θήτα όπως θέρος

O ήλιος το καλοκαίρι, ειδικά σ’ αυτόν τον τόπο, είναι ίδιος για όλους. Ακόμη και με κλειστά μάτια. Ειδικά με κλειστά μάτια. Ένα ζεστό φιλόξενο σκοτάδι, με αναλαμπές φωτός από μακριά, σαν ένα μεγάλο «δεν είσαι μόνος».

Κάποιες φορές έχει μουσική. Είτε αυτή ακούγεται σαν το P των Labradford, είτε σαν το πατ πατ πατ της ομπρέλας κόντρα στο μελτέμι, σαν το κύμα λίγα μέτρα μακριά (κανένα δεν είναι όμοιο με το προηγούμενο ή με το επόμενο μα όλα είναι ίδια, δεν υπάρχει γενετιστής που θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό), είτε σαν ένα κινητό που χτυπάει ερήμην των αφεντικών του που είναι χωμένοι στο μπλε, είτε σαν το άνοιγμα της μπύρας, είτε σαν αυτήν που ακούγεται όταν χαϊδεύεις (ή χάιδευες, κάποτε) το γόνατό της.

Είτε σαν την αίσθηση στην κοιλιά (που του έχει παραδοθεί γυμνή) όπως -έτσι λένε τα βιβλία, τα τραγούδια, η μνήμη- στον έρωτα.

knock knock knockin’ on summer’s door

Oι γυναίκες του σπιτιού πήγαν στην εκκλησία. Δεν ήταν δα και μεγάλο κατόρθωμα, η μια είναι στα διακόσια μέτρα και η άλλη στα τριακόσια. Παλιά, θυμάμαι, ούτε φαρμακείο μπορούσες να ανοίξεις αν δεν ήταν πεντακόσια, δεν ξέρω ακριβώς πόσα, μέτρα μακριά από άλλο. Τώρα ακόμη και μεσοτοιχία. ‘Ο παράς να πέφτει’ έλεγε ο παππούς μου, ο συνονόματος. Eκείνον δεν τον θυμάμαι ούτε μια φορά να ντύνεται για να πάει στην Ανάσταση. Υποθέτω κάτι πίστευε, εικονοστάσι και καντήλι υπήρχαν στο σπίτι, νομίζω ότι και τον σταυρό του έκανε, τα υπόλοιπα δικός του λογαριασμός. Δεν ήξερα αν ήθελα να τον ρωτήσω, κάποια στιγμή, δεν πρόλαβα κιόλας.

Κόντευε εννιά και βγήκα για μια μικρή βόλτα, στην αντίθετη κατεύθυνση από τις εκκλησίες. Διασταυρώθηκα με αρκετούς, λαμπάδα στα χέρια, φαναράκι, είδα και καναδυό κόκκινα αυγά, ντυμένοι οι περισσότεροι όπως σηκώθηκαν από τον καναπέ κι αυτό -δεν κατάλαβα εκείνη τη στιγμή το γιατί- με έκανε να χαμογελάσω με ανακούφιση. Ένας φορούσε γραβάτα και νομίζω τον κοίταξα, λίγο έκπληκτος λίγο απορημένος, περισσότερο από όσο κοιτάς έναν άγνωστο στο δρόμο, είχα να δω -ζωντανά- φορεμένη γραβάτα κοντά ενάμιση χρόνο και μάλλον αναστατώθηκα, λίγο. Ελπίζω, αν και όταν ξανάρθει η ώρα, να θυμηθώ τον σωστό κόμπο, προς το παρόν τα ψαράκια (θάλασσα και ψαράκια είχε η τελευταία που μπήκε στο σπίτι) κοιμούνται στο κουτί τους που ακόμη δεν μπορώ να θυμηθώ τι εξαίσιο μυρίζει. Μα για να θυμηθείς κάτι, σκέφτομαι, πρέπει να ΄’χεις πρώτα συναντηθεί με κάποιο τρόπο μαζί του, άρα ματαιοπονείς. Ή, ξανασκέφτομαι, αποκτάς κίνητρο για να το ψάξεις. Ελπίζω οι άνθρωποι που περνάνε δίπλα μου να μη διαβάζουν σκέψεις και χαμόγελα. Μερικά πράγματα καλό είναι να μένουν δια βίου αμετάφραστα από αγνώστους.

Δυο ωραία, ψηλά κορίτσια, στο δρόμο για τα τριάντα, στενεύει το πεζοδρόμιο και περιμένω να περάσουν. Η μια μου χαμογελάει για ‘ευχαριστώ’, η άλλη κάτι πληκτρολογεί στο κινητό κρατώντας και την λαμπάδα. Είναι αξιοθαύμαστο τι μπορούν να κάνουν με ενάμιση δάχτυλο και μια οθόνη. Ευτυχώς τις έχω αφήσει πίσω μου τη στιγμή που σκέφτομαι το ‘τραγανιστά κωλαράκια’ γιατί ένα χαμόγελο, στην αρχή, και ένα νευρικό πνιχτό γέλιο ξεχύνονται σε πεζοδρόμιο και δρόμο και σκέφτομαι ότι είναι ώρα να τελειώνει αυτή η βόλτα πριν γίνω ο τζόκερ των μετρίων και φτωχών και με μαζεύουν νυχτιάτικα.

Η νύχτα είναι πάρα πολύ όμορφη. Πάρα πολύ. Είναι ζεστή και με ανατριχιάζει επειδή ούτε ένα φουτεράκι έριξα πάνω απ’ το τι-σερτ αλλά και να το φόραγα θα το έβγαζα, είναι ήσυχη και σκοτεινή μαζί, μυρίζει ‘θέλω’, μουσικές που αγαπώ και τις έχω κάπου καταχωνιασμένες, μυρίζει σαν ρούχο που ίδρωσε κι αφέθηκε στον ήλιο να στεγνώσει. Θα μπορούσα απλά να γράψω ‘αυτή η νύχτα είναι πρελούδιο επερχόμενου θέρους’ αλλά αυτά τα κοροϊδεύω. Δεν το γράφω. Πάντως αν ήταν γυναίκα θα μπορούσα, νομίζω, να την ερωτευτώ. Με την προϋπόθεση ότι θυμάμαι πώς γίνεται αυτό. Από μακριά ακούγονται καμπάνες.

Εντάξει, μεγάλωσες, μου λέω. Βάρυνες, άσπρισες, τα όχι κατατροπώνουν τα ναι σου. Με χαζομάρες παλαίωσης και ωρίμανσης μην παραμυθιάζεσαι, τα ‘aged in oak barrels’ δεν περνάνε εδώ. Αλλά όσο θυμάμαι πώς μυρίζει ο ήλιος και η ζέστη πάνω σε ένα κομμάτι ύφασμα, ένα σφηνάκι -αν με στίψω καλά- ίσως το βγάζω ακόμη.