μια φέτα κέικ

2013-11-30 13.07.52

Τα πρωινά -λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, όταν είμαι ήδη ξύπνιος- τραβάω το πάπλωμα για να καλύψω ακόμη και την τελευταία γωνιά από το σώμα μου. Κρυώνω, παλιά άντεχα. Τώρα μόνο κεφάλι έξω, αναγκαστικά. Ασφυκτιώ ακόμη και στη σκέψη ότι δεν θα αντικρίζω το ταβάνι, τις κουρτίνες ή τις βαλίτσες πάνω απ΄τη ντουλάπα. Παπλωματοφοβία. Οι εποχές που παίζαμε, ως παιδιά ή ημιενήλικες, κάτω απ’ τα παπλώματα παρήλθαν. Η τύχη τους αγνοείται. Κανείς μας δεν νοιάστηκε να μάθει αν ζουν ή αν σαπίζουν μόνες και ξεχασμένες σε κάποια γωνιά του μυαλού, μυαλό είναι, όχι ριζόρτ.

Κλείνω το ξυπνητήρι χωρίς να περιμένω να ακουστεί το μπιπ. Από καθαρή, ανόθευτη κακία. Για να του δείξω ποιος είναι το αφεντικό από κείνη την πλευρά του κρεβατιού. Μερικές φορές νομίζω πως με κοιτάζει με λύσσα. Μπορεί και να ονειρεύεται εκείνο το πρωινό που θα πάρει εκδίκηση. Δεν είμαι, όμως, σίγουρος οτι ονειρεύονται τα ξυπνητήρια. Για το ότι είναι σκατόψυχα είμαι σίγουρος.

Τα πόδια μου αναζητούν τις παντόφλες. Ακόμη και αρκουδοτόμαρο να είχε στρωμένο κάτω, χωρίς αυτές δεν κατεβαίνω απ΄το κρεβάτι. Αντανακλαστική κίνηση, όπως τότε που είδα το Jaws καθισμένος σαν τον Γκάντι, σαν το Βούδα, κάτι τέτοιο xanax δηλαδή, πάνω στην καρέκλα, δεκάξι χρονών μαντράχαλος. Άμα νιώσω χνουδίλα στις πατούσες ή στα ακροδάχτυλα ανακουφίζομαι κι ανοίγω μάτια. Χώνομαι μέσα τους -κι ας είναι ενάμιση νούμερο μικρότερες- και τις αφήνω να με οδηγήσουν στο μπάνιο. Τυφλά. Όπως κάνουν οι αόμματοι με τα σκυλιά τους. Οι μουλάδες με τον Αλλάχ.

Απέναντι απ’ τον καθρέφτη. Σταμάτησα από καιρό να μετράω. Τις άσπρες τρίχες. Τις ρυτίδες. Τα σημάδια στο δέρμα. Τα ξέφωτα στο κρανίο. Τους πόρους στη μύτη. Τις ζάρες στο λαιμό. Είναι από τα μαθηματικά που δεν διδάχθηκα ποτέ, από κανέναν δάσκαλο, καθηγητή ή μεγαλοπροφέσορα. Δυο μείον δεν κάνουν ούτε μισό συν. Βάλε δέκα μείον και βρες βιβλίο που να το γράφει σωστά. Δεν θα βρεις.

Νερό στο πρόσωπο. Οδοντόκρεμα. Νερό στο στόμα. Κι άλλο νερό στο πρόσωπο. Κάνει ψύχρα. Χτες βράδυ μπήκα κάτω απ’ το νερό ολόκληρος, δεν αντέχω να αναμετρηθώ με τη μπανιέρα ξανά. Ας βγω βρώμικος στη ζωή σήμερα. Μπορεί να μην έρθει πολύ κοντά μου, να μη με πάρει χαμπάρι.

Έχω δει σε ταινίες ότι μετά οι άνθρωποι ντύνονται και βρίσκονται γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι στην κουζίνα, γεμάτο με γάλατα, αβγόφετες, κορνφλέικς, χυμούς πορτοκάλι, σπιτίσια κέικ, χαμόγελα και «θα πας τα παιδιά εσύ ή εγώ;» και «θα αργήσω να γυρίσω, το μεσημέρι φάτε μόνοι σας» και «μη ξεχάσεις να πληρώσεις τις ασφάλειες σήμερα» και «μπαμπά είναι λίγο στραβή η γραβάτα» και «μας καλέσαν οι απέναντι για αύριο βράδυ, πάρε ένα κρασί όταν θα ΄ρχεσαι» και τέτοια ωραία stepford wives. Μπορεί να βλέπω και λάθος ταινίες ξέρω γω..

Κάθε πρωί ο δρόμος με φέρνει πάντα μπρος απ΄το νοσοκομείο. Μπορώ να αλλάξω διαδρομή, μα δεν το κάνω επίτηδες. Ποτέ δεν λοξοδρομώ. Γιατί κάθε μέρα μου λέω, εκεί ακριβώς απ’ έξω «Μαλακίες σκέφτεσαι. Μαλακίες γράφεις. Είτε καθαρός, είτε βρώμικος, θα έρθει κοντά σου. Κάθε πρωί. Κοίτα να της χαμογελάσεις και να της πεις πόσο όμορφη είναι και πόσο ωραία μυρίζει. Αλλιώς γυναίκα είναι, θα σε ξεσκίσει και θα σου γεμίσει με ορούς τα χέρια. Ή -ακόμη χειρότερα-  χέρια λατρεμένων σου. Κι άντε να σε δω πώς και τι θα γράφεις μετά».

Μερικές φορές -σ’ αυτό ακριβώς το σημείο της ταινίας- πατάω το 18 στο cd. Από γινάτι. Χέσε τα μαθηματικά, λέω. Ξέχνα τις άσπρες τρίχες, τις ρυτίδες φαράγγια, τα ξέφωτα στο κεφάλι, το δέρμα που καταρρέει, το στραγγισμένο πορτοφόλι. Ξέχνα τα κι ας μη σε ξεχνάνε αυτά. Πάτα το 18. Μυρίζεις ωραία. Κι αυτή το ίδιο.

 ♫

one of those days

photo-18

Δεν ξέρω αν το λένε φετίχ αυτό,  αλλά έχω συνδέσει μούζικες με δωμάτια και μικρές μεταλλικές ταμπελίτσες πάνω σε υφάσματα και αφρώδη υλικά (ωραία λέξη δε τη λες, μα δε βρήκα εναλλακτική). Παλιά δωμάτια. Δηλαδή μπορεί να μην είναι φετίχ αλλά νεκρολογία.

Thin Lizzy (το Johnny the Fox, 1976) πρωτάκουσα από Boston. Ομοίως και το Softs, 1976 των Soft Machine. Όπως και τα «Λαϊκά 76» του Μητροπάνου (με κείνο το ψυχεδελικό τρίο «Δύο νύχτες / Αλίμονο / Θέλω απόψε να σου γράψω» στο φινάλε της δεύτερης πλευράς). Λίγο μετά το Songs from the wood, 1977 των Jethro Tull πάλι μέσα απ’ τα Boston. Στο δωμάτιο του Μιχάλη (και ενίοτε και στο δωματιάκι της ταράτσας). Στο στενό.

Songs in the key of life, 1976 απ’ τον Stevie Wonder, μέσα από Kenwood KL-777 ή 788 (οφείλω επιείκεια στη μνήμη μου, θα ήταν συνταξιούχος με το παλιο ασφαλιστικό). Μέσα από τα ίδια και Works, 1977 των Emerson, Lake & Palmer. Και Α trick of the tail, 1976. Το πρώτο χωρίς τον Gabriel στο μικρόφωνο. Παραλίγο θα ξέχναγα Ιron Butterfly και In-A-Gadda-Da-Vida, 1968. Άκουγα το όργανο του Doug Ingle αλλά τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο Revox παραδίπλα, χωμένο σαν Άγιο Λείψανο μέσα στη βιβλιοθήκη του Στέλιου, στις παρυφές (τότε) της πόλης, Δευτέρα Λυκείου, άντε Τρίτη ενδεχομένως. Είπαμε, επιείκεια.

Στο σπίτι του Φαίδωνα, λαθραία. Εγώ κι ο Γιώργος, που είχε -νομίμως- το κλειδί. Ακούμε όλα τα προεόρτια του Dark side of the moon (ή μεθεόρτια του A Saucerful of secrets, όπως το δει κανείς). Μore και Ummagumma, 1969 – Atom Heart Mother, 1970 – Meddle, 1971 – Obscured by clouds, 1972. Μονοκατοικία στην παλιά πόλη, τρίζαν τα παράθυρα στο One of these days, τα Celestion βγάζαν τα σώψυχά τους. Άλλοι παίρναν κλειδιά για να ξεμοναχιαστούν με κορίτσια σε δωμάτια, εμείς νυχτωνόμασταν με Floyd και σαλιαρίζαμε με ηχεία. Βλαμμένα, εντελώς. Τα πληρώσαμε ακριβά αυτά, αναδρομικά.

Στο σπίτι μου όλα βγήκαν μέσα απ’ τα -ίδια με του Στέλιου- Kenwood. Στην αρχή. Εκεί έμαθα να συλλαβίζω. From Aerosmith to War (με Eric Burdon). Και Yes, ναι. Σε Z εκείνα τα χρόνια δεν θυμάμαι τίποτε…Μετά που μπήκαν τα B&W στο σαλόνι, όταν είχε -για λίγο, πολύ λίγο- παχύνει το πορτοφόλι μου, αδυνάτισε η ψυχή μου. Και επηρέασε και την ακοή.

Κάποια στιγμή τα Boston (εκείνα με τον Ian Anderson μέσα τους) μετακόμισαν Αθήνα μαζί με μας. Άρχισαν να φιλοξενούν αυτοσχέδια φοιτητικά κηροπήγια -φυσικά με Calliga και Mateus- και σταχτοδοχεία πάνω τους. Ακούστηκαν πολλά από κει μέσα, τίποτε όμως τόσο καθαρά όσο το «θέλω απόψε να σου γράψω/μα φοβάμαι μήπως κλάψω». Και καπάκι τα άπαντα του Hammill, τον οποίον λάτρεψε ο συγκάτοικος. Περισσότερο απ’ όσο ο Θεός του την Alice.

Aρχές ’80, η μετάλλαξη είχε αρχίσει να συμβαίνει. Πήρε χρόνο αλλά ολοκληρώθηκε. Τα μεταλλικά ταμπελάκια σίγησαν.

 —

(Μικρό κειμενάκι, με χρονολογικές παραπομπές για να διαχέεται η γνώση. Ή έστω κάτι σαν αυτήν)

♫ ♪

some apps (and more downs)

Scan-3-460x719

Το μεσημέρι της Κυριακής, λίγο πριν στρώσουμε τραπεζομάντηλο (παλιές κακές μικροαστικές συνήθειες), θυμήθηκα ότι στο ψυγείο δεν υπάρχει ρετσίνα. Για να ολοκληρωθεί το μικροαστικό παζλ, έριξα μια ζακέτα στους ώμους -παρά το υποτιμητικό «μα καλά, είσαι σοβαρός τώρα; τόσα κρασιά»- και κατηφόρισα στο μικρομπακάλικο, εκατό μέτρα απ’ το σπίτι.

Βρήκα την Σοφία με ένα παλιοτετράδιο στο χέρι. Ξεφύλλιζε και τραβούσε γραμμές. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω. Αλλά πληρώνοντας δεν άντεξα.

«Είναι πολλοί;»

«Πάρα πολλοί»

«Και τι θα κάνεις;»

«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να πάρω ξανά τηλέφωνα και ν’ ακούω από άλλους βρισιές, από άλλους απειλές για να μη τολμήσω να ξανακαλέσω κι από άλλους κλάματα. Δεν ξέρω ποιος έχει ανάγκη και ποιος όχι. Μόνο σ’ όσους δεν απαντάνε δεν φοβάμαι να τηλεφωνήσω. Λέω ότι φύγαν, χάθηκαν, ίσως πήγαν κάπου καλύτερα, ευτυχώς γι αυτούς κι ας μη δω ευρώ τσακιστό, δεν ξέρω, χαμένα τα ‘χω κι εγώ. Ντρέπομαι να σηκώνω το ακουστικό. Στην αρχή θύμωνα, τώρα ντρέπομαι. Νιώθω ζητιάνα, καταλαβαίνεις;»

Τα ξανάζησα αυτά, σαν πολύ αχνή ανάμνηση, στα οκτώ, στα εννιά μου. Όταν πήγαινα στον φούρνο και έβλεπα ανοιχτά τα τεφτέρια, με ονόματα πιο πολλά κι απ’ τα ψωμιά και τα ταψιά. Το ίδιο και στο μανάβη της πάνω γειτονιάς. Τα ονόματα στο τεφτέρι κερδίζαν κατά κράτος τις ντομάτες «για φαγητό», τις δεύτερες, τις ζουληγμένες, αυτές που τελειώναν πάντα πρώτες πρώτες. Έμελλε να δω το ίδιο θέαμα και σήμερα, τις ίδιες δεύτερες και τρίτες ντομάτες σε καφάσια δίπλα στις ζυγαριές στα μεγαλομπακάλικα. Στις λαϊκές δεν πηγαίνω αργά, ακόμη κι όταν βρέχει με τα τουλούμια, περισσότερο αίμα θα δεις να κυλάει ανάμεσα στις τέντες και τα καφάσια παρά νερό. Μάχη για τρία πράσα, για μισολειωμένα αγγούρια, για ταλαιπωρημένα μήλα. Πόλεμος. Στο μπακάλικο του κυρ-Μενέλαου, τότε, τα «γράψ’το Μενέλη» ήταν περισσότερα κι απ’ τα μαντζουνάκια που γλυκοκοίταζα. Μικρός ήμουν, ποτέ δεν μ’ ένοιαξε να μάθω αν τα ονόματα απ’ το τεφτέρι σβήστηκαν μαζί με τα χρέη ή αν πρόλαβαν να σβηστούν πρώτα οι άνθρωποι. Ούτε καν ήξερα χρέος τι πάει να πει. Ξένες κι άγνωστες γλώσσες ήταν οι ταμπελίτσες «πίστωση τέλος» και «ο βερεσές πέθανε» που έβλεπα σε κάποια μαγαζάκια σε παραδιπλανές γειτονιές, προς το κέντρο της πόλης. Το πολύ πολύ να μου πέρασε κάποια στιγμή απ΄το μυαλό ότι τα τεφτέρια ήταν ένας τρόπος για να μη κουβαλάνε κάθε τρεις και λίγο οι άνθρωποι λεφτά επάνω τους και τους βαραίνουν, όπως εγώ όταν έβγαινα για μπάλα, που ούτε κεφτέ ήθελα να κρατάω στο χέρι. Όχι δίφραγκο.

Καταλάβαινα, λοιπόν. Ούτε διάθεση για κουβέντα, ούτε για να ξεφουρνίσω εξυπνάδες είχα. Είπα μόνο ένα «δύσκολα, για όλους δύσκολα» και έφυγα.

Δέκα βήματα πριν μπω στο σπίτι σκέφτηκα ότι τόσα και τόσα άλλαξαν από τότε. Αλλά τα χρέη ακόμη στα τεφτέρια γράφονται, όχι σε τάμπλετς και σε σμαρτφόουνς. Ούτε ένα app δεν είδα. Ούτε μισό. Ίσως για να διαβάζεις την ανημποριά, την ανέχεια, την απελπισία, την πίκρα, την αναπόφευκτη ντροπή κάποιων με ανθρώπινο, παλιοκαιρίσιο τρόπο. Αργά και βασανιστικά. Σελίδα, σελίδα.

٭

η Κυρία Ούτε

28791449 (1).last

 

Καθόταν σε μια σακατεμένη καρέκλα, δυο βήματα απ΄ το παράθυρο (έμοιαζε μ’ αυτό που καθόταν ο Hammill στο Over αλλά δίχως λιβάδια έξω, έβλεπε σε μια τσιμεντένια αυλή με τρία παγκάκια μονάχα) και διάβαζε αυτά που της είχε χαρίσει πριν πολλά πολλά -και βάλε- χρόνια.

Δεν αναγνώριζε τίποτε. Ούτε μια γωνιά, ούτε μυρωδιά, ούτε μούζικα, ούτε γέλιο, ούτε άλγος, ούτε ρούχο, ούτε γεύση, ούτε τσιγάρο, τίποτε. Μια στρατιά από ούτε. Δοκίμασε και με τα ακροδάχτυλα. Νέκρα. Μια ισιάδα, ούτε ένα τόσο δα «αχ», τίποτε. Mήτε ψηλαφώντας κατόρθωσε να πέσει πάνω σε κάτι ζωντανό.

Την ρώταγαν οι νοσηλεύτριες κάθε μέρα -βλέποντάς την χωμένη μια και δυο ώρες σε κάθε σελίδα- «δεν θυμάσαι τίποτε; ούτε μια γραμμή; σε καμιά ιστορία; oύτε μια λέξη, έστω;».

Όσο περνούσαν οι μήνες, η ερώτηση αδυνάτιζε. Έγινε τυπική, βαριεστημένη, χλιαρή. Λείψανο νοιαξίματος. Ρετάλια περιέργειας.

«Τίποτε; Ούτε μια;»

Στην αρχή απαντούσε «ούτε». Μετά, είτε γιατί την κούρασε η επιμονή τους να της απευθύνονται στον ενικό ή γιατί το ΄βρισκε πια ανώφελο να μιλά, έγνεφε όχι με το κεφάλι. Στο τέλος μόνο με τα μάτια.

Κάποια μέρα, Κυριακή ήταν, κανείς δεν την ρώτησε. Κι από τότε μείναν και τα βλέφαρα αγύμναστα.

απλά μαθήματα οικιακής οικονομίας

28764765.last

Βρήκαν ένα αξιοπρεπές ξενοδοχείο με εσωτερική πισίνα, χαμάμ, spa και τα συναφή ξέφτια της ευζωίας. Με εξήντα ευρώ τη βραδιά, όσο κι αν ξαναμέτρησαν τα -ας πούμε- περισσευούμενα δεν ξεχειλώσαν τα βράδια, μείναν δυο. Την πρώτη μέρα οι άντρες ψηφίσαν πισίνα, οι γυναίκες είπαν ότι δεν θέλουν να μουλιάσουν και κλειστήκαν σ’ ένα δωμάτιο η καθεμιά, πεσμένες μπρούμυτα, τυλιγμένες με μια πετσέτα, για να τις τρίψουν. Η μια φόραγε καθαρό καινούριο εσώρουχο, για την άλλη αγνοούσε, δεν βγήκε απ’ το δικό του δίκλινο.

Τρεις μέρες μετά που γύρισαν, είπε στην άλλη όταν βρέθηκαν κάποια στιγμή μόνοι : «δεν ξέρω γιατί κρατήθηκα και δεν έδωσα ένα εικοσάρικο σ’ αυτόν που σ’ έτριβε, για να φύγει ήσυχα απ΄το δωμάτιο και να συνεχίσω εγώ»

Τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν και απάντησε : «αν το ΄ξερα θα του ‘δινα πρώτη ένα πενηντάρικο για να ξεκουμπιστεί».

Μετά χώθηκαν και οι δυο στις σκέψεις τους. Αυτός πικρά μετανοιωμένος που δεν τόλμησε μα και ανακουφισμένος που γλίτωσε τα είκοσι, αφού θα πλήρωνε πρώτη εκείνη. Και η άλλη θυμωμένη με τον εαυτό της γιατί λίγο έλειψε να χάσει τριάντα ολόκληρα ευρώ πάνω απ’ την τρέχουσα τιμή της εφήμερης καύλας.

Εκεί έξω, σε γκισέ, ταμεία και ATM η ζωή συνεχιζόταν χωρίς να δίνει δεκάρα για τέτοιας λογής ισοτιμίες..

ιστορίες με ελαφρές αναταράξεις (κατά διαστήματα)

27457004 (1)

Νομίζω ότι περί αυτού πρόκειται, μου λέω. Ακόμη κι αν κάποια στιγμή βεβαιωθείς (είναι απέθαντη κι ανεξέλεγκτη αυτή η σιχαμερή μελούρα μέσα μου) πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου -ή η δικιά σου, μερικές φορές αυτά τα δυο γίνονται αξεδιάλυτα ένα, σχεδόν σιαμαία- τίποτε δεν θ’ αλλάξει τον τρόπο που ο πλανήτης περιστρέφεται. Ή το μέρος απ’ όπου σκάει μύτη ο ήλιος. Ούτε τα άστρα θα βρεθούν θαμμένα κάτω από ωκεανούς ή βουνά. Εκεί που τα άφησες, ή σ’ άφησαν, εκεί θα περιμένουν. Ρούπι δεν θα το κουνήσουν. Σαν σκυλιά στον τάφο του αφεντικού τους. Ή παλιά χρέη, που σε κοιτάνε στα μάτια δείχνοντας τα λερά δόντια τους. Τίποτε άλλο αμετακίνητο δεν μου ‘ρχεται τώρα στο μυαλό. Οι εμμονές μου δεν μετράνε.

Γυρνάω πίσω και ξεφυλλίζω -τρόπος του λέγειν, άφαντο το χαρτί- όσα έγραψα πως βίωσα. Πέντε ολοκληρωτικές καταστροφές -και ισάριθμες αναπαλαιώσεις, πλέον- από αδέσποτους e-μετεωρίτες, δέκα εσωτερικοί πόλεμοι (εκ των οποίων καναδυό απ’ αυτούς τους σαχλούς love wars του Paul Heaton), είκοσι κατακρημνίσεις από λόφους και λιβάδια, δεκαπέντε αεροπορικές τραγωδίες που συνέβησαν μερικές μέρες μετά την προσγείωση (κι άλλες τόσες πριν καν την απογείωση), εφτά τρομαχτικές πυρκαγιές που ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να συλλάβει γιατί ίχνος από στάχτη δεν βρέθηκε μετά για να μελετηθεί, τρεις μεγάλοι λιμοί ανάμεσα σε τέσσερα Μεγάλα Φαγοπότια, ένα μουντιάλ δίχως Ζιντάν, δέκα βαθιές -σαν την τάφρο των Μαριάνων- ρυτίδες, καντάρια από αίμα, ψέμα και σπέρμα που ακόμη δεν αξιώθηκαν να δουν μέρες ξηρασίας μπας και ξεκουραστούν μια στάλα, μερικές χιλιάδες τρίχες που είπαν «φεύγω» και το κράτησαν μανιάτικο μη επιστρέφοντας ποτέ για να δουν τ’ αδέρφια τους ν’ ασπρίζουν και να ξεψυχούν πάνω σε ένα κεφάλι που έκανε την απόσταση απ’ το απόλυτο μηδέν ως τους 13,6×106     Κelvin μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα. O Μπολτ θα είχε πεθάνει από ντροπή αν μπορούσε να το δει αυτό.

Και λοιπόν;

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που είναι (που είμαστε) κάτω μακριά, σαν στρέψουν το βλέμμα τους ψηλά βλέπουν μια ή δυο λευκές γραμμές πίσω απ’ το μέταλλο που λαμπυρίζει. Μια ή δυο ωραίες αδιατάραχτες κι αδιάκοπες ευθείες και μια αόρατη -για τους πολλούς- σβήστρα που καθαρίζει κάθε λίγο τα ξέφτια της διαδρομής πάνω στο γαλάζιο (όσο υπάρχει ανοιχτός καιρός), για να ΄ναι οι ευθείες καθαρές και σίγουρες. Σαν τραβηγμένες με χάρακα και χέρι που δεν τρέμει. Ακόμη κι αν ο καιρός εκεί πάνω, εκεί πέρα, εκεί μέσα, είναι τέτοιος που όχι γραμμή, μα ούτε τελεία μπορείς να χαράξεις. Ευθείες βλέπουμε από μακριά. Μόνο ευθείες. Μέχρι να χαθούν.

Εδώ και πολύ καιρό λοιπόν, γεμίζω την οθόνη με τελείες. Απ’ αυτές που μεταμφιέζονται σε πολαρόιντ, σε μούζικες, σε μυρωδιές, σε τέτοιας λογής μικρά πραματάκια. Ακόμη και τις ώρες που είναι χαρά θεού έξω. Για να δω -αν ποτέ τις ενώσω- ως πού πάει (αν πάει) αυτή η γραμμή με τις ελαφρές αναταράξεις κατά διαστήματα. Αυτό είναι όλο.

μήτε ιερό, μηδέ όσιο

28735499

Την έβλεπε όρθια απέναντι, στο διπλανό μεγάλο τραπέζι. Με τα χέρια της απλωμένα, ν’ακουμπάνε την πλάτη απ΄ τις καρέκλες δεξιά κι αριστερά. Μαλλιά φρέσκα, κομμωτηρίου, που πηγαίναν πέρα-δώθε όσο μίλαγε και γελούσε. Μπράτσα γυμνά, φαινόταν -ακόμη κι από τρία μέτρα μακριά- πως ώρες ώρες ανατρίχιαζαν και στέλναν κατευθείαν πάνω του το άρωμά της. Τα πόδια σταυρωμένα, το ένα πίσω από το άλλο, ένα ζευγάρι γάμπες που αγγίζαν η μια την άλλη ξεδιάντροπα. Ερήμην του. Μαύρο φόρεμα που έπεφτε ως το γόνατο, μετά πόδια συσκευασμένα μέσα σε μαύρο καλσόν, στο τέλος του δρόμου μαύρες γόβες. Η Στολή. Μερικές φορές είναι πολύ υγρά τα στερεότυπα. Και ζεματάνε.

Αφού πρώτα έσκυψε λίγο (εκείνο το λίγο, το πολύ λίγο που θολώνει πρώτα τα μάτια και μετά το μυαλό) για να της γεμίσουν το ποτήρι που κρατούσε, πήγε και κάθισε. Ακριβώς απέναντί του. Τίποτε δεν χώριζε το βλέμμα του από το περίγραμμά της. Θα σκότωνε για να είναι το μαξιλάρι της καρέκλας της. Να ένιωθε τη σάρκα της πάνω του μέχρι να φάει το σαράκι ακόμη και το τελευταίο ροκανίδι της καρέκλας. Δεν άντεξε πολύ, σε τριάντα δευτερόλεπτα την έγδυσε μπροστά σε εξήντα -μπορεί και παραπάνω- ζευγάρια μάτια. Αφού πρώτα της έστειλε μια προκήρυξη, αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Που τέλειωνε : «Σε αντίποινα για το φερμουάρ που ποτέ δεν κατέβασα. Σαν τιμωρία για το καλσόν που δεν μύρισα ποτέ».

٭

η Mathilde των πτωχών

41304044-jpeg_preview_large

Πληκτρολογεί γρήγορα κοιτάζοντας ταυτόχρονα με το ένα μάτι τους πελάτες που μπαίνουν. Τις έχουν εκπαιδεύσει καλά, όσο τετράωρες ή κακοπληρωμένες κι αν είναι. Ο φόβος είναι ο καλύτερος personal trainer, το καλύτερο σεμινάριο, το πιο βαρύ διδακτορικό, ασυζητητί.

Την κοιτάζω και με τα δυο. Δεν με απασχολεί κάτι άλλο αυτή τη στιγμή, ούτε καν η απάντηση που ψάχνει -εδώ και πέντε λεπτά- να μου δώσει.

-Δεν βρίσκω κάτι, δεν ξέρω γιατί σας είπαν ότι υπάρχει

Ούτε κι εγώ ξέρω, μα δε με νοιάζει. Αρκεί που σε ξαναβλέπω τώρα. Ήταν μια πολύ κουραστική μέρα, γεμάτη με αναβολές, ακυρώσεις, καθυστερήσεις και μια στρατιά νεύρα. Μα σχεδόν τέλειωσε, κάθομαι εδώ στην καρέκλα απέναντι και θυμήθηκα,  όσο εσύ χωνόσουν βαθύτερα μέσα στη μπλε οθόνη.

Στο καράβι για το διπλανό νησί καθόσουν πέντε μέτρα μακριά. Ένα ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο, κλειστό μέχρι εκεί που ήξερες καλά ότι άρχιζαν να το ξεκουμπώνουν τα βλέμματα των άλλων, ένα άσπρο σορτσάκι στενό, όχι πολύ κοντό, μέχρι εκεί που επιτρέπουν τα περασμένα τριανταπέντε, τριανταεφτά, εκεί τριγύρω. Στα πόδια -γεμάτα πόδια, με μικρές αναπόφευκτες ατέλειες αλλά πόδια για χαΐδεμα και μελάνιασμα μετά- σημάδια από το παγκάκι, μερικά παγκάκια είναι -αναμφίβολα- πολύ τυχερά. Μαλλιά καστανά, ξανοιγμένα απ’ τον ήλιο, πιασμένα πίσω, άβαφη, ωραία χείλια, ωραίο στόμα, μαύρο γυαλί απ’ τα καλάθια στο Hondos, ποιος νοιάζεται όμως για το γυαλί τέτοιαν ώρα. Ούτε για το δεκάχρονο που τριβόταν ανάμεσα στα πόδια σου μέχρι να πιάσουμε λιμάνι νοιάστηκα, απλά κάποια στιγμή το ζήλεψα. Ξέρω, είναι ανώριμο να ζηλεύεις δεκάχρονα μα είδαμε και με την ωριμότητα τι λογής CV φτιάξαμε. Τον άντρα τον είδα μέσα στο αυτοκίνητο, μετά, και κάγχασα. Πού πάτε και τους βρίσκετε. Τρεις φορές διασταυρώθηκαν οι τροχιές των γυαλιών μας, σίγουρα σκέφτηκες -στην καλύτερη περίπτωση- «κάπου σε ξέρω», τέσσερις φορές ήθελα να ρωτήσω «πού έχουμε βρεθεί;», δέσαμε, χαθήκαμε. Μικρό το νησί αλλά όχι τόσο ώστε να ελπίζω να δω -την άλλη κιόλας μέρα θα έφευγα- αυτά τα πόδια να τελειώνουν σε ένα μαύρο -έτσι το ‘θελα- μαγιώ.

Συνεχίζει να πληκτρολογεί, ξαφνικά κάτι λάμπει στο βλέμμα, αναθάρρησα, «με θυμήθηκε», «το βρήκα», μόνο στις ταινίες διάολε γίνονται όλα τα καλά, μόνο εκεί.

-Εντάξει, δίκιο είχε η συνάδελφος τελικά. Yπάρχει ένα κομάτι. Το θέλετε;

Γνέφω ναι. Φοβήθηκα να απαντήσω γιατί ήμουν σίγουρος πως εκείνο το «το θέλω» θα ακουγόταν ξεδιάντροπα απροκάλυπτο. Σαν στύση απρόσκλητη, εκτός τόπου και χρόνου. Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου κοιτάζοντας τη γραμμή από το στήθος της. Μικρό, αυθάδικο στήθος, από αυτά που ζουν και πεθαίνουν στην χώρα των Coup B. Μερικά καλοκαιρινά πουκάμισα λένε ωραία ψέμματα, με λίγη συμπαράσταση από ξελογιάστρες μπανέλες. Δεν μ’ ενοχλεί όμως, είναι τόσο ταιριαστό πάνω της όσο ένα πέτσινο παντελόνι πάνω στον Iggy.

Πληκτρολογεί ξανά, πιο γρήγορα τώρα. Κοιτάζω ασυναίσθητα πίσω μου, κανείς στην ουρά. Γιατί τόση βιασύνη;

To σταθερό τηλέφωνο που έχω στα στοιχεία σας ισχύει;

Nαι. Αλλά δεν πρόκειται να πάρεις.

-Ισχύει.

-Και το κινητό; το ίδιο;

Ναι. Ούτε και σ’ αυτό θα καλέσεις.

-Κι αυτό. Όλα τα ίδια. Προβλέψιμος, ε;

Δεν απαντά. Αλλά τα ωραία χείλια και το ωραίο στόμα (με κείνο το βαμμένο άβαφο που δαγκώνει) γεννάνε μια πιο ωραία χαμογελαστή μικρή ρυτίδα σε κάθε άκρη. Πηγαίνει την καρέκλα της λίγο πίσω, για να πάρει το χαρτί που μόλις εκτύπωσε. Φοράει τζιν. Κρίμα. Όσο και να πέσουν οι δουλειές, αποκλείεται να της ζητήσουν να έρχεται με σορτσάκι. Ποτέ δεν ξέρεις όμως, δύσκολοι καιροί για ωραία πόδια. Δύσκολοι καιροί για όλα.

-Τελείωσα

Θεέ μου, ευσπλαχνικέ θεέ των μετρίων ανθρώπων, πόσο φτηνά μπορεί να μεταφράζει κανείς την κάθε λέξη. Πόσα σενάρια να φτιάχνει μαζί της. Πόσες εύκολες απαντήσεις να θέλει να δώσει, πριν νιώσει εντελώς εισβολέας στην ταινία του άλλου.

-Ευτυχώς

Με τρόμαξα. Ποτέ δεν ήμουν πολύ καλός στα αυθόρμητα ψέμματα. Ήθελα να τα εκπαιδεύω πρώτα, πριν λύσω το λουρί τους και τα αμολήσω στον απέναντι. Αλλιώς πάντα επέστρεφαν και με δάγκωναν άσχημα. Μα πώς να πεις «κρίμα» έτσι σκέτο, χωρίς μια μυτιά ζάχαρη, ένα μπισκοτάκι στο πλάι, έστω.

Έβαλα μιαν υπογραφή, πήρα το κρίμα και τα χαρτιά μου, καληνύχτισα -δεν θυμάμαι πόσο τυπικά, πολύ πάντως- και βγήκα έξω. Ο Νοέμβρης ήταν ακόμη τρυφερός μαζί μας, το θερμόμετρο απέναντι στο φαρμακείο έδειχνε 18 βαθμούς, λίγο πριν τις εννιά το βράδι. Ήμουν ήδη τρία τετράγωνα μακριά όταν θυμήθηκα πως άφησα το αυτοκίνητο πίσω. Παρέα με το ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο και τα σημάδια απ’ το παγκάκι στα πόδια. Την ώρα που έβαζα μπρος, ήμουν -πια- βέβαιος πως ο Πατρίς Λεκόντ θα τα ‘χε καταφέρει μαζί της καλύτερα.

The Tale of Taliesin

0yYg6pc

 

Νοέμβριο πρωτάκουσα Soft Machine. The Tale of Taliesin, το θυμάμαι ακόμη γατί κάτι στον τίτλο μου θύμιζε Αλαντίν. Συνειρμικά. Σε μια σπηλιά το αντάμωσα.

Το άκουσα στο δώμα του Μιχάλη, στη γιορτή του. Το δώμα ήταν ένα παλιό πλυσταριό στην ταράτσα του διώροφου, πάνω απ΄το πατρικό του. Να ‘ταν εφτά, άντε οκτώ τετραγωνικά που έγιναν αναγνωστήριο, εν όψει πανελληνίων. «Για να μην ενοχλείται το παιδί» με τα σουρτα-φέρτα από συγγενείς και γειτόνους στο σπίτι. Τότε τα σπίτια χωράγαν και γειτόνους μέσα, σήμερα μη ρωτάς. Λίγα πράματα στριμωγμένα σε τέσσερα ντουβάρια, μια σόμπα πετρελαίου, δυο φλοκάτες και καναδυό μαξιλάρια στο πάτωμα, μια καρέκλα κι ένα τραπέζι που χώραγε πέντε βιβλία πάνω του, μια κόλα χαρτί κι ένα φάμπερ-καστέλ. Και φυσικά ένα Garrard, δυο ηχεία που δεν θυμάμαι την ετικέτα πάνω τους, δίπλα σ’ έναν Rotel. Aναγνωστήριο και εντευκτήριο μαζί.

Σ’ εκείνο το δώμα λύθηκαν πολλές εξισώσεις με κοινό παρονομαστή το μαύρο του μαρκαδόρου πάνω στις αγέρωχες ρώγες και στο Ιερό Τρίγωνο. Καλές και άγιες οι συνεχείς συναρτήσεις και οι μοναδικοί πραγματικοί αριθμοί, αλλά η καύλα των δεκάξη και των δεκαεφτά δεν χόρταινε με παραγώγιση. Ήθελε σάρκα, έστω χάρτινη. Λυχνάρι το ιερό Playboy, από κει μέσα ξεπήδαγε κάθε λογής τζίνι, απ’ αυτά που -τι κρίμα- εξηνταρίσαν σήμερα. Ξανθό, μελαχροινό, καστανό, κοκκινομάλλικο, ειδικά αυτά τα τζίνι ήταν που εξάπταν την περιέργεια και την στέλναν να προσπαθεί να ξύσει το μαρκαδόρο -όπως ξύνει η γάτα την πόρτα για να την αφήσεις να χωθεί ξανά στη ζέστη μέσα- για να δει τι κρυβόταν κάτω του, «ρε μαλάκα, λες να είναι κόκκινες οι τρίχες κι εκεί;».

Μερικές φορές όταν ο Μιχάλης ήταν στις πολύ καλές του, ή ήθελε να ανταποδώσει κάποια πολύ μεγάλη χάρη (δυο τρεις φορές το χρόνο δηλαδή), άφηνε σε λίγους και εκλεκτούς να πάρουν το τζίνι σπίτι τους. Με τη ρητή εντολή να το επιστρέψουν την επόμενη μέρα. Αλέκιαστο. Απ’ όσο θυμάμαι το πρώτο τηρήθηκε.

Μετά από λίγο καιρό ήρθε στο δώμα και το -ακηλίδωτο- Penthouse αποκαλύπτοντας την Αγία Σχισμή χωρίς ακέραια την παλιά μαγεία της, ίσως γιατί είχαμε προφτάσει να συναντηθούμε μαζί της σε μια πιο γήινη εκδοχή. Όχι απ’ το Wisconsin και το Kansas αλλά απ΄την Δράμα, την Έδεσσα, το Ναύπλιο. Όχι ιλουστρασιόν, όχι αψεγάδιαστη αλλά ζωντανή. Δισύλλαβη. Με κάποια Νίκη, Βάσω, Γιάννα, Βέρα, Σοφία, έστω και με κάποια μη εξωτική Σούλα, καθένας από μας έμαθε να συλλαβίζει απ’ την αρχή, απ’ τα βασικά, απ΄τα πρωτόλεια. Στην αρχή με τα χέρια, Braille. Mετά με όλα, πείνα. Και καμία μα καμία -απ’ όσα συζητούσαμε μεταξύ μας, οι ερασιτέχνες Αλαντίν- δεν θυμόμαστε να παραπονέθηκε για το άγαρμπο τρίψιμο ή για το -αναπόφευκτο- λέκιασμα. Τα καλύτερα λυχνάρια από καταβολής παραμυθιών.

Φαντάζομαι πως αν ο John Etheridge κι ο Karl Jenkins μαθαίναν ότι κάθε φορά που -ως και σήμερα- ακούω το The Tale of Taliesin (αγόρασα πριν πολλά χρόνια το Softs και το φυλάω στο εικονοστάσι) το δωμάτιο μυρίζει μαρκαδόρο και τα ηχεία ευωδιάζουν μια γνώριμη θεσπέσια υγρασία που δεν την μπερδεύεις με καμιάν άλλη υγρασία στο σύμπαν, θα ήταν πολύ, πάρα πολύ περήφανοι γι’ αυτό το λυχνάρι που δημιούργησαν.

♫♪♫

η παύλα

28588165

 

Κάθε φορά (όχι συχνά) που πηγαίνω στα νεκροταφεία -υποκινούμενος, πάντα, από ιδιοτελείς σκέψεις- διαλέγω να κόβω δρόμο για να φτάσω στον τάφο των προγόνων. Αποφεύγω τις μικρές λεωφόρους που φιλοξενούν την τάχα μου κατανυκτική περιφορά του επιτάφιου πασχαλιάτικα, την τόσο ξεδιάντροπα ειρωνική ανάμεσα σε αμέτρητους ανίκανους κι ανήμπορους ν’ αναστηθούν. Δεν προτιμώ κι εκείνες που οδηγούν στην νέα πτέρυγα, την ολωσδιόλου γυμνή από οτιδήποτε έχει φύλλο πάνω του. Μου μοιάζει η διαδρομή σαν αυτήν στο φινάλε του Τρίτου Άνθρωπου, χωρίς -όμως- ίχνος ζωής στο βάθος του ορίζοντα, χωρίς καμιά σκιά δέντρου, δίχως εκείνο το γενναίο χορταστικό ασπρόμαυρο. Ένα μαυρογκρί ατέλειωτο μόνο, σε μπλούζες, σε φούστες, σε παντελόνια, σε παπούτσια, μαλλιά, λουλούδια. Ακόμη κι αυτά ξεχρωμιάζουν γρήγορα πλάι στους σταυρούς, μέσα σε ταλαιπωρημένα απ’ τον καιρό και τη μοναξιά βάζα.

 

Τέσσερις τάφους μετά την δεύτερη βρύση στρίβω δεξιά, συνεχίζω ευθεία για δώδεκα τάφους, στρίβω αριστερά μόλις αντικρίσω την τρίτη -την καινούργια- βρύση, πρώτα λεκιασμένα μάρμαρα, δεύτερα δεξιά, τέλος.

 

Να πω οτι είναι το κερί ή το καντήλι που θέλω ν’ ανάψω αυτό που με τραβάει ως εκεί, μια φορά στους τρεις, τέσσερις μήνες, ψίχουλο αλήθειας θα ‘ναι. Τόσο δα ψίχουλο. Ξέρω ότι οι γέροντες με συγχώρεσαν που τους επισκέφτομαι τόσο αραιά, δεν είμαι σίγουρος πως εκεί που είναι -δεν το ξεκαθάρισα ακόμη αυτό το «εκεί»- τους νοιάζει κιόλας. Καθείς με τις παρέες του, σκέφτομαι. Περισσότεροι είναι αυτοί, μετρημένοι εμείς. Ακόμη και με τον διπλανό τάφο να πιάσουν κουβέντα, για πότε περνάνε τα χρόνια χωρίς να με δουν να ψάχνω καρβουνάκια και φυτίλι ούτε που θα το καταλάβουν.

Δεν πάω γι αυτό. Μη με ρωτάς αν ντρέπομαι, μάλλον όχι. Αλλά να, πολλές φορές που λιγοψυχώ, που βολοδέρνω, που μαυρίζω, που σκέφτομαι με στομάχι πατσαβούρα το αύριο, το μέσα μου παλεύει να με φέρει στον ίσιο δρόμο, με βάζει στο αυτοκίνητο και με κατεβάζει εκεί έξω. Και με στέλνει να περπατήσω ανάμεσα σε ατέλειωτους αριθμούς με μια παύλα στη μέση. Για να θυμηθώ, να χωνέψω ακόμη μια φορά ότι αυτή η παύλα χρειάζεται να σε νιώθει να την χαϊδεύεις, να την τρέφεις, να την κανακεύεις κι όχι να την αφήνεις νηστικιά. Γιατί το πότε θα σε παρατήσει και θα τρέξει να στριμωχτεί ανάμεσα σε δυο αριθμούς για να κολλήσει για πάντα μαζί τους πάνω σ’ ένα φτηνομάρμαρο, ούτε που θα το καταλάβεις. Ούτε που θα το καταλάβεις…

navigator blues

28562450

Ακούγεται αστείο, ιερόσυλο, ίσως και ανόητο. Μα σκέφτομαι τη μυρωδιά απ΄το φτηνό μαύρο δέρμα, το ακόμη φτηνότερο αποσμητικό χώρου που πάσχιζε-μάταια- να υποτάξει την πανάρχαια τσιγαρίλα, τη γλυκιά ζέστη μόλις χωνόσουν μέσα ενώ έξω πάγωνε -παλιά τους φτιάχναν αλλιώς τους χειμώνες- το είναι σου, το κεφάλι που χόρευε βαλσάκια με το υπέρβαρο αλκοόλ στο αίμα, το «ανέβα Αλεξάνδρας, μετά την Ιπποκράτους μπες Βλαχοπούλου και θα σου πω από πού να στρίψεις», τα άσπρα, κίτρινα και κόκκινα φώτα που κάναν κόντρες έξω απ΄τα θολωμένα τζάμια, τα greatest hits της Vasipap στο ραδιόφωνο (μπορεί να ήταν και κασέτα της Panivar, όρκο δεν παίρνω), τα δάχτυλα που χώθηκαν -στα μισά της διαδρομής- κάτω απ΄τη μπλούζα της ψάχνοντας γωνιά για να καούν εκούσια μέχρι να γίνουν πιο στάχτη κι απ’ ότι απέμεινε στην Πομπηία, και ξέρω πως όλα ετούτα είναι κάτι που κανείς Σκορτσέζε δεν θα μπορούσε ποτέ να φιλμάρει. Και κανείς Bernard Herrmann δεν θα τολμούσε να ηχογραφήσει, όσο ο Γιώργος Σαλαμπάσης ήταν χάρτης αλάθητος στα χέρια του ταρίφα, αιώνες πριν υπάρξει GPS.

Κάποιος θα πρέπει κάποτε να υμνήσει και την λίμπιντο που έζησε και πέθανε στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, τέσσερις τα ξημερώματα, ανάμεσα στα πόδια της. Για εκεί που κανένα GPS ή destinator ή navigator ή όπως διάολο το λένε, δεν μπορεί να σου δείξει το δρόμο σήμερα.

 

(ρίχ΄τα Bernard)

περιμένοντας τον Τζάρμους

28530886 (1)

§

Πράξη Πρώτη

Το βράδι της Παρασκευής είναι αδικημένο. Λιγότερο, σίγουρα, από μια νύχτα της Τρίτης (ή, ακόμη χειρότερο, της άχρωμης, άοσμης, ανέραστης Τετάρτης) αλλά σε σχέση με ένα Σάββατο είναι αποπαίδι.

Καθόμαστε σε μια γωνιά, καλά κρυμμένοι μέσα σε άσπρα και κόκκινα δερμάτινα φρούρια πλάι στα τζάμια κι απολαμβάνουμε γουλιά γουλιά, ρουφηξιά ρουφηξιά, τις σιωπές μας. Που και που μόνο μας διακόπτουν κάποια -έτσι νομίζουμε- βλέματα συμπόνιας, οίκτου και απόγνωσης των τριγύρω. Ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς ζήτημα να ‘χει δει τον ορίζοντα των δεύτερων -άντα. Να έχει αντικρύσει τα φωτάκια, από μακριά. Όχι να αγκυροβόλησε κιόλας. Για τέτοιας ράτσας ναυτοσύνη μιλάμε. Ακόμη μούτσοι.

Ίσως απορούν με την ησυχία που επικρατεί σ’ αυτό το τραπέζι. Με την ηρεμία και τη γαλήνη που ξεχειλίζει από κάθε μας πόρο, από κάθε τρίχα, από κάθε φωτιά που γεννάει ο αναπτήρας, από κάθε γουλιά που εγκαταλείπει το ποτήρι. Κάποιοι μπορεί και να φοβούνται, βλέποντας αυτό που τους περιμένει σαν ανεβάσουν άγκυρα και βάλουν ρότα για τα αχαρτογράφητα νησιά των -ήντα. Στα μάτια μιας μικρούλας με κόκκινο μαλί σαν της Νίνα Χάγκεν, που πίνει λευκό κρασί στη μπάρα και χαιδεύεται με το smartphone της, διαβάζω «θα προτιμούσα να πεθάνω πριν καταντήσω σαν και σας». Μικρή ανόητη. Αυτή η «κατάντια» είναι κατάκτηση, χρειάστηκε χρόνια και χρόνια προπόνησης στις μικρές παύσεις, στις μακρόσυρτες σιωπές, στην επιλεκτική κώφωση, στον εκούσιο ακρωτηριασμό της γλώσσας, στον εξοστρακισμό του αβίαστου γέλιου, στο ανέβασμα-κατέβασμα του διακόπτη μέσα σου πιο γρήγορα κι απ’ το πιο γρήγορο ανοιγοκλείσιμο ματιών που έχει μπει ποτέ σε βιβλίο Γκίνες. Δεν φτιάχτηκε από τη μια νύχτα στην άλλη αυτό το κουκούλι. Χρειάζονται ατέλειωτα χρόνια πεζοπορίας ανάμεσα σε πυρκαγιές, σε θεριά, σε λέξεις που σκίζουν στα δυο πριν προφτάσεις να πεις «μα», σε παγόβουνα, σε στενά που ποτέ δεν αξιώθηκαν να δουν το φως της μέρας, για να φτάσει κανείς ως εδώ. Δεν είναι άλλο-ένα-application αυτό το mute, μικρή ανόητη. Oυλή και παράσημο μαζί είναι. Σπάνιο και πανάκριβο. Θέλει κότσια να βγάζεις βόλτα τα σημάδια σου βράδι Παρασκευής, ανάμεσα σε άμαχους αθώους.

§

Πράξη Δεύτερη

-Θα πιούμε άλλο;

-Nαι. Δεν φεύγω από δω.

§

Πράξη Τρίτη

Είναι κάποιες φορές που η ευγλωττία σου τρομάζει. Ακόμη και σένα.

§

Γκραν Φινάλε

Χρωστάμε πολλά στον Τζάρμους. Πολλά. Μα ανάμεσα σε καφέδες, τσιγάρα, πεθαμένα λουλούδια και μυστήρια τρένα, θαρρώ πως κάτι χρωστάει κι αυτός σε τόσους Nobody -σαν και μας- που γεμίζουν τους δρόμους και τα ποτήρια τους (με ωραία ξινόμαυρα και νεγκόσκες, πλάι σε φίλους) τα βράδια της Παρασκευής, με την εκκλησία βρεμμένη και φωτισμένη απέναντι.