρέξουν να παλουκωθούν στη βαλίτσα, μη χάσουν τα μαλακισμένα.

-Κάνε κάτι, τα σέρνεις μαζί και υποφέρω κι εγώ, υποφέρεις κι εσύ. Δεν πάει άλλο.

-Μια φορά τα κλείδωσα πίσω φεύγοντας, το ξεχνάς; εκείνη τη χρονιά στη Σύρο. Δέκα μέρες, πόσες ήταν, δεν θυμάμαι. Κι όταν γυρίσαμε και ξεκλειδώσαμε, ρημαδιό όλα τα βρήκα. Τρεις μήνες έκανα να βρω τι είναι πού μέσα στο σπίτι. Ακόμη κι εσύ χαμένη ήσουν, αγνώριστη, άλλη στο νησί, μια ξένη εδώ, μια άγνωστη.

-Ανάποδα τα είπες, εδώ μέσα ποτέ δεν είμαι μια ξένη, συγγενής κατάντησα, τι ξένη μου τσαμπουνάς, μακάρι να ήμουν ξένη κι άγνωστη, μια ματιά θα την έριχνες πάνω μου

Δεν είναι σίγουρο πως την άκουσε. Γιατί δεν είναι σίγουρο ότι κι εκείνη μίλησε. Από κάπου παραδίπλα ξεχύθηκε μια άσχημη τηγανίλα, σαν να ρίξαν σε βρωμόλαδο σαφρίδια δυο ημερών, φτηνά αφρόψαρα προσφοράς. Το μυαλό του βολόδερνε, ξάφνου θυμήθηκε ότι παλιά πουλάγαν ντομάτες για σαλάτα, πουλάγαν και τις ζουληγμένες -εκείνες που χύναν στους πάγκους τα ζουμιά τους- για φαγητό, τίποτε δεν πήγαινε χαμένο. Ξανά τα ίδια σήμερα. Μόνο που τώρα ζουλάνε ανθρώπους, κι ο,τι ζουμί βγάλουν, για όσο βγάλουν. Μόνο που τότε είχε τεφτέρια, σήμερα δεν έχει βερεσέδες. Ελεημοσύνες έχει μόνο κι ας τις βαφτίζουν καλάθια με «προσφορές για τους συνανθρώπους μας» στα μεγαλομπακάλικα, ελεημοσύνες είναι δίχως απλωμένα χέρια απέναντί σου. Για να μη νιώθουν άβολα και τα χέρια κι εσύ. Για μια στιγμή σκέφτηκε οτι τους χτυπάνε την πόρτα, ανοίγουν και βρίσκουν δυο σακούλες με αλεύρια, κριθαράκι, πελτέ, καρολίνες, ζάχαρη, πτι μπερ, μια κομπόστα ροδάκινο κι ένα βάζο ελιές, πάνω στο πατάκι στην είσοδο. Για να ξεγελάσουν τα άδεια ντουλάπια και το ερημωμένο ψυγείο τους. Ανατρίχιασε..

-Θα πιούμε κάτι; τη ρώτησε, νομίζω έβαλα ένα λευκό μέσα προχτές

Σηκώθηκε και πήγε να το φέρει. Ευτυχώς δεν ήταν εκεί να δει τα μάτια της. Ευτυχώς δεν ήταν πλάι του να δει το βλέμμα του. Ψέμμα, μεγάλο ψέμμα. Χαζά κλισέ, στα μάτια έτσι κι αλλιώς δεν κοιταζόντουσαν από καιρό, λόγω φόβου. Όσο να ‘ναι μιαν αλήθεια θα τη δεις κάποια στιγμή εκεί μέσα.

Την ώρα που εκείνη άναβε το έβδομο τσιγάρο, κάπου τριγύρω άλλο ένα κοπάδι από μπαγιάτικα ασπροσάφριδα βούταγε μέσα σε χτεσινά λάδια…

 

 

Thanksgiving Day

30858847

 

 

 Για τους παρόντες αλλά και τους απόντες  της χτεσινής βραδιάς

 

#

 

Το να είσαι αμήχανος απέναντι σε βλέμματα ανθρώπων που ήρθαν να συναντήσουν εσένα και τις λέξεις σου-ή το αντίστροφο- έχει μια λογική. Μα το να είσαι το ίδιο (ή και περισσότερο) αμήχανος σαν απών, την ξεπερνάει. Για να γραφτούν -λοιπόν- λίγες γραμμές που ως είθισται διαβάζονται σε τέτοιες περιπτώσεις, χρειάστηκαν πάρα πολλές ώρες. Και μόλις ένα λεπτό για να σβηστούν όλες και να ξαναγραφτούν απ’ την αρχή δέκα αράδες, που νομίζω ότι φτάνουν και περισσεύουν.

Το εορτολόγιο σήμερα δείχνει τη Μέρα των δικών μου Ευχαριστιών. Δεν έχει χώρο για άλλο τι.

Ευχαριστώ κάθε έναν ξεχωριστά που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το χώρο, δίνοντας ένα κομμάτι του λιγοστού χρόνου του σε έναν άγνωστο, που για -επίσης- άγνωστους κι αδιευκρίνιστους λόγους έγραψε κάτι που κάποια στιγμή εξαργυρώθηκε απ’ αυτόν που το διάβασε σαν μη κάλπικο. Το ευχαριστώ γίνεται διπλό, ενωμένο μαζί με τη μεγάλη συγγνώμη μου που δεν κατάφερα να διακτινιστώ, έστω για δευτερόλεπτα.

Ευχαριστώ κάθε έναν ξεχωριστά από αυτούς που δίνοντας επίσης υστέρημα χρόνου, μου κάνουν την αληθινά μεγάλη τιμή να πουν δυο λόγια για έναν άγνωστό τους:  ευχαριστώ τον Χρήστο Νάτση, με τον οποίο μοιράζομαι κρυφά αμαρτωλές πολυτονικές σκέψεις με γενναιόδωρες καμπύλες, χωρίς τις οποίες η μονοτονική καθημερινότητά μας θα ήταν αφόρητα πληκτική. Ευχαριστώ τον Πάνο Θεοδωρίδη, με τον οποίο αντάμωσα την εποχή της «Δεξιάς ερωμένης» (κοντά δεκαπέντε χρόνια πριν) και έκτοτε προσπαθώ φιλότιμα -με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα- να τον μεταφράσω, έργο πολλές φορές επίπονο αλλά και καθαρή, αμόλυντη πρόκληση για τα εγκεφαλικά μου κύτταρα.

Ευχαριστώ τον (ελέω μάχης εκλογών απόντα) Νίκο Ξυδάκη. Ερήμην του με στοίχειωσε με κείνο το «κουβαλώντας τη λύσσα της βουβής επαρχίας», που νόμιζα ότι το ‘γραψε μόνο για μένα και με έστειλε επί χρόνια να γράφω ψάχνοντας αντιλυσσικό, ίσως το βρήκα με τις σελίδες αυτές, ίσως όχι.

Τέλος πολυευχαριστώ τον αρχηγό της φυλής των ψυχικά χουβαρντάδικων ανθρώπων Βάσο Γεώργα, που θέλησε να περιμαζέψει ένα τσούρμο αδέσποτες ιστορίες προσφέροντάς τους ένα σπίτι κι ένα πιάτο φαγητό, ενώ αυτές επέμεναν πως γεννήθηκαν για να ζουν αδέσποτες. Ένας απ τους δυο μας θα ‘χει δίκιο, στο τέλος.

Το γιατί γράφουμε, ποιοί και πόσοι -στ΄ αλήθεια- είμαστε όταν σκαρώνουμε ιστορίες, τι επιδιώκουμε, από τι ξοπίσω τρέχουμε, τι μας κυνηγάει, τι μας τρώει τα σωθικά χειρότερα απ΄τον Γκίλμπερτ Γκρέιπ, τι σημαίνει ο καλός λόγος των άλλων για τις λέξεις μας, τι είδωλο μας επιστρέφει ο καθρέφτης αυτών των λέξεων, τι μουσικές ή σιωπές μας περικυκλώνουν όσο παλεύουμε με τα πλήκτρα, αν είμαστε λεξοφετιχιστές ή απλά ψάχνουμε το επιούσιον χόλι γκράαλ (γιατί όσα και να βρούμε πάλι γνήσια θα είναι), όλα αυτά -κι άλλα τόσα- είναι ερωτήματα γεννημένα για να μείνουν εσαεί αναπάντητα. Αυτή η καλή αιώνια πείνα, αυτό το give me the words είναι που μας σώζει τελικά. Eίτε γράφουμε, είτε διαβάζουμε.

Σας ευχαριστώ πολύ, έναν προς έναν.

 

 

μούζικα

#

οινοπνευματί για τον πόνο των άλλων

 

30792771.ast

 

 

 

Δεκατρία ευρώ τα δυο μακώ μπλουζάκια, ένα άσπρο κι ένα οινοπνευματί, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να με πείσω ότι θα ΄ρθει καλοκαίρι. Κάθε χρόνος που περνάει τα πράγματα δυσκολεύουν, ανεβαίνω μισό νούμερο εγώ, κατεβαίνει μισό νούμερο το μέγεθός τους, το περυσινό L είναι απλά ένα λίγο ξεχειλωμένο M φέτος. Στις κρεμάστρες ορδές τα S και τα XS. Δεν μπαίνει ανθρώπινη ράτσα σ’ αυτά, άρα μας στέλνουν μηνύματα οι ζάρες και οι ειτσεντέμ, «θα πεινάσετε». Πληρώνω και μετανιώνω, απ΄το παζάρι θα έπαιρνα τρία στο δεκάρικο. Αλλά, σκέφτομαι, δεν θα ‘χε οινοπνευματί. Εκείνο που εκτός απ’ τα γδαρσίματα στο πετσί σου, απολυμαίνει και τον πόνο στα μάτια των άλλων.

Κάποτε αυτά τα χρωματιστά πανιά ταξιδεύαν. Είτε κατάσαρκα, είτε μέσα σε σακ βουαγιάζ (στην αρχή) και βαλίτσες, αργότερα. Τότε τα ράβαν εδώ τριγύρω -άντε μέχρι Τουρκίες και Βουλγαρίες- και το βάζαν στόχο ζωής να φύγουν όσο γίνεται μακρύτερα πριν πεθάνουν ατιμωτικά σαν ξεσκονόπανα. Το καταφέραν, τα περισσότερα. Και θάλασσες μακρινές είδαν και νησιά με φως κιμπάρικο και αεροδρόμια και μεγάλες πλατείες και στενάκια με παράξενα ονόματα, καταφέραν και τρυπώσαν και τριφτήκαν ανάμεσα σε χορταστικές αγκαλιές των αφεντικών τους, πετάχτηκαν σε καρέκλες, πατώματα και αμμουδιές, κάμποσες φορές πέσαν για ύπνο μαζί μου και ξυπνήσαμε κι οι δυο ωραία γουμίδια, μερικές φορές βραχήκαμε παρέα και στεγνώσαμε μαζί, δεν κακοπέρασαν πάντως. Ζήσαν, μυρίσαν, είδαν, ευτυχώς τις ιστορίες τους τις πήραν μαζί φεύγοντας. Ευτυχώς.

Τώρα πια τα περισσότερα τα ράβουν σε κάτι γκρεμούλια δεκαώροφα στο Μπανγκλαντές. Όσο γκρι και ζοφερά τα βλέπεις τα κτίρια απ’ έξω, τόσο χρώμα κρύβουν στα σωθικά τους. Σε πανί, κλωστή, ύφασμα. Γιατί κι οι άνθρωποι μέσα γκρι είναι. Μπαίνουν πριν χαράξει και φεύγουν όταν έχουν ανάψει όλες οι λάμπες στα ταβάνια, αφού πρώτα έχουν έρθει οι επόμενοι τυχεροί, του αόρατου μεροκάματου. Αυτού που ξεψυχάει πριν καν φτάσουν σπίτι, αν υπάρχει και σπίτι δηλαδή. Κάθεσαι λοιπόν και ψευτοπαρηγοριέσαι ότι τα δεκαπεντάχρονα (πονάει το μυαλό σου και αποδιώχνεις τα μονοψήφια) πίσω απ΄ τα βαφεία και τις μηχανές και τα βελόνια μπορεί να μη ξέρουν τι θα πει σχολειό -ίσως και παιχνίδι- αλλά με λίγα τάκα εξαργυρώνουν το γκρι που τους καταπίνει κάθε μέρα, ανάμεσα σε πενήντα αποχρώσεις του μπλε. Έτσι κοροϊδεύεσαι. Με το οινοπνευματί XL, που φωτίζει μια στάλα τον πάγκο μπροστά τους.

Όσο πιο μακριά τα ράβουν πλέον, τόσο πιο κοντά ταξιδεύουν τα ρούχα. Τα πιο πολλά ούτε σε μεγάλο καράβι αξιώθηκαν να μπουν, μεσοπέλαγα δεν βρέθηκαν, δεν κατάφεραν να τα ξεθωριάσει ο ήλιος, για αεροδρόμια κουβέντα, όσο για αγκαλιές δεν νομίζω ότι ζουν πολλές πρόθυμες και γαλαντόμες τριγύρω. Αυτή, σκέφτομαι, είναι η εκδίκηση των μικρών ραφτάδων.

Βγαίνω στο δρόμο,  άνοιξη δεν ανταμώσαμε ακόμη, βροχή ξανά. Στο Seven λιγότερο νερό έπεφτε.

Θυμάμαι εκείνο το «yes, price is cheap but guilt is priceless». Με τέτοιες σκέψεις δεν πας μακριά, γυμνός θα μείνεις στο τέλος.

 

a night at the Opera *

 

kiss-the-canvas

 

Nα πω ότι ζηλεύω εκείνους που ζήσαν έστω και μια νύχτα παθών και λαθών σε επαρχιακή μπουζουκλερί, ψέματα θα πω και δεν το θέλω, ήταν -πάντως- λίγο μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (έναν απ’ όλους) όταν δοκίμασα να βάλω το χέρι μέσα στο βάζο με το μέλι και τις σφήκες για πρώτη φορά.

Αντροπαρέα, μισή ντουζίνα ψεύτικα αντράκια, με αναψoκοκινισμένες ορμόνες, τάχα μου ατίθασα νιάτα. Φλώροι που ούτε το τσιγάρο ξέραν να κρατάνε, ξεπατικώναν το πώς έριχνε τη στάχτη ο Bowie και νομίζαν πως έκανε κι ο Παναής καΐκι, οτι θα ρίχναν αληθινές γυναίκες με τέτοια κόλπα. Όσες συχνάζαν εκεί που θα πηγαίναμε, μόνο τη Μαριάνθη Κεφάλα, τον Κώστα Κόλλια και το Γιώργο Σαλαμπάση ξέραν, όχι τον Ziggy.

«Θα περάσουμε κατά τις 11, πάρε και κανένα Stop, ποτέ δεν ξέρεις». Καλά. Κι εγώ ήξερα κι όλοι ξέραμε πως όπως έμπαινε στην τσέπη έτσι ξανάβγαινε για το -κρυφό- συρτάρι και τούμπαλιν, αν είχαν τα προφυλακτικά αυτά λίγη τσίπα θα ‘χαν αυτοκτονήσει από ντροπή που γεννήθηκαν και πεθάναν τόσο άδοξα.

Η φωτεινή επιγραφή μας φώναζε από μακριά «Μον Αμί», ο κολοφώνας της πρωτοτυπίας. Ένα μαγέρικο «Κληματαριά» σε κάθε πόλη κι ένα «Μοναμί» με τραγουδιάρες γάμα διαλογής, χωμένες μέσα σε βάτες και μασαζοκαλσόν, γι αυτές τα είχαν εφεύρει από τότε. Aυτής της κλάσης οι επαρχίες μας ανάθρεψαν αλλά επιβιώσαμε. Θαρρώ.

Δεν θυμάμαι ούτε μισό ρεφρέν, ούτε ένα μπούτι, ούτε το χρώμα των ματιών της (αποκοιμήθηκα, ομολογώ), ούτε καν πώς βγήκα. Το πώς μπήκα το θυμάμαι, με τριάμιση χιλιάρικα στην τσέπη, άλλες εποχές, τότε που τα χιλιάρικα ήταν πιο πολλά κι από γλάρους σε χωματερή.

Θυμάμαι ακόμη πως ήπια τη μισή Σκωτία (η άλλη μισή κάτω απ’ τη Γλασκώβη κρύφτηκε τρομαγμένη), πέταξα με περίσσεια αγαρμποσύνη δέκα σκάφες λουλούδια, προσπάθησα να πιάσω στον αέρα μια δωδεκάδα ρεφρέν που πρώτη φορά συναντήθηκα μαζί τους εκείνη τη νύχτα (το βλαμμένο απόφοιτο σχολής  Πετρίδη-Ζήλου) κι όταν σηκώθηκα για το – ποθητό- κατούρημα ήμουν πιο λιώμα κι από πατημένο σταφύλι δέκα ημερών που ξεχάστηκε, πρώτα, ένα μήνα πάνω στο κλήμα.

Τα πρώτα τέσσερα βήματα, κόβοντας εξ ανάγκης δρόμο διαγώνια  μέσα απ΄την πίστα γιατί η κύστη ήταν στα όρια του big bang, έγιναν με τον πρέποντα τρόπο: λεβέντικα, σταθερά, προσανατολισμένα. Το πέμπτο θα το ζήλευε κι ο πελαργός του Αγγελόπουλου. Tα λουλούδια ήταν υγρά, τα πιάτα ασταθή και ο θεός συνωμότης. Μετά η ντιζέζ έχασε το κουπλέ, εγώ το φως μου και οι οχιές οι φίλοι μου μέχρι και σήμερα το διηγούνται σε όποιον περαστικό  βρουν μπροστά τους: «και που λες, τρώει μια χύμα ο μαλάκας και σαβουρντιέται πάνω στην πίστα, πήρε μάτι και την κυλότα της ο παπάρας». Τότε είχε μόνο κυλότες, τα string δεν είχαν ακόμη νυχτοπερπατήσει στα σκυλοκωλάδικα.

Τρία ζευγάρια χέρια με πήραν και με αναστήλωσαν. The show must go on αλλά χωρίς εμένα …το μισό μαγαζί χειροκροτούσε όρθιο, κατουρημένο απ’ τα χάχανα, μερικά γαρύφαλλα που προσγειώθηκαν πάνω μου δεν είμαι σίγουρος πως είχαν στόχο την μπουτού, ο ορισμός της ξεφτίλας, anyway, αυτά είναι,  ιστορία, αμαρτία, λάθος μου μεγάλο…

Την ώρα που με άφησαν στην εξώπορτα, λίγο πριν τις έξη (αυτό το θυμάμαι γιατί παραλίγο θα διασταυρωνόμουν στο πεζοδρόμιο με τον πατέρα μου την ώρα που εγώ τέλειωσα βάρδια κι εκείνος έφευγε για τη δική του και ντράπηκα λίγο αλλά μόνο λίγο γιατί δεν ήξερα τότε τι πάει να πει πολύ) μπήκα όσο πιο διακριτικά μπορούσα στο σπίτι. Η διακριτικότητά μου πρέπει να ήταν ανάλογη αλεπούς σε κοτέτσι γιατί δυο πολύφωτα άναψαν και η μάνα μου στεκόταν ανάμεσα σε μένα και στο μπάνιο που ετοιμαζόταν να με φιλοξενήσει για την επόμενη ώρα (έπρεπε να αδειάσω στομάχι και κύστη, όποιο προλάβαινε πρώτο). Δεν παραμέρισε ούτε ίντσα. Τέτοια συμπεριφορά από μάνα μη την αξιωθείς ποτέ.

Μίλησε πρώτη. «Όλα καλά αστέρι μου; το κάψαμε; σας πλήρωσαν κιόλας για το οχτάωρο;». 

Βρήκα κουράγιο, ενώ η λεκάνη του μπάνιου μου φαινόταν μακρύτερα κι απ’ το Γαλαξία της Ανδρομέδας, να απαντήσω καταφανώς προσβεβλημένος…

«Αθε μαθ ρε μάνα, κι αυτό κθυνό θα μου το βγάλειθ; θκατά  ήταν αλλά δεν έβριθκα τακθί να γυρίθω νωρίτερα, κουφάλεθ ταρίφεθ». Θαραμάγκου σκέτος, φαινόταν από τότε οτι την λογιοσύνη την έπαιζα στα δάχτυλα.

Την παραμέρισα τρυφερά, μάνα είναι μόνο μία, την ώρα που βγάζοντας  πουκάμισο και λύνοντας ζώνη ταυτόχρονα (αξιοθαύμαστος συνδυασμός για την τραγική μου κατάσταση) χύμηξα προς την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου.

Στη διαδρομή έστρωσα στο πάτωμα ίσα με 2 κιλά σπασμένα πιάτα (σε τεύχη) και μισό επιτάφιο γαρύφαλλα  που είχαν βρει τον τρόπο να μπουν μέσα σε παντελόνι, βρακί, πουκάμισο, σακάκι, πίσω απ τα αυτιά, μέσα στα μαλλιά, στις κάλτσες, στις βλεφαρίδες. Κι αλλού μπήκαν αλλά δεν είναι της παρούσης η σκληρή ανατομία. Ούτε γύρισα να κοιτάξω πίσω, έσπερνα πιάτα και άνθη στη διαδρομή (τόσο λουλουδικό ούτε στην Τήνο ανήμερα της Παναγίας) και θέριζα το γυαλιστερό βλέμμα της μάνας μου που όμοιό του δεν θυμάμαι να μου ‘χε αφιερώσει ως τότε.

«Χάλια πουλάκι μου; κι αν ήταν καλά δηλαδή, τι άλλο θα έφερνες στο σπίτι; και την τραγουδιάρα μαζί;».

Βρόντηξα την πόρτα πίσω μου και βούτηξα το κεφάλι μου μέσα στη λεκάνη. Όποιος και να την είχε ποτίσει νωρίτερα, με ο,τι και να την είχε ποτίσει, αίμα μου ήταν. Δεν ήταν καιρός για σιχασιές….

Όταν άνοιξα μάτια ήμουν σίγουρος πως ήμουν νεκρός. Πιο νεκρός κι απ’ τον Μελκιάδες Εστράδα, αλλά αυτό το λέω σήμερα που μεγαλοπιάστηκα, τότε ήμουν ένας ανώνυμος νεκρός. Από πάνω μου, μάνα και μικρός αδερφός κουνούσαν τα κεφάλια τους όπως τα σκυλάκια στην πλαφονιέρα των αυτοκινήτων. Στάλα συγκατάβασης δεν διέκρινα σ’ αυτό το κούνημα, ούτε καν οίκτο. Δεν είχα και κουράγιο να συνεχίσω να τους κοιτάω. Το υποτιμητικό πέρα-δώθε των οικογενειακών κεφαλών με ξανανακάτεψε κι έτρεξα πάλι στο δωμάτιο πανικού .

«Μη ξανά!» στρίγκλισε η μάνα μου, «μου βγήκε ο πάτος να το απολυμάνω, να τα κάνεις και να τα φας τώρα, εγώ δούλα σας δεν είμαι».

Προσπάθησα να κλέψω ένα βλέμμα συμπόνιας ή έστω ουδετερότητας από το αδέρφι μου. Μάταια. Ακόμη κι ο Ηρώδης θα κοιτούσε ένα βρέφος με περισσότερη αγάπη. Του το χρωστάω αυτό.

Κάποια στιγμή κατόρθωσα και σύρθηκα ξανά μέχρι το κρεβάτι. Έδεσα τριπλόκομπο στομάχι και στόμα για να μη με προδώσουν, ικέτευσα για μισό κιλό Ντεπόν και μια γουλιά νερό, ήπια, έπεσα ξερός.

Κούτσουρο.

Πελεκημένο (μου είπαν -πού να θυμάμαι- ότι δανείστηκα κι ένα χιλιάρικο για να βγάλω σαν κύριος τη βραδιά, είπαμε ειλικρίνεια).

 

♫ ♪

 

* remake (2007), κάποτε τα blogs μπορούσαν -χωρίς να ντρέπονται- να είναι και αυτό

 

freaks peaks

4balconi

 

Ψιχαλίζει. Στη μέση του μονόδρομου μια σκεβρωμένη γριά βλέπει τον κόσμο (έστω, αυτόν που ζει ανάμεσα Μπιζανίου και  Σαρανταπόρου) απ’ το ένα και τριάντα, ίσως και χαμηλότερα, με άσπρο (κάποτε) παντελόνι πιτζάμας, ρόμπα βυσσινί (άσχημο βυσσινί, σάπιο δέκα μέρες στα τελάρα), μπαστούνι στο ένα χέρι, τσιγάρο στο άλλο. Όλες κι όλες δέκα ξανθιές τρίχες ανταριασμένες, είναι διπλωμένη στα δυο, παλεύει ένα βήμα κάθε δέκα δευτερόλεπτα. Μα το τσιγάρο τσιγάρο. Περπατησιά και ρουφηξιά, μια ατέλειωτη τζούρα, για να πάρει κουράγιο πριν το επόμενο βήμα. Έχω δει τον Μάρλει να ρουφάει αλλά αν ο σχωρεμένος αντίκριζε αυτή τη γριά, θα μπλάβιαζε απ’ τη ντροπή του. Παλεύω να παρκάρω με την όπισθεν, δεν την βλέπω, παγώνω και βγαίνω έξω, είναι στη μέση του δρόμου, έχει βάλει ρότα για το πεζοδρόμιο που έχει τη μοναδική τρύπα ανάμεσα σε διακόσια αυτοκίνητα στη σειρά, από την Καυτατζόγλου ως την Κατσιμίδη. Ευτυχώς δεν εμφανίζεται άλλο αυτοκίνητο, στα τρία-τέσσερα λεπτά που χρειάζεται για να ανέβει στο πεζοδρόμιο και να χαθεί πίσω από τον κάδο με τα σκουπίδια, παρκάρω με σφυγμούς τριψήφιους, παίρνω τα μπαγκάζια μου, κλειδώνω, η γριά δεν υπάρχει πουθενά. Έχει γίνει καπνός η ίδια. Δεν άνοιξα τον κάδο, το ομολογώ, δεν είχα κουράγιο και για άλλα.

 

Μέσα στην οικοδομή, δέκα σκαλιά μέχρι το πλατύσκαλο του ισόγειου. Με υποδέχεται η γνώριμη πατατίλα γιαχνί, ίδια κι απαράλλαχτη εδώ και σαρανταπέντε χρόνια. Έχουν ποτίσει τα πάντα μ΄αυτή τη μυρωδιά, σε κάθε κοινόχρηστο χώρο, σκάλες, μωσαϊκά, εξώπορτες, φώτα, διακόπτες, γραμματοκιβώτια, πατάκια, ακόμη και τα κουδούνια. Παίρνω όρκο πως και οι άνθρωποι που ζουν από το ημιυπόγειο ως τον τέταρτο, το ίδιο μυρίζουν. Να τελειώσει στην ώρα της η μικρή να φύγει από δω μέσα, δεν θ΄αντέξω να μυρίζει σύβραση και καμένα λάδια αντί  αφρόλουτρα και Silver Rain. Έχω φτάσει στον πρώτο, μικρή στάση για μισή ανάσα, ρημάδια χρόνια. Από την πόρτα απέναντι, ξεπροβάλλει γέρος με τόσο βαμμένο μαλλί που αν ζήσει δυο χρόνια ακόμη είναι ικανός να εξαντλήσει όλα τα στοκ της L’Oreal, ίσως και της Koleston αν ζήσει τέσσερα. Eίναι ντυμένος σαν τον Τζεπ Γκαμπαρντέλα αλλά δείχνει -στα σίγουρα- καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος. Περνάει δίπλα μου, σχεδόν ώμο με ώμο, χωρίς να ανταποδώσει το «γειά σας», μυρίζει κλεισούρα, ναφθαλίνη, ληγμένη κολώνια, βιάγκρα, μα πάνω απ΄όλα πατάτες γιαχνί. Λυγίζω απ΄ την τόση ομορφιά αλλά βρίσκω κουράγιο να συνεχίσω για τον δεύτερο.

 

Ένα αγόρι με μαλλί σαν του Χένρι Σπένσερ, χώνει κάτω από κάθε χαραμάδα πόρτας φυλλάδια από μια ακόμη πιτσαρία που αγωνίζεται να βρει ξέμπαρκα φοιτητάκια για να ταΐσει. Στις δυο οικογενειακές δώρο ενάμιση λίτρο πέπσι, στις δυο μακαρονάδες δώρο τρία σκορδόψωμα, με μια πίτσα και μια μακαρονάδα σπέσιαλ δώρο ένα κουτάκι μπίρα, ατέλειωτα δώρα με φτηνιάρικη γκούντα και γλιτσιασμένα μανιτάρια κονσέρβας. Είναι σκυμμένος στη δικιά μας πόρτα, στέκομαι όρθιος μισό μέτρο πίσω του, βγάζω τα κλειδιά, σηκώνεται ατάραχος και μου χαμογελάει. Φοράει σιδεράκια, είναι αξύριστος, το μαλλί έχει να λουστεί από την περιφορά του Επιτάφιου, τα μισολιωμένα σταράκια του μυρίζουν ποδαρίλα αλλά τίποτε δεν μπορεί να κατατροπώσει τις πατάτες γιαχνί σ’ αυτή την οικοδομή. Μοιράζει ακόμη λίγα σκορδόψωμα δώρο σε δυο άλλες εξώπορτες και συνεχίζει απτόητος για τον τρίτο, στο Γκουαντάναμο -που λέει και η μικρή-. Εκεί που ο μέσος όρος ηλικίας κοντεύει τα ενενήντα. Στον όροφο των αποκλεισμένων, αφού μέχρι ν΄ ανέβουν και να κατέβουν τρεις ορόφους με τα πόδια -όσοι είναι όρθιοι ακόμη- τελειώνει η μια εποχή και έρχεται η επόμενη. Μέχρι να μη ξημερώσει άλλη εποχή.

 

Πολλές -πάμπολλες- φορές, τα άπαντα του Ντέιβιντ Λιντς κυκλοφορούν λυτά σε δρόμους και δρομάκια που δεν τα χωρά ο νους σου. Μερικές νύχτες σαν έχει υγρασία στους δρόμους και μυρίσεις πατάτες γιαχνί, μου περνάει απ’ το μυαλό ότι  κι ο Tod Browning αμολάει κάθε νύχτα το τσίρκο του -που το πρωί κρύβεται στα γκρεμούλια τριγύρω- σ’ αυτή τη γειτονιά, καταπάνω μου..

 

 

φωτογραφία : arcphotodays