ο Αη-Γιώργης των πτωχών

32160722

 

Την ακούω να ρωτάει «είδε κανείς τι καιρό θα κάνει αύριο; να ξέρω αν θα βάλω καλσόν ή όχι».

Το μυαλό, ειδικά του άντρα, είναι μόνιμα στο δρόμο. Στο φευγιό, στα σουρτούκια. Δεν θέλει πολύ, είναι φορές που και με τίποτε βολεύεται, για να αμοληθεί και να ταξιδεύει και να φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν. Ειδικά εκεί που δεν το σπέρνουν.

Μετά μιλούσε, μιλούσαν, μια ώρα για το ίδιο (ξανά και ξανά) έργο. Παιδιά, δουλειές, λεφτά, λογαριασμοί, γιατροί, αργίες, φαγητά, πετρέλαιο, κρύο, ζέστη, δίαιτες, γυμναστήρια, γραφείο, ταινίες, καταραμένες Δευτέρες. Αλλάζουν τη σειρά για να με μπερδεύουν, μα έμαθα πια να τις διαβάζω κι ανάποδα.

«Δεν μιλάς»

Χαμογέλασα χαμηλόφωνα.  Ήθελα να πω «ζέστη θα κάνει, πολλή ζέστη» αλλά σιώπησα. Έχω κουραστεί ν’ ακούω «το μυαλό σας όλο εκεί» ακόμη κι όταν λέξη δεν βγαίνει απ’ το στόμα μας επί ώρες. Μας ξέρουν καλά, λέει. Δεν καταλαβαίνουν όμως πως όταν κάνεις αυτή τη διαδρομή (ζόρικη ανηφόρα, για προπονημένους mind travelers) πρέπει να κρατάς κάθε ανάσα, να μη ξοδεύεις το παραμικρό ξεφύσημα, μέχρι να φτάσεις τροπαιούχος στο τέρμα. Εξολοθρεύοντας, ως άλλος Αη-Γιώργης, κάθε θεριό -παιδιά, δουλειές, λεφτά, λογαριασμούς, γιατρούς, αργίες, φαγητά, πετρέλαιο, κρύο, ζέστη, δίαιτες, γυμναστήρια, γραφείο, ταινίες, καταραμένες Δευτέρες-  που σου κλείνει το δρόμο για την πολυπόθητη κόλαση.

Οκτώβριος

32120790

 

Η πόλη μου είναι μικρή, την περπατάς από άκρη σ’ άκρη μέσα σε μισή ώρα, σαράντα λεπτά αν χαζεύεις κιόλας στη διαδρομή. Είναι -ακόμη- μια τοσοδούλα πολυτέλεια να μπορείς να περπατάς άσκοπα, παρατηρώντας πράγματα χιλιοειδωμένα που όσο περνάνε τα χρόνια αντί να σε μπουχτίζουν σου φαίνονται -κάποιες φορές- ως και άγνωστα, ίσως κι όμορφα. Ο δρόμος με φέρνει που και που σε ένα στενό, πλακόστρωτο, απ΄ τα μετρημένα που επιβίωσαν στην καρδιά της πόλης. Κόβω δρόμο, για να βγω από την μια άσφαλτο στην άλλη. Εκεί, μέσα σε μιαν αυλή που κάποτε φιλοξενούσε άλογα, ταπεινά μουλάρια και ένα χάνι (απ’ τα τρία, τέσσερα, που κοίμιζαν για μια νύχτα -συνήθως την παραμονή του μεγάλου σαββατιάτικου παζαριού- όσους βουνίσιους είχαν κάτι να πουλήσουν ή να αγοράσουν), ξεφύτρωσε μια μέρα ένα μικρό μαγαζί  -χαριτωμένο, ναι- που πουλάει σοκολάτες, μπισκότα και ζαχαρωτά. Δεν μοιράζεται το ίδιο όνομα με το μαγαζάκι της Vianne Rocher σ’ εκείνο το μπιζουδένιο γαλλικό χωριό που δεν θυμάμαι το όνομά του, ούτε την Vianne θα δεις μέσα, ούτε την μικρή της κόρη. Κυριακές είναι κλειστό κι όσοι περνάμε απ’ έξω δεν θα ‘λεγα ότι μοιάζουμε ούτε στο μικρό δαχτυλάκι του Roux. Γυναίκες και άντρες στο δρόμο για την κυριακάτικη λειτουργία δεν θα δεις στην αυλή, δίπλα στη βιτρίνα με τα μακαρόν. Δεν είναι ότι οι γριές και οι γέροι ξεχάσαν το δρόμο για το στασίδι τους, είναι το πλακόστρωτο εκεί  που κάνει τη μέση και τα γόνατά τους να δακρύζουν απ΄ τους πόνους.

Όλος αυτός ο παραπανίσιος πρόλογος στήθηκε, λέξη λέξη, για να γράψω ότι κάθε φορά που περνάω απ’  αυτή τη γωνιά της πόλης σε ώρες που η αγορά έχει ακόμη φώτα και κόσμο, βλέπω ένα νέο παιδί στο βάθος, δίπλα σε μια ταμειακή, πίσω από ένα notebook. Μερικές φορές χαμογελάει. Ιδέα δεν έχω για το τι γράφει, τι διαβάζει, τι σκέφτεται, τι βλέπει, με ποιόν μιλάει στην οθόνη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν άνοιξα την πόρτα -ενώ κάτι ήθελα να πάρω, για να ΄χουν παρέα τα χέρια μου στο δρόμο για το σπίτι- για να μη τον τρομάξω, έτσι μου σφηνώθηκε στο μυαλό.

Αυτό είναι, όλο κι όλο, το σκηνικό. Απ’ έξω. Μέσα, δε νιώθω καλά με τέτοιαν εκούσια ομολογία, μπήκα όλη κι όλη μια φορά. Δεύτερη δεν νομίζω. Δεν θυμάμαι τι πήρα. Κάτι ωραίο σοκολατένιο, πάντως, που μύριζε τρυφερά παλιό και έλιωνε αργά, τεμπέλικα σχεδόν στο στόμα. Σα να ΄χε σταματήσει ο χρόνος, για λίγο. Για μια μπουκιά. Μετά δεν τόλμησα να ξαναμπώ γιατί με τον χρόνο δεν παίζεις.

Κάποιο απόγευμα αφού φύγει ο Σεπτέμβριος, ειδικά τις μέρες που ο ουρανός θα ‘χει φορτώσει, σκέφτομαι να ξεπεράσω τους δισταγμούς μου, να μπω και να τον ρωτήσω αν μπορεί να φτιάξει τρουφάκια με γεύση ψιχάλας.

Ε ναι, κι αν η Vianne κατεβαίνει καμιά φορά μόνη στο μαγαζί..

 

—-

όλες εκείνες οι ιστορίες που μπορείς να σκεφτείς

32089886 (1)

 

Tι κοιτάζουν, αν κοιτάζουν, δεν το ξέρει κανείς. Μόνον ο φωτογράφος, ίσως.

 

Μπορεί ένα μέρος που πνίγηκε κάποιος. Όχι απαραίτητα δικός τους άνθρωπος, όχι. Δεν χρειάζεται τόσο άμεση απώλεια για ν’ αποκτήσει νόημα η εικόνα. Κάποιος άγνωστος, παλιά. Πάρα πολύ παλιά. Τόσο παλιά που ούτε το νερό το ίδιο θυμάται την ιστορία του. Μπορεί να τον βρήκαν, μπορεί όχι. Ίσως τον κάναν παραμύθι, από κείνα που φτιάχνονται για να φοβίζουν τα παιδιά μέχρι να μεγαλώσουν. Μπορεί και να μη νοιάστηκε κανείς ποτέ γι αυτόν όμως, να ήταν μια απώλεια που πέρασε εντελώς άκλαυτη και απαρατήρητη. Αυτές οι ιστορίες είναι πολύ πιο φοβιστικές αλλά δεν ξέρω γιατί κατά βάθος ανακουφίζουν τους ανθρώπους. Ίσως γιατί νιώθουν πως η ορφανή απώλεια δεν τους αφορά.

 

Μπορεί, όμως, και να μη πνίγηκε κανείς εκεί. Να ‘χουν οι δυο τους απλώς τα κεφάλια χαμηλά επειδή είναι ξενυχτισμένοι, κουρασμένοι ή ταπεινωμένοι, θαμπωμένοι από τον ήλιο. Δεν χρειάζεται να σκαλίζεις να βρεις μυστήριο, πόνο ή απώλεια σε κάθε κλικ.

 

Αυτό μπροστά τους είναι -μάλλον- λίμνη. Ανέκαθεν με τρόμαζαν οι λίμνες. Δεν ξέρω τι είδους απελπισία οδηγούσε τους ανθρώπους να φωτογραφίζονται δίπλα σε λίμνες.

 

Το ρούχο της δείχνει σαν να βγήκε από το νοσοκομείο. Χωρίς κείνο το ανυπεράσπιστο άνοιγμα πίσω, ευτυχώς. Μάλλον δεν βγήκε από κει. Ευτυχώς. Του χαϊδεύει το κεφάλι, τα μαλλιά. Εκείνος τη μέση. Υπάρχει μια τρυφεράδα, κάτι σαν αγάπη την ώρα του κλικ στα δάχτυλά της. Μετά δεν ξέρω. Ούτε τι έχουν στο μυαλό τους ξέρω, δεν με νοιάζει κιόλας. Δεν τους ξέρω, δεν είδα ποτέ τα πρόσωπά τους.

 

Όσο περνάει η ώρα, είμαι σχεδόν βέβαιος πως υπάρχει απώλεια σ’ αυτό το κάδρο. Κάποιος ή κάτι λείπει. Τώρα που βλέπουμε την εικόνα μπορεί να λείπουν και οι δυο.

 

Στο δεξί της χέρι, χαμηλά, φοράει τρεις σειρές πέρλες. Ή μια γάζα. Είναι ανακουφιστικό να μην είναι ματωμένη η γάζα. Όπως και να ΄χει, όλα τα άσχημα είναι πίσω τους.

 

Μπορεί αυτός που τους φωτογράφιζε να τους είπε «σταθείτε εκεί, μη γυρίσετε τα πρόσωπά σας προς τα μένα, δεν θέλω να σας δω». Και να τους πυροβόλησε στο κεφάλι, μετά. Για να πέσουν μπρούμυτα στη λίμνη, με τα χέρια -ακόμη- εκεί που ήταν ένα κλικ πριν.

 

Μπορεί όμως να μην έγινε κι έτσι. Ίσως ήταν το παιδί τους αυτό που πάτησε το κλικ. Της μηχανής. Δεν ξέρω πόσων χρονών μπορεί να ήταν. Και πού ζει σήμερα. Αν μιλάνε. Ή αν έχει στα χέρια του αυτή τη φωτογραφία. Και να λέει, αν τύχει να τον ρωτήσει κανείς, «αυτός είναι ο μπαμπάς μου. Ήταν, δηλαδή».

 

Λάθος του. Στις φωτογραφίες δεν υπάρχει «ήταν». Μόνο «είναι» υπάρχουν, μέχρι να χαθούν, σε κάποια μετακόμιση, πλημμύρα, πυρκαγιά, σεισμό. Δεν ξέρω πώς αλλιώς χάνονται τα “είναι”. Εκτός από κείνα που σκίζονται ή καίγονται από έναν πάρα πολύ φτηνό αναπτήρα.

 

Δεν ξέρω πολλά γι αυτόν αριστερά. Φοράει ένα άσχημο παντελόνι, γουμίδι απ΄ την ταλαιπώρια. Μπορεί κι απ’ το ξενύχτι. Συνήθως τα βράδια υποφέρουν πιο πολύ τα παντελόνια που δεν αποχωρίζονται στιγμή το αφεντικό τους. Το χέρι του είναι πολύ χοντρό, αφύσικα σχεδόν. Με τρομάζουν τέτοια χέρια. Λίγο ακόμη να την σφίξει, μπορεί να της αφήσει μελανιές ακόμη και στο ρούχο. Δεν ξέρω γιατί δεν φοράει ζώνη. Αν τον γνώριζα και είχα το θάρρος, θα του ΄λεγα (με τρόπο) ότι τα εγκαταλειμμένα από ζώνες παντελόνια γερνάνε άσχημα πάνω σου.

 

Μπορεί να ήταν κι ένας άγνωστος αυτός που στεκόταν πίσω απ΄τον φακό. Κάποιος που απλά φωτογράφισε δυο άλλους άγνωστους, χωρίς να το καταλάβουν. Και να ‘φυγε μετά, χωρίς να μάθουμε το παραμικρό γι αυτόν. Ή γι αυτούς. Αυτό όμως θα ήταν καταστροφικό για μιαν ιστορία, που κάποια στιγμή -για εντελώς ανεξήγητους λόγους- σκέφτηκε να την γράψει ένας τέταρτος άγνωστος.

 

Μπορεί και όχι.

 

Αυτή, νομίζω, είναι μια κουρασμένη γυναίκα. Ο λαιμός της, όμως, ως εκεί που αρχίζουν τα μαλλιά της  μυρίζει πολύ όμορφα. Αν κάνεις μια μεγέθυνση στο 340%, θα καταλάβεις πόσο πολύ. Δεν θέλω να γράψω τίποτε περισσότερο.

 

***

(μαρκίζα δανεική απ’ τον Oλντμπόι)

burn!

fuck-you-you-have-really-depressed-me

 

 

-Πάρε τηλέφωνο όταν φτάσεις

 

-Δεν γίνεται, δεν θα ‘μαι μόνη

 

-Έστω sms

 

-Μα δεν κατάλαβες ; δεν θα ‘μαι μόνη λέω, δεν είμαι πια μόνη, δεν ακούς το «πια»;

 

-Ακούω

 

-Πίστευα πως θα το ‘χεις καταλάβει τόσο καιρό

 

-Σωστά

 

-Δεν γινόταν αλλιώς

 

-Ναι

 

-Έχω χρόνια μπροστά μου, χρειαζόμουν μιαν αγκαλιά, μια φωνή στο σπίτι, ν΄ ακούω βήματα, κλειδί στην πόρτα

 

-Φυσικά

 

-Κι εγώ άνθρωπος είμαι, με σάρκα , με αδυναμίες, με ανάγκες, καύλες

 

-Έτσι

 

-Λυπάμαι αλλά ίσως να ‘ναι καλύτερα «έτσι»

 

-Ίσως

 

-Εννοώ πόσο καιρό ακόμη θα άντεχες να παιδεύεις το μυαλό σου μαζί μου;

 

-Πολύ

 

-Μη το κάνεις πιο δύσκολο, η σωστή απάντηση είναι «καθόλου»

 

-Λάθος

 

-Και νομίζεις πως απαντώντας μονολεκτικά θα με κάνεις να νιώσω ένοχη;

 

-Όχι

 

-Για σένα το κάνω, επειδή σε νοιάζομαι, κόντευες να καταρρεύσεις

 

-Καλά

 

-Τι θα πει «καλά» ;

 

-Aυτό

 

-Μη θυμώνεις, ξέρω πώς νιώθεις αλλά για σένα το κάνω

 

-Αρχίδια

 

-Για σένα το κάνω, για να αναπνεύσεις μακριά μου, για σένα

 

-Για μένα

 

-Είδες ; πήγες στις δυο λέξεις, ήδη νιώθεις καλύτερα, δεν νιώθεις;

 

-Tι λες ;

 

-Μπράβο, αυτό είναι, συνέχισε

 

-Είσαι καλά;

 

-Ναι ρε γαμώτο, το ‘ ξερα πως είσαι δυνατός και πως θα το ξεπεράσεις

 

-Δεν πας καλά

 

-Τρεις ! τρεις ! ναι , είμαι περήφανη για σένα, πάντα ήμουν

 

-Είσαι τρελή

 

-Όχι, μη μου το χαλάς τώρα πάνω που πήγαινες για ολόκληρη πρόταση

 

-Είσαι εντελώς τρελή

 

-Μπράβο αγόρι μου, μπράβο , συνέχισε έτσι

 

-Είσαι εντελώς τρελή γαμώ την πουτάνα μου γαμώ

 

-Το ‘ξερα ! το ΄ξερα πως μπορείς,  μπορείς να με ξεπεράσεις

 

-Εσύ ;

 

-Εγώ  τι ;

 

-Εσύ λέω

 

-Εγώ τι ρε μαλάκα;

 

-Εσύ μπορείς ;

 

-Είσαι πάρα πολύ κακός  μαλάκας, πάρα πολύ κακός, μα πάρα πολύ κακός, ναι ρε μαλάκα, μπορώ, μια χαρά μπορώ , θα δεις , μια χαρά

 

-Μπορείς ;

 

-Θα σε φοβηθώ νομίζεις; δεν υπάρχεις ρε, δεν υπάρχεις, δεν υπάρχω, έχω φύγει, μη με ψάξεις ρε μαλάκα

 

-Δεν

 

-Θα με ψάξεις ρε, δεν γίνεται να μη με ψάξεις

 

-Γίνεται

 

-Θα με ψάξεις, θα με ψάχνεις μέχρι ν’ ασπρίσουν τα κόκαλά σου

 

-Ούτε κόκαλο έμεινε. Ούτε χόνδρος. Δεν πρόκειται

 

-Θα με ψάξεις ρε μαλάκα, ακούς ; θα με ψάξεις , το ΄ξερα πως θα με ψάξεις αλλιώς δεν θα ΄φευγα, δεν γίνεται να μη ψάξεις να με βρεις σου λέω, δεν γίνεται

 

 

 

THE END

 

 

 

Διάρκεια: απροσδιόριστη, ακόμη. Μεσολαβούν σιωπές και urban sounds ανάμεσα στους διαλόγους, θα δείξει το τελικό μοντάζ (στόχος τα 5 λεπτά και τρία δευτερόλεπτα)

Kόστος: όσο μια DVD-R 30 λεπτών, ένα τάληρο ξέρω γω..

Σεναριο: Αρχαίο. Έως αρχέγονο. Θα ξαναδουλευτεί, με συνεχείς αυτοσχεδιασμούς

Μουσική: τίποτε, κανένας αναπτήρας και φύσημα καπνού ίσως

Συμμετοχές σε φεστιβάλ: Δράμα, μόνο (του 2016, 2017, εκεί τριγύρω)

Πρωταγωνιστές: τσούρμο, ουρές, ορδές

Σκηνοθέτης: έχω μέσον

 

—–

δυάρια δηλητήριο

pigeon01

 

 

Έξη βήματα στα δεξιά του, αν αποφασίσει να τα κάνει -αφήνοντας κρασί και ανοιχτήρι στο τραπέζι- βρίσκεται η ηττημένη σάρκα αυτοπροσώπως. Και το αίμα. Χλιαρό, πλέον. Ούτε καν. Σε θερμοκρασία δωματίου, που έχει βδομάδες να αεριστεί. Αν χώσει ένα δάχτυλο μέσα σ’ αυτό το αίμα (μέσα της, ενδεχομένως) δεν θα καταλάβει διαφορά θερμοκρασίας, ούτε καν υγρασία. Εκείνη τη γνώριμη που -κάποτε- τρύπωνε στο είναι του και του ‘λιωνε τα γόνατα. Μπορεί να πάει με το μπουκάλι, σηκώνοντας τη φούστα της. Για να μη ξαναβάλει τα δάχτυλά του σε δοκιμασία να σέρνονται ξοπίσω από μνήμες σαν ανάπηροι πολέμου στα χωράφια που συναντήθηκαν με τη νάρκη τους.

Δεν θα το κάνει όμως. Έχει σφηνώσει το τιρμπουσόν και δεν θέλει να την κάνει κομμάτια. Όχι τόσο, όχι σήμερα στα γενέθλιά της.

Εκείνη βγάζει μια μια τις ρέγκες από το βάζο, τις απλώνει στο πιάτο ανάμεσα σε φέτες από αγγουράκι τουρσί και κλαράκια άνηθο. Δεν τη βλέπεις μα αυτό κάνει. Αν δεν είσαι εξοικειωμένος με το θέαμα, θα νομίσεις πως έκλεψε μια γυάλα με πεθαμένα φίδια από μουσείο φυσικής ιστορίας.  Ίδια κι απαράλλαχτα μ’ αυτά τα ολοζώντανα που ζουν στο σπίτι και δηλητηριάζουν κάθε τοίχο, κάθε καρέκλα, διακόπτη, λάμπα και σεντόνι  του μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο. Τόσα πολλά φίδια για τόσα λίγα τετραγωνικά.

Έξη βήματα πίσω και αριστερά της παλεύει με έναν φτηνό φελλό η αήττητη -θαρρεί- σάρκα αυτοπροσώπως. Και το μυαλό του. Αν χώσει ένα φίδι μέσα στο κεφάλι του (βρίσκοντας κάποιο τρόπο να βγάλει τα μάτια του, που κόβουν το δρόμο) εκείνο θα κουρνιάσει εκεί για να ξεχειμωνιάσει. Ρουφώντας όσο δηλητήριο βρει, για να ‘χει να πορεύεται όταν ξανάρθει η άνοιξη.

Δεν θα το κάνει όμως. Θα αφήσει τα φίδια ατάιστα, μήπως και σωθεί κάποια στιγμή το απόθεμα απ’ το φαρμάκι τους.

Ανάμεσά τους, τρία βήματα μακριά απ΄τον καθένα, πάνω σε ένα -λίγο κακοραμμένο στη μια γωνιά του- πατάκι αγορασμένο έξη ευρώ και σαράντα λεπτά απ’τις ευκαιρίες του ΙΚΕΑ, ζει ένας λεκές από άγραφο στιχάκι του Peter Hammill. Kαι τρία ξεφτισμένα κρόσσια από ένα σκιαχτικό βογγητό της Diamanda Galas που δεν ηχογραφήθηκε ποτέ.

 

φάστερ Σεπτέμπερ! ρέιν! κιλ!

 

32018489.tura

 

Τον περυσινό Σεπτέμβρη ο φίλος μου ήταν, ακόμη, εδώ. Παρά τις δυσκολίες και τα ήξεις-αφήξεις μαντάτα απ΄ τη δουλειά του, απόδιωχνε απ’ το μυαλό την πιθανότητα το επόμενο φθινόπωρο να χάζευε πεσμένα φύλλα, παιδιά στο δρόμο για το σχολείο τους και βρεμένα παγκάκια κάπου αλλού.

Έτσι νόμιζα. Γιατί αρνιόμουν να δω αυτό που τον έτρωγε, όπως τα Langoliers τρώγαν χωράφια, αεροδρόμια, σπίτια, τρακτέρ και ανθρώπους. Μιλούσαμε για ο,τι θες να φανταστείς (στην περίπτωση των δυο μας, καλύτερα να μη θες). Αλλά για φευγιό ποτέ δεν μιλήσαμε κι από μια μέρα και μετά που κάτι άρχισα να ψυλλιάζομαι, άρχισα να αποφεύγω να τον κοιτάζω μέσα στα μάτια. Καλά τα λέει η κολομβιάνα για τα hips αλλά και τα μάτια κακοί ψεύτες είναι.

Πίναμε τσίπουρα στο μπαλκόνι (δικό του, δικό μου, δεν έχει σημασία, ένας δρόμος που χωρούσε δυο αυτοκίνητα τα χώριζε), μετά το δεύτερο καραφάκι οι γυναίκες πιάναν τα λίγο βαρετά δικά τους (σπίτια, παιδιά, λογαριασμοί, οργασμοί) κι εμείς  ως συνήθως λοξοδρομούσαμε. Τις ξαναθυμήθηκα αυτές τις κουβέντες μας χτες βράδυ, διαβάζοντας ότι σήμερα ξεκινάει το μικρομηκάδικο φεστιβάλ στη Δράμα. Τα τελευταία εφτά χρόνια καταστρώναμε σενάρια για το ταινιάκι που θα στέλναμε, κάποια μεγάλη μέρα. Πολλά σενάρια, το ένα συναρπαστικότερο απ’ το άλλο. Ερχόταν ένα πρωί που ανακαλύπταμε ότι είχαμε χάσει την προθεσμία και λέγαμε -ανακουφισμένοι- «δεν πειράζει, αυτοί θα χάσουν, του χρόνου».

Το τελευταίο -αβάσταχτα πρωτότυπο- στόρυ ήταν για ένα ζευγάρι, άγνωστων μεταξύ τους, που εγκλωβίζονται στο τρίτο υπόγειο σε ένα πάρκινγκ την ώρα που αυτό κατεβάζει ρολά, κατά τις μιάμιση το βράδι και ως το ξημέρωμα ψάχνουν μαζί τρόπο να βγουν. Το ένα κινητό έκλεισε από μπαταρία μόλις κατέβηκε το ρολό, το άλλο δεν υπήρχε καν. Το τηλέφωνο ανάγκης ήταν σκισμένο στα τρία τελευταία νούμερα. Επί πέντε ώρες κανένα αυτοκίνητο δεν μπήκε, κανένα δεν βγήκε. Πρόσβαση σε ασανσέρ μόνο με κάρτα που πήραν μπαίνοντας, η μια είχε απομαγνητιστεί επειδή ήταν με τις ώρες πλάι στο κινητό, η άλλη κάρτα δεν βρέθηκε ποτέ. Συναγερμός υπήρχε αλλά κάτι θα βρίσκαμε για να μη μπορέσουν να τον ενεργοποιήσουν.  Άμα έχεις δει πολύ σινεμά στη ζωή σου, από λεφτά μπορεί να ξεμείνεις, από κλισέ ποτέ.

Βρήκαμε την τοποθεσία (πόσα υπόγεια πάρκινγκ να ΄χει μια πορδή πόλη), ούτε καν χρειάστηκε να κάνουμε αυτό το location scouting πωστολένε, περιγράψαμε -αχνά- την ιστορία, εκείνος -που έπιανε το χέρι του- είπε ότι θα είχε έτοιμο το storyboard πριν μπει ο Οκτώβριος, το μπάτζετ ήταν αστεία υπόθεση, θα ψάχναμε κάποια στιγμή αυτούς τους δυο ναυαγούς του υπόγειου και μετά θα ξεκινούσαμε να προλάβουμε τις προθεσμίες.

Μετά το τρίτο τσίπουρο άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια κάποιες μικρές διαφωνίες, ήσσονος -νομίζαμε- σημασίας. Εγώ, ο πιο συντηρητικός του ντουέτου των Κοέν των πολύ φτωχών, επέμενα για αγόρι-κορίτσι. Εκείνος είχε κατά νου δυο άντρες ή δυο γυναίκες. «Έτσι θα έχουμε πρόσβαση και σε LGBT φεστιβάλ, αφήνοντας δυο τρία υπονοούμενα να αιωρούνται στους διαλόγους και κάτι να υποβόσκει ανάμεσα σ’ αυτούς ή σ’ αυτές τις δυο. Μη σκέφτεσαι στενά, δες την καταξίωση έξω». Εδώ  τη  Δράμα δεν καταφέραμε επί πέντε χρόνια να πλησιάσουμε, που ήταν τρία τσιγάρα δρόμος μακριά μας (αν καπνίζαμε), ήθελε και εξαγωγή ο παπάρας.

Στο τέταρτο τσίπουρο λύγισα, παραλίγο να συγκατένευα. «Υπό έναν όρο: δεν θα τους βάλεις να φιλιούνται με γλώσσα, πιο κλισέ απ’ τον φλώρο δεν θα γίνουμε, νταξ;». Με κοίταξε λοξά, ούτε ονόματα  χρειαζόταν να πούμε μεταξύ μας. «Εντάξει μαλάκα, νίκησες. Θα βάλω γυναίκες στο σενάριο. Η μια θα είναι ντυμένη σαν την Tura Satana στο Φάστερ Πούσικατ, η άλλη φτυστή η Leia Organa. Και δεν θα ανταλλάξουν ούτε μισή κουβέντα. Μόνο με τα μάτια θα συνεννοούνται. Και με τυχαία αγγίγματα, στα μπράτσα και στα γόνατα. Να πάρεις κανένα πονηρό πουκαμισάκι για τα βραβεία, όχι με ριγέ και σιελάκια. Και χιπστερογυαλιά να πάρεις, εγώ βρήκα στο παζάρι, τα είχε ανάμεσα στα βρακιά και στις ΚΕΜ». Εκεί αυτός, γινάτι.

Για πολύ καλή της τύχη η συμπαθής πόλη της Δράμας δεν είδε τι σπάνιες ράτσες γυναικών κυκλοφορούν μονάχες τους ξημερώματα στην μικρή μας πόλη και δεν πλάνταξε στο κλάμα, απ’ τη ζήλια για τη μεινστριμίλα και τη μετριότητα που κατατρώει τα σωθικά της. Η Δράμα γλίτωσε γιατί με το που τον πήρα τηλέφωνο -ένα απόγευμα Παρασκευής- να του πω ότι αν αργήσουμε κι άλλο ψάχνοντας κομμωτήριο για αυτήν που διαλέξαμε ως Leia, θα πάμε για το διαγωνιστικό του 2015, μου ξεστόμισε τα νέα. «Τα μαθαίνεις πρώτος, ούτε στη μάνα μου, ούτε στην αδερφή μου τα είπα, μόνο στους τρεις μέσα στο σπίτι». Δεν μίλησα, τι να πεις. Κανένα χαζοκλισέ θα έλεγα, άσε που δεν είμαι καλός στα ψέματα «αν είναι για καλό, τι να κάνεις πια εδώ» ή «κάτι θα βρεθεί ώσπου να φύγεις και θα το ακυρώσεις το εισιτήριο». Γιατί έχει το κακό συνήθειο, κι αυτός, να με κοιτάει στα μάτια όταν μιλάω και ξέρει να μεταφράζει καλά, ο αλήτης o σκηνοθέτης.

 

Πέρυσι τέτοιες μέρες, μπορεί και λίγο αργότερα, τον βοήθησα να τσουβαλιάσουμε τα ξύλα και να τα κατεβάσουμε στην αποθήκη, στο υπόγειο. Εκείνος θα ΄φευγε αλλά οι άλλοι τρεις θα μέναν πίσω, δεν αφήνεις γυναικόπαιδα να παλεύουν μονάχοι τους με κοτζάμ χειμώνα. Κοντά τέσσερις ώρες ντανιάζαμε και δεν είπαμε λέξη. Μόνο νερό πίναμε. Και στα διαλείμματα χαζεύαμε, πολύ διακριτικά, κάποιες ωραίες μαμάδες εκεί στα σύνορα των δεύτερων -άντα που κατηφορίζαν προς το κέντρο της πόλης και μας κοιτούσαν με οίκτο μέσα από τα μεγάλα μαύρα γυαλιά τους. Σε μερικές περιπτώσεις, το λέω με καμάρι, σκανάρουμε αλήθειες και κάτω από μαύρα γυαλιά.

Μου είχε πει την προηγούμενη (όταν έμαθα ότι θα του φέρναν τα ξύλα και τον πήρα τηλέφωνο να ρωτήσω τι ώρα να κατέβω, εκείνος κιχ δεν έβγαλε, όλα μόνος του ήθελε να τα κάνει) «ούτε να το διανοηθείς, με τα ζόρια που τραβάς με τη μέση σου». Του απάντησα «να πας να γαμηθείς, που θα με πεις και μεσήλικα».

Αυτό με τρώει, ακόμη. Να πας να γαμηθείς, του είπα. Όχι να μπει σε ένα αεροπλάνο και να πάει στου διαόλου τη μάνα. Και να περνάει η μια Δράμα μετά την άλλη χωρίς εμάς, το ημιφωτισμένο -3, το συνωστισμένο σουτιέν της Tura και την κουπ της Leia μέσα…

 

….

where’s Danny Torrance now?

 

31978128

 

Χτες βράδυ χασμουριόμασταν βλέποντας τον ζουμπά τον  Ίθαν Χαντ και βάλαμε τη «Λάμψη». Δέκατη πέμπτη φορά και ξανανατρίχιασα -κάποιες στιγμές- με τον παλαβό. Σήμερα το πρωί ο δρόμος μου ήταν έξω από σχολείο, πάγωσα βλέποντας την αυλή να γεμίζει. Τριανταέξη χρόνια πέρασαν και πάλι το τιμόνι κόντεψε να μου φύγει απ΄ τα χέρια, έφυγα στο πεζοδρόμιο (έχουμε πολλα χαμηλά πεζοδρόμια σ’ αυτή την άσχημη πόλη μα ούτε ένα ενδιαφέρον πάρκο για να χαθείς στα σωθικά του), μια γριά -που δεν είχε σαπίσει ακόμη- γλίτωσε στο τσαφ. Μετά αντί να με καταραστεί, γελούσε σα σεληνιασμένη κουνώντας πέρα-δώθε τα χέρια της, ευτυχώς ντυμένη. Ήταν που ήταν τρομαχτικές οι γριές, τις αποτελειώσαν με τις συντάξεις. Οι τρίχες μου ακόμη αρνούνται να ηρεμήσουν, πρέπει να χαράξω διαδρομές που δεν περνάνε έξω από σχολεία.

Είδα την ευγενική καθαρίστρια στον διάδρομο. Σήμερα σφουγγάριζε μόνη. Ρώτησα -από ενδιαφέρον- τι κάνουν τα χαριτωμένα κοριτσάκια της. Είπε ότι σήμερα έχουν αγιασμό στο σχολείο. Σκέφτηκα «καλύτερα τσεκούρι». Από μέσα μου. Της είπα «χαιρετισμούς στον Ντέλμπερτ», δεν ξέρω πως μου ‘ρθε, λάθος κοινωνικότητα. Αν κρίνω από το απελπισμένο βλέμμα της, μάλλον πρέπει να ψάχνουμε καινούρια καθαρίστρια από αύριο.

Πηγαίνοντας προς το ασανσέρ, είδα πως ήταν σταματημένο στο 2.  Εκεί που δεν ζει κανείς. Τώρα που το ξανασκέφτομαι και το 237 στον δεύτερο ήταν. Κάποιος, θυμάμαι, μου εκμυστηρεύθηκε ότι ο παπάς στο μοναστήρι στο βουνό κάνει καλούς και εγγυημένους -για τρία χρόνια- εξορκισμούς. Ποιος κάθεται όμως να ψάχνει κίτρινο σκαραβαίο για να φτάσει ως εκεί πάνω. Με κορεάτικο χιλιάρι δε νομίζω να γίνεται σωστή δουλειά.

Να ορίσω μια συνέλευση οικοδομής για το Σάββατο το απόγευμα. Τα μάρμαρα στους διαδρόμους είναι πολύ βαρετά και πολύ μικροαστικά πλέον. Τύπωσα και θα τους δείξω τη μοκέτα του Overlook. Εύχομαι να τους πείσω να αναβαθμισθούμε.

Ελπίζω όταν γυρίσω σπίτι κατά τις έξη να λείπει η -πολύ πιο όμορφη- Γουέντι μου. Ο Ντάνι είπε ότι θα πάει για sreeb με τον Τόνι. Eυκαιρία να μπορέσω να γράψω μισό κεφάλαιο ανενόχλητος. Μια παράγραφο, έστω. Δέκα λέξεις. Πέντε. Τσάμπα ρεύμα καίει ο καταψύκτης.

Κάπου είχα κρυμμένο ένα μπαλάκι του τένις.    Ίσως να’ταν και του μπέιζμπολ.  Ντουβάρια υπάρχουν.

 

#

ιστορίες από τον πέμπτο (και τέταρτο και τρίτο και πρώτο) όροφο

 

31946656

 

 

 

Προχτές μπήκα διαδοχικά σε δυο ασανσέρ (σε κτίριο που στεγάζει  δικηγόρους, γιατρούς, και  λογιστές), λέγοντας “καλημέρα”. Στο πρώτο ήταν άλλος ένας μέσα που κατέβηκε στον τρίτο όροφο, στο δεύτερο μια μαμά με το δεκάχρονό της κι ένας παπάς που πάτησαν «ισόγειο». Κανείς δεν μου απάντησε.

Ή βλέπω ανθρώπους που δεν υπάρχουν ή δεν με βλέπουν. Δεν έχω αποφασίσει ακόμη τι είναι ανησυχητικότερο.

*

Κάθε Πέμπτη απόγευμα -λίγο πριν, λίγο μετά τις έξη- την ώρα που επιστρέφω στο σπίτι, το ασανσέρ μυρίζει Escape. Καμιά άλλη μέρα. Μόνο τα απογεύματα της Πέμπτης. Τη μέρα που θα δω και τον καθρέφτη του να δακρύζει, θα προτείνω στη συνέλευση να το χρησιμοποιούμε τις Πέμπτες 6-8μμ σαν παρεκκλήσι. Θα ειδοποιήσουμε και την γειτονιά, είναι ανόητο να μην εκμεταλλευτούμε τουλάχιστον τα κεριά των λαβωμένων από την Escape.

*

Μετά την κρίση, στον δεύτερο όροφο της πενταόροφης οικοδομής μας είναι άδεια και τα τέσσερα διαμερίσματά του. Περιμέναμε μάταια επί δυό χρόνια και εφτά μήνες να ξανακούσουμε πόρτα στον δεύτερο να ανοίγει. Ένα μεσημέρι Κυριακής οι υπόλοιποι, παρά τις αντιρρήσεις μου, το πήραν απόφαση και ξήλωσαν με μανία την πινακίδα 2 από την πόρτα του ασανσέρ. Και μετά το κουμπί 2 από κάθε πίνακα.  Με τη φόρα που πήραν φοβάμαι ότι κάποια μέρα που θα ανηφορίζω προς το σπίτι, θα κοιτάξω προς τα πάνω και θα μετρήσω τέσσερις ορόφους.

*

Όλον τον Αύγουστο ο πίνακας ήταν χαλασμένος και για να πας στον τέταρτο έπρεπε να ανέβεις στον πέμπτο, να βγεις από το ασανσέρ, να ξαναμπείς και  να πατήσεις 4. Είχα έτσι την ευκαιρία να δω για πρώτη φορά ότι και ο πέμπτος όροφος έχει ωραίο μακρύ φοβιστικό διάδρομο, πόρτες  και κουδούνια έξω από τα διαμερίσματα, παλιοκαιρίσια φωτιστικά και το ίδιο άσχημο χρώμα στους τοίχους. Κάποια μέρα είχα την παρόρμηση να βγω στον τρίτο και να μπω μετά για να πατήσω 4 αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένος για το τι θα αντικρύσω και ξαναπάτησα 5. Ντρέπομαι για την ατολμία μου, μα ανέκαθεν με τρόμαζαν οι μεγάλες προκλήσεις.

*

Είναι κάποιες στιγμές που τρέμω σαν σκέφτομαι το πώς χειρίζονται αυτό το πολύπλοκο μηχάνημα οι αναλφάβητοι. Νομίζω πως πρέπει να προσθέσουμε ένα άρθρο στον κανονισμό της οικοδομής ώστε να απαγορεύσουμε τη χρήση του σε όσους δεν γνωρίζουν αποδεδειγμένα αριθμητική. Δεν είναι πρέπον, μα ούτε και ασφαλές, να τριγυρίζουν διάφοροι αμόρφωτοι στις σκάλες της οικοδομής.

*

Αντιπαθώ τα γυάλινα εξωτερικά ασανσέρ. Από μιαν ηλικία και μετά το αυχενικό (και ένας ελάχιστος αυτοσεβασμός) σε εμποδίζει από το να παρατηρείς -εκστασιασμένος, από την υψηλή τεχνική του κατασκευαστή- το σάρκινο περιεχόμενό του.

*

Κάθε εβδομάδα, πλάι στον πίνακα ανακοινώσεων στην είσοδο της οικοδομής, βρίσκουμε ένα κολλημένο χαρτάκι (πάνω απ’ τα προηγούμενα):

«ΕΛΕΓΧΘΗΚΕ, ημερομηνία, σφραγίδα, υπογραφή, ο συντηρητής του ανελκυστήρα»

Αν σκεφτείς ότι o συντηρητής έχει πεθάνει πριν ενάμιση χρόνο, το γραφείο του έχει γίνει πια τυροπιτάδικο και έκτοτε αποφασίσαμε να συντηρούμε το ασανσέρ μόνοι μας (με τακτικά ευχέλαια, εικονίτσες και σκόρδα που κρεμάμε μέσα του), νομίζω ότι θα πρέπει ν’ αρχίσω να παραμονεύω για να δω ποιος είναι αυτός που δεν θέλει να αφήσει το ασανσέρ μας να μάθει την πικρή αλήθεια.

*

Στις, όχι και πολύ σπάνιες πλέον, επισκέψεις μου σε κλινικές και νοσοκομεία, πάντα χρησιμοποιώ το ασανσέρ μεταφοράς ασθενών. Είναι λιγότερο κλειστοφοβικό και τυχόν συνάντησή σου με γεμάτο φορείο, σε πλημμυρίζει με ένα αίσθημα ανωτερότητας. Για να αποφύγω παρατηρήσεις από τους νοσηλευτές, φοράω πάντα γραβάτα και νομίζουν πως είμαι κάποιος πολύ σπουδαίος, οπότε πάντα μου χαμογελούν. Ευτυχώς δεν μου κάνουν παράπονα για τα μισθολογικά τους και το συνταξιοδοτικό.

*

Όταν πηγαίνω επίσκεψη σε σπίτια ανθρώπων που αντιπαθώ ( πηγαίνω όμως, άπαξ, δις του έτους, για να μην ενταφιαστεί οριστικά και αμετάκλητα η κοινωνικότητά μου) ξεκινάω πάντα ένα ημίωρο πριν την ώρα που με καλούν και χρησιμοποιώ το ασανσέρ τους ανεβοκατεβαίνοντας επί ένα εικοσιπεντάλεπτο σε τυχαίους ορόφους. Είναι η μικρή, ελάχιστη συμβολή μου στην οικονομική τους καταστροφή.

*

Παρακάλεσα επανειλημμένα (με, ευγενική αλλά σαφή, απειλή μείωσης αμοιβής) την καθαρίστρια της οικοδομής να ντύνει πιο σικάτα τα δίδυμα κοριτσάκια της που την βοηθούν στο σφουγγάρισμα του ασανσέρ. Οφείλουμε, της είπα, να χαρίσουμε έστω μια μικρή Λάμψη στη γκρίζα μας καθημερινότητα.

***

στα κόκκινα φανάρια

31919274

 

 

Με σταματήσαν ένα, δυο, τρία κόκκινα, το τέταρτο το πέρασα -αφηρημένος και εγκληματίας- με κατάρες πεζών και εποχούμενων, το πέμπτο ήταν αδύνατον να το αψηφήσω. Όταν φτάνω εκεί πάντα κόβω ταχύτητα, γυρίζω από συνήθεια το κεφάλι ψηλά και δεξιά, να δω τι είδους άνθρωποι κάθονται έξω στα μπαλκόνια, τι σχήμα και μορφή έχουν, ανθρώπους δεν είδα ποτέ, κάμποσα χρόνια μετά μου είπαν σχεδόν συνωμοτικά (έτσι λέγονται αυτά, ποτέ φωναχτά) ότι κανείς δεν βγαίνει στο μπαλκόνι, αφού τα τριπλοκλειδώνουν, για να μη σε βάλει η ανοιχτή μπαλκονόπορτα σε πειρασμό. Ο σατανάς -μπορεί κι ο Θεός, που δοκιμάζει-λένε- τις αντοχές των ανθρώπων, σαν τεστ κατάταξης στην άλλη ζωή, αυτά που μουρμουρίζουν για ψευτοπαρηγοριά οι παπάδες και οι απελπισμένοι- το ‘χει χούι να κάνει αστειάκια, να σε τσιγκλάει just do it!, αυτό που οι παπουτσάδες κόπιαραν ξεδιάντροπα χωρίς να του ακουμπήσουν φράγκο τσακιστό για τα royalties αλλά ποιος διάολος δίνει δεκάρα για τα εύσημα και τον τραπεζικό λογαριασμό του, αυτά είναι για τους μέτριους θεούς των ακόμη πιο μέτριων που πιστεύουν σ’ αυτούς.

Κοιτάζω την μπλε πινακίδα, πιάνει ίσα με τρεις, μπορεί και τέσσερις ορόφους ύψος, μη τυχόν και λαθέψεις στο τι κοιτάς. Το πρωί αντέχεται, κάποιες φορές το μάτι σου λοξοδρομεί, τις νύχτες όμως κολλάει πάνω στα γράμματα όπως οι πεταλούδες και τα μυγαράκια στη λάμπα στο μπαλκόνι.

Θ-Ε-Α-Γ-Ε-Ν-Ε-Ι-Ο

Τώρα που τα ξαναθυμάμαι και τα γράφω (ανάθεμά με κι αν ξέρω γιατί), πίνω ένα μάλλον φτηνό, μάλλον ισπανικό, μάλλον ροζέ. Σίγουρα μέτριο, μπορεί και λίγο κάτω απ’ το μέτριο, εκτός κι αν φταίει η μνήμη μου, μετά από τόσα μέτρια αρχίζεις να πίνεις αμήχανα. Ούτε από πού το αγόρασα θυμάμαι, μπορεί να ΄ταν και αδέσποτο, μερικές φορές αυτά βγαίνουν καλύτερα από ράτσας, τις πιο πολλές κοπριτάκια αλλά ποιος διάολος δίνει δεκάρα για το τι πίνεις όσο γράφεις. Ποιος δίνει δεκάρα για το τι γράφεις, δηλαδή. Τι κι αν είναι μελό, ξαναμασημένο, ασύνταχτο, ασυνάρτητο, μερικές φορές είναι λυτρωτικό να γράφω σαν πρωτάκι στο δημοτικό,  για μένα μόνο. Και καναδυό άγνωστους που αγνοούμε εκατέρωθεν (ή αμοιβαία; ένα απ΄τα δυο θα είναι σωστό) την ύπαρξή μας. Σιγά μη κάθεσαι να εφευρίσκεις λέξεις, να σκαρώνεις πιασάρικα τιτλάκια ή να φτιασιδώνεις παραγράφους στα φανάρια. Ας τα κάνουν οι λόγιοι αυτά.

Ματιά αριστερά.

Μ-Ι-Κ-Ε-L

Δεν ξέρω τι ράτσας άνθρωποι κάθονται να πιουν καφέ απέναντι από εφτά; οκτώ; εννιά πατώματα και δεν ξέρω (ούτε θέλω και να μάθω) πόσα υπόγεια γεμάτα καρκίνους με παράξενα ή οικεία ονόματα, απ’ αυτά τα καθημερινά κι εύκολα (εύκολα, λέξη κι αυτή) που ποτέ δεν μπορείς να μάθεις να προφέρεις σωστά χωρίς να κομπιάσεις και να χρειαστείς δυο γουλιές νερό για να κατεβούν οι συλλαβές ως τα χείλια σου. Δηλαδή, θέλω να πω, καλύτερα να κρυφτείς μέσα στο σπίτι σου, απέναντι από τέσσερα ντουβάρια που τα σιχάθηκες και μπούχτισαν κι αυτά να σε βλέπουν, παρά να κάθεσαι εκεί αντικρίζοντας Αυτό.

Κοιτάζω αυτούς που κάθονται στα τραπέζια, με έναν καφέ κι ένα νερό μπροστά τους. Κάνω συνειρμούς κι αντιστοιχίσεις. Κανείς τους δεν είναι καθαρός, το βλέπω στα μάτια τους, στον τρόπο που σταυρώνουν τα χέρια τους, στα κουρασμένα ρούχα τους, στα σβηστά τσιγάρα μπροστά τους.  Όλοι κουβαλάνε κι έναν Δαίμονα μέσα τους, που τον αφήσαν για λίγο παρέα με τον ξενιστή του σε κάποιο δωμάτιο, τρίκλινο, τετράκλινο, δενξερωγωτι, απέναντι. Πετάγομαι για ένα νερό και ξανανεβαίνω. Ντρέπονται, ίσως, να πουν καφέ. Και τσιγάρο. Και πετάγονται απέναντι, παραγγέλνουν, ζάχαρη, αφρόγαλα, κρέμα κι άλλη ζάχαρη να κοντράρει την πίκρα, ή σκέτο, για να μη τους δαγκώσουν οι τύψεις. Επειδή στερούν την παρουσία τους δέκα λεπτά, δεκαπέντε, απ’ τις ματιές των άλλων, των ανήμπορων να βγουν παραέξω. Κι επειδή κανείς δεν ξέρει -ούτε καν εγώ, που μετά από τρία ποτήρια θαρρώ ότι τα ξέρω όλα, ακόμη κι αυτά που δεν έγιναν ακόμη- αν αύριο αυτά τα δέκα λεπτά, τα δεκαπέντε θα είναι ακόμη εξαργυρώσιμα. Ή αν δεν υπάρχει καν ματιά απέναντι, κάτσε να σε δω λίγο ακόμη, άσε με να φύγω γιατί δεν αντέχω να σε βλέπω να λιώνεις.

Ένας ανυπόμονος κορνάρει, πίσω μου. Λογικό, αφού αν ήταν μπροστά δεν θα ΄χε κανένα λόγο να βιαστεί να με βγάλει απ’ το δρόμο του. Δεν ξεκινάω αμέσως, δεν έχεις λόγο να βιάζεσαι σε τέτοια φανάρια. Να κάθεσαι με τις ώρες πρέπει, να διαβάζεις τις μπλε επιγραφές, και τα μάτια των ανθρώπων που μπαινοβγαίνουν σ’ Αυτό. Κι εκείνων που κάθονται και παραγγέλνουν έναν καφέ, κοιτάζοντας μια το κινητό, μια τον τρίτο, πέμπτο, έκτο όροφο απέναντι, μια εκείνον που κάθεται πλάι τους, που φοράει μαύρα γυαλιά και καπνίζει τσιγάρα με τέσσερις ρουφηξιές, τα φτάνει στη μέση και τα τσακίζει, τα κάνει δυο κάτια στο τασάκι που δεν προλαβαίνει ν΄αδειάσει. Αν μπορούσαν αυτά τα συγκεκριμένα σταχτοδοχεία να γράφαν την ιστορία όσων τα γέμισαν, θα ΄πρεπε να τα γκρεμίσουμε τα blogs και να τα αποτεφρώσουμε μετά. Πληρώνοντας αν χρειαστεί, όσο όσο.

Ξεκινάω για να μη με πυροβολήσει ο πίσω. Πριν βάλω πρώτη, κατεβάζω το καθρεφτάκι. Όχι για να δω τον ανυπόμονο, μα εμένα. Για να  βεβαιωθώ πως έχω είδωλο. Και να υποσχεθώ (πάλι ψεύτικα, το ξέρω) πως μέρα φεύγει, μέρα μπαίνει, θα κόψω τη γκρίνια και τα ναι μεν αλλά. Για χάρη εκείνων που είναι ξαπλωμένοι και κουρασμένοι δεξιά, μόνο τα ναι πρέπει να κοιτάς. Τα μεν αλλά είναι παραπανίσιες, ηλίθιες, άχρηστες πολυτέλειες.

Περνάω αργά αργά δίπλα απ’ το «Πωλούνται περούκες παθήσεων». Δέκα, είκοσι, τριάντα μέτρα μπροστά, ζωή ξανά. Αυτή που συνεχίζεται, ερήμην κάποιων. Kαι των παθήσεων. Σιγά μην σου αποκάλυψα και κάτι καινούργιο δηλαδή.

 

—–