Encore from Tokyo

Eίχα ξεχάσει πώς είναι να ΄χεις δικό σου δωμάτιο. Μέχρι τα πέντε μου δεν θυμάμαι τίποτε (είναι περίεργο αλλά ώρες ώρες πιστεύω πως γεννήθηκα κατευθείαν πέντε χρονών και τότε πήρε μπρος η μνήμη μου), η μάνα μου λέει πως είχα, δεν αμφισβητούμε μανούλες ειδικά αν σου δείχνουν ασπρόμαυρες φωτογραφίες για πειστήρια. Στη μια με κρατούσε αγκαλιά ο πατέρας μου, εγώ δεν έχω σε φωτογραφία την τελευταία αγκαλιά μαζί του τρεις μήνες πριν, δεν χρειάζονται όμως πειστήρια γι’ αυτό. Μετά μοιράστηκα το δωμάτιο με το αδέρφι μου που μου το εμφάνισαν ξαφνικά με καμάρι (ούτε κατάλαβα από πού ήρθε) γιατί υπήρχε μεν ένα μεγάλο σαλόνι που άνοιγε τρεις-τέσσερις φορές το χρόνο για να υποδεχτεί κόσμο (σχεδόν όλοι πεθαμένοι σήμερα), ω καλώς τους, λικέρ ή βερμούτ; , πάρτε κέρασμα και για τα παιδιά στο σπίτι, σοκολατίνα, βουτύρου ή τρούφα; , με μπομπίνες να παίζουν Σώτο Παναγόπουλο, κύματα Δούναβη και Τζένη Βάνου  αλλά δεν ήταν μικροαστικά πρέπον να χαλάς σαλόνια για να τα κάνεις παιδικά δωμάτια, στα δεκατέσσερα βρέθηκαν -ούτε κι αυτό θυμάμαι πώς προέκυψε- τέσσερα ντουβάρια για σόλο διαμονή, θυμάμαι όμως μιαν αφίσα με τον Κούδα -«όχι σελοτέιπ σου είπα, πάει το χρώμα»- και ένα δέντρο ψηλό έξω ακριβώς απ’ το παράθυρο, με στοιχειώνει ακόμη εκείνη η σκιά το καλοκαίρι που έπεφτε πάνω στην -γεμάτη ακμή- μούρη μου,  ήρθαν τα φοιτητικά χρόνια, τεσσεράμισι χρόνια καταδικά μου δωμάτια, με αφίσες του Χέντριξ, της Τζάνις, με φτηνά χαλάκια, με μυρωδιά από κοριτσίστικες κολώνιες, με Gitanes άφιλτρα (τα Sante και τα Καρέλια κασετίνα παραήταν καλτ -ή βήτα ξερωγώ- για το επαρχιωτόπουλο που βγήκε απ΄το αυγό του). Μετά στρατός, ούτε το WC είχες μόνος εκεί, ύστερα για λίγο στο πατρικό, μόνος πια στο δωμάτιο αφού ήταν η σειρά του μικρού να φύγει για να δει την φοιτητική γλύκα (την είδε και την έφαγε, παραπονιόταν οι δικοί μου ότι τις δυο τρεις φορές το χρόνο που πήγαιναν να τον δουν, τα άδεια κουτιά από πίτσες ήταν περισσότερα κι από τις σκόνες στο δωμάτιό του, καλά έκανε, σιγά μην έτρωγε και τα κουτιά), λίγο καιρό κράτησε αυτό, είπα δουλεύω, βγάζω λεφτά, φεύγω, έφυγα, λίγα χρόνια παρτ-τάιμ μόνος στο «δικό μου» σπίτι ( ένα δωμάτιο χρειαζόμουν μόνο, δυο τρεις ώρες με έβλεπαν οι τοίχοι άλλωστε, δουλειά, μπάνιο, τσιμπολόγημα, έξω για καφέδες και Τζακ Ντάνιελς ως τα ξημερώματα, σ’ ευχαριστώ αγαπημένο ήπαρ που δεν με πρόδωσες ως σήμερα), μετά το παρτ-τάιμ μόνος έγινε φουλ-τάιμ μαζί, το ένα δωμάτιο ήταν απ’ την αρχή διπλό γιατί όλα στην αρχή είναι διπλά και μαζί, στα άλλα δυο κάναν -σε λίγα χρόνια- κατάληψη τα πιτσιρίκια απ’ την πρώτη τους μέρα στο σπίτι, έτσι πρέπει λέει, να μαθαίνουν μόνα τους στον χώρο τους, ας μην ξύνουμε πληγές τώρα για τα εν οίκω.

Το ένα δωμάτιο άδειασε μια μέρα. Τόσα χρόνια γεμάτο, είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. Μια μέρα (μπορεί και να ‘ταν νύχτα, ούτε κι αυτό το θυμάμαι) αφού μ’ έφαγε η προσφυγιά σε πιθανές κι απίθανες γωνιές όπου με ρούχα ή με βρακιά διάβαζα, έγραφα, έπινα, κάπνιζα, σκεφτόμουν, δεν σκεφτόμουν, δούλευα ή απλά παρατηρούσα τα ταβάνια να αλλάζουν χρώμα (γίνεται κι αυτό, όσο περνάει ο καιρός) κι αφού με σιχάθηκαν οι καναπέδες, οι βαθιές πολυθρόνες και τα ριχτάρια, χρειάστηκε μια κουβέντα για να με ξεκουνήσει και να δω ότι πίσω από την κλειστή πόρτα υπήρχε «αυτό». Που το θυμόμουν αμυδρά ως ελάχιστα, αφού τα δωμάτια των ξενοδοχείων -αμέτρητα, τριαντατόσα χρόνια- όπου βρισκόμουν μόνος δεν ήταν ποτέ δικά μου μα αυτό είναι άλλο θέμα, ας μην ξύνουμε πληγές, πόσα να αντέξει αυτό το πετσί;

The rest is history. Mετά από μήνες αναβολής, «εντάξει μωρέ, ας περιμένει, εκεί είναι, δεν φεύγει» μια μέρα είπα να κάνω μέσα σε μια βδομάδα αυτό που δεν έκανα τόσο καιρό. Σχεδόν με λύσσα, όχι ακατανόητη, όλα έπρεπε να τελειώσουν σε λίγα εικοσιτετράωρα. Μετακινήσεις, μερεμέτια, ξηλώματα, στοκαρίσματα, καρφιά, πράγματα κάποτε χρήσιμα ή άχρηστα σε κάδους, διαλέγουμε ριχτάρια, μαξιλάρια, μπογιές, φώτα, ηχεία, πολυθρονάκια, παπλωματοθήκες, κάδρα με αγαπημένες εικόνες, χαλιά, λύσσα όμως, σαν να πάλευα με το πιο μοβόρο deadline, σαν να μου είπαν «έχεις πέντε μέρες, μετά η πόρτα σφραγίζει για πάντα και το δωμάτιο πίσω της εξαφανίζεται».  

Δεν ρισκάρεις να χάσεις ένα δωμάτιο -φτιάχνοντάς το όχι όπως ακριβώς το φανταζόσουν αλλά τόσο κοντά σ’ αυτό- με «ας περιμένει». Γιατί, τώρα το θυμήθηκα, δεν είναι ένα δωμάτιο. Είναι ένα σπίτι μέσα στο σπίτι. Για να ακούει αυτά που σκέφτεσαι -κι αυτά που δεν σκέφτεσαι- και να σε κανακεύει, να σε μαλακώνει, να σε χαϊδεύει, να σου λέει «εδώ είμαι εγώ, βάλε να πιούμε ο, τι θες, άναψε ένα τσιγάρο και για μένα, δούλευε μέχρι όποιαν ώρα θες και θα είμαι ήσυχο εγώ, διάλεξε εσύ τις μουσικές, τώρα που με βρήκες και με φτιάξατε δεν φεύγω, ακόμη κι όταν φεύγεις εσύ εδώ θα επιστρέφεις». Xωρίς “ναι μεν” και “αλλά”, σε αγαπάνε άνευ όρων και υποσημειώσεων τα δικά σου δωμάτια.

Τα άσπρα τα κράτησα. Κάποια άλλα θα φύγουν. Όλα τα υπόλοιπα αγαπημένο γκρι. Και ξύλο. Και μια χαρά, καθόλου ανεξήγητη, τρεις μέρες έμειναν να το δω σχεδόν τελειωμένο και η λαχτάρα ώρα με την ώρα περισσεύει. Μπορεί να με νιώθεις, μπορεί όχι, μπορεί να γελάς, ολόκληρη ιστορία για ένα κωλοδωμάτιο, no big fuckin’ deal, δεν έχει σημασία. Εκείνο που είχε χτες βράδι σημασία είναι ότι ακούγοντας τον Tζάρετ -κοντά μεσάνυχτα- έπεσε το μάτι μου στο εξώφυλλο απ’ το Sun Bear Concerts, solo in Japan. Ήταν το πιο όμορφο γκρι που άκουσα στην ζωή μου. Τα άλλα γκρίζα -κάποια ήδη αγαπημένα, κάποια θα γίνουν- τα κάθομαι, τα ξαπλώνω, τα σκεπάζομαι, τα πατάω, τα αγγίζω, τα φοράω κατάσαρκα.

Ο Μορέτι σκηνοθέτησε κοτζάμ «Αγαπημένο μου Ημερολόγιο», εγώ έγραψα μια ξεπέτα «Αγαπημένο μου Δωμάτιο», καθείς με τα μεγάλα και τα μικρά του, δεν έχουμε όλοι τα ίδια χαρίσματα. Στο ένα κάδρο πίσω (στην αφίσα, ας ακριβολογώ) έγραφε όταν ήρθε «last of the entire edition! Happy Birthday». Αν το καλοσκεφτείς θα ‘ναι κάτι σαν γενέθλια η μέρα που θα χτυπήσω το καρφί για να κρεμαστεί πάνω του.