Tanghier blues

26006571

Καρότο χοντοτριμμένο στο ρεντέ, μαϊδανός ψιλοκομμένος, κόκκινα τσίλι σε λεπτές ροδέλες, μια τσιμπιά αλάτι, λίγο λεμόνι, ξύδι, ελαιόλαδο απ’ το καλό, όχι τσιγκουνιές με δεύτερα. Και κύμινο. Όσο αντέχει η ψυχή σου κι οι μασχάλες σου. Ανακατεύεις με τα χέρια, σα να στεγνώνεις τα μαλλιά της κόρης σου όταν ήταν πέντε, έξη. Τα σκουπίζεις στην πετσέτα, την πετάς στον πάγκο με περηφάνια. Ανοίγεις ένα κόκκινο, άμα σου βρίσκεται κανένα σπανιόλικο, της γειτονιάς, έπιασες τζακποτ. Όχι cheap Spanish wine, άσε τον Θεό να λέει τα δικά του, ένα Sangre del toro μια χαρά θα σε πάρει και θα σε σηκώσει. Αν τα τσίλι σου φαίνονται νωθρά, μισή κουταλιά μπούκοβο θα τα εξαγριώσει, μη τα λυπάσαι, τσίγκλα τα. Πάρε μια τσιμπιά, γέψου και μύρισε, ρίξε κι άλλο απ’ ότι σου φάνηκε λειψό. Ξαναχώσε τα δάχτυλά σου μέσα, τον ξέρεις τον τρόπο, δεν τον ξέχασες, ακόμη. Ανακάτεψε ξεδιάντροπα, ξέχνα την κόρη σου τώρα, θυμήσου κάτι άλλο. Να πάνε όλα παντού, να στάζουν, να γυαλίζουν, να καίνε.

Mη μπλέξεις με τηγάνια και σάρκες. Λίγες πίτες ψευτοαράβικες θέλει, κόβε, δίπλωνε, χώνε μέσα μπουκιές, λερώσου, αν κολλήσει μαϊδανός στα δόντια της βγάλ’τον με τη γλώσσα σου αν μπορείς. Κι αυτόν και το κύμινο. Μπορείς να βρεις το δρόμο;

Άμα σου βρίσκονται πρόχειρα κεριά, άναψε καναδυό, πέντε, δέκα, καν’ το Hotel el-Muniria κι ας μη μυρίζει κάτουρο και κείνη τη γνώριμη καπνίλα τριγύρω. Φτιάξε τσάι, για μετά. Με φρέσκια μέντα μέσα, πάψε πια να ρίχνεις μόνο κλεφτές ματιές στη γλάστρα περιμένοντας να ‘ρθει νέα σοδειά από ρούμι, τρύγα την τώρα κιόλας. Ψάξε βρες πού έχεις καταχωνιασμένα τα φτηνοπότηρα του τσαγιού που πήρες χρόνια πριν απ΄την Πόλη, ήρθε -επιτέλους- ο καιρός να σου πουν ακριβές κουβέντες.

Όπως Μπάροουζ, όπως Γκίνσμπεργκ. Beat & eat. Μην ξεχνάς τον Ορλόφσκι, μη παραλείπεις τον Κέρουακ. Δεν μπορείς να πιάσεις Radio Agadir, βολέψου με ana fil houb στο σιντί, ας είναι παραδιπλανός ο Lili, οι μαγκρεμπιανοί θα σε συχωρέσουν. Μη μερακλωθείς και ξαπλώσεις στα τριμμένα μωσαϊκά, πάτα όμως ξυπόλητος πάνω τους, πάνω στα μάρμαρα, στα πλακάκια. Φτιάξε το παραμύθι σου στον τρίτο όροφο. Με τρεις κι εξήντα. Άντε έντεκα με το κρασί.

Σαν χτυπήσει το κουδούνι, ο Bowles θα ‘ναι. Αν έχει άστρα η βραδιά, μπορεί και να σου πει μια ιστορία για  κει πάνω. Mη προσποιηθείς ότι την ακούς πρώτη φορά, μη δείξεις μαγεμένος. Ξέρει και ίσως προσβληθεί. Τ’ αστέρια και η παρέα είναι το θέμα, η ιστορία το πρόσχημα.

ق

ήσυχες μέρες στη χώρα των κλισέ

25902384

 

Όταν βραδιάσει ανάβω τα ρεσώ, ανοίγω μια μπίρα και χαζεύω τους σκουπιδοντενεκέδες κάτω απ΄το μπαλκόνι μου. Δεν γνωρίζουν μέρες δόξας τελευταία. Πάω να χαρώ με τη σκέψη ότι κανείς δεν έχει ανάγκη να σκαλίσει πια για να βρει τα πεταμένα μας, ότι όλοι κουτσοβολεύονται με τα δικά τους απομεινάρια. Μετά σκέφτομαι ότι συνήθως είναι άδειοι. Κανείς δεν ψάχνει ανύπαρκτα σκουπίδια από χόμπι. Υποθέτω.

Την τηλεόραση την έκοψα, σχεδόν μαχαίρι. Πλαφόν μια ώρα την ημέρα. Μέσα σε είκοσι χρόνια έφτασα απ’ τις 27 στις 44 ίντσες για να κατορθώσω να δω καθαρά ότι δεν θέλω να βλέπω άλλο. Κοστίζει ακριβά η αναποφασιστικότητά μου αυτή. Κάπου 0,85 ίντσες το χρόνο και μια ατέλειωτη στρατιά λυσσασμένων TV preachers. Ένα μήνα πριν, υπνωτισμένος από την ποίηση των υγρών κρυστάλλων, έβαλα στο DVD ένα έπος της Jenna Jameson. Epic fail. Κατατρόμαξα, χλώμιασα, μου κόπηκε η ανάσα, ντράπηκα. Ούτε στο πρώτο Evil Dead τόσο. Επί δέκα μέρες έκανα μπάνιο κοιτάζοντας το ταβάνι, από απελπισία.

Προχτές άκουσα το κουδούνι της εξώπορτας, μια, δυο, τρεις. Άνοιξα και δεν ήταν κανείς. Έκλεινα την πόρτα όταν άκουσα τη φωνή απ’ το πάτωμα, μισή καθισμένη στο πατάκι της εισόδου, μισή στα φρεσκοκαθαρισμένα μάρμαρα. Ακαθόριστη ηλικία, μωρό στην αγκαλιά. Της είπα να καθήσει στο πατάκι και να περιμένει. Ίσως ρίγησε από την αναπάντεχη καλοσύνη μου, που νοιάστηκα να μη κρυώσει. Δεν ήθελα όμως να λερωθούν τα μάρμαρα, το μωρό μασουλούσε ένα μπισκότο και σάλια με ψίχουλα τρέχαν απ’ το στόμα του. Της έδωσα λίγα κέρματα και ένα σαλάμι που έληγε σε δέκα μέρες, με ρώτησε αν έχω παπούτσια. «Τι νούμερο;» τη ρώτησα, «ο,τι να ‘ναι» απάντησε. Πήγα κι έφερα ένα ζευγάρι οκτάποντα της γυναίκας μου, με ντεμοντέ τακούνι. Είπε «αθλητικά δεν έχεις;». Ο κόσμος αποθρασύνεται, καμιά ευγνωμοσύνη για την καλοσύνη των άλλων. Αφού δεν θέλουμε να τους βλέπουμε ότι υπάρχουν εκεί έξω, αφού οι εικόνες τους είναι απαγορευμένες, ας βάλουμε ένα χεράκι στο styling μπας και περισώσουμε κάτι απ’ την δωρική ομορφιά αυτής της σακατεμένης χώρας.

Πρώτη φορά χτες ρώτησα την αρμένισσα γαλατού αν έχει φτηνές μπίρες. Όταν με ρώτησε, ίσως απορημένη, «πόσο φτηνές;», της είπα «πέντε στο ευρώ». Ήμουν από τους τελευταίους στη γειτονιά που δεν είχε δική του σελίδα στο τεφτέρι της. Σίγουρα θα σκέφτεται πως ίσως θα ‘πρεπε να ‘χει πάρει μεγαλύτερο. Το βλέπω, το βλέπεις, υπάρχει πρόβλημα στην επιχειρηματικότητα, καμιά πρόβλεψη για αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς, καμιά πρόνοια για επιμόρφωση στο crisis management. Μόνο γκρίνια, μιζέρια και αντίδραση. Πόσο κοστίζει ένα μεγαλύτερο τεφτέρι δηλαδή;

Ξεφύλλιζα τα λόγια της πλώρης μισοκοιμισμένος όταν ένιωσα να μου γλείφει την ψυχή κάτι γνώριμο από παλιά, κάτι που ξεφύτρωνε μέσα από την τηλεόραση, σαν στο Poltergeist. Έβαλα γυαλιά, είδα τη φάτσα του Clive Owen να με κοιτά αξύριστη, βρώμικη, κυνηγημένη. Πέταξα τον Καρκαβίτσα χάμω, μετά από μήνες πολλούς ξανασκάλισα σαν παλαβός τα βινύλια, ούτε σταυροφόρος που έψαχνε για το Χόλι Γκράαλ θα φερόταν τόσο αλλόκοτα. Σε τρία λεπτά το βρήκα. «Σε παρακαλώ, μη ρωτάς τίποτε αλλά βάλε την ταινία στο mute, για λίγο μόνο». Τα ξέρει τα χούγια μου, τις αδυναμίες μου, τις πληγές μου, με συμπονάει όταν νιώθει πως η στέρηση με βάζει κάτω και με χτυπάει στα μούτρα και στα σπλάχνα αλύπητα. Την έκλεισε.

Βρήκα το πανί, βρήκα το αντιστατικό, οδήγησα το βραχίονα στο στόχο, η Shure με τσίμπησε. Μπήκε μέσα μου, γλάρωσα, χαλάρωσα, τζάνκι, ναι. Όχι in the court. Ιn the heart. Straight into.

Άνοιξα κι άλλο τον ήχο.

Η γειτονιά θα με ευγνωμονεί μια μέρα για τα σάουντρακ που της χαρίζω απλόχερα λίγο πριν τα μεσάνυχτα..

a diverted post

25875370

Ο πίνακας με τις αναγγελίες αφίξεων ήταν πέντε μέτρα μακριά του μα χρειάστηκε να βάλει γυαλιά για να διαπιστώσει πως τα delayed και diverted κατατρόπωναν κατά κράτος τα landed και expected. Για να ξεγελάσει το φόβο του γύρισε από την άλλη, μήπως και οι αναχωρήσεις έβγαζαν καλύτερο συντελεστή. Μάταια. Τόσα cancelled και new time δεν είχε ματαδεί κι ας τριγυρνούσε σε αεροδρόμια απ’ την εποχή που ο Γουίλμπουρ Ράιτ δεν είχε ακόμη τρίχες στις μασχάλες του. Εντάξει, υπερβολή. Από την εποχή που η British Airways ήταν ακόμη BOAC.

Η βροχή, ο αέρας και τα αστραπόβροντα έξω δεν έλεγαν να σταματήσουν εδώ και πέντε ώρες. Μάταια προσπαθούσε να βρει ένα μικρό άνοιγμα στον θεοσκότεινο ουρανό -κι ας ήταν ακόμη τέσσερις το μεσημέρι- για να περάσει, σαν από κουμπότρυπα, μια θετική σκέψη. Οτι θα μπορούσε, δηλαδή, ο πιλότος να βγάλει από κει μέσα το αεροπλάνο σε ένα κομμάτι, να βγει πάνω απ’ τα σύννεφα και να φτάσει -πάλι σε ένα κομμάτι- στον προορισμό του. Χαζή σκέψη. Ούτε άνοιγμα υπήρχε στο απέραντο μαυρογκρί, ούτε αεροπλάνο στο τέρμα της φυσούνας. Μόνο βροχή, ασταμάτητη βροχή, νερό σαν να αναποδογύρισες έναν ωκεανό ολόκληρο. Και χιλιάδες αστραπές, θαρρείς κι ερχόταν από κει πάνω κανείς πολύ διάσημος και τα φλας πήραν φωτιά μπας και χάσουν το κελεπούρι.

Προσπάθησε να πιει λίγο νερό απ΄το μπουκάλι, ο λαιμός του ήταν τόσο στεγνός που σχεδόν πόνεσε απ’ το μικρό ρυάκι που έτρεξε μέσα του. Θυμήθηκε τα λόγια του Bowles, ότι ο ουρανός είναι κάτι στέρεο, ένα ταβάνι που βρίσκεται κει πάνω για να μας προστατεύει απ’ αυτό που βρίσκεται από πίσω του. Τρόμαξε. Κι αν αυτό βρήκε τρόπο να τρυπήσει τον ουρανό και να κατέβει κάτω;  Ξανάπιε άλλη μια γουλιά νερό, κλείνοντας σφιχτά τα μάτια. Ακόμη κι έτσι όμως, το φως απ’ τις αστραπές βρήκε τρόπο να τρυπώσει ως το μεδούλι του.

Τα delayed έπεφταν βροχή. Πιο πολλή απ’ την έξω. Από κοντά και τα cancelled. Τα φώτα στο διάδρομο με δυσκολία τα διέκρινες, αεροπλάνο δεν θα κατέβαινε έτσι κι αλλιώς, αν ερχόταν καράβι θα ήταν εύκολο να μανουβράρει και να δέσει οπουδήποτε. Gate 1 άδεια, 4 και 5 άδειες, 8 άδεια, 11 άδεια, απ΄την 14 ως την 17 άδειες κι αυτές. Όχι καράβι, στόλος ολόκληρος χώραγε.

Κοίταξε τριγύρω. Καθίσματα, πάγκοι, πατώματα, όλα γεμάτα με ανθρώπους, σακούλες, καρότσια και μπαγκάζια. Προσπάθησε να διακρίνει τι έκρυβε καθένας μέσα του. Με όσα μάτια διασταυρώθηκαν τα δικά του, έβαζε στοιχήματα, «φοβάσαι περισσότερο εσύ ή εγώ;». Tα περισσότερα τα κέρδισε, χαλαρά. Μόνο ένα ζευγάρι που κρυβόταν πίσω από φτηνιάρικα γυαλιά μυωπίας τον έκανε ν’ αναθαρρήσει. Υπήρχε εκεί μέσα κάποιος που φοβόταν το Gate Open και το Now Boarding περισσότερο απ’ αυτόν. Κάποιος με σφυγμούς τριψήφιους, ιδρωμένος, με στομάχι σμπαράλια, μελλοθάνατος. Ένιωσε μια τεράστια ανακούφιση, άδειασε το μπουκάλι, σκούπισε το στόμα του με την έξω μεριά της παλάμης του και ξεκίνησε για το πάρκινγκ.

Ο γιατρός του είχε πει να βρει έναν τρόπο να ξεπεράσει το φόβο του να πετάξει, «υπάρχουν πιο ειδικοί από μένα, ζήτα τη βοήθειά τους, δεν μπορείς να πεθαίνεις πενήντα φορές με τη σκέψη και μόνο ότι θ’ ανέβεις σε αεροπλάνο». Βρήκε. Όταν έβλεπε στο δελτίο καιρού να μιλάνε για ακραία καιρικά φαινόμενα, παρατούσε ο,τι άλλο έκανε και έτρεχε στο αεροδρόμιο. Εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Σε αεροπλάνο δεν ανέβηκε ποτέ. Έφευγε απ΄το αεροδρόμιο εξαντλημένος απ’ το άγχος, μα ευτυχισμένος που κατόρθωνε να επιστρέψει στο σπίτι ζωντανός. Αρτιμελής, ακέραιος, αναγνωρίσιμος. Χωρίς να χρειαστεί ποτέ η αναγγελία της άφιξης της πτήσης του, κείνο το ατέλειωτο delayed, να σβηστεί ξαφνικά και κρύα από τον πίνακα.

(αφιερωμένο στις ποιήτριες που δεν θα γίνουν -ευτυχώς-ποτέ Μέρι Πόπινς και θα περπατάνε χάμω, δίπλα μας, στους δρόμους, με κλειστές ομπρέλες, βρέξει-αστράψει)

τρόπαια

25847915 (1)

Διαβάζοντας στο μπαλκόνι. Από τη μια κατεβασμένες τέντες για να γλιτώσω απ’ τον ήλιο και τους τριανταένα βαθμούς στις μια το μεσημέρι, στον αντίποδα δωμάτια που μυρίζουν grey flannel ανάκατο με γεροντίλα,  ατέλειωτη βροχή και μουσκεμένα σακάκια που περιφέρονται με και δίχως αφεντικά στα πάρκα και τα στενά της Γλασκώβης. Οι σελίδες φεύγουν γρήγορα, με κάποια αναπόφευκτα διαλείμματα για να απαντήσω στις καθιερωμένες κλήσεις της Κυριακής, «τι τρώτε σήμερα;», «τα παιδιά καλά;», «η πίεση του μπαμπά ψηλή, θα πάει στον γιατρό αύριο να του ρυθμίσει τα χάπια». Θα λείψουν πολύ αυτά τα γνώριμα τηλεφωνήματα, κάποια στιγμή.

Ο Ρίλκε σκουπίζει με το χέρι του το στόμιο ενός Λαγκαβούλιν, σελίδα και γουλιά. Εδώ είναι η χώρα του χύμα, ονειρεύομαι τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο και παγάκια που κάνουν φασαρία. Απέναντι τηγανίζουν κεφτέδες, η μυρωδιά είναι εκμαυλιστική αλλά σιχαίνομαι κιμάδες που τους μάλαξαν άγνωστα χέρια, με επαναφέρω στην τάξη. Επιστρέφω στη σελίδα 30, ιώδιο ανακατεμένο με τύρφη, όχι στις αναθυμιάσεις του απορροφητήρα του δεύτερου όροφου. Δεν θα τελειώσει ποτέ αυτό το βιβλίο. Βάζω σελιδοδείκτη, το αφήνω να ξεκουραστεί.

Έβρεξα αστραγάλους σήμερα. Η θάλασσα είναι ακόμη αφιλόξενη για κάποιους σαν και μένα που αν δεν βγαίνει Ιούνιος δεν αποφασίζουν να χωθούν μέσα της. Ή να την αφήσουν να χωθεί μέσα τους. Αυτό δεν το ξεκαθάρισα ποτέ μου, ποιος μπαίνει σε ποιόν. Η μόνη αδιευκρίνιστης πατρότητας διείσδυση. Η πιο προβλέψιμη, μα και πολύτιμη, ανατριχίλα. Τριγύρω όλοι γαλακτόχρωμοι, μετράω οκτώ κεφάλια, δεν κοιτάζω παρακάτω. Τα μαγιώ δεν κρύβουν, ακόμη, κανέναν υπαινιγμό άξιο δεύτερης ματιάς. Πετσέτες μονόχρωμες, μουντές. Η παραλία των πεθαμένων χρωμάτων. Σε μισή ώρα έφυγα αφού πρώτα έβαλα στην τσέπη δυο καύκαλα σουπιάς και ένα βότσαλο που με ενοχλούσε στη μέση όσο ξάπλωνα στην -καθαρή, ακόμη- άμμο, σαν άλλο μπιζέλι. Άχρηστα λάφυρα της πρώτης επιδρομής. Ίδια κι απαράλλαχτα με τα περσινά, τα προπέρσινα, τα πολύ παλιά.

Σταράκια που εκλιπαρούν για πλυντήριο, καφέ ξεχρωμιασμένη κι ένα νούμερο μεγαλύτερη βερμούδα, πράσινο ευάερο τι σερτ basic organic cotton blend -λέει η ετικέτα-, στολή θέρους. To organic cotton με μάρανε, το made in Bangladesh το κατάπια αμάσητο όταν πλήρωνα πεντέμισι ευρώ περήφανος για το κελεπούρι. Πρέπει να το λύσω αυτό, αν είναι να μη μπορώ να απολαύσω ούτε μια βύθιση αστραγάλων στο νερό χωρίς να με δαγκώνουν δεύτερες και τρίτες σκέψεις, καλύτερα να κυκλοφορώ γυμνός στο σπίτι. Και πάλι κάτι θα βρω να φαγωθώ. Μπορεί να με πιάσουν οι τύψεις για τα πεθαμένα δέντρα που η μετεμψύχωση τα βρήκε σαν χαρτοπολτό πριν καν φτάσω στη σελίδα 31.

Εκεί λέει «είναι αποκαλυπτικό το πώς τακτοποιούν οι άνθρωποι τα βιβλία τους». Κάποιοι τα τακτοποιούν κατά ύψος, το ψηλότερο πρώτο, στο πάνω ράφι, στην αριστερή γωνία, κατεβαίνοντας βαθμιαία ως το πιο μικρό, στο κάτω κάτω ράφι. Κάποιοι άλλοι τα βάζουν μέσα σε μια σφραγισμένη πλαστική σακούλα, ένα προς ένα, με τη ράχη προς τα μέσα και τις σελίδες προς τα έξω, για να μη καταστραφούν απ’ τον ήλιο. Σαχλαμάρες. Να με σχωρέσει η Welsh μα είναι πιο αποκαλυπτικό το πώς δεν τακτοποιούν οι άνθρωποι τις σκέψεις τους. Οι καλύτερες είναι πεταμένες φύρδην μίγδην. Σε μαξιλάρια στο μπαλκόνι, στο πίσω κάθισμα ενός άπλυτου αυτοκίνητου, πάνω σε μια πετσέτα για τη θάλασσα που ξεχειμώνιασε μέσα σε μια στενόχωρη τσάντα στο πατάρι. Χωμένες σε ποτήρια, σε παλιά πουκάμισα, σε λερωμένα -από coppertone- βιβλία. Μη σου πω και χαμένες για πάντα.

Εκείνο το Λαγκαβούλιν που δεν ήπιαμε, τις μέρες της ευμάρειας, ίσως να ‘ναι τελικά ο σελιδοδείκτης.

the joker & the thief

25766889

Όταν καλοκαιριάζει κι όλα τριγύρω μοιάζουν ακατόρθωτα, ανυπέρβλητα, αήττητα (φυσικά, γίνονται κι αυτά τα τρία άλφα τα καλοκαίρια, δεν είναι όλα σινεμασκόπ), χώνομαι μέσα στο πρώτο στιχάκι απ’ το «all along the watchtower» (σαν άλλος transformer) και κατατροπώνω παρέα με τον Jimi τους Κακούς. Eίναι κάποιες φορές που την πληρώνουν και ανύποπτοι κι αθώοι καλοί (αν και δεν πιστεύω -πλέον- ότι η αθωότητα πρέπει να μένει ατιμώρητη, πόσο μάλλον στην ύπαρξη ανύποπτων καλών), μα από έναν πόλεμο δεν μπορεί όλοι να βγαίνουν αρτιμελείς.

Είναι υπέρτατη ανακούφιση το There must be some kind of way out of here. Το τραγουδάω δυνατά (από μέσα μου, για να ‘ναι πετυχημένος ο αιφνιδιασμός) και τα πάντα στο διάβα μου εξαϋλώνονται. Μερικές φορές εξαϋλώνομαι κι εγώ αλλά αναπόφευκτα, δεν μπορείς να κυνηγήσεις τους άυλους αλλιώς, παρά μόνο ως τέτοιος. Μετά επιστρέφω. Χωρίς αιχμαλώτους.

Κάποιες νύχτες, εκείνες τις νύχτες που οι δεύτερες και τρίτες σκέψεις στριμώχνονται δίπλα μου στο μπαλκόνι για να ρουφήξουν ο,τι πρωτόγονο απέμεινε μέσα μου, μετανιώνω γι αυτή μου τη σκληρότητα. Δεν σου φταίνε οι άλλοι -λένε οι απρόσκλητες ανόητες- που ζουν δίπλα σου. Μπορεί εσύ να θρονιάστηκες στα καλοκαίρια τους, όχι αυτοί στα χωράφια σου. Πώς θα τους διώξεις από μέρη που δεν σου ανήκουν πια; Αφού εσύ ο ίδιος αποχωρίστηκες από καιρό την χρήση και την κάρπωση.

Ηλίθιες. Έμαθα, με τον καιρό, να συνέρχομαι γρήγορα, πριν καν ξημερώσει. Τον βρήκα τον τρόπο να βγαίνω έγκαιρα απ’ το μυαλό μου όταν έρχονται ορδές -ή τάχα μου κουρασμένοι, νηστικοί και διψασμένοι οδοιπόροι- για να πιάσουν μια γωνιά απ’ τη σκιά του ή το γεμίσουν σπιθαμή προς σπιθαμή, βρωμίζοντάς το μ’ ότι παλιό κουβαλάνε πάνω τους.

Το μόνο, μα το μόνο, που φοβάμαι είναι ότι κάποια μέρα ίσως δεν βρω τρόπο να ξαναγυρίσω. Και μείνουν οι άλλοι μέσα, κλειδωμένοι για πάντα, κλειδωμένος έξω εγώ. Μα από ένα καλοκαίρι δεν μπορεί όλοι να βγαίνουν νικητές. Said the joker. Ή ο thief. Δεν το ξεκαθάρισα, ακόμη.

κλεμμένο παραμύθι

25724945

 

Ζω στη νεκρή ζώνη ανάμεσα στις δυο χώρες. Μαζί με άλλους πολλούς. Λιγοστέψαμε τον τελευταίο καιρό, μα είμαστε -λένε- ακόμη κάμποσοι. Περισσότεροι απ’ όσους μπορεί να θρέψει ο τόπος. Μέχρι σήμερα κουτσά στραβά τα βολεύω. Μπαίνει μέρα, βγαίνει μέρα, είμαι -ακόμη- εδώ. Ξυπνάω και δεν ξέρω αν πριν νυχτώσει θα μου πουν (δεν ξέρω ποιοί, εκείνοι μάλλον) «μάζεψε τα πράματά σου, με το που θα χαράξει ξεκινάς για απέναντι». Κοιμάμαι και παλεύω με αριθμούς. Πέντε ξαπλώνεις χάμω, δέκα ξεφυτρώνουν απ’ τη γωνιά, σαν τα δόντια του δράκοντα στο χωράφι. Αν δεν τα βγάλεις πέρα με τους αριθμούς, έρχονται να σε βρουν. Σκέφτομαι ν’ αρχίσω να κοιμάμαι λιγότερο για να μη με αιφνιδιάσουν, μα κουράζομαι εύκολα πια, τα βλέφαρα βαραίνουν χωρίς προειδοποίηση. Τις ώρες που δουλεύω δεν πολυφωνάζω μπας και με ξεχάσουν, μα τους σιωπηλούς τους βρίσκουν πιο εύκολα. Με την όσφρηση, είναι πολύ ξεκάθαρη η μυρωδιά του φόβου. Δεν τη μπερδεύεις με καμιάν άλλη.

Λένε ότι απέναντι, πίσω απ’ το δάσος, στους πέρα λόφους, υπάρχει κόσμος αμέτρητος που σκαλίζει το χώμα για να ‘βρει μια ρίζα, ένα σπόρι, ένα αδέσποτο ψίχουλο, ένα κάτι, για να βγάλει τη μέρα.  Άλλες φορές βρίσκει, τις πιο πολλές όχι. Έτσι λένε, δεν ξέρω. Ούτε με τι ακριβώς μοιάζουν ξέρω, τι γλώσσα μιλάνε και πώς σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι που πλημμύρισαν κείνα τα μέρη. Η διαδρομή για απέναντι περνάει μιαν ανάσα απ’ τα σπίτια μας, μέσα απ’ τη νεκρή ζώνη. Κάποιους προλαβαίνω και τους διακρίνω (ένα σκυφτό περίγραμμα, αυτό μόνο) όταν τους μεταφέρουν πενήντα, εξήντα, εκατό μαζί μέσα σε μεγάλα φορτηγά. Είμαι σίγουρος ότι κοιτάζουν -με ένα βλέμμα που δεν ξέρω αν στάζει «γιατί εγώ;» ή «γιατί όχι εσύ;» ή «γιατί όχι και εσύ;» – τα παράθυρα, τα μπαλκόνια, τις γλάστρες μας, τα αυτοκίνητά μας, τη ζωή μας την ίδια. Που μάλλον κάτι τους θυμίζει. Ευτυχώς ο δρόμος είναι μακριά και οι ματιές μας δεν καταφέρνουν ν’ ανταμώσουν. Υποθέτω πως κι αυτοί εδώ τριγύρω θα ζούσαν, μέχρι τη μέρα που τους είπαν «ως εδώ ήταν, μαζεύτε τα». Δεν μ’ ανακουφίζει αυτή η σκέψη όμως, θα προτιμούσα να είχαν γεννηθεί απέναντι. Να μην είχαν ποτέ τριγυρίσει ανάμεσα στα πόδια μου. Ούτε να βρεθώ εγώ ένα πρωί να σκοντάφτω ανάμεσα στα δικά τους και δω πόσο μοιάζουμε. Με τέτοιες σκέψεις ο φόβος αναβλύζει από κάθε πόρο μου πιο πολύ κι από το πιο δυνατό μύρο.

Από την άλλη πλευρά, εκείνη που λένε ότι φτάνει ως τη θάλασσα, δεν έρχεται κανείς προς τα δω. Ποτέ. Ούτε κανείς από μας μπορεί να πάει προς τα κει. Μας δείχνουν κάθε μέρα εικόνες της όμως, γράφουν όμορφα λόγια γι αυτήν, διηγούνται ιστορίες για ανθρώπους προκομμένους και χαμογελαστούς που ζουν εκεί, για να βεβαιωθούμε πως υπάρχει. Μα έχω από καιρό βεβαιωθεί πως υπάρχει, αφού από κει βλέπω να ‘ρχονται τα φορτηγά που αδειάζουν σιγά σιγά, μέρα τη μέρα, μήνα προς μήνα, τη νεκρή ζώνη.

(για την Σ , για να μη φοβηθεί ποτέ, κι αν φοβηθεί να μη τους το δείξει, ποτέ )

and then they were three (maybe four)

25699154.398399

Οι ίδιες γειτονιές, οι ίδιοι δρόμοι. Τα ίδια κτίρια, οι ίδιες φάτσες, τα ίδια παρκάκια. Τα ίδια γεφύρια, οι ίδιες πινακίδες. Τα ίδια χιλιόμετρα. Τα ίδια δέντρα, τα ίδια σκουπίδια, η ίδια μυρωδιά.

Δεν ξέρω τι ακριβώς είχε στο μυαλό του εκείνος που είπε «όσο μεγαλώνεις αλλάζει η οπτική σου και η θεώρηση των μικρών και των μεγάλων πραγμάτων».

Εγώ είμαι μ’ αυτόν που σκέφτηκε πως μια μέτρια προς κακή ταινία, παραμένει τέτοια όσο κυλάει ο χρόνος. Και πως αν επιμένεις να την ξαναβλέπεις μπας κι ανακαλύψεις κάτι καινούριο, μια χαμένη λεπτομέρεια σ’ ένα πλάνο της, δείχνει πως εμπιστεύεσαι περισσότερο τα μάτια σου παρά το μέσα σου που σου λέει «μη, όχι πάλι».

Α ναι, ήταν κι ο άλλος που είπε πως αυτά τα δυο -μάτια και μέσα- από μια μέρα και μετά χωρίσαν τα τσανάκια τους και δεν ξαναμίλησαν ποτέ..

Εκείνον που άφησε φεύγοντας ένα σημείωμα «σημασία έχει η διαδρομή» έχω να τον δω πολλά πολλά χρόνια. Δεν ξέρω σε ποια σοκάκια τρώει τις μέρες του.

Να βρεθούν όλοι αυτοί μαζί μια μέρα, μπας και συνεννοηθούν και συμφωνήσουν στα ελάχιστα, είναι αδύνατον. Γι αυτό είμαι σίγουρος. Τους ξέρω όλους σα κάλπικες δεκάρες. Εγώ τους μεγάλωσα.

25699165.398399

sci-fi

25633252

Από μια απροσδιόριστη βλάβη χρόνου, τύχης και συμπτώσεων, ξέμειναν για πρώτη φορά μόνοι. Για δέκα λεπτά.

Δεν χρειαζόταν καν δέκα λεπτά, ακόμη και τρία θα ‘ταν αρκετά. Δεν τον έβλεπε, πίσω της ακουγόταν η ανάσα του, τον ένιωθε. Ήξερε τι ερχόταν να κάνει, προσευχόταν σ’ όποιον θεό βρήκε πρόχειρο εκείνη τη στιγμή να μη το μετανιώσει.

Όσο πιο κοντά πλησίαζε τα χείλια του στο λαιμό της, τόσο λιγοστεύαν οι δόσεις απ’ το χαράτσι μέχρι που εξαυλώθηκαν. Καμιά άλλη σκέψη δεν τόλμησε να υψώσει ανάστημα ανάμεσα στη γλώσσα του και το χνούδι της.

Ψιθύρισε «μη γαμώτο», γέρνοντας το κεφάλι από την άλλη πλευρά, για να κάνει περισσότερο χώρο στο στόμα του τη στιγμή που το ‘νιωσε στο δέρμα της. «Μη γαμώτο, μη ψυχή μου, μη μου αφήσεις σημάδι, πρόσεχε».

«Ψυχή μου»

Δεν ήταν και κακό. Για αρχή. Λίγο όμορφα παλιομοδίτικο μα η αχαριστία είναι άσχημο πράμα, τόσα χρόνια μόνο το όνομά του άκουγε να βγαίνει απ΄το στόμα της. Τώρα προβιβάστηκε. Πήρε ένα «μου», δεν τον χόρτασε όμως.

Όσο ανέβαινε προς το αυτί της, τα λεφτά στον φάκελο πίσω (εκείνα τα λίγα, για να ψευτοπληρωθούν οι κάρτες) γινόταν περισσότερα, αυγάτιζαν με κάθε εκατοστό ανάβασης. Μύριζε όμορφα, εκατό φορές την είχε ρωτήσει «τι άρωμα φοράς;», εκατόν μία το ξέχασε. Δεν τον ένοιαζε στ’ αλήθεια το όνομα, μόνο να γινόταν εκείνος το άρωμα της για μια ώρα ήθελε. Για δυο ώρες, για έξη. Για όσο. Για να της πει «ωραίο, μα φόρα εμένα μια φορά, θα μυρίζεις καλύτερα μετά». Δεν το είπε ποτέ, το ΄βρισκε σαχλό και επιτηδευμένα παρακλητικό.

Όταν το χέρι του ανασήκωσε το φόρεμά της και τρύπωσε ανάμεσα στα πόδια της, λίγες πιθαμές πάνω απ΄τα γόνατα , του ‘πε «όχι ρε γαμώτο, θα μπλέξουμε άσχημα αγόρι μου» και άξαφνα μηδενίστηκαν οι δόσεις στην εφορία, παρόλο που απέμεναν δυο ακόμη. Τα πόδια μια άνοιγαν, μια σφράγιζαν, μίλαγαν στο χέρι του χωρίς ν’ ακούγεται η φωνή της, «σταμάτα εδώ, τώρα που θα σταματήσω να σε σφίγγω θα σκαρφαλώσεις πιο ψηλά, λίγο όμως, μετά θα ξανασταματήσεις μέχρι να σου πω ξεκίνα».

«Αγόρι μου».

Δυο «μου». Καύσιμο για τη διαδρομή. Οι ψυχές και τ’ αγόρια ήταν συνοδευτικά. Το «μου» ήταν το κυρίως πιάτο και το επιδόρπιο μαζί κι ας ήταν δανεικό.

Την ώρα που έφτανε στο τέρμα και ικέτευε -από μέσα της- να παραμερίσει το λευκό βαμβακερό ύφασμα σαν νήμα τερματισμού, σαν κορδέλλα εγκαινίων, δεν απέμεινε λογαριασμός απλήρωτος. Με το που ένιωσε τα δάχτυλά του να την ανοίγουν, για κείνη δεν υπήρχε ούτε γαμώτο, ούτε μη, ούτε σταμάτα. Ούτε εξετάσεις παιδιών, ούτε χαλασμένο πλυντήριο, ούτε στοίβες ασιδέρωτα, ούτε μαλάκες συνάδελφοι στη δουλειά, ούτε ρίζες που άρχισαν να ξαναξεμυτίζουν άβαφες, ούτε περυσινή φούστα με ανυπάκουο φερμουάρ. Ούτε γυμνό πρόγραμμα στο κρεβάτι, κάθε Παρασκευή. Και κυρίως ούτε άδειο πορτοφόλι. Για δέκα λεπτά, για μισή ώρα, για λιγότερο από μια. Για όσο.

Μετά θα είχαν όλον τον καιρό να μετανιώσουν και να ξαναβάλουν τους φακέλλους με τα ουφ και τους λογαριασμούς στη θέση τους. Τώρα έπρεπε να ξοφληθούν άλλοι λογαριασμοί, χρόνων. Τυχαίων αγγιγμάτων στα μπράτσα, στα γόνατα, στη μέση, στην πλάτη. Φιλιών στα μάγουλα που θέλαν σα λυσσασμένα να λοξοδρομήσουν, ματιών που διασταυρωνόντουσαν -ανάμεσα σ’ άλλα μάτια- κάθε φορά που η φούστα της σηκωνόταν λίγα εκατοστά πιο ψηλά, μ’ εκείνη να μη λέει «κοίτα με» κι εκείνον να μην ικετεύει «δώσ’ μου κι άλλο». Ανάμεσα σε κουβέντες μπαλκονιού, υπέρβαρα ουφ, λειψά γέλια, νούμερα που δεν βγαίνουν, ώρες που δεν φτάνουν, δουλειές που δεν υπάρχουν, ποτήρια αδειανά, σταχτοδοχεία γεμάτα. Και -όσο κι αν την ξορκίζεις, ως ασύμβατη με τις μέρες που ζούμε- αχόρταγη καύλα. Για πέντε λεπτά, για δέκα, για μισή ώρα. Για όσο.

Άμα το καλοσκεφτείς, είναι κι αυτό μια Ανάσταση.