ιστορίες από τα άγραφα

Ο πατέρας μου την ώρα του καφέ μου λέει τις ίδιες ιστορίες για τα χαμηλοτάβανα ταβερνάκια δυο τετράγωνα μακριά από το πατρικό του (φυσικά όλη η πόλη δέκα τετράγωνα κι ένα λιμάνι ήταν τότε), τις παράγκες μέσα σε δασάκια (ήταν συναρπαστικές οι καρδιές των πόλεων παλιά) που σερβίραν καρτούτσο με στραγάλια και ελιές Μάκρης για μεζέ («άντε σπάνια και κανένα λάχανο τουρσί, το χειμώνα»), τους -«θεός σχωρέσ’τον»– φίλους, συναδέλφους και συμπότες του, τον τηγανητό γουλιανό με την ρόκα – «σ’ έκανε να δακρύζεις απ’ την αψάδα βρε αγόρι μου» – δίπλα στις μαλαματίνες, την γλυκιά ζάλη και νύστα μετά τις μεσημεριανές Φιξ, νύστα άλφα ποιότητας που τον έκανε να βουτάει την πένα μέσα στον καφέ αντί για το μελάνι τα απογεύματα στο γραφείο, μιλάει σχεδόν με ενθουσιασμό για το πόσο ωραία ταίριαξαν βάτος αχνιστός, συκωτάκια, γλυκάδια και τραίνα με μια νύχτα Ιούλη μήνα στο Διδυμότειχο, θυμάται τον πατέρα του που τον πέτυχε με το τσιγάρο στο χέρι την ώρα που έστριβε για το σπίτι, «εικοσιτεσσάρων χρονών παλληκαράκι και δεν κάπνιζα μπροστά του, πρόλαβα και γύρισα το τσιγάρο ανάποδα, ήταν μακριά και τα μανίκια απ΄το καινούριο παλτό, είπα ότι τη γλίτωσα, με έπιασε στην κουβέντα, ο καπνός άρχισε να βγαίνει από τον γιακά, με ακούμπησε στον ώμο και μου είπε ‘άντε, φεύγω τώρα για να μη λαμπαδιάσεις ολόκληρος και κλαίμε και το παλτό’».

Ευτυχώς μας μείναν κοινός τόπος οι μαλαματίνες, τις συναντάμε παρέα μια, ίσως δυο φορές το μήνα, από ένα μπουκάλι μένει ανέγγιχτο το μισό αλλά κι αυτός κι εγώ είμαστε ακόμη ολόκληροι και τυχεροί και τα ποτήρια μας ακουμπάνε το ένα το άλλο, το ίδιο και οι ματιές μας κι ας σκεφτόμαστε άλλα εκείνος κι άλλα εγώ. Κι αυτό είναι μια αληθινά σπουδαία ιστορία, είτε την γράψεις είτε όχι.