37,5 C

Θα μπορούσαν τα πόδια και τα χέρια να ανήκουν σε έναν άνθρωπο. Που έχει γίνει δυο κομμάτια. Μπορεί και χίλια. Το γιατί είναι αδιάφορο. Λείπουν, βέβαια, τα χέρια κάτω από τους αγκώνες και το υπόλοιπο σώμα πάνω από τους μηρούς. Φαίνεται λογικό, όπως συνηθίσαμε να σκεφτόμαστε. Κομμάτια γίνεσαι αν δώσει εντολή το μυαλό σου, αυτό -έτσι μας έμαθαν- διαλύεται πρώτο κι ακολουθούν τα υπόλοιπα, κεφάλι, μαλλιά, μάτια, στόμα, λαιμός, μασχάλες, λοβοί, στήθος, πλευρά, κοιλιά, αφαλός, βουβώνες, πούτσος, μουνί, σαν ένα ντόμινο που καταρρέει συντεταγμένα. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν αυτονομηθεί το σώμα και κάψει τις γέφυρες με το μυαλό κι αν νομίζεις ότι δεν συμβαίνει είσαι τραγικά γελασμένος.

Δεν χρειάζεται να είναι όλα τόσο σύνθετα, μπορεί απλά να είναι κομμάτια δυο ανθρώπων που ίσως αψηφήσουν την ζέστη, ίσως περιπαίξουν αυτόν που τα έβαλε τόσο μακριά στην εικόνα και σύντομα αγγίξει το ένα το άλλο -καμιά σημασία δεν έχει αν τα πόδια θα πάνε στα χέρια ή αν τα χέρια θα ακουμπήσουν στα πόδια, αυτά είναι περιττολογίες και υπεραναλύσεις για εμμονικούς, για ποιητές και κάθε λογής γραφιάδες- και την επόμενη στιγμή θα βγουν έξω από το κάδρο για να ενωθούν ερήμην μας στην ολότητά τους αδιαφορώντας για κάθε τι που γράφτηκε εδώ, για κάθε σκέψη που γεννήθηκε σ’ αυτόν που διαβάζει, για κάθε ψήγμα παρελθόντος ή μέλλοντος, το μόνο που αληθινά και κυρίαρχα θα μετράει είναι εκείνο το δευτερόλεπτο του τώρα, που δεν θα είναι όμως παρελθόν σε λίγο γιατί ο χρόνος θα πάψει να τρέχει, θα γίνει κι αυτός κομμάτια, καμία ακαθόριστη κίνηση της ύπαρξης και των γεγονότων στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν θα υπάρξει γιατί μόνο με το παρόν ούτε πίσω ούτε μπροστά πηγαίνεις. Δυο άνθρωποι χωμένοι ο ένας μέσα στο παρόν του άλλου.

Encore from Tokyo

Eίχα ξεχάσει πώς είναι να ΄χεις δικό σου δωμάτιο. Μέχρι τα πέντε μου δεν θυμάμαι τίποτε (είναι περίεργο αλλά ώρες ώρες πιστεύω πως γεννήθηκα κατευθείαν πέντε χρονών και τότε πήρε μπρος η μνήμη μου), η μάνα μου λέει πως είχα, δεν αμφισβητούμε μανούλες ειδικά αν σου δείχνουν ασπρόμαυρες φωτογραφίες για πειστήρια. Στη μια με κρατούσε αγκαλιά ο πατέρας μου, εγώ δεν έχω σε φωτογραφία την τελευταία αγκαλιά μαζί του τρεις μήνες πριν, δεν χρειάζονται όμως πειστήρια γι’ αυτό. Μετά μοιράστηκα το δωμάτιο με το αδέρφι μου που μου το εμφάνισαν ξαφνικά με καμάρι (ούτε κατάλαβα από πού ήρθε) γιατί υπήρχε μεν ένα μεγάλο σαλόνι που άνοιγε τρεις-τέσσερις φορές το χρόνο για να υποδεχτεί κόσμο (σχεδόν όλοι πεθαμένοι σήμερα), ω καλώς τους, λικέρ ή βερμούτ; , πάρτε κέρασμα και για τα παιδιά στο σπίτι, σοκολατίνα, βουτύρου ή τρούφα; , με μπομπίνες να παίζουν Σώτο Παναγόπουλο, κύματα Δούναβη και Τζένη Βάνου  αλλά δεν ήταν μικροαστικά πρέπον να χαλάς σαλόνια για να τα κάνεις παιδικά δωμάτια, στα δεκατέσσερα βρέθηκαν -ούτε κι αυτό θυμάμαι πώς προέκυψε- τέσσερα ντουβάρια για σόλο διαμονή, θυμάμαι όμως μιαν αφίσα με τον Κούδα -«όχι σελοτέιπ σου είπα, πάει το χρώμα»- και ένα δέντρο ψηλό έξω ακριβώς απ’ το παράθυρο, με στοιχειώνει ακόμη εκείνη η σκιά το καλοκαίρι που έπεφτε πάνω στην -γεμάτη ακμή- μούρη μου,  ήρθαν τα φοιτητικά χρόνια, τεσσεράμισι χρόνια καταδικά μου δωμάτια, με αφίσες του Χέντριξ, της Τζάνις, με φτηνά χαλάκια, με μυρωδιά από κοριτσίστικες κολώνιες, με Gitanes άφιλτρα (τα Sante και τα Καρέλια κασετίνα παραήταν καλτ -ή βήτα ξερωγώ- για το επαρχιωτόπουλο που βγήκε απ΄το αυγό του). Μετά στρατός, ούτε το WC είχες μόνος εκεί, ύστερα για λίγο στο πατρικό, μόνος πια στο δωμάτιο αφού ήταν η σειρά του μικρού να φύγει για να δει την φοιτητική γλύκα (την είδε και την έφαγε, παραπονιόταν οι δικοί μου ότι τις δυο τρεις φορές το χρόνο που πήγαιναν να τον δουν, τα άδεια κουτιά από πίτσες ήταν περισσότερα κι από τις σκόνες στο δωμάτιό του, καλά έκανε, σιγά μην έτρωγε και τα κουτιά), λίγο καιρό κράτησε αυτό, είπα δουλεύω, βγάζω λεφτά, φεύγω, έφυγα, λίγα χρόνια παρτ-τάιμ μόνος στο «δικό μου» σπίτι ( ένα δωμάτιο χρειαζόμουν μόνο, δυο τρεις ώρες με έβλεπαν οι τοίχοι άλλωστε, δουλειά, μπάνιο, τσιμπολόγημα, έξω για καφέδες και Τζακ Ντάνιελς ως τα ξημερώματα, σ’ ευχαριστώ αγαπημένο ήπαρ που δεν με πρόδωσες ως σήμερα), μετά το παρτ-τάιμ μόνος έγινε φουλ-τάιμ μαζί, το ένα δωμάτιο ήταν απ’ την αρχή διπλό γιατί όλα στην αρχή είναι διπλά και μαζί, στα άλλα δυο κάναν -σε λίγα χρόνια- κατάληψη τα πιτσιρίκια απ’ την πρώτη τους μέρα στο σπίτι, έτσι πρέπει λέει, να μαθαίνουν μόνα τους στον χώρο τους, ας μην ξύνουμε πληγές τώρα για τα εν οίκω.

Το ένα δωμάτιο άδειασε μια μέρα. Τόσα χρόνια γεμάτο, είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. Μια μέρα (μπορεί και να ‘ταν νύχτα, ούτε κι αυτό το θυμάμαι) αφού μ’ έφαγε η προσφυγιά σε πιθανές κι απίθανες γωνιές όπου με ρούχα ή με βρακιά διάβαζα, έγραφα, έπινα, κάπνιζα, σκεφτόμουν, δεν σκεφτόμουν, δούλευα ή απλά παρατηρούσα τα ταβάνια να αλλάζουν χρώμα (γίνεται κι αυτό, όσο περνάει ο καιρός) κι αφού με σιχάθηκαν οι καναπέδες, οι βαθιές πολυθρόνες και τα ριχτάρια, χρειάστηκε μια κουβέντα για να με ξεκουνήσει και να δω ότι πίσω από την κλειστή πόρτα υπήρχε «αυτό». Που το θυμόμουν αμυδρά ως ελάχιστα, αφού τα δωμάτια των ξενοδοχείων -αμέτρητα, τριαντατόσα χρόνια- όπου βρισκόμουν μόνος δεν ήταν ποτέ δικά μου μα αυτό είναι άλλο θέμα, ας μην ξύνουμε πληγές, πόσα να αντέξει αυτό το πετσί;

The rest is history. Mετά από μήνες αναβολής, «εντάξει μωρέ, ας περιμένει, εκεί είναι, δεν φεύγει» μια μέρα είπα να κάνω μέσα σε μια βδομάδα αυτό που δεν έκανα τόσο καιρό. Σχεδόν με λύσσα, όχι ακατανόητη, όλα έπρεπε να τελειώσουν σε λίγα εικοσιτετράωρα. Μετακινήσεις, μερεμέτια, ξηλώματα, στοκαρίσματα, καρφιά, πράγματα κάποτε χρήσιμα ή άχρηστα σε κάδους, διαλέγουμε ριχτάρια, μαξιλάρια, μπογιές, φώτα, ηχεία, πολυθρονάκια, παπλωματοθήκες, κάδρα με αγαπημένες εικόνες, χαλιά, λύσσα όμως, σαν να πάλευα με το πιο μοβόρο deadline, σαν να μου είπαν «έχεις πέντε μέρες, μετά η πόρτα σφραγίζει για πάντα και το δωμάτιο πίσω της εξαφανίζεται».  

Δεν ρισκάρεις να χάσεις ένα δωμάτιο -φτιάχνοντάς το όχι όπως ακριβώς το φανταζόσουν αλλά τόσο κοντά σ’ αυτό- με «ας περιμένει». Γιατί, τώρα το θυμήθηκα, δεν είναι ένα δωμάτιο. Είναι ένα σπίτι μέσα στο σπίτι. Για να ακούει αυτά που σκέφτεσαι -κι αυτά που δεν σκέφτεσαι- και να σε κανακεύει, να σε μαλακώνει, να σε χαϊδεύει, να σου λέει «εδώ είμαι εγώ, βάλε να πιούμε ο, τι θες, άναψε ένα τσιγάρο και για μένα, δούλευε μέχρι όποιαν ώρα θες και θα είμαι ήσυχο εγώ, διάλεξε εσύ τις μουσικές, τώρα που με βρήκες και με φτιάξατε δεν φεύγω, ακόμη κι όταν φεύγεις εσύ εδώ θα επιστρέφεις». Xωρίς “ναι μεν” και “αλλά”, σε αγαπάνε άνευ όρων και υποσημειώσεων τα δικά σου δωμάτια.

Τα άσπρα τα κράτησα. Κάποια άλλα θα φύγουν. Όλα τα υπόλοιπα αγαπημένο γκρι. Και ξύλο. Και μια χαρά, καθόλου ανεξήγητη, τρεις μέρες έμειναν να το δω σχεδόν τελειωμένο και η λαχτάρα ώρα με την ώρα περισσεύει. Μπορεί να με νιώθεις, μπορεί όχι, μπορεί να γελάς, ολόκληρη ιστορία για ένα κωλοδωμάτιο, no big fuckin’ deal, δεν έχει σημασία. Εκείνο που είχε χτες βράδι σημασία είναι ότι ακούγοντας τον Tζάρετ -κοντά μεσάνυχτα- έπεσε το μάτι μου στο εξώφυλλο απ’ το Sun Bear Concerts, solo in Japan. Ήταν το πιο όμορφο γκρι που άκουσα στην ζωή μου. Τα άλλα γκρίζα -κάποια ήδη αγαπημένα, κάποια θα γίνουν- τα κάθομαι, τα ξαπλώνω, τα σκεπάζομαι, τα πατάω, τα αγγίζω, τα φοράω κατάσαρκα.

Ο Μορέτι σκηνοθέτησε κοτζάμ «Αγαπημένο μου Ημερολόγιο», εγώ έγραψα μια ξεπέτα «Αγαπημένο μου Δωμάτιο», καθείς με τα μεγάλα και τα μικρά του, δεν έχουμε όλοι τα ίδια χαρίσματα. Στο ένα κάδρο πίσω (στην αφίσα, ας ακριβολογώ) έγραφε όταν ήρθε «last of the entire edition! Happy Birthday». Αν το καλοσκεφτείς θα ‘ναι κάτι σαν γενέθλια η μέρα που θα χτυπήσω το καρφί για να κρεμαστεί πάνω του.

πανιά

Από αυτόν τον μήνα αρχίζεις να σκαλίζεις άκεφα και μηχανικά τα ράφια με τα πουλόβερ. Μη σε ξεγελάει το χρώμα. Ο,τι χρώμα και να ΄χουν είναι αυτό του κρύου, της μέρας που το φως εξαφανίζεται από τις εφτά, σε λίγο στις έξη, σύντομα στις πέντε. Τα περισσότερα τι-σερτ μετακόμισαν σε άλλα ράφια, ψηλότερα. Εκεί θα ξεχειμωνιάσουν, ελπίζοντας ότι θα ξανασυναντηθείτε μετά την άνοιξη. Κανείς δεν ξέρει, έχει καιρό ως τότε. Τρία-τέσσερα (αυτά που αγαπάς, αυτά που κάτι σου θυμίζουν, αυτά που κοντεύουν να λιώσουν πάνω σου, αυτά που μυρίζουν σάρκα ακόμη κι αν πλύθηκαν εκατό φορές) δεν μετακομίζουν ποτέ, μένουν δίπλα στα πουλόβερ βγάζοντάς τους περιπαικτικά γλώσσα. «Όσο κρύο και να κάνει δεν θα μας αποχωριστεί, δεν πρόκειται να σας αγαπήσει όσο εμάς». Ένα δίκιο το ΄χουν. Έχω να θυμάμαι ταξίδια, ιδρώτες, λεκέδες και σημάδια πάνω τους, χιλιόμετρα, αλάτια, χέρια, ήλιο να τα καίει, όσο πιο παρτάλια και ξεχειλωμένα γίνονται τόσο αγαπιόμαστε εγώ κι αυτά, λάμπει το πρόσωπό μου τη στιγμή που βλέπω την πρώτη μικρή τρύπα πάνω τους γιατί αυτή είναι μια τεράστια νίκη απέναντι στη φθορά των χρόνων, άλλα έχουν στενέψει, άλλα φάρδυναν, ξεχρώμιασαν, γέμισαν ξέφτια, καμιά σημασία δεν έχει, ούτε λέξη χαράμισα ποτέ για ένα πουλόβερ, γι αυτά θα μπορούσα σελίδες ατέλειωτες, το νιώθουν τα πουλόβερ ότι με φοράνε, δεν τα φοράω, ένα γαμήσι που κρατάει λίγο καιρό είναι, δεν υπάρχει έρωτας κι αγάπη κι αφοσίωση εδώ. Σαν στενός κορσές είναι τα πουλόβερ ο,τι νούμερο και να γράφει πάνω τους, υποτίθεται ότι σε προστατεύουν απ’ τις ψύχρες αλλά είναι φορές -πολλές- που κρυώνεις περισσότερο μέσα τους. Υπήρξαν μέρες -πολλές- που παρά την παγωνιά ένα τι-σερτ με ζέσταινε σαν να φόραγα κατάσαρκα ένα μεσημέρι Ιούλιου. Γι αυτό ένα-δυο μπαίνουν πάντα σε κάθε βαλίτσα είτε Νοέμβρης είναι, είτε Δεκέμβρης, είτε Φεβρουάριος, τους χρωστάω κι άλλα ταξίδια, βόλτες σε γνωστές κι άγνωστες πόλεις, σε αγαπημένους δρόμους και πρωτοειδωμένους πεζόδρομους, τους χρωστάω μονόκλινα, ψεύτικα δίκλινα, ένα ποτήρι κρασί τις νύχτες που βγαίνει η στολή, τους χρωστάω αεροδρόμια και μεγάλες πλατείες και στενάκια με παράξενα ονόματα, τα αγαπάω αυτά τα κουρελάκια που πετάχτηκαν σε καρέκλες, πατώματα και κρεβάτια, κάμποσες φορές πέσαν για ύπνο μαζί μου και ξυπνήσαμε κι οι δυο ωραία γουμίδια, μερικές φορές βραχήκαμε παρέα και στεγνώσαμε μαζί, δεν κακοπέρασαν κι αυτά κι εγώ, ζήσαν, μυρίσαν, είδαν, το ‘παν και οι ποιητές  we never, ever argue, we never calculate the currency we’ve spent, we love you, you pay our fare. Fair.

Εκείνο που κατάλαβα με τον καιρό είναι πως όσο πιο πολύ ντύνονται οι άνθρωποι τόσο πιο ανυπεράσπιστοι είναι.

Ημερολόγια Θέρους

Θα ξυπνήσω πρώτος, τα ΄χει αυτή η δυόμιση ηλικία, αξημέρωτα. Θα μπω για ντους χωρίς φασαρία, για να κερδίσεις πέντε λεπτά ύπνο ακόμη κι ένα τσιγάρο μόνος στο μπαλκόνι εγώ, με δυο γουλιές καφέ και ησυχία. Την ώρα που θα μπαίνεις στο μπάνιο, εγώ θα βγάζω την πετσέτα. Ούτε μισή ματιά θα ρίξεις στην γύμνια μου. Μόνο στα νερά στο πάτωμα. Ούτε κι εγώ στην δικιά σου, την ώρα που παίρνεις σειρά κάτω απ΄το νερό για να βγάλεις τον ιδρώτα μιας πολύ ζεστής νύχτας από πάνω σου. Πάτσι.

Τα σακ βουαγιάζ στο χωλ, έτοιμα από χτες το απόγευμα. Δυο πλέον, εδώ και καιρό. Πέρασαν οι καιροί που διάλεγες τα βρακιά μου, τα τι σερτ, τα παπούτσια, καναδυο πουκαμισάκια με ενσωματωμένο κλιματισμό, τις βερμούδες, όλα σιδερωμένα και φρεσκοκαθαρισμένα θαρρείς και θα βγαίναν σε επιθεώρηση Τάγματος. Μετά ήρθε ο καιρός για επιτιμητικά βλέμματα «μα αυτό το γουμίδι;», «δεν βλέπεις ότι είναι τρύπιο;», μετά πήρε σειρά η εποχή που πέθαναν και τα βλέμματα, καθένας με τα πανιά του και τις τρύπες του, έτσι κι αλλιώς άπνοια.

Μια τελευταία ματιά στα κατεβασμένα στόρια, στους διακόπτες, στα φυτά στο μπαλκόνι -κάποια θα τα βλέπαμε ζωντανά για τελευταία φορά-, στις ανεβασμένες τέντες, στα μαζεμένα μαξιλάρια, λεφτά, κλειδιά, σχεδόν εθιμικά λίγο πριν κλείσει η πόρτα πίσω χώνω στον σάκο μου κι ένα κουρέλι ακόμη, έστω κι αν επιστρέψει αφόρετο. Σαν μπόνους, σαν χάδι, άντεξες έναν ολόκληρο χειμώνα σε ντουλάπα, θα σε πάω λίγες μέρες βόλτα τώρα.

Στη διαδρομή για το καράβι όλα με το manual, λίγες κουβέντες και to the point. «Γέμισες ρεζερβουάρ;», «Ναι», «Πάλι τα ίδια θα ακούμε;», «Διάλεξε εσύ», «Τους άλλους θα τους βρούμε στην διασταύρωση», «ΟΚ». Οι «άλλοι». Σωσίβια, αερόσακοι, αλεξίσφαιρα γιλέκα. Ίσως κι εμείς για κείνους. Μάλλον. Αδιάφορο. Στα είκοσι, άντε και στα τριάντα-λίγα δεν χρειάζεσαι σωστικά μέσα.

Βγαίνει να κόψει εισιτήρια. Προχωράω σιγά-σιγά, δεν είναι μεγάλη η ουρά. Χαζεύω τον κόσμο που περπατάει προς το καράβι. Έχω μια παρόρμηση να ρωτήσω την πρώτη γυναίκα, εκεί στα σαράντα, πενήντα, που θα βρεθεί στο δρόμο μου «σε κοιτάζει όταν μπαίνεις γυμνή στο μπάνιο ή είσαι αόρατη; τον αγγίζεις έστω τυχαία όταν βγαίνει βρεγμένος ή δεν υπάρχει εκεί δίπλα;» αλλά προσγειώνομαι γρήγορα, μπορεί να προλάβει να κοιτάξει αυτή μέσα στο μυαλό μου και δεν καθάρισα πάλι το αχούρι σήμερα.

Στο κατάστρωμα μαζεύω πρωινή ψύχρα και ήλιο, χαζεύοντας γλάρους. Ένας-δυο μου φάνηκαν γνώριμοι αλλά μπα, αυτά είναι σαχλά φτηνά ευρήματα σε ιστοριούλες φαστ ανάγνωσης.

Ας μας κάψει, τουλάχιστον, ο ήλιος εκεί που πάμε.

μεσημέρια

Γευστικές μνήμες, ανεξίτηλες. Πίκρα. Ανάκατη με λάδι, αλάτι, λεμόνι και ζέστη. Και ιδρώτα. Τέτοια πίκρα λυσσάς να την συναντάς συχνά κι ας μην έχει ίχνος υ ή β εντός της (έχει).

Μνήμες αφής. Κορίτσια με shirt dress. Πόδια -επιτέλους- γυμνά και να μπαίνει αέρας από το φουστάνι. Κι ο,τι άλλο προλάβει, μαζί με τον αέρα. Πανάθεμά σας (ζηλεύω τον αέρα).

Ενισχυτικά μνήμης. Για όταν αυτή αρχίζει να ξεφτίζει. Για να (ξανα)βρεις τον δρόμο. Όταν αποσυντεθούν τα πάντα, αυτό θα πλέει, θα περισσεύει πάνω σ’ ότι ελάχιστο έχει απομείνει από σένα κι ας αναρωτιούνται αυτοί με τα φτυάρια στα χέρια τι διάολο γράφει -ακόμη- εκεί.

Πόσα χρόνια ζουν οι γλάροι άραγε; (μέχρι 45, λέει). Λες να με θυμούνται;

Με κορόιδεψε αυτή η μέρα, απολειφάδι φθινόπωρου ήταν, όχι πρώτη κλωστή άνοιξης. Ας είναι. We’ll meet (again).

0% (our lives in the bush of apps)

Θα πάμε σε όλες τις συναυλίες όσων αγαπάμε, μαζί. Θα μου στέλνεις κρυφά εικόνες όσην ώρα ακούγεται το αγαπημένο σου ρεφρέν, στο Viber. Θα σου στέλνω μηνύματα και φωτογραφίες την ώρα του encore, στο WhatsApp. Θα σε δω, όταν φεύγω, στα κλεφτά στο Telegram. Θα πεις ψιθυριστά «καληνύχτα», για να μην σε ακούσει, στο Messenger. Mετά θα μένουμε ξάγρυπνοι σε αληθινά μαξιλάρια. Μέχρι να διαβάσεις «καλημέρα» στο Signal. Tην μέρα που θα πεθάνει η μπαταρία, θα τελειώσει η μουσική και θα χαθούμε.

άνοιξη (κάτι σαν)

Ήταν, λένε οι διαβασμένοι και όσοι γκουγκλάρουν, ο Thomas Wolfe αυτός που έγραψε «We are the sum of all our parts». Τα ίδια πάνω-κάτω γράψαν κι άλλοι δέκα, είκοσι, εκατό. Δεν έχω αντοχές να ψάχνω κι αυτούς.

Δεν είμαι ούτε καν ένα ξέφτι, ούτε μια κλωστή τόσο δα μικρή από την τσέπη του πιο ταλαιπωρημένου παντελονιού του αλλά θα ‘θελα -μη με ρωτάς γιατί, ιδέα δεν έχω- να τoν ρωτήσω από κοντά (ελπίζοντας να μην τον συναντήσω σύντομα, κανείς δεν ξέρει όμως τι μπορεί να του συμβεί την επόμενη κιόλας στιγμή) «με τα parts κουτσά-στραβά κάτι φτιάχνεται, με τα apart μπορείς να μου πεις τι κάνουμε;».

down under

Στην λίστα μου της ασχήμιας, τα σφιχτικά όνειρα και ο πονοκέφαλος έχουν περίοπτη θέση. Αν τα συνδυάσεις (να κοιμηθείς δηλαδή με κεφάλι που έχει τραίνα που εκτροχιάζονται μέσα και συναντηθείς μετά με όνειρα ή αν σου γαμάνε την ψυχή τα όνειρα και ξυπνήσεις για να γλιτώσεις και να πεις «ευτυχώς, ένα όνειρο ήταν μόνο» αλλά να παραμονεύει στη γωνία ο πονοκέφαλος για να σε αποτελειώσει) καλύτερα να μην περιμένεις κάτι όμορφο από την μέρα που ξημερώνει. Tα όνειρα, λέει, είναι φόβοι και επιθυμίες, έτσι μου είπαν, έτσι διάβασα. Δεν είχα ποτέ διάθεση να μπλέκω με ασυνείδητα, υποσυνείδητα, συνειδητά, REM, Φρόιντ και Γιουνγκ, εγώ και οι υπεραναλύσεις είμαστε μαλωμένοι. Καλό, κακό, δεν ξέρω, δεν θα αγαπηθούμε τώρα στα τελειώματα.

Περπατώντας στο βουνό ξέφυγα λίγο απ’ όλα αυτά. Απόλυτη ησυχία. Εκτός. Εντός τα τραίνα πήγαιναν κι ερχόντουσαν, κάποια στιγμή μετά από ένα μισάωρο -με ιδρώτα, λαχάνιασμα αλλά τεράστιες ανάσες- εξαφανίστηκαν κι αυτά. Ας εκτροχιαστούν και σε άλλα κεφάλια μέσα.

Διασταυρώθηκα με άλλους δυο, άγνωστούς μου, στην διαδρομή. Ανταλλάξαμε από μια «καλημέρα», ας κανακεύουμε πού και πού την κοινωνικότητά μας. Μετά από τέσσερα χιλιόμετρα, τόσο έλεγε ο ρουφιάνος στην τσέπη μου που μετράει βήματα και απόσταση, επιστροφή για άλλα τόσα. Δεν συνάντησα ψυχή. Ευτυχώς γιατί ήθελα να ακούω μόνον την ανάσα μου. Και τον ήλιο ήθελα να ακούω αλλά τα μάζεψε κι έφυγε, ντάλα μεσημέρι.

Στα μισά του πίσω βαρέθηκα να την ακούω κι αυτήν, πάτησα το play στο A million little pieces. Σύμφωνοι, λάθος επιλογή αλλά αν κόψεις δέκα στιχάκια κι αλλάξεις άλλα πέντε  μαζί με τους χρόνους -όχι άλλους αόριστους- , τα τραίνα πηγαινοέρχονται πάνω στις ράγες τους χωρίς να μπλέκονται μεταξύ τους οι λαμαρίνες τους. There isn’t (όχι wasn’t) much I use (όχι used) to need, a smile with glow, a summer breeze through my heart, my hair (εδώ γελάμε), my body (κι εδώ γελάμε), my soul, whatever. Tελεία.

ευθείες

Ή φεύγει ή έρχεται, αξεδιάλυτο. Πιστεύω ότι φεύγει.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι κοιτάζει κάποιαν, κάποιον, κάτι. Ίσως ένα σπίτι, ένα πάρκο, ένα παγκάκι, μια εξώπορτα, μια γωνιά του δρόμου, ένα παράθυρο, ένα σκυλί, ένα παιδί, αυτήν, αυτόν, όλα μυστήρια. Αν ήμασταν μέσα, δίπλα του, θα ξέραμε. Ενδεχομένως. Γιατί οι άνθρωποι ανεξάρτητα από το πού έχουν στραμμένο το βλέμμα τους, βλέπουν και με το μυαλό τους και εκεί μέσα καλό είναι να μην μπαίνεις. Ούτε απ’ έξω να περνάς μη σου πω. Τα μυαλά των ανθρώπων συχνά θυμίζουν αχούρια. Άνω-κάτω. Χωρίς πολύ φως, ίσως και καθόλου. Μυρίζουν κλεισούρα, καμιά φορά και άσχημη υγρασία, αν σκέφτεσαι πολύ χωρίς να μιλάς. Δεν καταλαβαίνω γιατί να μη μιλάς, όμως. Τα παράθυρα τα ανοίγεις -ακόμη κι αν έχει ψόφο έξω- για να μπει φρέσκος καθαρός αέρας στο σπίτι, δεν μου φαίνεται πολύ λογικό να κρατάς κλειδωμένο το μυαλό. Μα δεν έχει σημασία τι μου φαίνεται εμένα λογικό, δεν θα κάνω κουμάντα στα μυαλά των άλλων.

Το αριστερό του χέρι είναι -κάπως- μετέωρο. Θέλει να πιαστεί ή σηκώνεται για να χαιρετήσει. Μερικές φορές ταυτόσημα, χαιρετάς για να πιαστείς από ένα χέρι που χαιρετάει κι αυτό, κάπου εκεί πίσω που δεν βλέπουμε. Γι αυτό πιστεύω πως φεύγει, όταν έρχεσαι δεν σε περιμένει κανείς από πίσω, μπροστά σου είναι. Αγκαλιές ανάποδα δεν υπάρχουν. Έτσι νομίζω, δεν είμαι βέβαιος. Δεν πιστεύω οτι φεύγει για να πάει κάπου όπου τον περιμένουν, τότε το φευγιό σε ξανανιώνει. Το βλέμμα του δεν δείχνει χαρά και λαχτάρα. Τα χείλια του είναι μια ευθεία γραμμή. Όταν έρχεσαι τα μάτια φωτίζονται, οι ευθείες πεθαίνουν. Τις φοβάμαι, λίγο, τις σκιές και τις ευθείες στα πρόσωπα των ανθρώπων. Flatliner έξω, flatliner και μέσα.

Ίσως θέλει να πει κάτι. Ίσως και να είπε ήδη. Όσοι κάθονται κοντά του ίσως να πίστεψαν ότι είναι τρελός, αφού -για αυτούς- μιλάει μόνος του. Το κάνω κι εγώ κάποιες φορές. Προσέχω να μην έχω άλλους δίπλα, δεν θέλω να δίνω δικαιώματα. Από μέσα μου λέω πολλά, έλεγα μάλλον, νομίζω διορθώθηκα. Δεν βοηθάει αυτό, οι πολλές σκέψεις ανοίγουν τρύπες όπου βρουν. Δεν κλείνουν όλες. Θες να πεθάνεις από σκέψεις που δεν έγιναν λέξεις; Δεν θες.

Eίτε φεύγει είτε έρχεται αν μάθει (θέλει δουλειά αυτό) να σκέφτεται κάτι όμορφο και να χαμογελάει, πήρε σωστό δρόμο. Κι ας τον κοιτάζουν περίεργα οι διπλανοί όταν χαμογελάει μόνος του, στα καλά του καθουμένου. Don’t give a flying fuck. Κανείς δεν ευτύχησε με ευθείες γραμμές στο στόμα.

—–

(φωτογραφία από το «Belfast» του Kenneth Branagh)

Vespa-on-the-beach

O Nanni Moretti κάνει βόλτα με τη βέσπα του στην Ostia. Ανάμεσα σε παράγκες, σκουπίδια, κακάσχημα εξοχικά -πάω στοίχημα αυθαίρετα όλα- , σκισμένες και ξεθωριασμένες τέντες, πάνω σε μια άσφαλτο μισοσκεπασμένη με χώμα, ανάμεσα στον Τίβερη και την Τυρρηνική Θάλασσα. Κάνει μια στάση δίπλα στην αλάνα -κάτι σαν ξεζουμισμένη λιμνοθάλασσα- όπου βρήκαν σκοτωμένο τον Παζολίνι. Κατεβαίνει από την βέσπα. Κοιτάζει, πίσω από ένα συρματόπλεγμα, προς ένα χαμηλό, κακοφτιαγμένο, φθαρμένο τσιμεντένιο κάτι. Ανεβαίνει στην βέσπα και φεύγει.

O Κιθ Τζάρετ έπαιξε στο Oper Köln στις 24 Ιανουαρίου 1975, το βινύλιο κυκλοφόρησε στις 30 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Το τσακισμένο σώμα του Παζολίνι βρέθηκε στις 2 Νοέμβριου 1975. Ο Μoretti ήταν 22 χρονών. Εγώ 15. Ήταν 40 όταν ανέβηκε στην βέσπα. Ήμουν 33. Πρώτη φορά Ρώμη πήγα στα 36, δεν ανέβηκα σε βέσπα. Ακολούθησαν άλλες δυο φορές, καμία βέσπα, κρίμα και νόμιζα ότι η ζωή μπορεί να είναι και σινεμά. Αγόρασα το Koeln Concert φοιτητής, στα 20. Πρώτη φορά Κολωνία στα 30 μου, πρώτο τσιγάρο σε παγκάκι απέναντι απ’ το Oper Köln στα 32. Ακολούθησαν άλλες δεκαπέντε, ίσως και παραπάνω. Mε ήλιο, με κρύο, με βροχή, με χιονόνερο, με γραβάτα, χωρίς, με τσιγάρο, χωρίς, δεν έλειψα ούτε μια φορά, πέντε λεπτά, δέκα, δεν έλειψα πάντως. Kαθένας με τα ημερολόγιά του.

Χτες βράδι είδα/πήγα την βόλτα στην Όστια για έκτη, έβδομη φορά. Ξανάνιωσα εκείνη την ανεπαίσθητη, αλλά μονίμως παρούσα, ενόχληση όσην ώρα (πέντε λεπτά, πάνω-κάτω) το Koeln Concert ακουγόταν σε περισσότερες στροφές απ’ όσες όταν ηχογραφήθηκε. Σαν να ήθελε ο Moretti να χωρέσει την μουσική μέσα στην βόλτα κι όχι την βόλτα μέσα στους ήχους. Περίπου όπως γίνεται και με την ζωή μας, σκέφτηκα μετά. Πάντα κάτι θα περισσεύει ή δεν θα αρκεί. Χρειάστηκαν 29 χρόνια για να το διαπιστώσω χτες βράδι.

the longer the waiting

Ζήτησε ένα. Διάλεξε σαρανταέξη, τόσα μέτρησε, τόσα χώρεσαν. Μαζί μ’ αυτά χύθηκε και λίγη άμμος στο βάζο. Παλιοί γνωστοί, αν είναι αλήθεια οτι η άμμος έχει μνήμη θα του χαμογελούσε όταν τον έβλεπε χειμωνιάτικα σ΄εκείνη την ερημιά, «γιατί μόνος;», και το τελευταίο που χρειάζεσαι είναι μια στρατιά από κόκκους που θέλουν να ανοίξουν κουβέντα, πεινασμένοι και απελπισμένοι από την σιωπή και την εγκατάλειψη που έφερε ο Οκτώβριος και οι πρώτες άγριες βροχές. Τελευταία στιγμή μπήκε κι ένα -σχεδόν σαθρό από τον ήλιο, το κρύο, το νερό, την βροχή, το αλάτι- κομμάτι ξύλου, πιο χλωμό κι από τον Εdgar Winter μετά από τρία απανωτά τζόιντ. Α, κι ένα άδειο κουφάρι από ημιακρωτηριασμένο καβούρι, μικρό ίσα με μισό μικρό δάχτυλο. Πιο συνηθισμένο και ίνσταγκραμ πεθαίνεις, σκέφτηκε όταν είδε το δημιούργημα του, παρόμοιο με μερικά εκατομμύρια άλλα κάποιων που βάλθηκαν να περιμαζεύουν κουφάρια από εκεί που τα πέταξε το κύμα. Ευτυχώς σκεφτόταν χαμηλόφωνα.

Μέχρι να το συνειδητοποιήσεις, αν ποτέ δοθεί αφορμή για τέτοια σκέψη, πως μια χούφτα πεθαμένα όστρακα περίμεναν κάποιον χοντρά ντυμένο (έβρεχε και φύσαγε εκείνο το μεσημέρι) να τα περιμαζέψει και να τα βάλει προσεκτικά ένα-ένα σε ένα βάζο των ογδόντα λεπτών (μαζί με το, άχρηστο, καπάκι), δεν αντιλαμβάνεσαι την αξία των ευτελών που σε περιτριγυρίζουν ή ζουν κάπου παραδίπλα σου ή δυο, τρεις, πέντε ώρες μακριά ή κοντά, ανάλογα με την λαχτάρα σου. Τα ΄χουν αυτά οι αποστάσεις, συστέλλονται και διαστέλλονται αυτόνομα και αυθαίρετα αδιαφορώντας για το πόσο βιάζεσαι ή δεν βιάζεσαι, για το αν πηγαίνεις ή επιστρέφεις, για το αν ο προορισμός είναι το εκεί ή το εδώ. Κι ο χρόνος το ίδιο, μα αυτά έχουν ειπωθεί, έχουν γραφτεί, δεν έχει νόημα να αναμασάς τετριμμένα χιλιογραμμένα, χιλιοτραγουδισμένα, χιλιοειπωμένα.

Επιστρέφοντας έπαιζε, στο ράντομ, ένα τραγουδάκι που θα ορκιζόσουν ότι το έγραψε κάποιος νορβηγός ψαράς, που θαλασσοδέρνεται βδομάδες και μήνες στη Βόρεια Θάλασσα και στη Θάλασσα του Μπάρεντς αφήνοντας στην στεριά την αγαπημένη του, την πιό όμορφη σ’ολόκληρο τον κόσμο. Τελικά το έγραψε κάποιος Πατ ΜακΛάφλιν απ’ το Τενεσί που το μόνο νερό που βλέπει είναι από ένα ποτάμι που περνάει μέσα απ΄το Νάσβιλ. Τι να γίνει, σκέφτηκε, καθένας με τους ωκεανούς του..

σε μια καντίνα στη μέση του πουθενά

Το πρόβλημα με τους ανθρώπους είναι ότι δεν μπορούν να δουν τα φλάσμπακ των άλλων. Κι αν από περίσσεια φαντασίας το καταφέρουν κάποια στιγμή, σε λάθος χρόνο βρίσκονται, λάθος εικόνες  βλέπουν, τυφλοί, μπερδεμένοι και χαμένοι είναι.

Ψέματα είπα, κατά βάθος ποτέ δεν ήθελα να σε πάω για να φάμε ή να πιούμε σε μια καντίνα στην μέση του πουθενά. Κανείς μας δεν πείναγε, δεν διψούσε, μας το λέγαμε συνέχεια θαρρείς και μας ανακούφιζε αυτό. Χορτάτοι ήμασταν, τόσο χορτάτοι που μαζεύαμε και τα ψιχουλάκια, γονατιστοί, ένα με το χώμα, μη μας ξεφύγει ούτε μισό, βάζαμε την γλώσσα μας να περιμαζέψει εκείνη την τελευταία σταγόνα μην τυχόν και πάει χαμένη, σχεδόν εκλιπαρώντας για «λίγο ακόμη». Κουράστηκες να με ακούς να λέω «διψάω», δεν κουράστηκα ποτέ να πίνω. Δεν θα στεκόμασταν έξω από την καντίνα, δεν είχε τίποτε να μας δώσει, μέσα ήθελα να ήμασταν και να την πηγαίναμε εκεί που δεν θα πάταγε ποτέ ψυχή. Θα αφήναμε τα τρόφιμα στα σκοτεινά ντουλάπια τους, να λιώσουν, να σαπίσουν, να πεθάνουν εκεί μέσα ανέγγιχτα, θα βγάζαμε τα ψυγεία από τις πρίζες, θ’ αφήναμε μυρμήγκια, σκουλήκια και μύγες να τα χαρούν. Παρείσακτα θα ήταν απ’ την αρχή, έτσι κι αλλιώς, άχρηστα, παραπανίσια, βάρος περιττό. Θα γέμιζα το σώμα σου -όσο οδηγούσες- με μπύρες, Dr Pepper και μαγιονέζες, θα σε έγλειφα από τους λοβούς των αυτιών μέχρι το μικρό στραβό σου δάχτυλο στο αριστερό πόδι για να μη μείνει ίχνος τους πάνω στο δέρμα σου και όταν σε στέγνωνα θα έψαχνα στα τυφλά να ανοίξω κι άλλες μπύρες για να σε λούσω και να σε ξαναστεγνώσω. Θα πετούσες κέτσαπ, μουστάρδα και τσίλι πάνω μου όταν θα ήταν σειρά μου να πάρω το τιμόνι, το στόμα και η γλώσσα σου θα δούλευαν υπερωρίες, λάθος λέξη, χρόνος δεν θα υπήρχε, θα με καθάριζες από το μέτωπο ως τις φτέρνες μου και μετά θα λέγαμε χωρίς να βγάλουμε κιχ «απ’ την αρχή, ξανά». Στην διαδρομή θ’ αλλάζαμε, μπύρες πάνω μου, κέτσαπ πάνω σου, στόματα και γλώσσες πάνω μας. Πείνα καταραμένη. Πουτάνα δίψα.

Κάποια μέρα θα μας βρίσκαν στην μέση του πουθενά πεταμένους στα καθίσματα, ένας σωρός από ξασπρισμένα κόκκαλα, δεν είναι σινεμά η ζωή, ξεκαθαρίστηκαν αυτά. Ούτε βραχιόνια οστά μπλεγμένα μεταξύ τους, ούτε φάλαγγες κολλημένες στο ηβικό οστό, ούτε κρανίο γερμένο στην κλείδα. Στο ένα παράθυρο ο ένας, στο απέναντι η άλλη. Τριγύρω μας αμέτρητα ξεθωριασμένα αλουμινένια κουτάκια και ξεραμένα βρώμικα πλαστικά, βουνά από αυτά. Μια χαρά. Θα σε πάω σε μια καντίνα στην μέση του πουθενά, υποσχέθηκα. Πάμε, είπες. Αυτή κι αν ήταν διαδρομή.

Siempre

Φταίω εγώ, με τις εμμονές και τα στερεότυπά μου που δεν αγαπήθηκα ποτέ με την -ή αυτό που ονομάζουν, τέλος πάντων- ποίηση. Κάποιες σκόρπιες περιπτώσεις, μάλλον προβλέψιμες ήταν η επιβεβαίωση της ελαττωματικότητάς μου, Καβάφης, E.E. Cummings, T.S. Eliot (αχ αυτά τα αρχικά), Dylan Thomas, δεν έχει κανένα νόημα το name dropping, όσους εύκολα θυμήθηκα αράδιασα. Τους άλλους ‘ποιητές’ δεν τους λογίζω, Χάμιλ, Ντύλαν, Κοέν, Mόρισον, Μίτσελ και αν αρχίσεις σταματημό δεν έχει, γιατί έγραψες αυτόν και δεν θυμήθηκες τον άλλον, μπορεί να ακούσεις το πιο κοινότυπο/κοινότοπο (δεν θα ξανασκαλίσω τις διαφορές) στιχάκι και να σε χτυπήσει κεραυνός αν οι συνθήκες τριγύρω σου τραβάνε τους κεραυνούς όπως το καρπούζι τραβάει τα μυρμήγκια και το δέρμα σου τα κουνούπια.

Θα ΄χει κάποιες βδομάδες που έπινα καφέ παρέα με ήλιο, περιμένοντας τους υπόλοιπους να τελειώσουν από τους πάγκους με τα μπρόκολα, τις τελευταίες σουλτανίνες, τα μαύρα -πολλά υποσχόμενα αλλά ασκόπως φλύαρα- εσώρουχα. Χάζευα στο κινητό αντί να παρατηρώ τους ανθρώπους τριγύρω, κακή συνήθεια που έγινε εθισμός, θα βρω έναν τρόπο όπως βρήκα με το τσιγάρο αν και η οθόνη είναι πιο ύπουλη κι από την ηρωίνη. Έτσι λένε, έτσι βλέπω γύρω, κανείς δεν κοιτάζει στα μάτια τον ήλιο παρά χώνονται στα πίξελ και παραδίνουν ψυχή και σώμα κι ας το αρνούνται. Ξέρω ανθρώπους που τους κατάπιε η οθόνη. Μη ρωτάς. Κάτι πάντα θα βρίσκεται να μας καταπίνει.

Εκείνη την μέρα ήταν που έπεσα πάνω στο Siempre. Την μετάφρασή του δηλαδή, στα αγγλικά, το Always. Με την γλώσσα του χιλιανού δεν θα είχα καμία τύχη.

Απίστευτος, αδιανόητος, θλιβερός, ανεπανάληπτος ψεύτης.

I am not jealous

of what came before me.

Come with a man

at your back,

come with a hundred men in your hair,

come with a thousand men between your bosom and your feet,

come like a river

filled with drowned men

that meets the furious sea,

the eternal foam, the weather.

Bring them all

where I wait for you:

we shall always be alone,

we shall always be, you and I,

alone upon the earth

to begin life.

Τραγικός, φτηνός, ξεδιάντροπος, χυδαίος ψεύτης.

Τι διαβάζεις; με ρώτησαν μισή ώρα μετά, φορτωμένοι όλοι με σακκούλες γεμάτες καρότα, μήλα, κάλτσες, αντίδια και μανιτάρια.

‘Έναν ψεύτη, ήθελα να πω, μα δεν θα καταλάβαινε κανείς τους τίποτε. Έναν τιποτένιο ψεύτη που δεν αφήνει τους ανθρώπους να χαρούν τον καφέ τους και τον ήλιο, χωρίς να τους στέλνει να μετράνε πνιγμένους μέσα στο ποτάμι. Που κυλούσε, εντελώς άδειο από ανθρώπους, λίγα μέτρα παραδίπλα μας.

Ιερά Σινδόνη

Η Ιερά Σινδόνη είναι μια απάτη. Ένα λερωμένο φτηνόπανο από ίνες λιναριού με ξεραμένα αίματα, τεσσεράμιση τετραγωνικά παραδομένα στα μάτια του καθενός, τεσσεράμιση κιτρινιάρικα τετραγωνικά που δεν χωρέσαν σταγόνα αγάπης, λαχτάρας, πάθους, παράλυσης, επιθυμίας, πόθου πάνω τους παρά μόνο την ιστορία ενός θάνατου και μιας ανάστασης που κατασκεύασαν άνθρωποι για ανθρώπους.

Έχω ευλαβικά φυλαγμένη την αυθεντική Ιερά Σινδόνη, μακριά από αδιάκριτα και άπιστα μάτια. Είναι το προσευχητάρι, το προσκυνητάρι, το εξομολογητήριο, το καταφύγιο, το άγιο μύρο, το ιερό μου. Τις μέρες που λιγοψυχώ, την έχω κρυμμένη πάνω μου. Τις νύχτες που η πίστη μου δοκιμάζεται, γίνεται το μαξιλάρι μου. Η μια και αληθινή Ιερά Σινδόνη χωράει διπλωμένη μέσα στην παλάμη μου κι ας με καίει, όλοι μας για κάτι που θα μας κάψει προσευχόμασταν άλλωστε. Είναι το ακριβότερο πανί του κόσμου αφού έχει ρουφήξει ποτάμια αγάπης, λαχτάρας, πάθους, παράλυσης, επιθυμίας, πόθου που χύθηκαν πάνω του. Κι είμαι ο ναός Tης.