side 3

Unlabelled_audio_cassette

 

 

Ο Αύγουστος κυλάει περίεργα. Σαν μέλι που ξέφυγε απ’ το στόμα και προσγειώθηκε στα πόδια σου. Δεν ξέρεις αν πρέπει να το πάρεις με το δάχτυλο και να το ξαναγλείψεις ή αν πρέπει,  κάποια στιγμή, να πας να ξεπλυθείς.

The Great Comeback

 

Looking for inspiration

 

 

Δέκα μήνες μετά, συνειδητοποίησε οτι οι τσαλακωμένες σελίδες δεν είχαν καν μια τόση δα μουτζούρα πάνω τους.

μπλαντ μπράδερς (ριμέικ)

08garyoldmandracula

 

(ντριιιιν)

 

 

Έλα, πήρα τα αιματολογικά, τα πήρες τα δικά σου ;

 

Ναι, μισό

 

Έλα ρε, κάνε γρήγορα, έχω αγωνία , θα σπάσει η καρδoύλα μου, όπως όταν παίρναμε ελέγχους στα τρίμηνα

 

Καλά ντε, δεν τα κρέμασα και κάδρο απ΄την περηφάνεια, λέγε

 

Χοληστερίνη

 

Ναι, χοληστερίνη τι ;

 

Πες εσύ

 

Όχι, εσύ πες πρώτα

 

Καλά, αλλά στα τριγλυκερίδια θα πεις εσύ πρώτος

 

Νταξ’

 

299

 

Τι 299 ρε παπάρα ; αριθμός είναι αυτός ;

 

Καλά είναι

 

Καλάθια είναι, στα πόσα νομίζεις ότι καίγεσαι ;

 

Πριν δυο μήνες είχα 365

 

Φαντάσου να ‘πεφτες και σε δίσεκτη χοληστερίνη

 

Γαμώ τα χιούμορ τα σεφερλίδικα. Γι αυτό σε λέω, μια χαρά είναι το 299

 

Αρχίδια είναι. Τριγλυκερίδια

 

Σειρά σου

 

Σωστά. 120

 

Φακ! με ξέσκισες , 250

 

Γιες ! double score !

 

Πώς το κάνεις αυτό ρε μαλάκα ;

 

Δωροδοκώ την μικροβιολόγο

 

Το ‘ξερα ! είσαι σκουλήκι

 

Naι αλλά υγιέστατο, λέγε , ζάχαρο

 

Εσύ πες

 

Θα σκυλομετανιώσεις

 

Καλά , 156

 

Τι έφαγες ρε σαφλαμά με το που άνοιξες τα μάτια σου ;

 

Δυο κουλούρια κι ένα σταφιδόψωμο

 

Nηστικός δεν σου είπε ;

 

Ε είπε, πιστήμονας είναι, ας βγάλει τα κουλούρια και το σταφιδόψωμο απ’ τα 146, τι σκατά τους μάθαν στις Ιατρικές;

 

Αδιόρθωτος είσαι ρε αγόρι μου

 

Πείναγα πολύ αφού, εσύ πόσο ;

 

88

 

Φτου γαμίδια!

 

Στα μούτρα σου, ουρία, πόσο ;

 

55

 

Ώι , ώι

 

Εσύ πόσα ώι ;

 

25

 

Φακ ! τι σκατά κάνω παρέα μαζί σου γαμώτη μου ;

 

Eρυθρά

 

Όχι

 

Τι όχι ;

 

Αυτά είναι παιδικές αρρώστιες, δεν τα ψάχνω

 

Αιμοσφαίρια ρε παπάρι

 

Αααααα , μισό,  5 εκατομμύρια και διακόσιες χιλιάδες

 

Καλός είσαι, εγώ μείον τις διακόσιες

 

Γιες ! Γιες ! Γιές !

 

Λευκά

 

Σειρά σου

 

6 χιλιάρικα

 

Δέκα ! Δέκα ! Δέκα ! Γι..

 

Mην πεις γιες ! στην κόψη είσαι, ψάξου

 

Δεν κερδίζουν τα δέκα τα έξη ρε σαφλαμά ;

 

Μην είσαι παπάρας , αιματοκρίτης

 

36

 

Τι είναι αυτό ;

 

Νούμερο

 

Και το λες έτσι ψύχραιμα ;

 

Ναι γιατί ; κλεμμένο είναι ; δικό μου είναι

 

Ψάξου

 

Χέσε με ρε σούπερμαν, πόσος είναι ο δικός σου ;

 

47

 

E τι σκατά φίλος είσαι ; δεν μπορείς να μου δανείσεις 5 για να μη τρέχω ;

 

Oύτε το ουρικό οξύ μου σου δανείζω

 

Ωπα ! τι λέει το κοντέρ γι αυτό ;

 

4,5

 

Κι εγώ

 

Κι εσύ τι ;

 

4,5

 

Δεν σε πιστεύω

 

Ώχου μωρέ μαλάκα, καλά , 7

 

Ώι, ώι !

 

Tι ώι! ώι! ρε παπάρα ; ας έκανα κι εγώ τα γλυκά μάτια στη μικροβιολόγο και θα σου λεγα

 

Ποια γλυκά μάτια ρε ; την ξέρεις τη μικροβιολόγο μου ; εξηνταπέντε χρονών είναι και μοιάζει με μπερζέρα

 

Για την υγεία κάθε θυσία είναι μονόδρομος

 

Τι γίδι που είσαι

 

PSA μέτρησες ;

 

Ναι , 1,5

 

Εγώ 0,5

 

Με γειά

 

Φχαριστώ, καλύτερος δεν είμαι ;

 

E είσαι και 40πλην, μη μου χώνεσαι με ευκολάκια

 

Θα σε φάει η ζήλια επειδή σε ξέσκισα εδώ

 

Θες να πούμε κι άλλα ;

 

Όχι ρε, βαρέθηκα , θα πάμε το βράδυ για μπύρες ;

 

Aν δεν σου πέσει η χοληστερίνη ως τα γόνατα εγώ δεν σε βγάζω έξω

 

Δεν κοιτάς τα χάλια σου στο PSA , στη χοληστερίνη μου έμεινε το μάτι σου

 

Πάμε για κανένα mojito καλύτερα ;

 

Ναι, ναι, ο δυόσμος κάνει καλό στη φερριτίνη

 

Και μετά κανένα maltάκι

 

Γαμώ ! θα χτυπήσει ταβάνι η HDL

 

Τι σκατά τις θέλουμε τις εξετάσεις ;

 

Έλα ντε, με 140 ευρώ θα πίναμε όλο το μαγαζί

 

Άντε κλείνω τώρα, έχω ραντεβού με τον oυρολόγο

 

Μην τον κοιτάξεις στα μάτια

 

Όχι ρε, αυτό μου έλειπε, δάχτυλο με υγρά βλέμματα και τρυφερότητα

 

Γεια, στις δέκα;

 

Γεια, οκ

 

(κλικ)

 

 

 

 

(πίσω στις παλιές καλές μέρες του ΕΟΠΠΥΥ)

στις δυο δημοκρατίες συν μια δώρο

1

 

Warning : πολιτικά μη ορθόν (γενικώς και ειδικώς)

……..

 

Πιάστηκε ο κώλος μου ρε παπάρα πέντε χιλιόμετρα πάνω στη σχάρα. Όταν είπες “θα πάμε με το δικό μου” δε φαντάστηκα ότι εννοούσες το ποδήλατο.

 

Και τι φαντάστηκες δηλαδή; Ότι θα σ’ έβγαζα αυτοκινητάδα; Τέσσερα λίτρα έχω ακόμα και μ’ αυτά πρέπει να βγάλω το μήνα.

 

Και τι φταίει ο κώλος μου;

 

Χέσε μας με τον κώλο σου. Για ψώνια βγήκαμε, όχι για ψωνιστήρι. Κλείδωσες το λουκέτο;

 

Όχι. Ακόμα προσπαθώ να ξεκλειδώσω τον κώλο μου. Το ποδήλατο δικό σου είναι, εσύ να το κλειδώσεις.

 

Τι παπάρας!

 

……………

 

Τι θα ψωνίσεις; Έχεις λίστα;

 

Φυσικά έχω λίστα. Εσύ δεν έχεις;

 

Έχω ένα χαρτάκι αλλά δεν το βρίσκω το γαμημένο… Λες να το ξέχασα σπίτι; Α… κάτσε… Να ‘το το βρήκα. … Τι έγινε ρε μαλάκα; Βλέπεις τίποτα αστείο;

 

Όχι τίποτα… ωραίο “χαρτάκι” ! Αυτά τα μικρά ροζ γραμματάκια μόνος σου τα ζωγράφισες; Τι λένε;

 

“Χαρτοπετσέτες, μία κονσέρβα καλαμπόκι μικρή, μια πράσινη πιπεριά για γέμισμα “ λένε

 

Και χρειαζόσουνα “χαρτάκι” για να τα θυμάσαι όλα αυτά;

 

Αντί να κοροϊδεύεις γιατί δε βγάζεις να δούμε και το δικό σου χαρτάκι, ρε έξυπνε;

 

… Ορίστε.

 

Τι είναι αυτό; Στικάκι; Σε στικάκι έφερες τη λίστα για τα ψώνια;

 

Yes.

 

Γιατί; Για να σε πούνε τρέντυ;

 

Γιατί; Σε κομπλεξάρισα;

 

Γιατί; Μοιάζω κομπλεξαρισμένος;

 

Έχεις κοκκινίσει και βγάζεις καπνούς από τ’ αυτιά.

 

Είναι επειδή δεν έχω καταφέρει ακόμα να ξεκλειδώσω τον κώλο μου.

 

Γιατί; Ξέχασες τον συνδυασμό;

 

Άει ρε μαλακισμένο

 

………………………..

 

Και πώς θα δεις ρε παπάρα τι λέει η λίστα; Έχεις φέρει και το λάπτοπ;

 

Δε χρειάζεται να δω. Τη θυμάμαι απέξω.

 

Σιγά! Για πες τη.

 

“Τρεις φέτες σαλάμι προσφοράς”

 

Τι είν’ αυτό;

 

Η λίστα.

 

Έστω. Ας υποθέσουμε ότι είναι. Και πως θα σιγουρευτείς ότι δεν ξέχασες κάτι;

 

Τι “κάτι”; Τη μία από τις τρεις φέτες πχ;

 

Τι παπάρας! Εννοώ ότι η λίστα.doc στο στικάκι σου μπορεί να λέει “και τρεις φέτες γκούντα”. Πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν το λέει;

 

Θα τσεκάρω μια φορά τη lista.xls πριν πληρώσουμε

 

Μπα; Και πώς θα το κάνεις αυτό; Θα χώσεις το στικάκι στο αυτί σου;

 

Θα σου πω πού θα χώσω το stickάκι μου μόλις καταφέρεις να ξεκλειδώσεις τον κώλο σου. Βλάκα.

 

…………….

 

Μπίρες θα πάρεις;

 

Nαι, δυο. Όποιες έχει σε προσφορά.

 

Καλά, πάρε

 

Τι κάνεις ρε παπάρα; τι κάνεις;

 

Tι κάνω; έβαλα δυο Βεργίνες προσφορά στο καρότσι

 

Πας καλά ρε μαλάκα; να μας δει κανείς σκοπιανός και να μας περιμένει έξω με κανένα σουγιά να λογαριαστούμε;

 

Καλά λες, να βάλω δυο Fix προσφορά

 

Γερμανός δεν είναι αυτός ;

 

Ήταν. Τώρα είναι μπίρα.

 

Δεν θέλω, ούτε αυτές που ο αφρός τους τελειώνει σε –er θα πάρω, θα μας κοιτάν περίεργα στα ταμεία, απάτριδες κι έτσι

 

Τι σκατά προσφορά θα πάρεις τότε;

 

Φουντούνια. Καλύτερα. Δε φουσκώνουν κιόλας

 

………………..

 

 

Πάρε παραπάνω φέτες σαλάμι ρε, πολύ μικρές είναι αυτές. Ποιος θα πρωτοφάει ;

 

Λεπτές εννοείς;

 

Και λεπτές και τοσοδούλες, σαν να είναι από μικρό πόνυ, δεν τις πιάνει η ζυγαριά αφού

 

Να τις πιάσει. Άμα δεν τις πιάνει η ζυγαριά τους να μου τις δώσουν χωρίς να βάλουν τιμή πάνω, δεν πληρώνω

 

Όπως με τις αποδείξεις δηλαδή

 

Αυτό. Μη σου πω ότι θα έρχομαι δέκα φορές τη μέρα για να παίρνω από μια φέτα τη φορά

 

Brilliant. Λες να γίνεται και με τις ελιές αυτό;

 

Φυσικά. Kαι με τις φράουλες. Και με τα σταφύλια, όταν βγουν. Με εξήντα πηγαινέλα βγάζεις τσαμπί.

 

Λες να μας υποπτευθούν στο τέλος;

 

Στ’ αρχίδια μας.

 

Μη φωνάζεις ρε παπάρα. Γύρισε η άλλη που ζυγίζει δυο μανταρίνια και μας κοίταξε άγρια

 

Να μη μας κοιτάει πες της, μη βάλω και τ’ αρχίδια μας στη ζυγαριά μαζί με τα μανταρίνια και χρειαστεί πιστωτική για να πληρώσει

 

Σιγά τον τι-ρεξ

 

Α και τυρί, που έλεγα τι ξέχασα, τι ξέχασα….

 

 

……….

 

 

Τι κοιτάς;

 

Τα βίσκια

 

Έχεις στη λίστα «βίσκι» ;

 

Όχι

 

Τι κοιτάς τότε;

 

Αναμνήσεις, ωραία χρόνια

 

Να μη περνάς απ’ αυτό το διάδρομο, σου κάνει κακό

 

Αφού ξέρω ότι εδώ ζουν οι παλιοί έρωτες όμως

 

Να αλλάξεις διαδρομή, να περνάς απ΄την άλλη μεριά

 

Δεν μπορώ, είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου

 

Να ζητήσεις να βγάλουν ασφαλιστικά μέτρα, να μη πλησιάζεις τα βίσκια κοντύτερα από σαράντα μέτρα

 

Και στη μπακάλισσα πώς θα μπαίνω να πάρω γάλατα ρε παπάρα; τρεισήμισι τετραγωνικά είναι το μαγαζί και στο πίσω ράφι έχει βατ-69, δεν βγαίνουν τα νούμερα

 

Αφού δεν πηγαίνεις για γάλατα στη μπακάλισσα ρε μαλάκα. Για να βλέπεις τα βυζιά της πας

 

Υπερβολές. Απλά όταν σκύβει να βγάλει ρέστα απ το συρτάρι βλέπω προσεκτικά μη με κλέψει στα ρέστα

 

Και πού τα ΄χει τα ρέστα ρε χαμένε; Στο υπόγειο του σουτιέν;

 

Δεν φοράει σουτιέν

 

Να ζητήσεις ασφαλιστικά μέτρα και για ανοχύρωτα βυζιά, δεν σώζεσαι αλλιώς

 

Τι σαφλαμάς…..

 

……..

 

Αυτοί τι κάνουν ξαπλωμένοι εκεί χάμω;

 

Ο ένας πίνει νερό, ο άλλος σνιφάρει φωτιστικό οινόπνευμα. Η διπλανή του νομίζω τρώει δρακουλίνια.

 

Εννοώ γιατί είναι σαβουρντισμένοι καταγής ρε παπάρα

 

Ζέστη

 

Τι ;

 

Λέω, έχει ζέστη στο σουπερμάρκετ. Στα σπίτια τους δεν έχει. Έρχονται εδώ και περνάνε πεντέξη ώρες, μέχρι να πάνε να πέσουν για ύπνο

 

Δεν μπορούν να κοιμηθούν εδώ, ε ;

 

Όχι, μόνο στο Χόλιγουντ κοιμούνται μέσα σε σουπερμάρκετ, άμα τους κυνηγάνε ζόμπι, ο terminator,  πτερόσαυροι ή εξωγήινοι

 

Εδώ τίποτε απ’ αυτά δεν έχουμε, χώρα σου λέει ο άλλος, επενδύσεις κι ανάπτυξη και τουρισμός κι αρχίδια

 

Ρε συ, αυτός στην άκρη φοράει γόβα στο ένα πόδι;

 

Nαι, και;

 

Τι «ναι, και;». Πώς ισορροπεί σε φλατ και γόβα ταυτόχρονα; Εγώ γιατί τσακίζομαι κάθε φορά που τις προβάρω σπίτι;

 

Αυτό σε πείραξε μαλάκα, όχι ότι ο κόσμος φοράει o,τι παπούτσι βρει σε προσφορά στα καλάθια

 

Γαμώ τα μνημόνιά τους μέσα. Σε λίγο θα αναγκαστώ να φορέσω και τα βαφτιστικά του γιου μου. Θα ζοριστώ με τα κορδόνια λίγο αλλά όλα θέμα συνήθειας είναι

 

Τι παπάρας….

 

 

…………………..

 

 

Τι κάνεις ρε μαλάκα; παίρνεις τα κασέρια της γευσιγνωσίας και τα βάζεις στο χαρτί που έχεις τις τρεις φέτες σαλάμι;

 

Tραβάς κανα ζόρι εσύ; για να τα φάμε δεν τα βάλαν στο πιατάκι;

 

Για να τα φάμε, όχι για να γυαλίσεις το πιάτο

 

Το ίδιο είναι. Νόστιμα ήταν, πείναγα, μπράβο τους που κάνουν τόσο όμορφα κασέρια

 

Ντροπή είναι ρε μαλάκα

 

Ντροπή θα ήταν να έπαιρνα και τις οδοντογλυφίδες

 

Μη τολμήσεις να βάλεις χέρι παπάρα, θα στο κόψω. Αυτές θα τις πάρω εγώ, τις είχα και στη λίστα

 

Λέει «μεταχειρισμένες οδοντογλυφίδες» ρε χαμένε ;

 

Γιατί, το στικάκι στον κώλο σου έλεγε «κασέρια σε κυβάκια;»

 

Λίγα για τον κώλο μου, νταξ;

 

Tι ξεφτίλα είσαι ρε παπάρα, θα δώσεις στο ταμείο πακέτο με τρεις φέτες σαλάμι και κυβάκια κασέρι που κάνουν κούρμπα;

 

Καλά λες. Κάτσε να τα πατήσω τα κυβάκια να γίνουν  φέτες για τοστ

 

Τι μαλάκας….

 

Λα βας πατεί ρε ζηλιάρη, λα βας πατεί

 

………………….

 

Κοίτα, φράουλες, στα δυο σκαφάκια τα σκάγια δώρο

 

Στον κώλο τους να τις βάλουν

 

Με το σκαφάκι

 

Με τη σκάφη ολόκληρη

 

Σωστά ομιλείς

 

……………………

 

Μια πιπεριά για γέμισμα θα πάρεις;

 

Ναι

 

Χωρίς ντροπή;

 

Από ποιόν να ντραπώ; τόσο ρύζι έχω σπίτι, τι να τις κάνω τις δυο; Με τι να τη γεμίσω τη δεύτερη; έχεις να μου δώσεις εσύ ρύζι;

 

Ρύζι δεν έχω, αλλά λίγο φιδέ άμα θες

 

Πολύ μαλάκας είσαι

 

Και φιδέ σε δίνω και μαλάκας από πάνω

 

Ε μα είδες πουθενά εσύ πιπεριές γεμιστές με φιδέ;

 

Γιατί ρε παπάρα;  θα δεις εσύ ποτέ ξανά ολόκληρο ταψί με πιπέρια γεμιστά;

 

Αρχίδια γεμιστά θα δω

 

Να με δώσεις συνταγή γι αυτά τα γεμιστά, θέλω να την εντυπωσιάσω στο σπίτι. Λοιπόν, πάρε δυο πιπεριές. Στην κερνάω εγώ τη δεύτερη.

 

Είσαι φίλος ρε γαμώτο

 

Δεν κάνει τίποτε, μια πιπεριά είναι

 

Το φιδέ μη ξεχνάς

 

Καλά ρε μαλάκα, και φιδέ, και φιδέ. Έτοιμο τον έχω σε ταπεράκι, δεν τον έφαγε η πεθερά μου στο νοσοκομείο χτες και είπα να μη πάει στράφι

 

Να τη βάλεις τη δεύτερη  πιπεριά στον κώλο σου παπάρα

 

Και πώς θα κάτσω στη σέλα μετά ρε μαλάκα; ορθοπεταλιά θα πάω σπίτι;

 

Δικό σου το ποδήλατο, αυτοσχεδίασε. Στο φινάλε ας αγόραζες τομάτα για γέμισμα, να μη ζοριστείς

 

……………………..

 

Ααα, κοίτα! Αστακός!

 

Αστακός είναι αυτό;

 

Έτσι λέει εδώ: “Ζωντανός αστακός”.

 

Και γιατί φοράει γυαλιά και κρατάει πι ;

 

Προφανώς επειδή είναι ακόμα ζωντανός. Αν ήταν πεθαμένος υποθέτω ότι δε θα χρειαζόταν ούτε το ένα ούτε το άλλο.

 

Αυτός όμως μοιάζει σαν κάτι ανάμεσα.

 

“Ανάμεσα” σε τι; Σε γυαλιά και πι ;

 

Σε ζωντανός και πεθαμένος ρε παπάρα.

 

Είναι δυο χρόνια που έχει ξεμείνει μόνος του στο ενυδρείο. Έχει αποδεχθεί το γεγονός ότι κανένας δεν πρόκειται πια να τον αγοράσει. Δεν είναι χαζός. Τον βλέπεις πώς μας κοιτάζει; Ξέρει πολύ καλά τι γίνεται.

 

Σκατά ξέρει. Πριν από δύο λεπτά ήρθε ο υπάλληλος κι έριξε δύο ζάναξ κι ένα λαντόζ μέσα στο ενυδρείο. Γι’ αυτό μας κοιτάζει έτσι.

 

Νομίζω ότι μόλις έκλασε.

 

Ποιός, ο υπάλληλος;

 

Όχι, ο αστακός ρε παπάρα

 

…………………………

 

Εγώ πάντως λέω να τον πάρουμε. Θα είναι σα κίντερ-έκπληξη. Απ’ έξω αστακός κι από μέσα τίγκα στο αντικαταθλιπτικό. Θα τον φάμε και μετά θα βάλουμε το κανάλι της Βουλής, μαλάκα θα είναι καλύτερο κι από LSD + “Το κορίτσι Που Αγάπησα”

 

Εντάξει, ρώτα τον πόσο κάνει κι αν τρώγεται

 

Σε τι γλώσσα ρε παπάρα; μιλάς εσύ αστακίστικα;

 

Όχι τον αστακό ρε μαλάκα. Τον υπάλληλο.

 

Θα φάμε τον υπάλληλο;

 

Θες να φας καμιά μπουνιά; πες μου, θες;

 

……………………..

 

Ορίστε. Τι λέει εδώ;

 

Εικοσιπέντε.

 

Εικοσιπέντε, τι; Χρονών;

 

Όχι ρε. Ευρών.

 

Το αστακόν;

 

Το κιλόν

 

Παν’ καλά ρε αυτοί; Δέκα ευρώ η μπουκιά; Ωχ, πάμε γρήγορα να φύγουμε γιατί νομίζω ότι ετοιμάζεται να ξανακλάσει. Λάιφ οφ πιφ ρε πούστη μου…

 

………………………

 

CD «ένα συν ένα δώρο», να σκαλίσουμε λίγο;

 

Κλείσαν τα Metropolis, ανοίξαν τα καλάθια στα μπακάλικα. Σκατά τα κάναμε με τα downloading.

 

Άσε τα ενοχικά και ψάχνε

 

Ψάχνω ρε παπάρα, ψάχνω..

 

Ρε μαλάκα, σε όλα Νταλάρα έχει δώρο;

 

Όχι σε όλα, σ΄αυτό που κρατάω έχει Barry White δώρο με τον Νταλάρα

 

Δηλαδή ότι και να πάρουμε, θα φύγουμε με Νταλάρα από δω μέσα;

 

Γάμησέ τα. Αλλά βρήκα Santana με δώρο Νταλάρα, με τι καρδιά να το αφήκω ;

 

Κι εγώ 2002GR με Νταλάρα, κελεπούρι

 

Μαλάκα θα τους πάρω τους Santana και θ’ αφήσω το Νταλάρα στα καλάθια στην έξοδο «για τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας»

 

Τελείως χτήνος είσαι ρε αλήτη. Και αναξιοπαθούντες και με Νταλάρα. Στην κόλαση θα πας.

 

Όπου και να πας θα σε περιμένει ο Νταλάρας τελικά

 

Με άγχωσες τώρα. Πάω να χαζέψω γιαούρτια

 

…………………

 

Δε με λες, είπες ότι θα κάνετε γιουβέτσι την Κυριακή;

 

Έτσι είπε η άλλη, πήρε έναντι μισό μισθό απ΄τους πέντε χρεωστούμενους και είπαμε να το κάψουμε

 

Πήλινα έχετε;

 

Έχουμε. Έντεκα. Προίκα της. Δώδεκα είχαμε αλλά το ένα αυτοκτόνησε στα μικροκύματα, ήρθε η πυροσβεστική αλλά ήταν αργά. Χάσαμε και μια κουρτίνα, προίκα κι αυτή.

 

Κρέας έχετε;

 

Kρεατόζουμο έχουμε. Μισό μισθό είπαμε, όχι το τζόκερ

 

Καλά ρε μαλάκα, γίνεται γιουβέτσι χωρίς κρέας;

 

Εδώ γίνεται να δουλεύεις χωρίς να πληρώνεσαι, το κρέας στο γιουβέτσι μας μάρανε;

 

Αυτό να με πεις. Κριθαράκι έχετε;

 

Θα πάρω. Άμα δεις κανένα με προσφορά ειδοποία

 

Το μόνο με προσφορά είναι αυτό στο μάτι εκεινής που έκοβε σαλάμια στα ψυγεία. Ναααα ένα κριθαράκι….τρία πήλινα γεμίζεις

 

Ρε παπάρα, πιο αηδιαστικός κι απ τον Σεφερλή γίνεσαι ώρες ώρες

 

Λίγα για τον Μάρκο, ύμνους έγραψε ο Γεωργουσόπουλος για χάρη του

 

Χέστηκα

 

Το WC απέναντι είναι, να η πινακίδα

 

Πω ρε μαλάκα , πω ρε μαλάκα…

 

…………………………….

 

Τι γράφει αυτή η ετικέτα ρε;

 

Τα γυαλιά δεν τα πήρες;

 

Τσου. Δεν θα ξεφτιλίζομαι εγώ με τα πρεσβυωπίας στην κάθε τριανταπεντάρα μανούλα που ψάχνει κρέμες και ταλκ εδώ μέσα

 

Οι μανούλες σε μάραναν

 

Είναι ευάλωτες αυτές, έχουν στραμπουληγμένες ορμόνες, νιώθουν και παραμελημένες, στα μάρκετ και στις κούνιες ξεσαλώνουν, λέγε ρε, τι λέει η ετικέτα

 

ЬЄИЃЌА  ТОУЯСН

 

Πες το στα ελληνικά γιατί θα σε χτυπήσω

 

Ρέγγα τουρσί λέει

 

Βγαίνει και σε τουρσί αυτό το ψάρι;

 

Ξέρω γω; αυτό λέει η ετικέτα, αυτό σου λέω

 

Και πώς τρώγεται;

 

Γιατί ρωτάς ρε μαλάκα; θα το πάρεις; έχεις στη λίστα γραμμένο ЬЄИЃЌА  ТОУЯСН

 

Ξέρω να γράφω κυριλλικά ρε παπάρι;  επειδή εσύ έμαθες πέντε λέξεις τούρκικες στη φατμαγκιούλ, μου τη λες τώρα;

 

Tότε θα ‘γραφε  ringa balığı turşu

 

Πολύ μαλάκας είσαι τελικά, πολύ show off ρε πούστη μου

 

Είναι μια τριανταπεντάρα μανούλα ακριβώς από πίσω σου, έχει χαρισματικά καυκάσια ζυγωματικά και με κοιτάει λάγνα, είπα να μη χάσω την ευκαιρία

 

Άσε το βάζο και πάμε να φύγουμε, θα σε χτυπήσω πολύ άσχημα

 

……………………..

 

Κοίτα ‘δω. Στο ράφι με τα αλεύρια έχει και μια γιαγιά.

 

Τι γιαγιά;

 

Κάτσε να δω τι λέει το ταμπελάκι… «Γιαγιά για άνοιγμα χωριάτικου φύλλου» λέει.  Δεν έχουν το θεό τους αυτοί του μάρκετινγκ ρε πούστη μου

 

Θα σκότωνα για μια πίτα με σπιτικό φύλλο. Πόσο κάνει;

 

Μηδέν κόμμα μηδέν εξήντα πέντε το κιλό. Όπως την κόβω, γύρω στα τρεισήμισι ευρώ θα βγει, εκτός αν πούμε ότι τη θέλουμε χωρίς πόδια.

 

Εννοείται ρε μαλάκα. Τι να τα κάνουμε τα πόδια; Για ν’ ανοίγει φύλλο τη θέλουμε, όχι για 5Χ5. Λες να μας ακούει και να φρικάρει;

 

Ότι κάτι ακούει, αυτό είναι σίγουρο. Πάντως όχι εμάς. Δεν τη βλέπεις; Το ίδιο ύφος με τον αστακό έχει! Λέει πουθενά ημερομηνία λήξης;

 

Κάτσε να δω… Σε μια βδομάδα.

 

Καλά είναι. Μόλις λήξει θα την φυτέψουμε στον ακάλυπτο και με λίγο πότισμα, σε τέσσερα πέντε χρόνια θα έχουμε τις δικές μας γιαγιάδες «για το άνοιγμα σπιτικού φύλλου».

 

Μαλάκα, θα σε φωνάξουν στο TEDx με τέτοιες ιδέες. Αλλά μη λες άλλα τέτοια, ανατρίχιασα.

 

Γιατί;

 

Δεν είδες τι έπαθε ο Νώντας;

 

Τι έπαθε ο Νώντας;

 

Φύτεψε την πεθερά του στην ίδια αυλή που είχε κάνει το μπαχτσέ και όταν φύτρωσε η πεθεριά ©®, επικονιάστηκε με την αγγουριά και τώρα βγαίνουν κάτι πεθερές σε σχήμα αγγουριού και κάτι αγγούρια σε σχήμα πεθεράς. Κάθε καλοκαίρι δεν ξέρει ο καημένος τι να πρωτοβάλει στη σαλάτα και τι να πρωτοβγάλει απ’ τον κώλο του.

 

Ο Νώντας είναι μαλάκας. Να φέρω ένα καρότσι να τη βάλουμε μέσα;

 

Φέρε.

 

Φέρνω.

 

…………………….

 

Μαλάκα παραβάρυνε το καρότσι

 

Αφού ζητήσανε τρία ευρώ για να της κόψουν τα πόδια on site, σιγά μη τα ‘δινα, «εξυπηρέτηση πελατών» ντεμέκ

 

Τρελός είσαι; τόσα μαχαίρια έχουμε σπίτι. Έχω κι έναν μεγάλο νυχοκόπτη για το φινίρισμα

 

Θα κοψομεσιαστούμε όμως, κι έχουμε να πάμε και στα βρακιά

 

Από δω ψωνίζεις βρακιά ρε παπάρα;

 

Γιατί εσύ από πού ντύνεις τ’ αρχίδια σου; απ’ την Via Condotti ή απ΄την Faubourg Saint-Honoré ;

 

Άμα γίνεσαι τόσο vulgaire δεν θέλω να με μιλάς, ντρέπομαι τους τριγύρω

 

Ενώ τώρα που βούτηξες στο καλάθι με τα σώβρακα και τις κυλόττες δεν τους ντρέπεσαι

 

Αυτά καλά φαίνονται, τι λες;

 

Kαλά είναι, έχουν και γερό λάστιχο πάνω

 

Το θέμα είναι να μην ανοίγουν από κάτω και μας ζητήσει για μοντέλα ο Reiser

 

Να πάρω τα γκρι ή τα άσπρα;

 

Μαύρα, σηκώνουν βρώμα μπρος -πίσω. Γίνονται και πλερέζες

 

Καλά λες. Της αλληνής τι να της πάρω;

 

Αυτά του κατηχητικού που κρύβουν και αφαλό. Τα χει προσφορά, μπεζάκια, τα τρία 2 ευρώ. Μόνο σε XL έχει αλλά ας τα φοράει λίγο φαρδιά για να μη την πιέζουν στις σάλπιγγες

 

Πω πω , μ’ αυτά ρε μαλάκα άμα τα απλώσει και φυσάει πολύ, πιάνουμε Λιβυκό σε μια ώρα

 

Και τι έχετε σκοπό να κάνετε στο Λιβυκό ρε φαντασμένε παπάρα; να δείξετε στους αιγύπτιους γλάρους ότι πήρατε καινούριες κυλόττες ;

 

Φύγε, θα σε χτυπήσω

 

Καλά. Πάρτης και μαύρα, να το παίξετε «το πειρατικό μπαλκόνι». Το πουλί σου να το ντύσεις Τζόνι Ντεπ.

 

Φύγε μακριά είπα, θα σε ματώσω

 

……..

 

Που είναι τα ράφια με «like» ρε;

 

Τα ποιά;

 

Τα ράφια με τα «like», για το φέισμπουκ

 

Πας καλά ρε παπάρα;

 

Μια χαρά πάω. Τα πουλάνε σε προσφορά, εικοσάδα. Να πάρω τρεις εικοσάδες να ‘χω να μοιράζω, μη με λένε και ακατάδεχτο

 

Δίπλα στα καρνέισον είναι τα like ρε. “Δυνατός και γερός για να γίνεις, κάθε μέρα τα like σου να πίνεις”

 

Kαλά λες, να ‘τα ! Ωραία, έχει και προσφορά,   δώρο μια «κοινοποίηση» με κάθε πακέτο «like». Δίπλωσε λίγο τη γιαγιά για να ρίξω τρία πακέτα στο καρότσι.

 

Τι μαλάκας

 

……………

 

Για δες, λέει η λίστα «σαμπουάν»;

 

Εσύ πάντα ό,τι λέει η λίστα κάνεις;

 

Εσύ πάντα στο σούπερ μάρκετ κάνεις τη μικρή σου επανάσταση ρε παραδουλεύτρα του σπιτιού;

 

Εσύ μήπως είσαι πολύ μαλάκας;

 

Εσύ μήπ…

 

Σσσσστ… Κάτι λέει η γιαγιά… Σκάσε λίγο ν’ ακούσω…

 

Αυτά που λέει η γιαγιά δεν ακούγονται. Μυρίζονται. Άμα σε ενδιαφέρει όμως τόσο πολύ, να’ ρθεις εδώ που στέκομαι τόση ώρα εγώ, περιμένοντας εσένα να διαλέξεις σαμπουάν και θα μυρίσεις ένα σωρό ιστορίες απ’ τα παλιά.

 

Για να δω… Ω ρε πούστη μου! Αυτή η τελευταία κλανιά πρέπει να ήταν από πολύ παλιά!

 

Νομίζω ότι ήταν από τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, τότε που έτρωγε μόνο βολβούς και αγριόπρασα ωμά.

 

Ω ρε πούστη μου! Μήπως έπρεπε να την λιμάρουμε από τη μέση και κάτω τελικά;

 

Γιατί; Επειδή είναι vegetarian;

 

…………….

 

Αυτό εδώ πώς σου φαίνεται; «Εντατική φροντίδα για ταλαιπωρημένα μαλλιά».

 

Με δουλεύεις; Βλέπεις πουθενά εδώ γύρω μαλλιά;

 

Για να δω… Εκτός από αυτά που είναι πάνω στο κεφάλι μου, όχι…«Άρωμα Καρύδα & Αγριομπανάνα»…

 

Είσαι παπάρας. Μajor.

 

«Μέλι Μάγιας μέλισσας & Κρέμα από γάλα βουβάλας»…

 

Ό,τι πρέπει για φλώρους… Έχει τίποτα σε «Νέφτι & Καπνιστό λαρδί»;

 

Γιατί, θες να βάλεις φωτιά στη φαλάκρα σου;

 

Μαλάκα, αν συνεχίσεις αυτό το βιολί θα σου πετάξω τη γιαγιά στο κεφάλι μα την παναγία!

 

…………………………..

 

2.745 λέξεις

 

Τι είπες;

 

Είπα, 2.745 λέξεις ως εδώ

 

Ε και;

 

Τι ε και;  Πώς θα τα κουβαλήσουμε όλα αυτά που πήραμε ρε παπάρα, συν τη γιαγιά, συν τις 2.745 λέξεις; ξεχνάς ότι ήρθαμε με ποδήλατο;

 

Ω ρε πούστη μου

 

Έχεις ξεσκιστεί στα ομοφοβικά ρε καργιόλη, γαμώ την ανοιχτόμυαλη αριστεροσύνη σου

 

Χέσε μας με τα πολιτικά ρε μαλάκα.  Αυτό με το ποδήλατο το ‘χα ξεχάσει

 

Να αφήσουμε  τα ψώνια, τις λέξεις ή τη γιαγιά;

 

Χωρίς ψώνια θα μας ξεσκίσουν οι άλλες στο σπίτι. Χωρίς λέξεις θα μας ξεσκίσουν οι άλλοι στα βλογ. Πάρε το καρότσι με τη γιαγιά και θα σε βρω σπίτι.

 

Πας καλά ρε μαλάκα; θα βγω με γριά μέσα στο καρότσι και θα τριγυρίζω στους δρόμους άοπλος;

 

Γιατί; θα σου επιτεθεί με κλανιές αέρος-εδάφους η γριά;

 

Γριά ίσον σύνταξη ρε βλαμμένε, ας είναι και αγροτική ας είναι και μακελεμένη απ’ τον Κατρούγκαλο. Ποιος θα δει μια σύνταξη να περιφέρεται εκεί έξω σε καρότσι και δεν θα με κάνει κομμάτια για να την σπιτώσει;

 

Πέραση οι γριές ρε πούστη μου..

 

Γι αυτό σε λέω. Τουλάχιστον να την τυλίξουμε πριν τη βάλουμε στο καρότσι, να μη φαίνεται. Πάμε στα αλουμινόχαρτα να πάρουμε ένα πενηντάμετρο, μπας και φτάσω σπίτι αρτιμελής

 

Πενήντα μέτρα αλουμινόχαρτο για μια γριά ρε παπάρα;

 

Να ΄χει λίγο αέρα η στολή ρε, κλάσε-κλάσε μην έχουμε αποκαλυπτήρια στη διαδρομή και με κάνουν φύλο φτερό

 

Πάμε να πάρουμε. Τι μάρκα όμως; Μια γριά που ‘ναι να βγει, ας βγει ντυμένη ευπρεπώς. Μη νομίσουν ότι είναι και θύμα trafficking

 

Sanitas Clanitas. Το καλύτερο. Το ΄χουν και σε προσφορά σήμερα, με ένα αλουμινόχαρτο δώρο ένα αλουμινένιο ταψί medium

 

Μη λες τέτοια ρε μαλάκα και μας ακούσει και φοβηθεί ότι θα την ψήσουμε και κλάσει μέντες η γριά και εκκενώσουν το μαγαζί

 

Δε μου λες, menthol καραμελίτσες πήραμε;

 

Όχι, έχει όμως στα ταμεία. Δυο συν ένα Νταλάρα δώρο.

 

Πάμε ρε Μάρκο

 

Πάμε Σεφερλή μου

 

………….

 

 

Στον Κ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

e la città va

21491068984_db4b5bbfcd

 

Είμαι ρηχός, είμαι ελαττωματικός, είμαι πιο χλιαρός κι από νερό της βρύσης εν μέσω καύσωνα, μα η παραλία αυτής της ’ερωτικής’ πόλης ανέκαθεν με φόβιζε ακόμη κι όταν η επιφάνειά της ήταν πιο επίπεδη κι από φρεσκοστρωμένο μεταξωτό σεντόνι. Δεν ξέρω αν είναι κάποιο παιδικό τραύμα, κατάλοιπο, απώθηση, πως τα λένε οι shrinks. Τη θάλασσα απέναντι την έβλεπα σαν στόμα ανοιχτό και σκοτεινό, έτοιμο να σε καταπιεί αν ξεγελαστείς και πας κοντά του. Ακόμη και τώρα που πέρασαν τα χρόνια και πάλεψα να ξεθαρρέψω, μια άσχημη είδηση αρκεί για να με ξαναστείλει πίσω, στο απέναντι πεζοδρόμιο ή είκοσι μέτρα μακριά, χαζεύοντας με ασφάλεια τους τολμηρούς που τρέχουν πλάι της με τα ντράι φιτ τους, βαδίζουν πιασμένοι χεράκι χεράκι, κάνουν ποδήλατο, τρώνε μαλλί της γριάς, πετάνε τσόφλια από σπόρια καταγής, ρίχνουν πετονιές, πουλάνε πρέζα, βγάζουν σέλφι στο χείλος της και -οι πιο γενναίοι- ακουμπώντας ,σχεδόν, το νερό με τα λερωμένα σταράκια τους.

Αν είχε κάμπο εκεί, στη θέση του Θερμαϊκού, θα ήταν μια -ακόμη- κακάσχημη πόλη. Ανοχύρωτη στις ισιάδες που φτάνουν ως εκεί που πάει το μάτι, σε άλλες βαρετές ισιάδες δηλαδή που τις βαφτίζουν ’ορίζοντα’ για να κανακεύουν τους άνεργους ποιητές.

Μα δεν είναι έκπληξη, για μένα, το ότι νιώθω μιαν ακαθόριστη ασφάλεια μέσα στη βαρεμάρα, παρατηρώντας ίσιες κι ακίνητες γραμμές σαν αυτές που αφήνουν πίσω τους οι άρτι αποδημήσαντες και όχι τις αφρισμένες ή ασημένιες της γαλάζιας έκτασης. Ο Καββαδίας δεν θα καταδεχόταν να μου ρίξει μισή ματιά, είμαι σίγουρος ότι δεν θα πέταγε καν σωσίβιο ακόμη κι αν μ’ έβλεπε να πνίγομαι μέσα σε μια κουταλιά τσιμέντο.

 


 

photo: Dimitris Giovis

σεντιμένταλιστ

IMG_0956

 

Είμαστε φτωχοί. Αυτή είναι η πληγή που πολεμάμε να σφραγίσουμε με μπεταντίν, πούλβο και γάζες δυο νούμερα μικρότερες, όχι το ημερολόγιο.

Δεν ξέρω τι ράτσας φτωχοί. Καθένας ξέρει να μετράει αλλιώς τις απώλειές του, καμιά φτώχια δεν μπαίνει σε πλάστιγγα. Σε μερικούς γίναν και συνήθεια, κατά πως λέει κι ο ποιητής. Αληθινές ή ανύπαρκτες, κατά φαντασίαν. Να χάσεις κάτι που δεν σου ανήκει δεν κατάλαβα πώς το μετράς στο ζύγι για να παραπονεθείς μετά πως κάποιος σε ξεγέλασε.

Δεν υπάρχει κανένα Gloomy Sunday. Ο άλλος ποιητής, το love to hate you ποζέρι, αποφάνθηκε ότι κάθε μέρα είναι Κυριακή. Τον φαντάστηκα, παλιά, κάμποσες φορές να γράφει στιχάκια και να τραγουδάει πάνω στο ’Όταν έρχονται τα σύννεφα’. Κληρονόμησα πολλά κουσούρια από τους ευαίσθητους, ήμουν ευάλωτος και ευκολόπιστος ως νέος. Τώρα οι τρύπες που ανοίγουν εντός μου είναι αληθινές και μερικές έχουν περίεργα, λίγο φοβιστικά, ονόματα. Το πιο τρομαχτικό είναι ότι τα καλοκαίρια δεν έχουν πια original soundtrack.

Την πρώτη βροχή που θα πέσει αφού μαζέψουμε τα μπανιερά και τις πετσέτες, τη φοβόμαστε κατά βάθος γιατί ξέρουμε ότι θα ξεβάψουμε. Ανεξίτηλες μπογιές το καλοκαίρι δεν υπάρχουν, αντί να το χωνέψουμε τα βάζουμε με τους μπογιατζήδες και μ’ όσους μας τις πουλάνε.

Το θέμα, αυτά μαθαίνονται με τον καιρό, είναι να σε περιμένει τρένο στην πλατφόρμα νούμερο 9. Όχι να κατέβεις στην 8 και να περιμένεις το επόμενο, σκαρώνοντας γκρι ποιηματάκια, χαζεύοντας προορισμούς, ώρες και δρομολόγια.

Και τα τρένα που φύγαν, αλίμονο. Χωρίς κλισέ και λίγο σεντιμένταλ δεν περνάει ο χρόνος.

Οι παλιοί και έμπειροι σε τέτοιας λογής αποχαιρετισμούς, ξέρουμε ότι το θέρος αποδημεί όταν το τελευταίο καρπούζι βγει από τη γούρνα με το παγωμένο νερό. Κι όταν τα ΄χύνω’ επιστρέψουν για να κουρνιάσουν σε οικόσιτα σεντόνια.

η τελευταία φορά

 

 

13453654_1615417585439326_1608921754_n(2)

 

Παλιές φωτογραφίες δεν κατεβάζουμε από το πατάρι, δεν βγάζουμε απ’ τα κουτιά τους, ούτε σκαλίζουμε. Δεν τις αντικρίζουμε κατάματα, αυτό κυρίως.

Τέτοιες αποκοτιές έκανε η Πανδώρα (κι ας το ξέρουμε όλοι πως δεν ψαχούλευε για φωτογραφίες) και τα ’δαμε τα χαΐρια μας εξ’ αιτίας της.

Αν δεν σε φοβίζει η Πανδώρα, θυμήσου τη γυναίκα του Λωτ.

Έχω και μια μικρή ιστοριούλα πιο πρόσφατη, αν δεν σε συγκινούν οι παλιοκαιρίσιες μεταχειρισμένες.

 

……

 

‘Αυτή δεν είμαι γω‘, του είπε.

Ήταν καθισμένη με το μπουρνούζι στον καναπέ, είχε βαμβάκια ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, μύριζε βρεμένη πετσέτα, σαπούνι και νωπό -ακόμη- μανό. Δεν του άρεσε καθόλου το χρώμα, του φάνηκε υπερβολικό μα ήταν λάθος στιγμή για να εκφράσει άποψη. Σε γυναίκα περιτριγυρισμένη από φωτογραφίες δεν αντιμιλάς, διαλέγεις προσεκτικά τις λέξεις και προσεύχεσαι βουβά.

Άπλωσε το χέρι της κρατώντας ένα τόσο δα κομμάτι από τυπωμένο χαρτί, ‘για δες‘.

Είδε. Αυτή δεν ήταν εκείνη. Της την έδωσε πίσω, καμώθηκε τον αδιάφορο.

‘Λοιπόν;‘

‘Λοιπόν τι; σίγουρα δεν είσαι εσύ; αν δεν είσαι, πώς βρέθηκε μέσα στις δικές μας;‘

Aυτό ρωτάω κι εγώ. Πώς βρέθηκε ανάμεσά μας;‘. Άφησε τη φωτογραφία ανάμεσα στα πόδια της και έβαψε -με χέρι τόσο σταθερό που τον τρόμαξε- το τελευταίο νύχι.

And you, you can be mean.“Aνάμεσά μας”. Όχι ανάμεσά “τους”, όχι “μέσα στο κουτί με τις υπόλοιπες”, όχι “εκεί”. A ναι, έχουν το χάρισμα να κάνουν τη γλώσσα τους νυστέρι, λέιζερ, να σε σκίζουν σιγά σιγά χωρίς να χυθεί αίμα στο πάτωμα με τη μια. Και κυρίως χωρίς να χρειαστεί να σε κοιτάξουν. Μυρίζουν το ψέμα σου, τους σφυγμούς σου ή την σακατλίδικη αλήθεια σου κι αυτό τους αρκεί.

 ‘Δεν ξέρω, κάπως θα βρέθηκε’. Mικρή παύση για να βρει λίγο σάλιο. ‘Δεν είναι δικιά μου, αυτό το ανακριτικό σου το υφάκι  δεν το καταλαβαίνω κι ευτυχώς που δεν είναι σπίτι τα παιδιά‘.

Ένα βουνό από ψόφια ’δεν’, τόσο σαθρό που ήταν έτοιμο με την πρώτη ψιχάλα, με την πρώτη σωστή της λέξη (το ’νιωθε πως ερχόταν) να τον θάψει ζωντανό από κάτω.

‘Το υφάκι μου είναι το θέμα σου; Την ημερομηνία την είδες;‘

Ακολούθησε μια ακόμη παύση και κατόπιν τo βουνό κουνήθηκε λίγο, μια στάλα προς το μέρος του μ’ έναν υπόκωφο θόρυβο που θαρρείς βγήκε από τα σπλάχνα του στομαχιού του. Ποιαν ημερομηνία; Γιατί να έχει πάνω ημερομηνία; Γιατί να είναι μέσα στο κουτί; Τι της ήρθε να κατεβάσει φωτογραφίες με στοίβα τα ασιδέρωτα να περιμένουν παραδίπλα; Πρώτα κατέβασε τις φωτογραφίες και μετά μπήκε για μπάνιο; Τα νύχια άρχισε να τα βάφει αφού πρώτα είδε την φωτογραφία; Γιατί να είναι μέσα στο σκατόκουτο; Γιατί να βάφει τώρα νύχια; Γιατί τέτοιο άθλιο χρώμα;

‘Πες μου μόνο ότι δεν έβγαλες εσύ την φωτογραφία. Ούτε ποια είναι θέλω να ξέρω ούτε πόσο πριν και μετά τράβηξε, πες μου μόνο ότι εκείνη τη γαμημένη μέρα δεν ήσουν εσύ αυτός που πάτησε το κουμπί‘.

To βουνό άρχισε να καταρρέει με μια βουή που ταίρι δεν είχε. Όχι πως είχε ξεχάσει κάθε στιγμή και κάθε δευτερόλεπτο με εκείνη που δεν ήταν αυτή αλλά δε λένε πως λίγο πριν πεθάνεις όλη σου η ζωή περνάει καρέ καρέ, κι ας είναι άτεχνο το μοντάζ, μπρος στα μάτια σου; Κι εκείνος δεν είχε καν ζωή ολόκληρη να δει τώρα, μια μέρα μονάχα. Για να ακριβολογούμε: ένα απόγευμα, μια νύχτα και μισή μέρα. Απομεινάρια δηλαδή.

 

…..

 

’Λοιπόν;‘, του είπε ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο από το τρίτο πακέτο.

Η θάλασσα κάτω από τα πόδια τους, το μελτέμι που αγρίευε, οι μπουρδουκλωμένες σκέψεις μέσα στο κεφάλι του, ο ήλιος που αποτρελάθηκε και κόλλησε στο max (αν δεν πιστεύεις ότι υπάρχει ήλιος που κάνει θόρυβο δεν έχεις δει τίποτε στη χλιαρή ζωή σου), ίσα που την άκουσε να του το φωνάζει. Δεν το φώναξε καν, πιο πολύ σα να μονολογούσε, σαν να απορούσε με τον εαυτό της ήταν.

Άπλωσε τα πόδια της στο πεζούλι μπροστά, καιγόταν και ανατρίχιαζε μαζί. Οι απέναντι θα απολάμβαναν θεσπέσια θέα αλλά μόνο το πέλαγος, κύματα, δελφίνια και γλάροι -και ίσως, ίσως ένα πολύ μακρινό καράβι άλλης γραμμής- την έβλεπαν. Το τσιγάρο είχε ήδη μείνει μισό πριν καν πάρει δυο ρουφηξιές, φύσαγε πολύ. Σε λιγότερες από τέσσερις ώρες θα ξαναμπαίναν στο πλοίο της επιστροφής. Αν τη ρώταγες δεν θα ’ταν σίγουρη για ποιο λόγο ήρθε, μπορεί κιόλας να το μετάνιωσε. Εκείνος όμως ήταν πεπεισμένος πως ήταν τα στιχάκια που έφταιγαν για όλα. Το είχε αυτό το κουσούρι, πάντα σερνόταν ξοπίσω τους, πήγαινε όπου εκείνα θέλαν να τον πάνε. We could steal time, just for one day.

‘Μπορείς να μου πεις πώς διάολο βρέθηκε αυτή ανάμεσά μας;‘. Tώρα πια μιλούσε η απώλεια του ουδέποτε αποκτηθέντος, όχι εκείνη.

Δεν τον κοίταζε καν όταν το είπε, μα και να ’θελε ο ήλιος θα την τύφλωνε κι ας ήταν κρυμμένη πίσω από μαύρα γυαλιά. Αυτός την είδε, για τελευταία φορά όπως αποδείχτηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων, μέσα απ’ τον φακό.

 

κλικ

 

Maybe we’re lying…then you better not stay

 

…..

 

‘Μαλάκα, πού κάηκες;‘ του ψιθύρισε ο κουμπάρος του το επόμενο απόγευμα, την ώρα που του έστρωνε το -ήδη μπαϊλντισμένο- γαμπριάτικο λουλούδι στη μπουτονιέρα. Τα μαρμάρινα σκαλιά από κάτω τους ζεματούσαν. Ένα σμήνος από φτηνές βεντάλιες made in China (προφανώς από κακοπληρωμένα China girls) πασχίζαν μάταια να δροσίσουν τον αέρα.

 

άνοια

IMG_0683

 

 

Κάποτε έβγαινε που και που απ΄το λιμάνι. Όχι για μακριά, μη φανταστείς πλόες άξιους περιγραφής. Την άγκυρα όμως τη σήκωνε, αν ήσουν τυχερός άκουγες το αεράκι να χτυπάει τις τέντες, ξεπήδαγε μια υποψία μουσικής απ’ τα μεγάφωνα, τα ξεθωριασμένα κάγκελα μοιάζαν ξύλο ανθεκτικό στο αλάτι, πέρναγε ένα σμάρι πουλιά από πάνω, ρούμι υπήρχε, τα τηγάνια μπαίναν -όταν ο μάγειρας είχε κέφια- πάνω στη φωτιά, φτιαχνόταν κουτσά στραβά ένα παραμύθι.

Και το ’γραφα. Ήμουν τόσο φαντασμένος, τόσο εθισμένος με τις λέξεις που -θαρρούσα ότι- έβγαζαν μπαλκόνια στα ανοιχτά. Αυτά τα ‘ταξίδια στις βεράντες’, πρώτη θέση κατάστρωμα, τότε που βρισκόμασταν ακόμη με ανθρώπους σαν και μας. Παραμυθιασμένους, και παθιασμένους, με ιστορίες που ουδέποτε απέπλευσαν.

Τώρα με φωτάκια αναμμένα μια στις τόσες, σαπίζει ακίνητο στα ρηχά. Κάθε σούρουπο μας χαζεύουν γλάροι, την ώρα που βιάζονται -πετώντας διαγώνια, νοτιοανατολικά- να πιάσουν δουλειά σε μιαν άλλη ιστορία.

 

….

memorabilia

26093845

 

Οι γυναίκες της διπλανής ξαπλώστρας θα είναι και φέτος εκεί.

Μετρώντας απώλειες, έχοντας συλλέξει -από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, ερήμην τους- αμφίβολης αξίας αναμνηστικά. Μια ύπουλη κύστη στο στήθος, μιαν ενδομητρίωση, μια εμμηνόπαυση που έστειλε sms ‘είμαι στο δρόμο‘, πέντε κιλά ανισομερώς κατανεμημένα, δυο καινούριες πανάδες, έναν μόνιμο αποχωρισμό, ένα πρώην παιδικό δωμάτιο συγυρισμένο (αλλά κενό), εφτά αποτυχημένες απόπειρες δίαιτας, τέσσερα ’ναι αλλά όχι’, δυο ’πού να μπλέκεις τώρα’, μια ημιτελή απόπειρα offshore οργασμού, πολλά δικά του ψέματα που δεν χωράνε πια στη ζυγαριά, μερικά δικά τους που δεν ξεστομίστηκαν ποτέ, μιαν απόλυση, έξη κατά φαντασία προσλήψεις, μερικές εκατοντάδες ’ουφ’, κάμποσες χιλιάδες εκπνοές μολυσμένου από κουρασμένα σώψυχα αέρα, δυο -μπορεί και εικοσιδυό- μηνύματα που δεν αξιώθηκαν ποτές το  ‘send’.

Και μια σειρά αλήθειες που γράφτηκαν στο φέισμπουκ συν άλλες τρεις που γράφτηκαν στο χιόνι.

 

….

given the chance (we’ll die like a baby)

1

 

 

 

Ανάμεσα σ’ άλλες αρχαίες, βρήκα και μια φωτογραφία μας Μάιο μήνα, σε μια παραλία του Πόρου που δεν θυμάμαι -πια- το όνομά της.

Είμαστε τρεις. Δεκαεννιά χρονών. Ξαπλωμένοι πάνω σε βρεμένα βότσαλα, πίσω μας αδίπλωτοι και μουσκίδι οι υπνόσακοι, φοράμε μπουφάν και πουλόβερ πάνω από τα μπλουζάκια μας γιατί η πρωινή υγρασία πλάι στο κύμα τρυπάει, μη δίνοντας δεκάρα για το αν είσαι δεκαεννιά ή πενηνταεννιά.

Ζακέτα να πάρεις. Από τότε χαραγμένο στο DNA μας.

Ποιος μας φωτογράφησε; Να ήταν άραγε και κάποιος τέταρτος παρέα μας; ’Η ζητήσαμε από κάποιον άγνωστο -ακόμη πιο άγνωστο το πώς βρέθηκε εκεί παραδίπλα μας, τόσο νωρίς το πρωί- να πατήσει το κλικ; Θα ’πρεπε, ίσως, να είχα ήδη ρωτήσει τους άλλους δυο. Μα δεν θέλω να τους δείξω σήμερα τη μνήμη μου γυμνή κι ανυπεράσπιστη.

Κορίτσια δεν είχαμε μαζί μας. Κρίμα. Είναι ωραία τα κορίτσια όταν δεν μπορούν να ανοίξουν τα μάτια τους το πρωί και τα μαλλιά τους είναι κολλημένα στα χείλια τους. Και γίνονται ακόμη πιο όμορφα όταν σε καίνε τα νυσταγμένα πόδια τους εκεί ψηλά που συναντιώνται, όση ψύχρα κι αν κάνει τριγύρω. Εκείνο το ξημέρωμα καθόμασταν μόνοι, παλεύοντας να ζεστάνουμε τα χέρια μας μέσα στις τσέπες. Κρίμα κι άδικο.

Λίγο πριν ξεκινήσει η εξεταστική τον Ιούνιο πρέπει να ήταν. Ξεκινήσαμε άλλος από Ζωγράφου, άλλος από Κυψέλη, άλλος απ΄ τα στενά γύρω απ΄ την πλατεία του Αγίου Θωμά και συναντηθήκαμε στο τέρμα του τρένου στον Πειραιά,  για να μπούμε παρέα στο καραβάκι. Μετά δεν θυμάμαι πολλά από το ταξίδι, το ίδιο κι από το νησί. Φτάσαμε και βουτήξαμε κατευθείαν με τα Speedo και τα Arena μας, χωράγαμε και σε μικρά νούμερα τότε. Μετά στεγνώσαμε και ξέχασα τι κάναμε, αλλά δεν πειράζει.Untitled.png

Έχει χαράξει, πετάμε πέτρες στο νερό, αγουροξυπνημένοι. Πίσω το δάσος, μπροστά μας η θάλασσα. Δεκαεννιά χρονών. Αήττητοι, αθάνατοι για μια νύχτα. Με τσιγάρα (ΚΕΝΤ ο ένας, κάτι σε Καρέλια ο άλλος) και δυο, τρία κατοστάρικα στην τσέπη, για τις μπίρες, τους καφέδες, ένα ταπεινό τσιμπολόγημα και τα πηγαινέλα. Δε θες και περισσότερα στα δεκαεννιά.

Εκτός από τα πόδια τους που καίνε.

Τους άλλους δυο στη φωτογραφία τους πάντρεψα, χρόνια μετά. Μπορεί να τη θυμούνται εκείνη την παραλία, μπορεί να έχουν κι αυτοί την ίδια φωτογραφία, μπορεί και όχι. Αλλά δεν ήμασταν πλασμένοι για ήρωες του Αlex Garland. Αυτό το θυμάμαι σίγουρα.

 

the sheltering word

harvestgold

1

To πρωί της μέρας που έπεσε το πρώτο χιόνι της χρονιάς, άνοιξα μια σελίδα και έγραψα το πρώτο πράγμα που εκείνη την ώρα μου ‘ρθε, άγνωστο γιατί, στο μυαλό:

Πριν αλλάξει την πρώτη του πάνα ο Johnny Marr, ο Wilko Johnson άλλαζε προφυλακτικό.

Το βρήκα τόσο στέρεα δομημένο -και πρόστυχα υπoσχόμενο- ως πρόλογο, που αποφάσισα να χτισω επάνω του ένα μυθιστόρημα. Διήγημα, έστω. Ένα μήνα, τρεις μέρες και καμία λέξη μετά, ακόμη σκέφτομαι τι άραγε να κουβάλαγε πάνω στους εύθραυστους ώμους του εκείνο το χιόνι που έλιωσε λίγες ώρες αργότερα. Τις δεκατέσσερις λέξεις τις κρατάω ακόμη παγωμένες.

2

Το καλοκαίρι που ο Tiesto έπαιζε μπρος στο πιο ετερόκλητο κοινό της καριέρας του, πέρασα εικοσιεννιά νύχτες πάνω σε σεντόνια που μύριζαν betadin, οινόπνευμα και μεταχειρισμένο ιδρώτα. Δέκα φορές μου ορκίστηκα ότι αν βγω θα αλλάξω. Εικοσιεννιά φορές μου έδωσα υποσχέσεις ότι θα γίνω ένας άλλος. Έντεκα φορές έθαψα ζωντανούς τους όρκους, τριάντα φορές κατάπια ωμές τις υποσχέσεις. Πίστευα, ήλπιζα, ότι τα σωληνάκια στα χέρια θα με κάναν καλύτερο άνθρωπο. Από τότε έπαψα να πιστεύω ακόμη και στα σωληνάκια που καταλήγουν σε βελόνες. Σιγά σιγά, μια προς μια,  όλες οι σταθερές μου αποδημούν δίχως ν’ αφήσουν έστω ένα σημείωμα.

3

Τα απογεύματα, τώρα που μεγαλώσαν λίγο οι μέρες, συνηθίζω να κοιτάζω αφηρημένα προς το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας. Ο τοίχος της απέναντι οικοδομής είναι βαμμένος στο χρώμα της άμμου. Αυτής στην έρημο, όχι της θάλασσας. Στην ευθεία του βλέμματός μου δεν υπάρχει παράθυρο, μπαλκόνι, μπαλκονόπορτα, τίποτε που να μαγαρίζει την θαυμαστή αυτή μονοχρωμία. Λίγο μετά τις πεντέμισι μεταμορφώνομαι, κάποιες στιγμές, σε Port Moresby. Δεν πιστεύω ότι η Kit μπορεί να με δει πίσω από τον τοίχο.

4

Try harder,  she said. Hard is enough,  της είπε. Δεν θα ξοδεύουμε τα comperative και τα superlative για ένα γαμήσι χωρίς υποψία έστω και ελλιποβαρούς έρωτα.

 

 

an end has a start *

ds1-start-finish-line

 

 

Οι επιθυμίες μ’ έδωσαν τ’ ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτές δεν θάβγαινα στον δρόμο.

Κι αν πτωχικούς τους βρίσκω, οι «απολογισμοί» μου δεν με γέλασαν.

Έτσι σοφός που έγινα, με τόση πείρα, του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μου.

Μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες δεν θα μπω.

Μα όταν κτίζουνε τα τείχη θα προσέχω. Δεν θα κλειστώ από τον κόσμον έξω.

Μέχρι μια Κυριακή, στις δέκα το πρωί ανάμεσα σε ωραία λουλούδια κι άσπρα να πω: “Εδώ ας σταθώ! ” . Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά τα «θέλω» μαζωμένα.

Μονάχα να προλάβω να ειπώ σ΄αυτούς που αγαπώ

– πριν μας αλλάξει ο χρόνος-

πως τις μέρες μου μαζί τους της απήλαυσα.

Kάποτε έγραφα «απολογισμούς» και «θέλω». Το ‘κανα πολλές φορές. Για τη χρονιά που ξεψυχούσε μα και για κείνη που πρόβαρε τα καλά της, για το πρώτο συναπάντημα. Ευτυχώς δεν τιμωρήθηκα – ούτε από τον ποιητή, μήτε από τον Tom Smith *  – για την τόση μου αυθάδεια.

Κυριακές σκέτες

1

 

Φτηνά κόκκινα και άσπρα χύμα κρασιά στα μνημόσυνα. Σπαρμένα ανάμεσα σε σκούρα ρούχα, αποψιλωμένα κρανία, μαλλιά φωλιές με δέκα στρέμματα λακ πάνω τους, πιάτα με ταραμοσαλάτες, χοντροτριμμένο λάχανο-καρότο, χλωμές ντομάτες εκτός εποχής, κουλουράκια, σοκολατένιες ελίτσες και μικρά μπουκάλια με «κονιάκ» τοπικής οινοποιίας (αν δεις σφραγισμένα τριάστερα Metaxa είσαι σε άλλο λέβελ) που -συνήθως- μένουν ανέγγιχτα, εκτός κι αν το κρύο έξω δαγκώνει. Υπάρχουν όμως πάντα και οι μερακλήδες των τεσσάρων εποχών που το πάνε γουλιά γουλιά εναλλάξ με τον καφέ. «Έχω μέτριους, ποιος θέλει μέτριους;». Μέτριοι και σκέτοι ανάρπαστοι. Η ζάχαρη δεν πολυέχει πέραση, πήρες τη δόση απ΄το κόλλυβο νωρίτερα, έρχονται και οι πατάτες οι γιαχνί μετά, έρχονται τα ρύζια με αρακά, πόση συμπαράσταση περιμένεις να βρεις από ένα Solosa;

Αυτές τις Κυριακές δεν προλαβαίνεις τραπέζι ελεύθερο για να μαζευτείτε σ’ αυτό μαζί, παρέα, οι πέντε, έξη, εφτά νεολαίοι των περασμένων πρώτων -ήντα. Οι θείοι και οι θείες είναι ήδη στρωμένοι εκεί, πριν τα τραπεζομάντηλα. Δεν μαγειρέψαν σήμερα, αφού «θα φάμε στου Σάββα την Κυριακή». Οι μελαγχολικές και ταυτόχρονα ιλαρές μέρες όπου ο αποδημήσας γίνεται τοπωνύμιο οικογενειακής ταβέρνας. Ας είναι, φίλοι και γνωστοί της οικογένειας όλοι αυτοί στα τραπέζια, τα κρατάμε -ακόμη, αλλά για πόσο; – αυτά στις μικρές ελληνικές επαρχίες, αυτά τα τραπεζώματα για το συχώριο. Χωρίς κρέας στην κηδεία, με απ’ όλα στα σαράντα. Εκτός κι αν ξεκίνησε κάποια νηστεία, «καλαμαράκια φέρε μου αν είναι να αργήσει ο μπακαλιάρος, μη βάλεις όμως όλο πλοκάμια, δεν τα τρώω τα πλοκάμια, σκληρά είναι, άντε μπράβο αγόρι μου».

Το πλήρης ημερών (έστω στο περίπου, λίγο πάνω απ’ τον πήχυ του «προσδόκιμου») είναι το κλειδί για το σκηνικό τριγύρω. Όταν ο απών είναι (“είναι”; “ήταν”; επίπονη η διαχείριση των χρόνων) νέος, το σφίξιμο και η μουγκαμάρα δεν καταλαγιάζουν εύκολα. Όσο κι αν θες να το ξορκίσεις, όσο κι αν προσπαθείς να αποστηθίσεις αυτό το «η ζωή συνεχίζεται» ή το άλλο, το «οι ζωντανοί με τους ζωντανούς», δεν είναι όλα όπως στο σινεμά, ούτε χωράμε όλοι στο κοστουμάκι του Big Chill. Aν το κοντέρ έγραψε πάνω από ογδόντα, τα στόματα, οι γλώσσες και οι εκφράσεις χαλαρώνουν κι ας καταλαβαίνουν οι συνομήλικοι (το βλέπεις στα μάτια τους ακόμη κι όταν αυτά είναι προσηλωμένα στο νουά με άσπρη σάλτσα μπροστά τους) πως παρακολουθούν ακόμη μια πρόβα τζενεράλε απ’ το δικό τους φινάλε. Δυο ποτηράκια κρασί μαλακώνουν τον φόβο τους, ας πάει και στα κομμάτια η πίεση, διπλή δόση Pressuril μετά, ίσως κι ένα Norvasc.

Όσο περνάει ο καιρός, τόσο η επάρκειά μας στις -κάποτε- ξένες γλώσσες είναι άξια θαυμασμού. Ή λύπησης, όπως το δεις.

Μα είμαστε ακόμη εκεί. Μεταμφιεσμένοι, μεταλλαγμένοι, σχεδόν αγνώριστοι, κάθε φορά και πιο πολύ αλλά είμαστε εκεί. Αποχαιρετώντας γνωστούς και αγαπημένους, καπνίζοντας, πίνοντας και ψευτοτρώγοντας ανάμεσα σε ώριμα -πλέον- κορίτσια που φορέσαν τα ωραία τους μαύρα ή σκούρα ρούχα για να είναι ασορτί με τη μέρα. Ρούχα που άλλες τις στενεύουν, άλλες τις δείχνουν αναπάντεχα ερωτεύσιμες (ας είμαστε ειλικρινείς όμως, κανείς μας δεν αναζητεί πια έρωτες, λίγη αλλότρια σάρκα μόνο) κι άλλες -που δεν καταφέραν σήμερα να κλείσουν το φερμουάρ στο παντελόνι και αγκομαχούσαν μέχρι να πείσουν το οπάκ να ανέβει ως τον αφαλό- τις κάνει να ψάχνουν την άκρη απ’ το τραπεζομάντηλο για να σκεπάσουν τρεις σπιθαμές γύμνιας πάνω από το γόνατό τους. Θαρρείς και δεν ξέρουν (όλες το ξέρουν) πως ακόμη και πίσω από τοίχο να κρύψουν αυτό που θέλουμε να δούμε πάνω τους, εμείς θα βρεθούμε δέκα σπιθαμές πάνω από το γόνατο. Κι ακόμη ψηλότερα. Είτε στα σαράντα του μακαρίτη είμαστε, είτε στο χρόνο της μακαρίτισσας.

“Έχω δυο χοιρινές και ένα μπιφτέκι, ποιός παρήγγειλε χοιρινή;”.

Είναι κάποια πρωινά Κυριακής, ανάμεσα σε κιμάδες, σχάρες και καλαμαράκια τηγανητά, που η ζωή μυρίζει όμορφα. Και έχει τη γεύση του ακριβότερου Grand Cru, την ώρα που πίνεις άλλη μια γουλιά από το φτηνό χύμα.

….

the swimmers

WOMEN SWIMMERS

Είναι εκεί -αυτές κι ο ήλιος, κόντρα- κοντά δυό ώρες.

Κουνώντας χέρια, πόδια, μιλώντας ασταμάτητα.

Είχα πολλά να κάνω μα έμεινα (μη με ρωτάς γιατί) να τις χαζεύω.

Μαντεύοντας ηλικίες. Και χηρείες.

Εξηνταπέντε, εβδομήντα, εβδομηνταπέντε, ογδόντα και βγαίνω!

Τραγουδώντας.

Here comes the replay of an old dream
They were dreaming when they were small girls
Τurn around
They are the swimmers in their old house
The water slowly fills the room

Ποτέ δεν βγήκαν από το σπίτι κι ας πλημμύριζε.

Μπορεί να πέρασαν καλά στη ζωή τους, δε λέω.

Να αγαπήσαν, να αγαπήθηκαν, ήσυχα, ψιθυριστά, καθωσπρέπει, με τον τρόπο τους.

Μα μερικά σπίτια γίνονται μια στρόγγυλη γυάλα.

Και σε κρατάνε για πάντα (με νερό που αλλάζει τακτικά, με τροφή κάθε μέρα, με κάποιον να σε φροντίζει) μουλιασμένη εντός τους.

…..

(αλλότριες λέξεις & μαρκίζα: Henk Hofstede)