Τα πρωινά -λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, όταν είμαι ήδη ξύπνιος- τραβάω το πάπλωμα για να καλύψω ακόμη και την τελευταία γωνιά από το σώμα μου. Κρυώνω, παλιά άντεχα. Τώρα μόνο κεφάλι έξω, αναγκαστικά. Ασφυκτιώ ακόμη και στη σκέψη ότι δεν θα αντικρίζω το ταβάνι, τις κουρτίνες ή τις βαλίτσες πάνω απ΄τη ντουλάπα. Παπλωματοφοβία. Οι εποχές που παίζαμε, ως παιδιά ή ημιενήλικες, κάτω απ’ τα παπλώματα παρήλθαν. Η τύχη τους αγνοείται. Κανείς μας δεν νοιάστηκε να μάθει αν ζουν ή αν σαπίζουν μόνες και ξεχασμένες σε κάποια γωνιά του μυαλού, μυαλό είναι, όχι ριζόρτ.
Κλείνω το ξυπνητήρι χωρίς να περιμένω να ακουστεί το μπιπ. Από καθαρή, ανόθευτη κακία. Για να του δείξω ποιος είναι το αφεντικό από κείνη την πλευρά του κρεβατιού. Μερικές φορές νομίζω πως με κοιτάζει με λύσσα. Μπορεί και να ονειρεύεται εκείνο το πρωινό που θα πάρει εκδίκηση. Δεν είμαι, όμως, σίγουρος οτι ονειρεύονται τα ξυπνητήρια. Για το ότι είναι σκατόψυχα είμαι σίγουρος.
Τα πόδια μου αναζητούν τις παντόφλες. Ακόμη και αρκουδοτόμαρο να είχε στρωμένο κάτω, χωρίς αυτές δεν κατεβαίνω απ΄το κρεβάτι. Αντανακλαστική κίνηση, όπως τότε που είδα το Jaws καθισμένος σαν τον Γκάντι, σαν το Βούδα, κάτι τέτοιο xanax δηλαδή, πάνω στην καρέκλα, δεκάξι χρονών μαντράχαλος. Άμα νιώσω χνουδίλα στις πατούσες ή στα ακροδάχτυλα ανακουφίζομαι κι ανοίγω μάτια. Χώνομαι μέσα τους -κι ας είναι ενάμιση νούμερο μικρότερες- και τις αφήνω να με οδηγήσουν στο μπάνιο. Τυφλά. Όπως κάνουν οι αόμματοι με τα σκυλιά τους. Οι μουλάδες με τον Αλλάχ.
Απέναντι απ’ τον καθρέφτη. Σταμάτησα από καιρό να μετράω. Τις άσπρες τρίχες. Τις ρυτίδες. Τα σημάδια στο δέρμα. Τα ξέφωτα στο κρανίο. Τους πόρους στη μύτη. Τις ζάρες στο λαιμό. Είναι από τα μαθηματικά που δεν διδάχθηκα ποτέ, από κανέναν δάσκαλο, καθηγητή ή μεγαλοπροφέσορα. Δυο μείον δεν κάνουν ούτε μισό συν. Βάλε δέκα μείον και βρες βιβλίο που να το γράφει σωστά. Δεν θα βρεις.
Νερό στο πρόσωπο. Οδοντόκρεμα. Νερό στο στόμα. Κι άλλο νερό στο πρόσωπο. Κάνει ψύχρα. Χτες βράδυ μπήκα κάτω απ’ το νερό ολόκληρος, δεν αντέχω να αναμετρηθώ με τη μπανιέρα ξανά. Ας βγω βρώμικος στη ζωή σήμερα. Μπορεί να μην έρθει πολύ κοντά μου, να μη με πάρει χαμπάρι.
Έχω δει σε ταινίες ότι μετά οι άνθρωποι ντύνονται και βρίσκονται γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι στην κουζίνα, γεμάτο με γάλατα, αβγόφετες, κορνφλέικς, χυμούς πορτοκάλι, σπιτίσια κέικ, χαμόγελα και «θα πας τα παιδιά εσύ ή εγώ;» και «θα αργήσω να γυρίσω, το μεσημέρι φάτε μόνοι σας» και «μη ξεχάσεις να πληρώσεις τις ασφάλειες σήμερα» και «μπαμπά είναι λίγο στραβή η γραβάτα» και «μας καλέσαν οι απέναντι για αύριο βράδυ, πάρε ένα κρασί όταν θα ΄ρχεσαι» και τέτοια ωραία stepford wives. Μπορεί να βλέπω και λάθος ταινίες ξέρω γω..
Κάθε πρωί ο δρόμος με φέρνει πάντα μπρος απ΄το νοσοκομείο. Μπορώ να αλλάξω διαδρομή, μα δεν το κάνω επίτηδες. Ποτέ δεν λοξοδρομώ. Γιατί κάθε μέρα μου λέω, εκεί ακριβώς απ’ έξω «Μαλακίες σκέφτεσαι. Μαλακίες γράφεις. Είτε καθαρός, είτε βρώμικος, θα έρθει κοντά σου. Κάθε πρωί. Κοίτα να της χαμογελάσεις και να της πεις πόσο όμορφη είναι και πόσο ωραία μυρίζει. Αλλιώς γυναίκα είναι, θα σε ξεσκίσει και θα σου γεμίσει με ορούς τα χέρια. Ή -ακόμη χειρότερα- χέρια λατρεμένων σου. Κι άντε να σε δω πώς και τι θα γράφεις μετά».
Μερικές φορές -σ’ αυτό ακριβώς το σημείο της ταινίας- πατάω το 18 στο cd. Από γινάτι. Χέσε τα μαθηματικά, λέω. Ξέχνα τις άσπρες τρίχες, τις ρυτίδες φαράγγια, τα ξέφωτα στο κεφάλι, το δέρμα που καταρρέει, το στραγγισμένο πορτοφόλι. Ξέχνα τα κι ας μη σε ξεχνάνε αυτά. Πάτα το 18. Μυρίζεις ωραία. Κι αυτή το ίδιο.
♫