η κρυφή ζωή της

Παιδιά, σπίτι, σύζυγος, δουλειά αλλά δεν είναι η Μαίρη Παναγιωταρά. Yπάρχουν ακόμη ανάμεσά μας -ή εμείς ανάμεσά τους- αλλά αυτή δεν είναι. Δεν φτιάχνει καφέ στο αφεντικό, δεν της πιάνει τον κώλο -όχι κυριολεκτικά, μεταφορικά έχει γεμίσει μελανιές-, τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν χρειάζονται διάβασμα (αλλά θα είναι ο Τράβις Μπικλ τους για καιρό ακόμη), τα πιάτα μπαίνουν στο πλυντήριο και μόνο τα φλυτζάνια του καφέ πλένονται στο χέρι,  ο νους του άντρα στο σπίτι όλο και πιο σπάνια «είναι στο κακό» και δεν βρίσκω τίποτε παράξενο, τραγικό ή έστω πικρό σε αυτό μετά από είκοσι και εικοσιπέντε χρόνια, για σιδέρωμα και καθάρισμα (γενική) δεν βάζει έγνοια αφού μια και δυο φορές την εβδομάδα θα έρθει η ευγενική και έμπιστη κυρία που τα φροντίζει αυτά, για πλυντήριο δεν παίρνω όρκο αφού κανείς μας δεν θέλει να βλέπει κάποιον τρίτο να βγάζει τα άπλυτά του στη φόρα από το καλάθι στον 9κιλο κάδο και ίσως χειρίζεται μόνη της το λεπτό αυτό θέμα με τα άσπρα και τα χρωματιστά και τα μαύρα που είναι μια φλύαρη κατηγορία από μόνα τους, ενδιάμεσα της διαδρομής δουλειά-σπίτι ανεφοδιάζει τους γέροντες -αν υπάρχουν ακόμη- με φάρμακα, ένα γλυκό και λίγο χρόνο (can’t buy time αλλά πώς τους το λες αυτό), κάποιες φορές επιτρέπει στον εαυτό της να νιώσει ράκος ένα πεντάλεπτο την μέρα που κι αυτό το κρύβει με τρόπο που τρομάζει, μακιγιάρεται προσεκτικά απ’ έξω και όσο περνάει ο καιρός οι σοβάδες καταρρέουν από μέσα -ούτε λόγος για μερεμέτια και βαψίματα-, προσέχει το σώμα της και γαμάει την ψυχή της, εξολοθρεύει όσες άσπρες και γκρι τρίχες ξεμυτίσουν από τα χαρακώματα των -άντα, δεν αγαπάει τις ρυτίδες της και πιστεύει πως όσοι λένε οτι τις λατρεύουν είναι μεγάλοι ψεύτες και θέλουν εν κατακλείδι να της πιάσουνε τον κώλο, ίσως κάποιες στιγμές της έρχεται να κάνει φονικό αλλά έχει MSc και PhD στο self-restraint.

Κι όταν οι άλλοι θα παν να κοιμηθούν κανονικά, κάποια νύχτα μπορεί να ανάψει ένα τσιγάρο για τρία-τέσσερα λεπτά καταδικά της, με το κεφάλι γερμένο πίσω και μάτια κλειστά. Δεν την ξέρω και δεν ισχυρίζομαι πως έχει ή δεν έχει και δεύτερη και τρίτη ζωή (ίσως σπέσιαλ, ίσως καταπληκτική, ίσως δείγμα τυπικό/ίσως όχι) αλλά αυτά τα λίγα λεπτά με την κάφτρα να καίει επικίνδυνα δίπλα στα γυμνά πόδια της και στην γυμνή κοιλιά της σκέφτομαι -εγώ, ο παρείσακτος- πως μπορεί και να είναι η κρυφή ζωή της ερήμην όλων, μα όλων, των άλλων.

πέντε παράγραφοι

Ξύπνιος απ’ τις εξήμιση. For no good reason. For no reason at all. Ίσως μόνον για να διαπιστώσει ότι είναι ζωντανός. Γιατί αν έχεις πεθάνει το βράδι είναι πρακτικά αδύνατον να σηκωθείς, χωρίς την ευγενική συνδρομή άλλων, το πρωί. Αυτός ζούσε πάντως. Ξαναδιάβασε το μήνυμα, δέκα ημερών, που έγραφε μόνο «σε πεθύμησα» και βεβαιώθηκε. Μετά το δωμάτιο μύρισε καφέ.  

Στα δωμάτια των ξενοδοχείων (άλλοτε τα σιχαινόταν, άλλοτε ασφυκτιούσε χωρίς αυτά) κάποιες νύχτες σκεφτόταν ποιος άραγε να έμενε στην επόμενη πόρτα (πρακτικά κανείς γιατί οι άνθρωποι δεν ζουν μέσα σε πόρτες). Τις περισσότερες φορές δεν ακουγόταν απολύτως τίποτε από δίπλα, κάτι αρκετά παράξενο μιας και ξέρουμε όλοι πως τα ντουβάρια των δωματίων στα ξενοδοχεία μπορεί να έχουν μάτια και αυτιά -είναι κάπως τρομαχτικό αυτό μα, πίστεψέ με, το ξεπερνάς με τον καιρό- αλλά μόνωση δεν έχουν. Για πάρα πολύ ακαθόριστους και συγκεκριμένους λόγους θα ήθελε να βρίσκεται μια γυναίκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι του διπλανού δωμάτιου. Αν, μάλιστα, ήταν καλοκαίρι (η, έστω, καλοκαίρι εκεί που βρισκόταν, είναι μπερδεμένα κι αυτά πολλές φορές αν σε πηγαινοφέρνουν αεροπλάνα) την σκεφτόταν γυμνή μπρούμυτα πάνω από το στρωμένο κι απείραχτο κρεβάτι να πληκτρολογεί «σε πεθύμησα». Κάποιος, κάποια, κάπου, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά θα ζωντάνευε. Μετά αυτός τραβούσε τις κουρτίνες και έβλεπε, μισόγυμνος, την πόλη έξω, εκείνη δεν ήταν στο διπλανό -άδειο- δωμάτιο, έτσι γίνεται με τις ιστορίες αυτές, εξελίσσονται ερήμην σου. Σόλο. Δεν είμαστε όλοι πλασμένοι για Chelsea Hotel, ούτε καν μεσοτοιχίας.

Κάποτε της είχε πει «σου πάνε τα μαύρα» και λίγο μετά «είναι αρρώστια τα πόδια σου». Πάρα πολύ κακή επιλογή την εποχή που οι άνθρωποι ξεκληριζόταν κατά χιλιάδες από έναν γαμημένο αόρατο ιό κάθε μέρα. Αυτός που υποτίθεται τα είχε καλά με τις λέξεις διάλεξε τις χειρότερες την χειρότερη στιγμή, θαρρείς και οι άλλες στέρεψαν. Απάντηση δεν πήρε ποτέ, εξόν από ένα αμετάφραστο ημιχαμόγελο, και αποφάσισε την επόμενη φορά, αν υπήρχε επόμενη, να δοκιμάσει ένα «σου πάει η γύμνια, με καβλώνουν τα πόδια σου». Τέτοιες εποχές δεν προσφέρονται για λογιοσύνες.

Σκάλιζε τα ράφια με τα βινύλια, ανέγγιχτα μήνες, μερικά και χρόνια. Αν ήταν σώματα θα είχαν μαραζώσει. Ανάμεσα σε Κoeln Concert και Remain in light (χάος και αταξία, λατρεμένα χούγια) βρήκε ένα σημείωμα, μαύρο μολύβι, όμορφα γράμματα. «Είναι δύσκολο να γράφουμε πια».To έφερε στη μύτη του. Μάταια. Το έβαλε ανάμεσα σε Darkness at the edge of town και ABBA Greatest Hits και θα δοκίμαζε λίγες βδομάδες αργότερα.

Μετρούσε μια μια τις μέρες, τις ώρες μέχρι να ξανασυναντηθούν. Ήθελε να του γράψει δυο λέξεις μόνο, «σε πεθύμησα», αλλά δεν είχε καμία απολύτως ιδέα σε ποιο νούμερο στέλνεις μήνυμα στο καλοκαίρι και έβαλε το κινητό να φορτίζει.