μια πολύ διδακτική ιστορία

Λοιπόν, ήταν κάποτε ένας βοσκός που είχε ένα κοπάδι με αρκετά πρόβατα και ένα μαντρί έξω από το χωριό του. Κάθε πρωί, οδηγούσε τα πρόβατα σε ένα καταπράσινο λόφο κοντά στο μαντρί και τα άφηνε να βοσκήσουν με την ησυχία τους.

Συνήθως περνούσε την ώρα του παίζοντας με τα mpτρία του , αλλά να που μία μέρα τα ξέχασε στο μαντρί. Μην έχοντας τι να κάνει, σκέφτηκε να σκαρώσει μία φάρσα στους συγχωριανούς του. Ανέβηκε λοιπόν σε ένα βράχο και άρχισε να φωνάζει προς την κατεύθυνση του χωριού: «Βοήθεια συγχωριανοί. Λύκοι τρων τα πρόβατα μου. Τρέξτε. Βοήθεια.» Οι άντρες του χωριού άρπαξαν ότι βρήκαν μπροστά τους και έτρεξαν να βοηθήσουν τον βοσκό, που μόλις τους είδε άρχισε να γελάει με το πάθημα τους. Ξύπνιος.

Ο βοσκός, όπως φαίνεται, το βρήκε πολύ αστείο αυτό που έκανε, αφού το επανέλαβε κάνα δυο φορές ακόμα και κάθε φορά οι συγχωριανοί του έτρεχαν οι ψυχοπονιάρηδες να τον βοηθήσουν. Να όμως που μια μέρα, μια αγέλη πεινασμένων λύκων όρμησαν στο κοπάδι του βοσκού και άρχισαν να το ξεκληρίζουν. Τρομαγμένος ο βοσκός έβαλε τις φωνές και καλούσε σε βοήθεια: «Βοήθεια συγχωριανοί. Λύκοι τρων τα πρόβατα μου. Τρέξτε. Βοήθεια.» Κανείς όμως δεν πήγε να τον βοηθήσει αφού όλοι νόμιζαν ότι για άλλη μια φορά ήθελε να γελάσει μαζί τους. Ψυχοπονιάρηδες αλλά όχι αχμάκηδες.

Εκείνη την φορά οι μόνοι που γέλασαν ήταν οι λύκοι. Βρήκαν πρώτης τάξεως φαγητό, αυτό που βρήκαν τέλος πάντων, και το έφαγαν με την ησυχία τους. Μόνο ένας άνθρωπος εκεί κοντά κάτι φώναζε αλλά όπως είναι γνωστό οι λύκοι δεν γνωρίζουν την ανθρώπινη γλώσσα για να καταλάβουν τι έλεγε και έτσι συνέχισαν ανενόχλητοι το φαγητό τους μέχρι που δεν έμεινε κόκκαλο άγλυφτο.

 

 

(μια, δυο, τρεις, στο τέλος οι λύκοι έχουν πάντα δίκιο)

 

 

 

απελπισία εσωτερικών χώρων *

Δίκιο έχει. Τα άπλυτα σώψυχά σου βρωμάνε κλεισμένα σε τέσσερα ντουβάρια. Συν το ταβάνι πέντε. Λίγα. Αλλά κορσές.

Οι τοίχοι νοτίσαν, τα πατώματα γλίτσιασαν, οι καναπέδες γέμισαν άσπρες τρίχες και αποθαμένα κύτταρα, οι κουρτίνες ζέχνουν, το ακουστικό απ’ το τηλέφωνο κιτρίνισε, τα πόμολα σιχαίνεσαι να τ’ ακουμπήσεις. Παντού πεταμένα, σκόρπια ουφ, λέξεις, σκέψεις. Που μυρίζουν ψόφιο χειμώνα. Aπό πού και πώς τα πιάσεις χωρίς να βγει ως τα γόνατα το στομάχι σου και το πρασινοκίτρινο μέσα του πλημμυρίσει τα γδαρμένα δρύινα, το χωλ και τα ασκούπιστα χαλιά;

Τουλάχιστον -λες- να ‘ρθει η άνοιξη να ξερνάμε τη μαυρίλα μας πάνω στα χαμομήλια, τις παπαρούνες και κάτω απ’ τις αμυγδαλιές. Για να δούμε πόση μετάλλαξη, πόσο spleen θ΄ αντέξει κι αυτή μέχρι να πει «γαμιέστε όλοι σας υποκριτές, αφού το ξέρω ότι το μόνο που θέλετε είναι ν’ αδειάσω γρήγορα τη γωνιά για να ‘ρθει καλοκαίρι. Ισκαριώτες…».

 

* κοπιράιτ ολντμπόι

———

εικόνα : Εrwin Olaf , “Hope”

κρύο

Ήλιος και παγωνιά, στη διαδρομή για τη δουλειά το πρωί σκεφτόμουν -το τολμώ κάποιες φορές, ο απερίσκεπτος- ότι η δημόσια εκδήλωση ευαισθησίας, έργω ή λόγω, είναι πλέον αποκηρυγμένη απ’ όλους. Σαν τον σατανά. Απεταξάμην. Δεν μιλάω γι αυτήν που έχει αποδέκτες πολλούς αλλά για κείνη που στοχεύει σε έναν, σε δυο, σε μετρημένους. Που σημαδεύει μάτια, στόματα, μαλλιά, πόδια. Οι άνθρωποι φοβούνται να αφήσουν το καλό να μπει μέσα τους. Διστάζουν να δώσουν μια γωνιά σε σκέψεις που δεν έχουν δεσμούς με τρομαχτικούς αριθμούς. Πιο σωστά : φοβόμαστε, διστάζουμε. Δεν είναι πρέπον τέτοιες εποχές να δείχνεις κατώτερος των περιστάσεων. Oύτε ν’ ανοίγεις την πόρτα, έστω για πέντε λεπτά τη μέρα, να τρυπώσει στο μυαλό σου ο,τιδήποτε άλλο πέρα από οργή, αγανάκτηση, λύσσα, κακία, πίκρα, πόνο, φόβο, πανικό, άγχος, τυφλό θυμό και μια λίστα από αμέτρητες απώλειες.

Δεν είδα κανέναν να τολμάει να ξεστομίσει ή να γράψει “κουράστηκα, πάρε με μια αγκαλιά να ξεχαστώ λίγο, έστω λίγο”. Και οι αγκαλιές, ανεξάρτητα απ’ τα χέρια που τις φιλοξενούν, ορφανές κι αυτές. Μπορεί να φταίνε οι άνθρωποι που συναναστρέφομαι, μπορεί κι εγώ, σίγουρα εγώ. Τα χέρια μας κολλημένα πάνω στα πλευρά μας, δεν ανοίγουν, δεν απλώνονται, δεν σφίγγουν, δεν νιώθουν. Πτωχευτική παράλυση. Μη κουράζεσαι, σε καμιά ιατρική βιβλιογραφία δεν θα τη βρεις, ζούμε σε καιρούς που θα γράψουμε για καινούριες παραλυσίες, απ’ την αρχή, απ΄το α.

Σήμερα οι άνθρωποι που αγαπούν κι αυτοί που ποθούν, διστάζουν να βάλουν τον άλλον να γείρει στο στήθος τους. Διστάζουν να ζητήσουν να γείρουν αυτοί. Μη σου πω και τριστάζουν. Όπως tristesse.