
Εξήμιση. Βράζει η πλάση, κοχλάζει. Με εμάς μέσα της, σιγά το ζουμί, oύτε μισό κονσομέ της προκοπής φτιάχνεις.
Ντους, ξανά. Για πέντε λεπτά ανακούφιση. Πέντε ευλογημένα λεπτά, μετά αφυδατώνεται και το μέσα σου εκτός απ΄το έξω. Δεν σκουπίζεσαι, μπας και παρατείνεις για λίγες στιγμές τη δροσιά. To τρίτο, μετά τις 12μιση το βράδυ και τις τέσσερις το πρωί. Tέτοιο grande πότισμα ούτε οι κήποι στις Βερσαλλίες αξιώθηκαν.
Τολμάω να ξαναπέσω στο κρεβάτι, είναι νωρίς ακόμη.
Αποκοτιά. Πέφτω πάνω στο ρεπερτόριο.
Γύρνα απ΄ την άλλη. Μη κολλάς και μη ξεφυσάς πάνω μου. Έκοψες και τον αέρα απ’ τη μπαλκονόπορτα, τοίχος ολόκληρος έγινες. Και στο ‘πα χίλιες φορές να σκουπίζεσαι καλά, χτες άλλαξα σεντόνια…
Κουβέντες που πριν τριάντα χρόνια, ακόμη και είκοσι, ήταν inconcessus. Πιο απαγορευμένες κι από το «love» σε στιχάκια της Diamanda Galas. Δεν πληγώνομαι πλέον, έχεις δει τοίχο ευαίσθητο;
Ο ανεμιστήρας στο ταβάνι πολεμάει φιλότιμα, όλη τη νύχτα, ως τώρα. Το ‘χω δει αυτό το θέαμα σε πολλές ταινίες, φιλμαρισμένο από ζόρικες γωνίες, ένας ξαπλωμένος άντρας και οι φτερωτές από πάνω του, ιδρώτας, σκιές, τα σεντόνια γουμίδια. Κανείς δεν σηκωνόταν όμως μετά να πάει να πιάσει δουλειά, τέτοιο σενάριο δεν αξιώθηκα.
Εφτά. Τι φοράς σήμερα που θα χτυπήσει 38ρια; Τραγωδία να μην είσαι σε δουλειά που το dress code είναι βερμούδα-φανελάκι. Η στολή των συνταξιούχων. Με κάλτσα μπεζ και σκαρπίνι. Τέτοιο στυλ ούτε ο Γκωτιέ, ούτε τα δίδυμα Dean & Dan, ούτε καν ο Γκαλιάνο ονειρεύτηκαν. Στολή κλιματιστικό. Την φοράνε και κυκλοφορούν έξω ακόμη και με θερμοκρασίες που λυγίζουν γκαμήλα. Απορώ πώς δεν την πατένταραν ακόμη κάτι Daikin, Mιτσουμπίσι, Φουτζίτσου, τραγικό και άθλιο μάρκετινγκ έχουν εν τέλει.
Μπαίνω μέσα στις πρώτες ανοησίες που βρίσκω μπροστά μου, παντελόνι, πουκάμισο, ανοίγω την πόρτα, λέω φεύγω. Παλιά συνήθεια, από τότε που τα φεύγω έπαιρναν απάντηση. Και -ενίοτε- συνοδευόταν με χορταστικό πρωινό σεξ, διπλή μερίδα, ρε γαμώτο θ’ αργήσω, εγώ καθόλου. Ray Davies είσαι βασιλιάς αγόρι μου, άρχοντας, won’t you tell me?
Της το ΄χα πει κάποια στιγμή, με μια δόση παράπονου, παλιά, πολύ παλιά, στις μεγάλες ζέστες έμοιαζες της Κάθλιν Τέρνερ στο Body Heat. Και τώρα της μοιάζω, απάντησε, μη σου πω ότι είμαι απείρως καλύτερη. Ανέκαθεν είχε απαντήσεις Ray, ανέκαθεν, για όλα.
Πρώτη κίνηση κατεβάζω παράθυρα, δεύτερη κλιματισμός, τρίτη όπισθεν. Με κλειστά μάτια. Ούτε τα σκυλιά του Pavlov τόσο εκπαιδευμένα.
Καθ΄ οδόν διασταυρώνομαι με το αγαπημένο μου ATM. Εφτά και είκοσι, ήδη τρεις συνταξιούχοι -οι δυο με τη στολή κλιματιστικό, ο τρίτος με τζιν, ριγέ μπλε/κόκκινο/άσπρο πόλο, σακούλα φαρμακείου υπό μάλης- περιμένουν. Σα να μη τους έφτανε ο φόβος της αρρώστιας και του θανάτου, προστέθηκε και το άγχος του άδειου ΑΤΜ. Aυτά δεν είναι capital controls, ξεπάστρεμα είναι.
Ανοίγω ραδιόφωνο. «Πετάει το γάντι ο Τσίπρας». Όποιος θέλει ας το σηκώσει, με 31 βαθμούς -ήδη- ούτε ασχολούμαι, ας μείνει χάμω να πεθάνει ασήκωτο. Άμα θέλει το σηκώνει ο Νταβανέλος. Γάντια, καλοκαιριάτικα, με καύσωνα. Δεν παν καλά οι άνθρωποι.
Αλλάζω σταθμό. Θαλασσινός. Μετά Μάλαμας. Δεν φτάνει που είναι γαμημένα τα μεσημέρια μας με τους 38 και τους 39, μακελεύουν και τα πρωινά μας.
Τα καζάνια της Κόλασης. Με σάουντρακ τα μεταξωτά. Και τη φουφού του καστανά. Χωρίς να φυσάει. Ας μας λυπηθεί κάποιος. Ας είναι και ο διάολος αυτοπροσώπως, λιγότερο άσπλαχνος θα είναι απ’ αυτόν που διαλέγει κατατονίες, εφτάμιση το πρωί, μιας μέρας που ο Σάκης Αρναούτογλου είπε -φορώντας σακάκι- ότι θα καίγεται όλη η χώρα από άκρη σ’ άκρη.
(μούζικα ρε μπάσταρδοι, μούζικα)
….