fear loves this place *

 

35457612 (1)

 

Εύχομαι, τηλεφωνικά. Τα  κλασσικά (αλλά τίποτε εικονογραφημένο). Περνάμε γρήγορα στα τυπικά, πως περάσατε, που πήγατε, τι κάνουν τα παιδιά, οι γέροντες, τέτοια, στο λογαριασμό βγήκαν όλοι παρόντες, δεν το λες και λίγο. Ακουγόμαστε κουρασμένοι και οι δυο. Λίγες ώρες μακριά και κάναμε αμέτρητα χρόνια να βρεθούμε. Να ακόμη κάτι για το οποίο δεν μπορείς να ΄σαι περήφανος. Αυτή η λίστα των μικρών ντροπών, που όλο και ξεχειλώνει. Συνηθίζαμε να ρωτάμε, παλιά, για τα επόμενα προγράμματα, απόκριες, καθαροδευτέρες, Πάσχα, μερικές φορές ήταν τέτοια η αποκοτιά μας που φτάναμε να συζητάμε -μη σου πω και να σχεδιάζουμε- ως και για το θέρος. Τα σκέφτομαι και ανατριχιάζω. Τολμώ να το ξεστομίσω ξανά, όχι για να πάρω απάντηση αλλά για να εξασκήσουμε τον αυτοσαρκασμό μας απ’ τις δυο άκρες της γραμμής. Δεν υπάρχουν λεφτά για καινούριο μαγιώ ρε, τα παλιά δεν μπορούν να κρύψουν τίποτε πια. Γελάμε αντανακλαστικά. Ανακουφιζόμαστε ανάμεσα σε «γεροί να ‘μαστε, πάνω απ’ όλα», «και πάλι καλά να λέμε», «μην είμαστε κι αχάριστοι, δες τι γίνεται παραδίπλα μας» και την ίδια στιγμή σκεφτόμαστε -εκεί φοβάσαι, ναι- τι θα εξαργυρώσουν τα παιδιά μας απ’ όλα αυτά. Ακουγόμαστε κουρασμένοι και οι δυο. «Να μη χαθούμε», «όχι βέβαια». Λίγες ώρες μακριά, θα περάσουν άλλα τόσα χρόνια για να ξαναβρεθούμε.

Κοντεύει έντεκα. Τελειώνω με τα τηλέφωνα. Της λέω «θα βάλω ακουστικά για λίγο», σηκώνει τους ώμους αδιάφορα. Δυο καναπέδες μακριά, σα να περάσαν από πάνω μας εκατό χρόνια. Μην είμαστε κι αχάριστοι, γεμάτοι ακόμη με τα αφεντικά τους οι καναπέδες.

 

 

*St. Julian Cope

 

—-