Δεν ξέρω αν το λένε φετίχ αυτό, αλλά έχω συνδέσει μούζικες με δωμάτια και μικρές μεταλλικές ταμπελίτσες πάνω σε υφάσματα και αφρώδη υλικά (ωραία λέξη δε τη λες, μα δε βρήκα εναλλακτική). Παλιά δωμάτια. Δηλαδή μπορεί να μην είναι φετίχ αλλά νεκρολογία.
Thin Lizzy (το Johnny the Fox, 1976) πρωτάκουσα από Boston. Ομοίως και το Softs, 1976 των Soft Machine. Όπως και τα «Λαϊκά 76» του Μητροπάνου (με κείνο το ψυχεδελικό τρίο «Δύο νύχτες / Αλίμονο / Θέλω απόψε να σου γράψω» στο φινάλε της δεύτερης πλευράς). Λίγο μετά το Songs from the wood, 1977 των Jethro Tull πάλι μέσα απ’ τα Boston. Στο δωμάτιο του Μιχάλη (και ενίοτε και στο δωματιάκι της ταράτσας). Στο στενό.
Songs in the key of life, 1976 απ’ τον Stevie Wonder, μέσα από Kenwood KL-777 ή 788 (οφείλω επιείκεια στη μνήμη μου, θα ήταν συνταξιούχος με το παλιο ασφαλιστικό). Μέσα από τα ίδια και Works, 1977 των Emerson, Lake & Palmer. Και Α trick of the tail, 1976. Το πρώτο χωρίς τον Gabriel στο μικρόφωνο. Παραλίγο θα ξέχναγα Ιron Butterfly και In-A-Gadda-Da-Vida, 1968. Άκουγα το όργανο του Doug Ingle αλλά τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο Revox παραδίπλα, χωμένο σαν Άγιο Λείψανο μέσα στη βιβλιοθήκη του Στέλιου, στις παρυφές (τότε) της πόλης, Δευτέρα Λυκείου, άντε Τρίτη ενδεχομένως. Είπαμε, επιείκεια.
Στο σπίτι του Φαίδωνα, λαθραία. Εγώ κι ο Γιώργος, που είχε -νομίμως- το κλειδί. Ακούμε όλα τα προεόρτια του Dark side of the moon (ή μεθεόρτια του A Saucerful of secrets, όπως το δει κανείς). Μore και Ummagumma, 1969 – Atom Heart Mother, 1970 – Meddle, 1971 – Obscured by clouds, 1972. Μονοκατοικία στην παλιά πόλη, τρίζαν τα παράθυρα στο One of these days, τα Celestion βγάζαν τα σώψυχά τους. Άλλοι παίρναν κλειδιά για να ξεμοναχιαστούν με κορίτσια σε δωμάτια, εμείς νυχτωνόμασταν με Floyd και σαλιαρίζαμε με ηχεία. Βλαμμένα, εντελώς. Τα πληρώσαμε ακριβά αυτά, αναδρομικά.
Στο σπίτι μου όλα βγήκαν μέσα απ’ τα -ίδια με του Στέλιου- Kenwood. Στην αρχή. Εκεί έμαθα να συλλαβίζω. From Aerosmith to War (με Eric Burdon). Και Yes, ναι. Σε Z εκείνα τα χρόνια δεν θυμάμαι τίποτε…Μετά που μπήκαν τα B&W στο σαλόνι, όταν είχε -για λίγο, πολύ λίγο- παχύνει το πορτοφόλι μου, αδυνάτισε η ψυχή μου. Και επηρέασε και την ακοή.
Κάποια στιγμή τα Boston (εκείνα με τον Ian Anderson μέσα τους) μετακόμισαν Αθήνα μαζί με μας. Άρχισαν να φιλοξενούν αυτοσχέδια φοιτητικά κηροπήγια -φυσικά με Calliga και Mateus- και σταχτοδοχεία πάνω τους. Ακούστηκαν πολλά από κει μέσα, τίποτε όμως τόσο καθαρά όσο το «θέλω απόψε να σου γράψω/μα φοβάμαι μήπως κλάψω». Και καπάκι τα άπαντα του Hammill, τον οποίον λάτρεψε ο συγκάτοικος. Περισσότερο απ’ όσο ο Θεός του την Alice.
Aρχές ’80, η μετάλλαξη είχε αρχίσει να συμβαίνει. Πήρε χρόνο αλλά ολοκληρώθηκε. Τα μεταλλικά ταμπελάκια σίγησαν.
—
(Μικρό κειμενάκι, με χρονολογικές παραπομπές για να διαχέεται η γνώση. Ή έστω κάτι σαν αυτήν)
♫ ♪
Προλάβατε λύκειο ε;Τι να πούμε και ημείς του εξαταξίου.Πάντως,ένιωσα την αρχή της παρακμής με την εφεύρεση του γιουτιουμπ.
να μην πείτε τίποτε εφόσον δεν προλάβατε την Εβδόμη
Πιο πολύ από καθοριστικά ή αδιάφορα αμόρε και από θρυλικές ή μη αλητείες, οι αγαπημένες, ξεθωριασμένες μούζικες είναι το πιο προσωπικό που μπορεί κανείς να γράψει. Ίσως γιατί συνδυάζουν όλο αυτό το τρίπτυχο εγκόλπιο της ενηλικίωσης.
έτσι, ακριβώς έτσι
Άσχετο μεν , σχετικό με τον τίτλο σας δε….
καλησπέρα σας….