time

32686796

Ο κύριος Μπράουν έφτιαξε προσεκτικά τον κόμπο της γραβάτας του. Και δυο αλανιάρες τρίχες στο δεξί του φρύδι. Μετά από μια τελευταία -τάχα μου φευγαλέα-  ματιά στον καθρέφτη, βγήκε ανήμερα των γενεθλίων του, την Κυριακή 30 Νοεμβρίου στις εφτάμιση το απόγευμα για να κεραστεί μια Γκίνες.

Συνεπαρμένος από τον κόσμο τριγύρω, στον πάγκο, στα τραπέζια, ακόμη κι έξω απ΄το μαγαζί,  ξεχάστηκε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του ήταν κιόλας Δεκέμβριος.  Τρομοκρατημένος από την αποκοτιά του να επιτρέψει στο χρόνο να κυλήσει τόσο γρήγορα, έκανε έναν μήνα (με μετρημένες μια προς μια τις ημέρες) μέχρι να αποφασίσει να βγει ξανά τόσο αργά για μια μπίρα. Και -φαντάσου- έναν ολόκληρο χρόνο μέχρι να ξαναγιορτάσει τόσο παράτολμα τα γενέθλιά του.

η μικρή Περσεφόνη στο Quartier de la Madeleine

32669957 (2)

 

H Nίνα Κουλετάκη δεν γράφει την Περσεφόνη «σαν» κοριτσάκι. Γι αυτήν δεν υπάρχουν «σαν». Τέτοιο βρωμόστομο μετανήπιο, μίγμα μικρής Λουλούς, Μαφάλντα και  Composition Doll παραμένει και θα παραμείνει δια βίου. Όσα αίματα, εγκλήματα, hypersexual  και επαναστατικά  κι αν μας χαρίσει (διόλου τσιγκούνικα, δεν το «χει» το μέτρο ευτυχώς) ενδιάμεσα.

Η πρώτη σελίδα, η πρώτη ιστορία, ξεκίνησε την ώρα της αναμονής στο αεροδρόμιο. Άλλες δεκαεφτά διάβασα μέχρι να πιάσουμε Ιταλία, ψηλά. Θα μπορούσα να το είχα τελειώσει όλο, μα άφησα αίμα (και μεδούλι) για το βράδυ. Για την ώρα που ξεπορτίζουν τα βαμπίρια των πίσω χρόνων μας. Όχι ως νοσταλγία. Ως τιμωροί. Γιατί τα θάψαμε κάτω από καθωσπρέπει ρούχα και σοβαρά προφίλ.

Πίνοντας δυο ποτήρια κόκκινο κρασί (γωνία Capucines & Caumartin) συν ένα τρίτο για ανάνηψη, έριξε αυλαία και η τελευταία (τελευταία; ) ιστορία της Περσεφόνης. Μετά τριγύρναγα παρέα με τη μικρή στο χέρι στα παραδιπλανά στενά και λιγότερο στενά, έχοντας κατά νου να μην παρανυχτωθώ  για να μην έχω την τύχη του Elijah Wood. Τρεις ρουφηξιές τσιγάρο μακριά ήταν η Madeleine, άλλωστε.

Ή για να έχω την τύχη του. Αυτό, μάλλον.

Ένα μικρό, περίεργο, σαματατζίδικο, αχόρταγο βαμπίρ είναι η Περσεφόνη. Ανιψάκι της Olga. Το συνειδητοποίησα την ώρα που ο παραδιπλανός μου, στην πτήση της επιστροφής, ήθελε (της έριξε τρεις, τέσσερις, πέντε λοξές ματιές) μα δεν τόλμησε να την κρατήσει στα χέρια του. Βέβαια δεν ορκίζομαι πως η μικρή θα του ΄δινε σημασία, ζήτημα να ‘χε κλείσει τα τριάντα. Άμα όμως σε δει να έχεις αφήσει πίσω σου τα δεύτερα -άντα (πόσο μάλλον αν ήδη σκούπισες πόδια έξω απ΄την πόρτα των –ήντα), βρίσκει ύπουλα μια φλέβα που σε συνδέει -σαν ακέραιος, ανέγγιχτος ομφάλιος λώρος- μαζί της και αρχίζει να ρουφάει. Χωρίς προσχήματα και καθωσπρεπισμούς. Κι αντί να σε βρει πελιδνό και άψυχο το τέλος (τέλος άραγε; ) της ιστορίας της, φτάνεις να αποζητάς «κι άλλο». Γιατί αυτά τα χρόνια, τα σαλόνια με τις φορμάικες, τους ένστολους θείους, το πρώτο ποδήλατο, τα ακατάληπτα χαμηλόφωνα λόγια των μεγάλων, τα γκριν παρκ ραδιόφωνα,  τα κλειδωμένα δωμάτια, την ΥΕΝΕΔ, τα Σινεάκ και την αγάπη (που δεν μπορούσαμε τότε να μεταφράσουμε αλλά ελπίζω κάτι να καταφέραμε αναδρομικά) τα περπατήσαμε  παρέα κι ας ήμασταν στα δυο άκρα αυτής της χώρας που είναι γεμάτη από δευτεράντζες βουρκόλακες κάθε κοψιάς, ράτσας, φύλου. Νεκροζώντανους, μάλλον, με κουρασμένη οδοντοστοιχία.

Ευτυχώς υπάρχει κι αυτό το μοβόρο, αιωνίως πεινασμένο πεντάχρονο για να ελπίζουμε σε μεταγγίσεις ζωντάνιας. Με αντάλλαγμα ευτελές και ανισοβαρές για κείνην, λίγο χλιαρό αίμα εμείς, δυο δόντια «μην ξεχνάς» εκείνη μεταμφιεσμένα σε άσπρο εξώφυλλο και σαραντατόσες ιστορίες από το μέσα της, μας. Fair enough, θαρρώ.

 

σταφιδόψωμα

32647732

Κάθε Κυριακή πρωί μετά την λειτουργία, ο κύριος Μπράουν περπατά -όταν δεν βρέχει- ως το πάρκο που βρίσκεται εφτάμιση τετράγωνα μακριά από το σπίτι του. Το χειμώνα ντύνεται καλά, κασκόλ όμορφα περασμένο γύρω απ΄ τον φρεσκοξυρισμένο του λαιμό, ένα καμηλό παλτό αγορασμένο στις εκπτώσεις, παπούτσια με λαστιχένια σόλα (γυαλισμένα από το βράδυ του Σαββάτου), γάντια που μοσχοβολάνε ωριμασμένη δερματίλα.

Τα γάντια τα βγάζει μόνον όταν πετάει σταφιδόψωμο στις πάπιες.

Του αρέσουν οι πάπιες του κυρίου Μπράουν. Τις ταΐζεις και δεν σε ζαλίζουν με ευχαριστίες. Ούτε σε πληγώνουν αν προτιμήσουν τα μπισκότα του διπλανού. Δεν θυμώνουν αν πετάξεις ένα κομμάτι, ή και δυο, στις χήνες. Δεν σε κοιτάζουν στα μάτια. Δεν θέλουν υποσχέσεις, δεν δίνουν υποσχέσεις. Φεύγεις, φεύγουν.

Ποτέ δεν θα σου πουν οι πάπιες «I love you, will you pay my rent?». Ποτέ δεν θα σου ζητήσουν τα ρέστα, όσο κι αν τις εξευτελίσεις.

 

….

δεκατιανό

brown-bag-lunch2

Στις 14 Νοεμβρίου (λίγο μετά τις μία το μεσημέρι) την ώρα που άνοιγε την χαρτοσακούλα για το δεκατιανό του, ο κύριος Μπράουν πληροφορήθηκε (άγνωστο πως, μα καλοθελητές υπάρχουν παντού) οτι κάποιος, κάπου, έγραφε ιστορίες για κείνον. Χωρίς να ζητήσει την άδειά του γι αυτό.

Έβαλε λίγο ενοχλημένος, λίγο αναστατωμένος, το         μέσα στην σακούλα και την έκρυψε στο δεύτερο συρτάρι του γραφείου του. Λόγω της αστικής του καταγωγής  έβρισκε, ανέκαθεν, εξαιρετικά αγενές να μετράει κάποιος τις μπουκιές του. Και να λοξοκοιτάζει τι βάζει στο στόμα του.

Τέσσερις ημέρες μετά, θυμήθηκε την ξεχασμένη σακούλα και την πέταξε στον κάδο της ανακύκλωσης. Αφού πρώτα έβγαλε από μέσα το       , που κατέληξε στην λεκάνη του WC, κομμάτι, κομμάτι.

Όπως είναι λογικό, ποτέ κανείς τρίτος δεν έμαθε το περιεχόμενο αυτής της σακούλας. Ήταν μια μικρή αλλά σημαδιακή νίκη του κυρίου Μπράουν, ένας κρίσιμος πόντος στον αμφίρροπο αγώνα για την διαφύλαξη της ιδιωτικότητάς του, που μόλις άρχιζε.

 …

you’ve got me on my knees

32590025

O κύριος Μπράουν αγάπησε πρώτη φορά, παράφορα, βασανιστικά σχεδόν, στα τριανταοκτώ  του. Την λέγαν Layla. Roxanne. Peggy Sue. Gloria. Suzanne. Angie. Glendora. Eileen. Τις Παρασκευές τριγυρνάει στα bar, μέχρι την ώρα που θα ακουστεί το «last call» και διηγείται στον καθρέφτη ή στα μπουκάλια απέναντι (σκουπίζοντας με την ανάποδη της παλάμης του τον αφρό της Ο’hara’s) δυο-τρία στιχάκια απ’ την ιστορία της πρώτης και μοναδικής του αγάπης. Που την λέγαν Layla. Roxanne. Peggy Sue. Gloria. Suzanne. Angie. Glendora. Eileen.

το απέραντο γαλάζιο

P3240786

 

Κάθε μα κάθε μέρα εκεί γύρω στις πεντέμιση, βγάζει το καλώδιο της κεραίας από τον αποκωδικοποιητή, το σκαρτ πίσω από την τηλεόραση και τον αποκωδικοποιητή, τον αποκωδικοποιητή από το πολύπριζο. Αφήνει ωραία διπλωμένο το καλώδιο του σκαρτ πάνω στο μπράτσο του καναπέ (σαν να ήταν σεμεδάκι, μετά από σιδέρωμα) δίπλα ακριβώς στην τηλεόραση, αφήνει και τα άλλα καλώδια πεταμένα καταγής, στο πάτωμα.

Κάθεται για λίγο χαζεύοντας τη γαλάζια οθόνη με κάποιους παράξενους αριθμούς και σύμβολα να κολυμπάνε μέσα της. Πιάνει το κοντρόλ της τηλεόρασης, το αφήνει, πιάνει το κοντρόλ του αποκωδικοποιητή, το αφήνει, μπερδεύεται, απορεί, απελπίζεται. Κάθε απόγευμα η ίδια ιστορία, η εικόνα εξαφανίζεται και δίνει τη θέση της σε ένα απέραντο γαλάζιο εικοσιενιά ιντσών.

Στις πεντέμισι χτυπάει σε μας. Ποτέ κουδούνι. Μόνο πόρτα.

«Η τηλεόραση..»

«Γιατί δεν χτυπάς το κουδούνι;»

«Κουδούνι είναι αυτό; διακόπτης για το φως δεν είναι;»

Σταματήσαμε να ρωτάμε. Με το μυαλό δεν τα βάζεις.

Πάμε στο σπίτι της, δίπλα. Τα καλώδια ρημαδιό. Ξανά.

«Γιατί έβγαλες τα καλώδια;»

«Δεν τα πείραξα εγώ τα καλώδια»

«Μόνα τους βγήκαν;»

«Δεν τα έβγαλα εγώ»

Tα ξαναβάζουμε στη θέση τους. Στην αρχή ξεκινήσαμε με νουθεσίες και υπομονή. «Μη τα ξαναβγάλεις και μη μπερδεύεις τα κοντρόλ, μ΄αυτό μόνο την τηλεόραση ανοίγεις, κανάλια αλλάζεις με το άλλο, τέλος»

Έρχεται κοντά να δει, «α, εντάξει». Κατάλαβε. Με λάμψη στο βλέμμα, ένα τσαφ σπίρτου κάτω από ήλιο καταμεσήμερο καλοκαιριού δηλαδή, τέτοια θαμπή λάμψη.

Το επόμενο απόγευμα τα ίδια, ξανά. Οι νουθεσίες και η υπομονή κουράστηκαν, μας εγκατέλειψαν. Μια, δυο, τρεις, είκοσι, τριάντα, εκατό, βαρεθήκαμε, μπουχτίσαμε, θυμώσαμε. Άδικο, θα πεις. Ναι, για όλους.

«Την επόμενη φορά που θα βγάλεις τα καλώδια, δεν θα δεις τηλεόραση ξανά», ήρθε κάποια στιγμή η ώρα της απειλής. Που μας πόνεσε αλλά ξεμύτισε ακάλεστη, ξεμύτισε όμως.

«Και μήπως τώρα βλέπω; ένα κανάλι μόνο έχει, όλο γαλάζια δείχνει»

Σταματήσαμε να απαντάμε, σταματήσαμε να δείχνουμε, με το μυαλό δεν τα βάζεις. Ξαναβάζουμε μόνο σιωπηλοί καλώδια και σκαρτ στη θέση τους, κάθε απόγευμα. Και δεν απαντάμε ποτέ στο «τι είχε τελικά; τώρα γιατί παίζει;». Μουγκοί μπαίνουμε σπίτι της, μουγκοί βγαίνουμε.

Σήμερα ξαναχτύπησε την πόρτα, στις πεντέμισι. Μόλις είχαμε γυρίσει απ΄τις δουλειές, ζήτημα να μας ένιωσε δέκα λεπτά το στρώμα.

«Δεν ανοίγω» είπε η κόρη της, «τα νεύρα μου γιναν κρόσια, σερπαντίνες, αν θες πήγαινε βάλε τα καλώδια εσύ, μην πεις τίποτε, πήγαινε, βάλτα, έλα, δεν αντέχω άλλο, θα βάλω τις φωνές και θα γίνω  ρεζίλι σ’ όλη την οικοδομή»

Δεν αντέχω άλλο. Και μόλις αρχίσαμε, φαντάσου, ήθελα να της πω. Αλλά δεν ήθελα να της δώσω χαριστική βολή, το ξέρει, την δίνει και μόνη της.

Δεν πήγα. Κανείς μας δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι.  Μη ρωτάς γιατί, απάντηση λογική δεν έχω. Είναι σα να συνερίζεσαι μωρό, ένα νήπιο. Ντρέπεσαι αλλά η κούραση, αυτή η μέρα της μαρμότας σε τρώει ύπουλα. Κι εκείνη, φαντάζομαι. Μόνο που δεν το καταλαβαίνει, έτσι συνεπαρμένη που είναι ξηλώνοντας καλώδια και ψάχνοντας κουμπιά στα κοντρόλ.

Στις εξήμιση πήγε η κόρη της. Σε πέντε λεπτά ξαναγύρισε.  Δεν ρώτησα τι και πως, δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Λεφτά δεν μας περισσεύουν αλλά της είπα μήπως θα ΄ταν -εδώ που φτάσαμε- καλή ιδέα να της πάρουμε μια καινούρια τηλεόραση, να μη παλεύει με δαίμονες που μεταμορφώθηκαν σε σκαρτ και καλώδια κεραίας.

«Τρελός είσαι. Να ανακαλύψει ότι δεν υπάρχουν καλώδια να βγάζει και μετά να τρέμω στη σκέψη του τι θα αρχίσει να ξηλώνει»

 

Ναι, την είχα δει την ταινιούλα με τον μπαμπά και το σπουργίτι και τον γιο στο παγκάκι. Ναι, ξέρω τι θα πει υπομονή, και τύψεις ξέρω τι είναι, ναι, το ξέρω πως με μυαλό που αποσυντίθεται δεν τα βάζεις. Ούτε όμως και με το απέραντο γαλάζιο μέσα στις εικοσιεννιά ίντσες, κάθε απόγευμα, λίγο πριν τις έξη.

 

—-

κάθε τρίτη Κυριακή

32498163

O κύριος Μπράουν κάθε τρίτη Κυριακή επισκέπτεται τον πατέρα του στον Οίκο Φιλοξενίας (είναι απίστευτο τι χλιαρά ονόματα σκαρφίζονται οι άνθρωποι για να μπογιατίσουν το απόλυτο κενό), με ένα μικρό κουτί -του μισού κιλού- fat rascals στα χέρια. Εκείνος δεν τον γνωρίζει. Η άνοια έφτασε ως το μεδούλι του. Κάθε μέρα τρυπάει αλύπητα για να φτάσει πιο βαθιά.

Ο κύριος Μπράουν φεύγει μετά από ένα τέταρτο της ώρας (ούτε λεπτό παραπάνω) με ένα διπλόφαρδο χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό του. Επί πενήντα δυο χρόνια ο πατέρας του αρνήθηκε πεισματικά να τον αναγνωρίσει. «Δεν είναι δικό μου», της το ξέκοψε πάρα πολύ οργισμένος απ΄την αρχή. Γαμήθηκες με τόσους και τόσους, δεν θα τον φορτώσεις σε μένα. Και δεν τον είδε, δεν τον κράτησε στα χέρια του, ούτε του μίλησε ποτέ. Γι αυτόν παιδί δεν υπήρξε. Ούτε και για τον κύριο Μπράουν υπήρξε πατέρας, βέβαια. Αυτή η λέξη απαγορεύθηκε από τη μακαρίτισσα τη μητέρα του στο σπίτι. Μέχρι τη στιγμή που έμαθε -στις μικρές βορειοανατολικές γκρίζες πόλεις όλα μαθαίνονται, αργά ή γρήγορα- ότι το αλτζχάιμερ τον έδεσε πισθάγκωνα. Και ένιωσε πως ήρθε η ώρα.

Τώρα εκείνος είναι αδύνατον να απαντήσει στο «καλημέρα πατέρα». Ούτε να το αποφύγει μπορεί, έτσι άσχημα στριμωγμένος που είναι ανάμεσα στο κρεβάτι και στο ερειπωμένο μυαλό του. Μένει απορημένος, κοιτάζοντας το ταβάνι, το παράθυρο, την πολυθρόνα, τη νοσοκόμα που μπαινοβγαίνει, τον άγνωστο άνδρα που τρώει κουλουράκια δίπλα του γεμίζοντας ψίχουλα το πάτωμα και του κρατάει το χέρι την ώρα που -κοιτάζοντας το ρολόι του- λέει «Πρέπει να φύγω τώρα πατέρα, σε τρεις βδομάδες τα ξαναλέμε. Αν είσαι ακόμη εδώ».