πλέον

34448099 (4).last

 

Eκεί, στο βάθος.

Μια ώρα πριν υπήρχαν φίλοι, εραστές, νταβατζήδες, γονείς, σκυλιά, πρεζόνια, παπάδες, πουτάνες, δασκάλοι, κρεβάτια, σκουπίδια, βρισίδια, θρανία, θάλαμοι, γέλια, περιστέρια, τραπέζια, σεντόνια, φαγιά, μπουκάλια, δικαστές, μαθητές, ταξί, σινεμάδες, δισκάκια, προδοσίες, θερμοκοιτίδες, φονικά, πλατείες, χαστούκια, αίματα, καφενεία, ιδρώτες, χύσια, δάκρυα, ξερατά, σειρήνες, παγκάκια, φέρετρα, πάρκα. Κι ένα ποτάμι, δίχως νερό.

Α! Και λέξεις! Ένα ολόκληρο βουνό από λέξεις.

Αυτά υπήρχαν εκεί. Μια ώρα πριν. Και όλοι κάναν σχέδια μαζί με τις λέξεις τους αλλά τους πρόλαβα και γράφω -εγώ, η ύαινα- γι αυτούς γιατί εκείνοι δεν μπορούν να πουν και να γράψουν τίποτε. Πλέον.

 

…..

38 special

vlcsnap-2013-11-02-21h25m14s81

 

Εξήμιση. Βράζει η πλάση, κοχλάζει. Με εμάς μέσα της, σιγά το ζουμί, oύτε μισό κονσομέ της προκοπής φτιάχνεις.

Ντους, ξανά. Για πέντε λεπτά ανακούφιση. Πέντε ευλογημένα λεπτά, μετά αφυδατώνεται και το μέσα σου εκτός απ΄το έξω. Δεν σκουπίζεσαι, μπας και παρατείνεις για λίγες στιγμές τη δροσιά. To τρίτο, μετά τις 12μιση το βράδυ και τις τέσσερις το πρωί. Tέτοιο grande πότισμα ούτε οι κήποι στις Βερσαλλίες αξιώθηκαν.

Τολμάω να ξαναπέσω στο κρεβάτι, είναι νωρίς ακόμη.

Αποκοτιά. Πέφτω πάνω στο ρεπερτόριο.

Γύρνα απ΄ την άλλη. Μη κολλάς και μη ξεφυσάς πάνω μου. Έκοψες και τον αέρα απ’ τη μπαλκονόπορτα, τοίχος ολόκληρος έγινες. Και στο ‘πα χίλιες φορές να σκουπίζεσαι καλά, χτες άλλαξα σεντόνια…

Κουβέντες που πριν τριάντα χρόνια, ακόμη και είκοσι, ήταν inconcessus. Πιο απαγορευμένες κι από το «love»  σε στιχάκια της Diamanda Galas. Δεν πληγώνομαι πλέον, έχεις δει τοίχο ευαίσθητο;

Ο ανεμιστήρας στο ταβάνι πολεμάει φιλότιμα, όλη τη νύχτα, ως τώρα. Το ‘χω δει αυτό το θέαμα σε πολλές ταινίες, φιλμαρισμένο από ζόρικες γωνίες, ένας ξαπλωμένος άντρας και οι φτερωτές από πάνω του, ιδρώτας, σκιές, τα σεντόνια γουμίδια. Κανείς δεν σηκωνόταν όμως μετά να πάει να πιάσει δουλειά, τέτοιο σενάριο δεν αξιώθηκα.

Εφτά. Τι φοράς σήμερα που θα χτυπήσει 38ρια; Τραγωδία να μην είσαι σε δουλειά που το dress code είναι βερμούδα-φανελάκι. Η στολή των συνταξιούχων. Με κάλτσα μπεζ και σκαρπίνι. Τέτοιο στυλ ούτε ο Γκωτιέ, ούτε τα δίδυμα Dean & Dan, ούτε καν ο Γκαλιάνο ονειρεύτηκαν. Στολή κλιματιστικό. Την φοράνε και κυκλοφορούν έξω ακόμη και με θερμοκρασίες που λυγίζουν γκαμήλα. Απορώ πώς δεν την πατένταραν ακόμη κάτι Daikin, Mιτσουμπίσι, Φουτζίτσου, τραγικό και άθλιο μάρκετινγκ έχουν εν τέλει.

Μπαίνω μέσα στις πρώτες ανοησίες που βρίσκω μπροστά μου, παντελόνι, πουκάμισο, ανοίγω την πόρτα, λέω φεύγω. Παλιά συνήθεια, από τότε που τα φεύγω έπαιρναν απάντηση. Και -ενίοτε- συνοδευόταν με χορταστικό πρωινό σεξ, διπλή μερίδα, ρε γαμώτο θ’ αργήσω, εγώ καθόλου. Ray Davies είσαι βασιλιάς αγόρι μου, άρχοντας, wont you tell me?

Της το ΄χα πει κάποια στιγμή, με μια δόση παράπονου, παλιά, πολύ παλιά, στις μεγάλες ζέστες έμοιαζες της Κάθλιν Τέρνερ στο Body Heat. Και τώρα της μοιάζω, απάντησε, μη σου πω ότι είμαι απείρως καλύτερη. Ανέκαθεν είχε απαντήσεις Ray, ανέκαθεν, για όλα.

Πρώτη κίνηση κατεβάζω παράθυρα, δεύτερη κλιματισμός, τρίτη όπισθεν. Με κλειστά μάτια. Ούτε τα σκυλιά του Pavlov τόσο εκπαιδευμένα.

Καθ΄ οδόν διασταυρώνομαι με το αγαπημένο μου ATM. Εφτά και είκοσι, ήδη τρεις συνταξιούχοι -οι δυο με τη στολή κλιματιστικό, ο τρίτος με τζιν, ριγέ μπλε/κόκκινο/άσπρο πόλο, σακούλα φαρμακείου υπό μάλης- περιμένουν. Σα να μη τους έφτανε ο φόβος της αρρώστιας και του θανάτου, προστέθηκε και το άγχος του άδειου ΑΤΜ. Aυτά δεν είναι capital controls, ξεπάστρεμα είναι.

Ανοίγω ραδιόφωνο. «Πετάει το γάντι ο Τσίπρας». Όποιος θέλει ας το σηκώσει, με 31 βαθμούς -ήδη- ούτε ασχολούμαι, ας μείνει χάμω να πεθάνει ασήκωτο. Άμα θέλει το σηκώνει ο Νταβανέλος. Γάντια, καλοκαιριάτικα, με καύσωνα. Δεν παν καλά οι άνθρωποι.

Αλλάζω σταθμό. Θαλασσινός. Μετά Μάλαμας. Δεν φτάνει που είναι γαμημένα τα μεσημέρια μας με τους 38 και τους 39, μακελεύουν και τα πρωινά μας.

Τα καζάνια της Κόλασης. Με σάουντρακ τα μεταξωτά. Και τη φουφού του καστανά. Χωρίς να φυσάει. Ας μας λυπηθεί κάποιος. Ας είναι και ο διάολος αυτοπροσώπως, λιγότερο άσπλαχνος θα είναι απ’ αυτόν που διαλέγει κατατονίες, εφτάμιση το πρωί, μιας μέρας που ο Σάκης Αρναούτογλου είπε -φορώντας σακάκι- ότι θα καίγεται όλη η χώρα από άκρη σ’ άκρη.

 

(μούζικα ρε μπάσταρδοι, μούζικα)

….

 

οι αλχημιστές

34426377

Πρώτο σίξτις/σέβεντις μπάνιο χτες.

Δέκα, δεκαπέντε άνθρωποι, σε μια παραλία που φαινόταν τόσο ατέλειωτη όσο και η ζέστη. Η κάψα θόλωνε τις άκρες του κάδρου. Κάπου σταματούσαν όλα, ξηρά και νερό, μα δεν διέκρινες πού. Μερικές φορές αυτό είναι καλό, δεν είναι φρόνιμο να ξέρεις πάντα τις συντεταγμένες του τέλους.

Ομπρέλα ιδιωτική, δυο πετσέτες, κρύο νερό στο ισοθερμικό τσαντάκι. Και τέσσερα τσιγάρα, ένα πριν, τρία μετά. Μας έμεινε κουσούρι, το «μετά».

Ησυχία, επιτέλους. Μόνο κάποιες κουβέντες την ραγίζουν, που και που.

Πέντε γυναίκες -όλες στα σύνορα της εμμηνόπαυσης, άλλες περιμένοντας τη σφραγίδα στο διαβατήριο, άλλες έχοντας ήδη διαβεί με βαριά βήματα τη μπάρα- συζητούν μέσα στο νερό για συμβάντα αδιάφορα που συγκλονίζουν τις μέρες τους. Για βιβλία που δεν διάβασαν, για τα γεμιστά που άρπαξαν στο φούρνο χτες, για το μαλλί που θέλει κούρεμα, για την Βίκυ που χάνει την Ιατρική για μια χούφτα μόρια, για μόρια που δεν τις καταδέχονται πια, για μαγιώ νούμερο 16. Πέρυσι 14, φέτος προαγωγή. Bitter sixteen.

Τις ακούω, κάθε λέξη τους, σχεδόν κάθε ανάσα τους, μη σου πω και κάθε σκέψη τους. Οι άνθρωποι ξεχνούν πως ο,τι λες μέσα στη θάλασσα τρέχει και τρυπώνει στα αυτιά παρείσακτων. Είμαι ένας απ’ αυτούς. Ένας voyeur με σφαλιστά μάτια.

Μπαίνουμε; ρωτάει.

Βήμα πρώτο, πάνω απ’ τα γόνατα.

Βήμα δεύτερο, στον αφαλό.

Τρίτο βήμα δεν είχε. Κάθαρση μόνο, νερά γυαλί, τέσσερα μέτρα μακριά από την ομπρέλα, δυόμιση μέτρα βάθος. Σε οργιές θα ήταν πιο λόγιο αλλά δεν ξέρω να μετατρέπω.

Μιάμιση ώρα μέσα στο νερό. Σε ένα βιβλίο θα διάβαζες «γίναν θάλασσα μέσα στη θάλασσα κι αυτοί». Ανακουφίζομαι που δεν το έγραψα. Ευγνωμωνώ το σύμπαν μου που είναι τυφλό, κουφό, ανάπηρο και δεν έχει ιδέα τι θα πει συνωμοσία.

Οι πέντε γυναίκες γίναν τρεις, μετά δυο, μετά ένα κενό στον ορίζοντα, κενό με φως που ματώνει τα μάτια. Ο μόνος πόνος που κάθε συνάντηση μαζί του είναι ευλογία.

Βγαίνουμε και μετράμε πετραδάκια κολημμένα στα γυμνά μας πόδια, ανάμεσα στα δάχτυλα, στα μαλλιά. Τα δικά μας νταμάρια, τα δικά μας παράσημα. Καλή και η άμμος αλλά σ’ αφήνει δίχως γαλόνια.

Κανείς μας δεν σκουπίζεται, αφήνουμε το νερό να ξεψυχήσει ήρεμα πάνω μας. Τέτοιο τέλος όλοι το ονειρεύονται, λίγοι το αξιώνονται, της λέω. Δεν καταλαβαίνει για ποιο τέλος μιλάω, συνήθισε πια τις μετέωρες, περιπλανόμενες διαπιστώσεις μου, δεν δίνει σημασία.

Ησυχία. Επιτέλους ησυχία. Κανένα κάπιταλ κοντρόλ δεν σε ανακαλύπτει εδώ. Για μια, δυο, τρεις ώρες. Μόλις νιώθεις το κακό να ‘ρχεται, βουτάς και το πνίγεις. Το Κακό δεν ξέρει κολύμπι.

Μια γουλιά νερό. Και τσιγάρο, που μουσκεύει απ΄ τα βρεμένα δάχτυλα. Αλάτι, ιώδιο και καπνός. Η χημική ένωση που ανέκαθεν έφτιαχνε το θέρος. Κάποτε το μάθαμε, οι κατά φαντασίαν Σαντιάγκο.

Ωραία ημερολόγια, της λέω.

Να ζήσουμε να τα θυμόμαστε, απαντά, ανάβοντας το τέταρτο.

….

this is a love song

shutterstock_127396787-752x501

 

Πνιγόμαστε στα αβαθή.

Τσάμπα τόσοι αγώνες για να μάθουμε να επιπλέουμε στα αφρισμένα. Η κούραση, τα Κράκεν του μυαλού, οι αναπάντεχες απώλειες  μας λύγισαν.

Πνιγόμαστε στα αβαθή, άχνα δεν βγαίνει απ’ το στόμα μας. Δεν ήμασταν όλοι, τελικά, φτιαγμένοι για μεγάλους πλόες.

Που και που κάποιος καλός άνθρωπος εμφανίζεται. Μας πετάει λίγο νερό, ίσα για να συνεχίσουμε να ψευτοαναπνέουμε -έτσι θαρρεί, έτσι είδε, έτσι του είπαν- μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος καλός άνθρωπος να μας ξανατραβήξει πίσω, στα βαθιά.

Για να μας σώσει.

Ακόμη και οι καλοί άνθρωποι μπερδεύτηκαν.

Θα μας πνίξουν από αγάπη και νοιάξιμο. Τι ειρωνεία..

Εμείς να βγούμε θέλαμε.

Να βγούμε, μόνο.

 

….

(σαν να το έγραψε αυτή)

this is not a love song

34386591 (1)

Προσπάθησα, για πολλοστή φορά, να διαβάσω έστω και τρεις σελίδες από το τελευταίο βιβλίο που ξεκίνησα, χωρίς να έχω καν φτάσει στην δέκατη σελίδα από τα τέσσερα προηγούμενα που έπιασα στα χέρια μου και είχαν την ίδια κακή τύχη.

Ματαιοπονώ και το ξέρω μα επιμένω γιατί υποψιάζομαι πως κάτι ανεπανόρθωτο μου συνέβη. Οι λέξεις εξαφανίζονται πριν καν μπουν στο κεφάλι μου, μάτια και εγκέφαλος τα ‘χουν κάνει σκατά, μουτρώθηκαν χωρίς να ξέρουν το λόγο και καμιά προσπάθεια δεν κάνουν να τα ξαναβρούν. Δεν καταλαβαίνω τι διαβάζω, ξέχασα το νόημα κάθε λέξης, στη μέση κάθε παραγράφου χάνομαι και πρέπει να ξαναγυρίσω πίσω να βρω την άκρη από ένα νήμα που δεν υπάρχει.

Χτες βράδυ τα μαύρα σημάδια (που υποδύονταν τόσο άγαρμπα τις τυπωμένες λέξεις) άρχισαν να γλιστράνε προς την κάτω πλευρά της σελίδας, προσπαθώντας να πιαστούν το ένα απ’ το άλλο, σχηματίζοντας μια αλυσίδα από τέρατα που φωνάζαν κάτι σαν «βοήθεια» ακατάληπτα, σχεδόν απόκοσμα κι αποκρουστικά. Στο τέλος γκρεμοτσακίστηκαν όλα μαζί -αφού δεν έκανα καμιά προσπάθεια να κλείσω το βιβλίο ώστε να μείνουν μέσα, έστω σαν μπουλούκι, σαν ρεμπέτ ασκέρι μα ασφαλή- και άφησαν τη σελίδα να χάσκει κενή. Την στιγμή που καταλαβαίνεις πόσο τρόμο γεννάει μια άδεια σελίδα που δευτερόλεπτα πριν σου διηγούνταν μια ιστορία, γίνεσαι άλλος άνθρωπος, τίποτε δεν ξαναείναι ποτέ ίδιο. Άφησα το βιβλίο στο πάτωμα, πάλεψα να κοιμηθώ, δεν κατάφερα πολλά. Ήταν και η ζέστη βάσανο. Ο ανεμιστήρας πάσχιζε αλλά τι να κάνουν έξη φτερωτές, ακόμη κι ένας έλικας από σπιτφάιρ πάνω απ’ το κεφάλι μου θα δυσκολευόταν να κόψει τον πηχτό αέρα για να ανοίξει μια δίοδο προς τα πνευμόνια, να στείλει μισή ανάσα τεχνητής -ας είναι- φρεσκαδούρας, να διώξει τη θολούρα και την υγρασία απ’ το μυαλό.

Εδώ και καιρό, κάθε πρωί ξυπνάω και τινάζω λέξεις απ’ το ιδρωμένο σεντόνι. Ο δρόμος από κάτω έχει γεμίσει σακατεμένα γράμματα, σημεία στίξης και ακρωτηριασμένες λέξεις. Ούτε πουλί, ούτε γάτα, ούτε ποντίκι (ο γείτονας μου είπε πως έχει δει πολλά τέτοια τις τελευταίες βδομάδες) καταδέχεται να ασχοληθεί μαζί τους. Οι ελάχιστες λέξεις που καταφέραν να φτάσουν στην άσφαλτο σε ένα κομμάτι, θα γίνουν λιώμα κάτω από τις ρόδες ενός φορτηγού, ενός δίτροχου, ακόμη κι ένα καροτσάκι που το σπρώχνει μια φρέσκια -ακόμη πληγωμένη απ΄τα παραπανίσια κιλά- μάνα είναι ικανό να τις διαμελίσει τόσο που κανένα λεξοτομείο δεν θα μπορέσει να τις συναρμολογήσει για την αναγνώριση.

Νομίζω, φοβάμαι, ότι το μέλλον επιφυλάσσει την ίδια μοίρα και για το φετινό καλοκαίρι, κάποιων, πολλών. Όσο και να το ράψουν, όσα κομμάτια του και να κολλήσουν, όσο και να μπογιατίσουν τις μελανιές, όσο λίγο και να τραβήξουν το σεντόνι που θα το σκεπάζει -τον Σεπτέμβριο, που θα μας φωνάξουν να μας ρωτήσουν σε ένα κρύο δωμάτιο με άσπρο παγωμένο φως αν είναι όντως αυτό, το δικό μας καλοκαίρι- δύσκολα θα καταφέρουμε να μη σπάσει η φωνή μας την ώρα που θα λέμε «ναι, αυτό ήταν». Αγνώριστο θα ‘ναι. Ναι. Αλλά η κλωστή, η επαγγελματικά δεμένη στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του, θα είναι εκεί, να μας θυμίζει πού ήταν η άλλη άκρη του νήματος που έπρεπε να φτάσουμε για κείνες τις ανάσες που είχαμε ανάγκη και δεν καταφέραμε, μη με ρωτάς γιατί, να συναντήσουμε.

Aλλά όλα καλά. Όλα καλά. Σκέψου να ζητούσαν από εκείνο, από το “αδιανόητο ελληνικό καλοκαίρι” (όπως λέει και ο δικός μου ποιητής) να αναγνωρίσει εμάς, κάτω από ιδρωμένα, τσαλακωμένα, παραιτημένα σεντόνια. Εκείνο το «όχι, δεν είναι αυτός» θα μας αποτέλειωνε οριστικά.

 

……

into my arms

interstellar

 

Tίποτε δεν ελέγχουμε, τίποτε δεν ασφαλίζουμε, τα «ίσως» για το αύριο μας εξουσιάζουν. Έρμαια της στιγμής είμαστε, όχι ρυθμιστές του χρόνου. Είμαστε η σκιά του ήλιου, όχι ο ήλιος ο ίδιος.

Τα εμπέδωσα αυτά από καιρό αλλά σας το ‘χω πει εκατό φορές μπαγασάκια πως δυο πράγματα ζητάω μόνο. Χωρίς και με αφορμές. Σήμερα μου ΄ρθε άλλη μια, κατακέφαλα.

Θα φύγουμε πρώτοι εμείς. Πάντα εμείς πρέπει να φεύγουμε πρώτοι.

Τα δυο σας να μη χαθείτε, ποτέ. Να βρίσκεστε. Όσο μακριά το ένα απ’ το άλλο και να ΄στε.

Αν το ξεχνάτε, που και που θα ερχόμαστε να σας παίρνουμε για μια βόλτα. Όπου και να ζείτε. Μ’ όποιους και να μοιράζεστε τη ζωή σας. Θα ερχόμαστε, θα κορνάρουμε βουβά για να κατεβείτε. Θα βάζετε τις ζώνες σας στο πίσω κάθισμα και θα δίνετε παραγγελιά, θα ξεκινάμε για όπου πείτε σεις.

Θα ακούμε -όσο δυνατά θέλετε- τα τραγούδια που εσείς θα διαλέγετε, θα σας αφήνουμε να βγάζετε τα κεφάλια και τα χέρια σας έξω απ’ τα παράθυρα, θα σας αφήνουμε να βρίζετε, να λέτε «μαλακιζμένο», να πετάτε τυρογαριδάκια, να μπουγελώνεστε και να μαλώνετε για χαζές αφορμές μπροστά μας. Δεν θα θυμώνουμε, θα χαμογελάμε μόνο. Κρυφά, να μη πολυπαίρνετε θάρρος.

Μετά, πριν έρθει για τα καλά η νύχτα, θα σας αφήνουμε στα σπίτια σας, στους αγαπημένους σας, θα βλέπουμε να μπαίνετε μέσα, να κλείνει η πόρτα πίσω σας και τότε μόνο θα ξαναφεύγουμε.

Αφού πρώτα αφεθούμε για λίγο σε μια λυτρωτική αγκαλιά, της καληνύχτας, του «να ΄στε καλά μωρά μας».

Γιατί εσείς θα είστε ακόμη δεκαπέντε και δώδεκα. Πάντα.

Κι εγώ, κι εκείνη, θα είμαστε εκεί, μαζί. Αόρατοι αλλά μαζί, χωρίς εισαγωγικά. Για πάντα.

 

—-

μισό βήμα (ούτε)

34271095

«Γυαλί, μπουνάτσα, μα δεν κολυμπιέται αυτή η θάλασσα», είπες. Κι εκείνο το ψαροχώρι, στο βάθος, κάτω απ’ το βουνό που ορθώνεται κάθετα πίσω του, δεν ξέρω πόσο φιλόξενους ανθρώπους κρύβει στα σπίτια του. Και τι σόι βουνό είν’ αυτό με τόσους απέθαντους, προαιώνιους πάγους στην κορφή του; Ξέρεις τι μπορεί να κρύβουν μέσα τους; Δεν είναι στέγη αυτό το άσπρο φρούριο, δεν αντέχω να ζήσω από κάτω του, πάρε αυτή την εικόνα από μπρος μου, ποιος τρελλός ταξιδεύει ως την άλλη άκρη του κόσμου για να μπει κάτω απ΄αυτό; Κι ας έχει γαλήνη, σιωπή, στεριά, κι ας έχω τα λεφτά να φτάσω ως εκεί.

 

34271095 (1)

Υπάρχει τρόπος, μου ΄λεγες, να δεις τα πράγματα αλλιώς. Χωρίς να μετακινηθείς μισό βήμα. Τώρα που σε σκέφτομαι, πάντα δίκιο είχες.

 

….

η 26η ώρα

10153157_700732119948024_633631648_n

 

 

 

Δεν θα καλλωπίσω κι ούτε θα στρογγυλέψω λέξεις, όποια μου ΄ρχεται πρώτη κέρδισε, θα μένει στο χαρτί. “Χαρτί”. Αστείο.

Χαοτικά σκέφτομαι, χαοτικά πληκτρολογώ. Τα είδαμε και τα χαΐρια μας με τα συγκροτημένα.

Η Ιστορία, οι θρύλοι, τα παραμύθια, οι Δαβίδ και οι Γολιάθ δεν συμβιώνουν δια βίου με το repeating. Πάνε στο κρεβάτι και με το rewriting. Πηδιούνται στα όρθια, σε στενά, σε ασανσέρ, σε γιαπιά, στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου και με το amendment. Όλα, μα όλα ξαναγράφονται και αλλιώς, απ’ την αρχή, ανόητε, καλόπιστε, ρομαντικέ εύπιστε.

Ο μονόλογος του Edward Norton στο «25th Hour» έχει ριζώσει μέσα μου και όπου να ΄ναι θα βγάλει παράξενα λουλούδια, αγκάθια, τριβόλια. Αποδέκτες των fuck, που τον λίπαιναν τόσα χρόνια, υπάρχουν. Δεν θα τον γράψω όμως, ούτε θα τον απαγγείλω. Αν με κοιτάξεις στα μάτια θα καταλάβεις ότι μπορεί να είσαι ένας απ’ αυτούς.

Δεν θα σκοτωθώ με όσους αγαπάω, με όσους τους νοιάζομαι και με νοιάζονται αληθινά άνευ όρων και υποσημειώσεων. Για τους υπόλοιπους δεν με ενδιαφέρει και να μη ξανασυναντηθούν ποτέ οι δρόμοι μας. Και δρόμοι υπάρχουν.

Δέκα μήνες παντρεμένοι, περπατάμε σαν τα χαμένα κάπου στο Σάλτσμπουργκ. Είναι καλοκαίρι, κόσμος ελάχιστος στους δρόμους, την έχω αγκαλιά, είμαστε με τα τελευταία σελίνια που δεν αγοράζουν ούτε ένα ποτήρι μπίρα αλλά είμαστε πάμπλουτοι κι ας μη το ξέρουμε, ακόμη. Από ένα ανοιχτό παράθυρο σε κάποιον χαμηλό πρώτο όροφο -μετά διαβάσαμε στη γυαλιστερή χάλκινη επιγραφή, πλάι στην είσοδο, το Konservatorium- βγαίνει προς τα έξω, μαζί με τις κουρτίνες, Σατί. Στην έδρα του Βόλφι και του Karajan. Καθόμαστε, χωρίς να ανταλλάξουμε ματιά ή κουβέντα, στο κεφαλόσκαλο και μένουμε εκεί για πάντα. Αυτή την στιγμή, εκείνη την ανατριχίλα, που δεν θυμάμαι πόσο κράτησε, θα την πάρουμε μαζί μας την ώρα της Μεγάλης Αναχώρησης.

Τον πιάνω τρέμοντας στα χέρια μου, πριν λίγα λεπτά βγήκε από μέσα της. Προσεκτικά, μη τον σπάσω, άμαθος όπως είμαι. Ήμουν σίγουρος ότι θα δακρύσω, έμεινα στεγνός. Έκλαψα αργότερα, πολλές φορές. Κι από χαρά κι από φόβο. «Σ’ αγαπάω ρε μαλάκα» του λέω συχνά πυκνά χωρίς καμιάν αφορμή (δεν θες αφορμές, ποτέ δεν θες αφορμές γι αυτό), σταματώντας στο «ρε». Σπάνια απαντάει, συνήθως με ένα «ναι καλά». Του χαϊδεύω τα μαλλιά -εικοστριών χρόνων μαντράχαλο- και θυμώνει όταν νιώθει τα δάχτυλά μου να αποσπούν την προσοχή του από μια οθόνη ή από ένα βιβλίο. Δεν καταλαβαίνει ότι παίζω Σατί.

Χρόνια την παρακαλάω να της στεγνώσω έστω μια φορά τα μαλλιά, όπως πριν οκτώ, δέκα, δώδεκα χρόνια. «Πας καλά;» απαντάει κάθε φορά. Δυσκολεύομαι στην διατύπωση της απάντησης. Άσε που δεν έχει και χρόνο να την ακούσει, ποτέ δεν έχουν χρόνο τα εικοσάχρονα για να ξαναγίνουν οκτώ, δέκα, δώδεκα για χάρη μας. Καλά κάνουν, πρέπει κάποια στιγμή να ενηλικιωθούμε. Να πετάξουμε δίχως τα φτερά τους.

Κρατάω στα χέρια το Here come the warm jets. Φθαρμένο, γκρατσουνισμένο, σκονισμένο, χλωμό -εκεί που το εξόρισα- αλλά ακόμη ζωντανό. To ακουμπάω στο στήθος μου. Οι ρόλοι σήμερα αντιστρέφονται. «Με ακούς;» το ρωτάω. «Ακούς το ντουπ ντουπ; Σε έφερα στον τόπο που ψάχναμε τα δυο μας, εσύ τριών, εγώ δεκαεφτά, τα καταφέραμε να φτάσουμε μαζί, δεν το λες και λίγο».

Αγάπα ρε, μου λέω κάθε μέρα. Αγάπα όσα και όσους αληθινά θα σου λείψουν αν χαθούν απ’ τη ζωή σου, αγάπα χωρίς terms & conditions, όσο είσαι ακόμη ικανός και γεμάτος. Είναι άχρηστα τα βιβλία με φτιασιδωμένα εξώφυλλα αλλά σκισμένες σελίδες. Είναι αξιοθρήνητα τα εγκαταλειμμένα καταμεσής στην ερημιά βενζινάδικα.

….