
Αυτός θα ήταν ο επίλογος ενός έπους εκατονεξήντα σελίδων με διαπραχθείσες και παραλίγο συνουσίες, αν δεν είχε μεσολαβήσει εκδοτικά αυτό το προφτοκούραδο ο E.L.James. Καθυστέρησα συνεπαρμένος από την πλοκή, αφοσιωμένος στην πληκτρολόγηση. Συμπάσχοντας με τον ήρωά μου πλενόμουν εμμονικά και με λύσσα πριν και μετά από κάθε ιστορία, μετά άρχισα να πλένομαι πριν και μετά από κάθε κεφάλαιο και στο τέλος πριν και μετά από κάθε παράγραφο, σε τέτοιο βαθμό που η δερματολόγος μου με προειδοποίησε πως αν συνεχίσω με αυτό το ρυθμό (ασφαλώς και δεν της εκμυστηρεύθηκα ποτέ τον σκοτεινό λόγο που με έστελνε είκοσι και τριάντα φορές κάτω απ΄ το ντους καθημερινά) το δέρμα μου θα με εγκαταλείψει και το όσχεο ίσως να διαρραγεί επώδυνα, υπόκωφα και ανεπανόρθωτα. Μούδιασα, το ομολογώ, μα το καθήκον ήταν υπεράνω απωλειών. Τη μέρα που τέλειωσα το τριακοστό σωληνάριο μπεπανθέν, το δεύτερο βάζο με σπαθόλαδο, το έκτο κουτί ταλκ και το εικοστό ένατο κεφάλαιο (στο οποίο έμεινε ανολοκλήρωτη η συνουσία υπ’ αριθμόν εβδομηντατρία γιατί ως και τα δάχτυλά μου είχαν ματώσει από την απολύμανση), έμαθα πως έφτασα δεύτερος. Με συντριβή έστειλα τις προηγούμενες εκατονπενηνταοκτώ σελίδες στον αγύριστο, χωρίς να κρατήσω καν μια στάλα σπέρμα στον σκληρό δίσκο. Δεν υπάρχει χώρος για περισσότερους από έναν τυπωμένους δονητές σήμερα και σαν e–book θα στερούσε από τον αναγνώστη τη χαρά της τρισδιάστατης καύλας.
Δύσκολοι καιροί για ξαναμμένους συγγραφείς.
——–
Κεφάλαιο 29
Οι κάβλες (των άλλων)
Προθυμοποιήθηκε να την πάει ως το σπίτι. Ο άντρας της έλειπε σε κάποιο από τα Εμιράτα και μετά από ενάμιση μήνα δεν θυμόταν σε ποιο από τα εφτά ακριβώς. Έβρεχε, έκανε κρύο, δεν αφήνεις γυναίκα μόνη να βγαίνει στο δρόμο με τέτοιο καιρό. Κανονικά δεν την αφήνεις ακόμη κι αν χαίρει η φύση όλη αλλά ας όψεται η κρίση που δεν καταλαβαίνει από καιρούς και εποχές και official συζυγικές υποχρεώσεις. Oι unofficial είναι παντός καιρού. Το συνταγογραφεί και η Οσία Chinawoman, “twice a year, it seems reasonable”, μερικές γιατρέσσες είναι γκαραντί όταν σου δίνουν αγωγή, πιστήμονες για φίλημα.
Φιλήθηκαν σαν σε airball οι δυο γυναίκες, “τα λέμε μεθαύριο”, η αναπνοή τους μύριζε τζιν-μαρτίνι, είχαν πιεί από δυο μπερεκετλίδικα (στο σπίτι τους δεν κάναν τσιφουτιές στις μερίδες) χωρίς συνοδευτικά γιατί τα καινούργια τα μαγιώ τα περυσινά ήδη τις ’κόβαν’ στα πλαϊνά, όσο εκείνος ήταν σε άλλο δωμάτιο απασχολημένος να σκοτώνει μεταλλαγμένους και νεκροζώντανα στο Left 4 Dead και δεν άκουσε τι συζητούσαν κοντά δυο ώρες, όταν βγήκε τον ρώτησαν «καλά, δέκα λεπτά δεν βρήκες να πούμε μια κουβέντα και οι τρεις μας;», απάντησε πως η δουλειά δεν τελειώνει στο γραφείο, μέιλ, σκάιπ, προσφορές, πληρωμές, δεν καταλαβαίνουν οι πελάτες και οι προμηθευτές από απογεύματα και προσωπική ζωή και βράδια, έδειχνε τόσο πιεσμένος και πειστικός που αυτές τον θαύμασαν κι εκείνος τρόμαξε.
Στη διαδρομή ενδιαφέρθηκε να μάθει για τα παιδιά, αν και ήξερε, για να σιγουρευτεί. Ο μεγάλος στην Αθήνα, στη σχολή, τσεκ, ο μικρός στη Λόνδρα, τσεκ, θα κατέβαινε για τα Χριστούγεννα αλλά μπορεί και όχι, «ρε συ το χει παραγαμήσει η Ράιαν, παλιά ερχόταν και ενδιάμεσα αν είχε κενά, τώρα δυο φορές το χρόνο και πολύ είναι». Χαμογέλασε από μέσα του, ξαναβεβαιώθηκε, άδειο το σπίτι, λείπει κι ο γάτος και τα γατάκια. Και φουρφούρισε το μέσα του έτσι ωραία που βγήκε από τα χείλια της αυτό το “παραγαμήσει” και αρωμάτισε τον χώρο ανάμεσά τους. Να το πάρει κατασκευαστής car perfume, να το συσκευάσει, να χεστεί στο τάλιρο.
Άλλαζε ταχύτητες και το χέρι του ήταν μια σπιθαμή μακριά από το γόνατό της. Για να μην υποκύψει στον πειρασμό, αποφάσισε να μην ξαναπιάσει το λεβιέ μέχρι να φτάσουν στο σπίτι. Ηλίθια επιλογή θολωμένου μυαλού σαν έχεις ήδη βάλει τρίτη και παραμονεύουν τέσσερα φανάρια ως τον τελικό προορισμό, αλλά έτσι είναι οι άντρες, σαψάλια, από τις τέσσερις χειρότερες δυνατές επιλογές καταλήγουν να παλεύουν με την εντελώς αδιανόητη πέμπτη. Παρά τη βροχή και την ψύχρα δεν φορούσε καλσόν, φαινόταν καθαρά το δέρμα της που βογκούσε φωναχτά. Λίγο πριν το πρώτο φανάρι έξυσε το γόνατό της από την έξω πλευρά, θες ο ήχος από τα νύχια πάνω στη σάρκα, θες το ύφασμα που ανέβηκε μια ιδέα, θες η μυρωδιά απ’ το τζιν-μαρτίνι, πέρασε με κόκκινο χωρίς να το πάρει χαμπάρι. Ευτυχώς χωρίς δράματα.
Τα καλύτερα δράματα, άλλωστε, παίζονται indoors.
Το πήρε απόφαση ότι αν είναι να βγει μια ψυχή δεν είναι πρέπον να την ταλαιπωρείς με παραδοσιακούς τοκετούς και έβαλε μπρος την καισαρική. To δεξί χέρι έφυγε από το τιμόνι και πήγε στο χέρι της που έξυνε πάλι το γόνατο, το πήρε από κει, έβαλε το δικό του, «κόφτο, θα το ματώσεις».Έκαιγε. Για ένα κλάσμα δευτερολέπτου σκέφτηκε εντελώς πρωτότυπα “φαντάσου τι θα γίνεται παραπάνω”. Στο δεύτερο κλάσμα δευτερολέπτου το χέρι του κινήθηκε προς τα πάνω, παραμερίζοντας υφάσματα, δισταγμούς, δεύτερες σκέψεις, ηθικές και μπαρμπούτσαλα. Στο τρίτο κλάσμα δευτερολέπτου το χέρι της έβαλε φράχτη πιάνοντας το δικό του απ΄τον καρπό.
“Ως εκεί, έχω περίοδο”.
Γαμώ την βιολογική σας πολυπλοκότητα, άφρισε από μέσα του. Γαμώ τα πολυσέλιδα manual σας και τις ελαττωματικές εγγυήσεις σας. Γαμώ το kalt/heiss σας. Γαμώ τα κόκκινα φανάρια που σε κάνουν να σταματάς, γαμώ την πρώτη ταχύτητα, γαμώ τα τριάμισι χιλιάρικα που τσιγκουνεύτηκα και δεν πήρα αυτόματο.
Μισή καισαρική. Μισές δουλειές. Μισάδια όλα. Ήθελε να αρπάξει το χέρι της και να το βάλει στο παντελόνι του, εκεί που ήδη άρχισε να βουρλίζεται και να φουσκώνει ο εγκλωβισμένος, λέγοντάς της «εδώ, εγώ δεν έχω». Αλλά δεν είπε τίποτε, πέρασε άλλο μισό φανάρι στη ζούλα (μισό γιατί δεν θυμόταν αν ήταν κόκκινο σαν τα αναψοκοκκινισμένα μούτρα του ή πορτοκαλί), ξανάβαλε το χέρι του στο γόνατό της, έβαλε κι αυτή το δικό της από πάνω μη τυχόν και αυτονομηθεί το χέρι απ’ το μυαλό και αρχίσει τις περιοδείες στα κατεχόμενα, το γόνατο έκαιγε, αυτός έκαιγε, αυτή είπε «μη ξεχαστείς, από δω στρίβεις», γαμώ τις γυναίκες navigator, σε πενήντα μέτρα φρέναρε, πάρκαρε, «θα σε πάω ως το ασανσέρ», «δεν χρειάζεται, μωρό δεν είμαι», «μωρό δεν είσαι αλλά έχει πολλούς παλαβούς που παραμονεύουν σε σκοτεινές πυλωτές και εισόδους πολυκατοικιών», συμφώνησε δια της σιωπής και έβγαλε τα κλειδιά, άνοιξε την είσοδο, «σ’ ευχαριστώ πολύ», «με ευχαριστείς όταν μπεις στο σπίτι, θα σε ανεβάσω ως επάνω, έχει πολλούς ψυχάκηδες που κυκλοφορούν αδέσποτοι στους ορόφους», ήθελε να πει ‘και με ξυράφια’ αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκε, αυτοθαυμάστηκε για τους τραγικούς αυτοσχεδιασμούς του προκειμένου να μπει μαζί της στο ασανσέρ, εκείνη συμφώνησε δια της σιωπής, μπήκαν.
Στα ασανσέρ, που είναι γνωστά εργαλεία του Σατανά, συμβαίνουν κι ακούγονται πολλά και διάφορα, τα πιο ωραία τα έδειξε ο Ντε Πάλμα χρωματιστά και ο Λουί Μαλ ασπρόμαυρα, για να ξέρουμε και τι λέμε. Εδώ το μόνο φλουταρισμένo (αντάξιο θλιβερής στιγμής Dogme95) που συνέβη όσο ανέβαιναν είναι ένα χέρι που γλίστρησε κάτω από τη μπλούζα προς το στήθος της (το δεξί, αφού από κείνη τη γωνία βόλευε η χωροταξία τους μέσα στο θάλαμο) και ένα άλλο χέρι που έπιασε τον εισβολέα από τον καρπό την ώρα που έφτανε μιαν ανάσα από το τρόπαιο. Αλλά νήμα, εκείνο το ωραίο, το φλύαρο όταν αναστατώνεται, δεν πρόλαβε να κόψει.
“Ως εκεί, μου τρύπησαν μια κύστη χτες για να την ψάξουν και έχω γάζα, μη”
Γαμώ την ανατομία σας γαμώ. Γαμώ τις κύστεις σας και τα φριχτά μυστικά τους. Γαμώ τα χέρια μας που όλο αποδράσεις σκέφτονται. Γαμώ τα χέρια σας που ως και το τείχος του Βερολίνου θα τα ζήλευε. Γαμώ τα “ως εκεί» σας. Γαμώ τα ασανσέρ σας που στόμα έχετε και μιλιά δεν έχετε και δεν λέτε «παίξε κι εσύ σ’ ένα κλισέ καλή μου, δεν θα κόψετε δα και κανένα εισιτήριο, μια πριβέ προβολή είναι».
Μόνο αφού την άκουσε να κλειδώνει την πόρτα από το διαμέρισμα και αφού πρώτα του είπε χαμογελαστά «κοίτα μη φτιάξεις τώρα με το μυαλό σου καμιά ιστορία και έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα μ’ όσους την διαβάσουν» πάτησε το κουμπί για το ισόγειο. Κατεβαίνοντας πρόλαβε να στείλει sms στον φίλο του το γιατρό ρωτώντας «ρε μαλάκα όταν τρυπάτε κύστεις στα βυζιά γιατί αφήνετε δυο μέρες τις γάζες πάνω και μας γαμάτε την ψυχή;», πρόλαβε και να θυμηθεί ότι το καλοκαίρι την άκουγε να λέει στη διπλανή της “το καλό με την εμμηνόπαυση είναι ότι ούτε μπάνιο χάνω, ούτε μετράω μέρες με πανικό όταν χύνει ο βλάκας μέσα, κάτι είναι κι αυτό τουλάχιστον”, λοιπόν αυτά πρόλαβε και δεν ήταν και λίγα, σε ασανσέρ οικοδομής μπήκε, όχι στου Emirates Tower, για να μπορέσει να σκεφτεί πόσο βλακαμάδες είμαστε οι άντρες που απ’ όλες τις πρόθυμες του κόσμου (που λέμε αναμεταξύ μας ότι είναι εκατομμύρια εκεί έξω, ειδικά αν έχουμε πιεί πέντε βίσκια και βρωμάμε σαν βαρέλια αποστακτήριου του Vat69) πάμε και τρακάρουμε μετωπικά με τα «ως εκεί» και ούτε μπεταντίν έχουμε μετά, ούτε ένα χανζαπλάστ, ούτε ένα ντεπόν, ούτε μισό υπογλώσσιο.Και εν τέλει γαμώ το συγγραφικό μας προσανατολισμό, σκέφτηκε με φθόνο και οργή, που δεν αξιωθήκαμε να γίνουμε ποιητές να γράψουμε ένα
Στα ματωμένα φανάρια
των εχέμυθων ανελκυστήρων
εκκολαπτόμενοι οργασμοί
ανήμποροι να σπάσουν το τσόφλι
της ’ως εκεί’ γάζας τους.
και να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με τις ανομολόγητες κι αδέσποτες κάβλες. Των άλλων.
Τέλος