Ζήτησε ένα. Διάλεξε σαρανταέξη, τόσα μέτρησε, τόσα χώρεσαν. Μαζί μ’ αυτά χύθηκε και λίγη άμμος στο βάζο. Παλιοί γνωστοί, αν είναι αλήθεια οτι η άμμος έχει μνήμη θα του χαμογελούσε όταν τον έβλεπε χειμωνιάτικα σ΄εκείνη την ερημιά, «γιατί μόνος;», και το τελευταίο που χρειάζεσαι είναι μια στρατιά από κόκκους που θέλουν να ανοίξουν κουβέντα, πεινασμένοι και απελπισμένοι από την σιωπή και την εγκατάλειψη που έφερε ο Οκτώβριος και οι πρώτες άγριες βροχές. Τελευταία στιγμή μπήκε κι ένα -σχεδόν σαθρό από τον ήλιο, το κρύο, το νερό, την βροχή, το αλάτι- κομμάτι ξύλου, πιο χλωμό κι από τον Εdgar Winter μετά από τρία απανωτά τζόιντ. Α, κι ένα άδειο κουφάρι από ημιακρωτηριασμένο καβούρι, μικρό ίσα με μισό μικρό δάχτυλο. Πιο συνηθισμένο και ίνσταγκραμ πεθαίνεις, σκέφτηκε όταν είδε το δημιούργημα του, παρόμοιο με μερικά εκατομμύρια άλλα κάποιων που βάλθηκαν να περιμαζεύουν κουφάρια από εκεί που τα πέταξε το κύμα. Ευτυχώς σκεφτόταν χαμηλόφωνα.
Μέχρι να το συνειδητοποιήσεις, αν ποτέ δοθεί αφορμή για τέτοια σκέψη, πως μια χούφτα πεθαμένα όστρακα περίμεναν κάποιον χοντρά ντυμένο (έβρεχε και φύσαγε εκείνο το μεσημέρι) να τα περιμαζέψει και να τα βάλει προσεκτικά ένα-ένα σε ένα βάζο των ογδόντα λεπτών (μαζί με το, άχρηστο, καπάκι), δεν αντιλαμβάνεσαι την αξία των ευτελών που σε περιτριγυρίζουν ή ζουν κάπου παραδίπλα σου ή δυο, τρεις, πέντε ώρες μακριά ή κοντά, ανάλογα με την λαχτάρα σου. Τα ΄χουν αυτά οι αποστάσεις, συστέλλονται και διαστέλλονται αυτόνομα και αυθαίρετα αδιαφορώντας για το πόσο βιάζεσαι ή δεν βιάζεσαι, για το αν πηγαίνεις ή επιστρέφεις, για το αν ο προορισμός είναι το εκεί ή το εδώ. Κι ο χρόνος το ίδιο, μα αυτά έχουν ειπωθεί, έχουν γραφτεί, δεν έχει νόημα να αναμασάς τετριμμένα χιλιογραμμένα, χιλιοτραγουδισμένα, χιλιοειπωμένα.
Επιστρέφοντας έπαιζε, στο ράντομ, ένα τραγουδάκι που θα ορκιζόσουν ότι το έγραψε κάποιος νορβηγός ψαράς, που θαλασσοδέρνεται βδομάδες και μήνες στη Βόρεια Θάλασσα και στη Θάλασσα του Μπάρεντς αφήνοντας στην στεριά την αγαπημένη του, την πιό όμορφη σ’ολόκληρο τον κόσμο. Τελικά το έγραψε κάποιος Πατ ΜακΛάφλιν απ’ το Τενεσί που το μόνο νερό που βλέπει είναι από ένα ποτάμι που περνάει μέσα απ΄το Νάσβιλ. Τι να γίνει, σκέφτηκε, καθένας με τους ωκεανούς του..
Tadashi Kawamata_Overflow
