τέσσερα κι ογδόντα

Περιμένοντας μια δόση που δεν ήρθε ποτέ. Γραμμένο για το μπαχάρ

 

…………………………….

 

Το ΄ξερε, να πεις δεν το ‘ξερε; Ενάμιση χρόνο σερνόταν αυτός ο φόβος ανάμεσα στα πόδια του, τυφλό φίδι να ήταν θα ΄βρισκε το δρόμο να δαγκώσει.

Φεύγω για πάνω, σε δυο βδομάδες. Το σκέφτηκα πολύ, δεν πάει άλλο. Είπα να στα πω από κοντά, μη τα μάθεις αφού φύγω.

Όταν ο άλλος σου λέει φεύγω, λίγη σημασία έχει αν σου πει τώρα, σε τρεις βδομάδες, σε δέκα μήνες. Ειδικά όταν δεν είσαι συνδικαιούχος στο βιβλιάριο του χρόνου του. Για το σώμα και το κρεβάτι του, εδώ και καιρό, ούτε λόγος.

Την άκουγε χωρίς να μιλάει. Ανακάτευε τον καφέ που πάγωσε ανέγγιχτος, έκανε τρίμματα τα κουλουράκια και τα σκόρπισε στο πάτωμα, κοίταζε αφηρημένος την απόδειξη, τέσσερα κι ογδόντα, μια φορά σήκωσε το βλέμμα του για να δει τα μάτια της, εκείνη τα είχε κάτω, ούτε σ’ αυτό μπόρεσαν να συντονιστούν, κάποτε έχυναν μαζί, τώρα ούτε ματιές συναντιόντουσαν. Μικρό το κακό, σκέφτηκε, μερικές φορές γίνονται άσχημες πλαγιομετωπικές στις διασταυρώσεις.

Πέντε μήνες απλήρωτη, τα έτοιμα τέλειωσαν, δύσκολα θα κρατήσουν ανοιχτό το γραφείο, δεν είμαι και σε ηλικία να παριστάνω το κοριτσάκι ψάχνοντας δεξιά κι αριστερά μεροκάματα. Μίλησα με την Kirsten, θα με φιλοξενήσει ένα-δυο μήνες στο σπίτι της μέχρι να τακτοποιηθώ. Χώρισε τον Οκτώβριο, θα είναι πιο εύκολα και για μένα έτσι.

Για σένα. Δεν το είπε, συνέχισε να σπέρνει ψίχουλα στα πλακάκια, μετά το δικό του έβαλε χέρι και στο δικό της. Τρίμματα εσύ τη ζωή μου, τρίμματα εγώ το κουλουράκι σου. Όλα θα προλάβουμε να τα ζήσουμε μαζί, κανείς δεν θα μ’ αγαπήσει όπως εσύ, σ’ ευχαριστώ που νοιάζεσαι τόσο πολύ για μένα, οι λέξεις της, τα γράμματα, οι τόνοι, έπεφταν ψίχουλα στο πάτωμα, κατά λάθος έριξε και την απόδειξη, έσκυψε και την σήκωσε. Δεν μίλησε, είχε χίλια δυο να πει, θα άκουγε όμως χίλια τρία, η τελευταία λέξη πάντα δικιά της ήταν, της την είχε χαρίσει από καιρό, από τότε που κουράστηκε να βλέπει τη θυμωμένη πλάτη της κάθε φορά που ένιωθε στριμωγμένη. Ωραία πλάτη, όταν καθόταν πάνω του γυμνή και ιδρωμένη ήταν το όγδοο θαύμα του κόσμου αυτή η πλάτη. Του δικού του κόσμου, ο άλλος ήταν ολωνών, αυτός για τον δικό του μάζευε θαύματα, για τον κόσμο των άλλων δεν είχε χρόνο.

Δεν μ’ ακούς. Δεν μιλάς.

Σ’ ακούω. Δεν μιλάω. Στα είπα όλα ένα εκατομμύριο φορές. Δεν άκουγες. Μίλαγες όμως και για τους δυο μας, εσύ ήξερες και τι ήθελες και τι έπρεπε να θέλω εγώ. Αρχίδια ήξερες. Μόνο μπορώ και μόνη μου ήξερες να λες, μη με πνίγεις όταν ήμουν κοντά, όταν σε χρειάζομαι πάντα λείπεις όταν ήμουν μακριά, ήξερες να μην σηκώνεις το τηλέφωνο όταν ήταν να πω έρχομαι, ήξερες να το σηκώνεις και να λες πάλι λείπεις; όταν ήξερες πως ήμουν στου διαόλου τη μάνα, ήξερες να λες όχι όταν δίψαγα για μισό σου ναι, ήξερες να λες ναι όταν αυτό θα με άφηνε νηστικό, ήξερες ν΄ αδειάζεις τα μάτια σου όταν έμπαινα μέσα τους, ήξερες να γεμίζεις τα δικά μου όταν έμπαινα μέσα σου για να πεινάω περισσότερο μετά. Τελικά εσύ ήξερες. Εγώ αρχίδια ήξερα.

Τι θα κάνεις πάνω; βρήκες κάτι εκεί; σίγουρα βρήκες, δεν θα ‘κανες ποτέ οτιδήποτε χωρίς πρόγραμμα εσύ.

Δεν μίλησε. Τι να του πει… Στα είπα όλα ένα εκατομμύριο φορές. Δεν άκουγες. Μίλαγες όμως και για τους δυο μας, εσύ ήξερες και τι μπορούσες και τι έπρεπε να μπορώ εγώ. Ανάμεσα στα θέλω μου και τα μπορώ σου, μια πτήση one way τώρα, δυο καφέδες και μια απόδειξη. Τέσσερα κι ογδόντα.

Μπορεί να ‘ρθω να σε δω κάποια στιγμή. Αν είσαι μόνη ακόμη.

Περίμενε να ακούσει ένα έλα. Ή ένα θα είμαι. Έστω ένα θα περιμένω. Δεν άκουσε τίποτε, δεν σήκωσε τα μάτια του, η ώρα ήταν εφτάμιση, τον περίμεναν σπίτι, πλήρωσε, φεύγουμε;

Φύγε πρώτος. Το τελειοποιήσαμε τόσο καιρό, μη χαλάσουμε τις συνήθειες. Στο αεροδρόμιο μην έρθεις, δεν τους μπορώ τους αποχαιρετισμούς, όταν φτάσω πάνω θα σου στείλω μήνυμα, «έφτασα, όλα καλά».

Όλα καλά. Μ’ αυτό το απολειφάδι της τρεφόταν τόσο καιρό. Της χάιδεψε ένα δάχτυλο, αυτό που βρήκε πιο κοντά του, το αιφνιδίασε, δεν πρόλαβε να κρυφτεί. Είχε ωραία δάχτυλα, λεπτά, μακριά, νόστιμα. Είχε. Όλα αόριστος πλέον. Βγήκε στο δρόμο, έκανε κρύο. Σκέφτηκε αυτόν που είχε πει «δεν ξέρω αν θες να το πεις καύλα αυτό που θα σου λείψει, δεν ξέρω αν θες να το βαφτίσεις αγάπη, μπορεί να είναι και τα δυο, μπορεί κανένα, ιδέα δεν έχω. Ξέρω μόνο ότι με όσα έπονται ακόμη και η καύλα, ακόμη και η αγάπη θα έχουν αυξημένο ΦΠΑ και μειωμένη ζήτηση…κι αυτήν την πτώχευση φοβάμαι πως θα τη συναντήσουμε πρώτη πρώτη στη διαδρομή -μέσα από ένα σακατεμένο χειμώνα- προς την επόμενη ανάπηρη άνοιξη». Δυο εικοσάχρονα φιλιόντουσαν στην είσοδο του Odeon, κάτω απ΄την αφίσα του Midnight in Paris. Γέλασε. Αυτά δεν θα πτωχεύσουν ποτέ κι ας μην αξιωθούν να δουν το Σηκουάνα από κοντά. Την είδαμε την προκοπή κι αυτών που τον συνάντησαν, κάγχασε.

 

Χτύπησε το κινητό του. Στο δρόμο είμαι, έρχομαι. Τσαλάκωσε και πέταξε την απόδειξη, από σήμερα δυο και σαράντα…

 

 

 

 

 

 

 

άτιτλο

 

 

Όταν σβήσει η καύλα -μη υπάρχουσας αγάπης- δεν υπάρχει σωτηρία.

 

 

Χωρίς εικονίτσες με παλαμάκια, χαιρέκακα βλέμματα και εξυπναδίστικα τιτλάκια λοιπόν, χωρίς «τι εννοεί ο ποιητής», χωρίς επανάληψη της θανατηφόρα ανιαρής ιστορίας του τσομπάνη και του λύκου, δίχως σαχλαμαρίτσες τύπου it aint over till its over, άνευ ευφυολογημάτων never say never, χωρίς γρίφους. Μια ιστορία που ξεκίνησε σεμνά και εκκωφαντικά ήσυχα το καλοκαίρι του 2006 και στην πορεία μεταλλάχθηκε σε κάτι που δεν σκόπευε να γίνει, καλό είναι να τελειώνει το ίδιο ήσυχα. Χωρίς πολλές κουβέντες και φαιδρούς επικήδειους. Δεν ξέρω αν είναι πολύ ζαχαρωτό ένα «ευχαριστώ για την παρέα και το χρόνο σας, αναγνώστες σιωπηλοί και μη » αλλά ο,τι κι αν είναι δεν φτάνει. Ή -όπως λέει και ο εν αγνοία του και εν αγνοία μου (αρχικά) μέντοράς μου- «και η δική μας στιγμή ήταν με τον τρόπο της μοναδική, όπως κάθε στιγμή που η θωράκιση υποχωρεί, δυο άνθρωποι συγκλίνουν κι ο κόσμος γίνεται λιγότερο ασυνάρτητος». Για έναν λάτρη και υμνωδό της ασυναρτησίας, σαν κι αυτόν που (υπ)έγραψε όλα αυτά ως ΚΚΜ, όχι κι άσχημα τολμώ να πω…

 

 

Φρανκενστάιν senior

 

 

Να βγει αυτό το γαμημένο το 2011, μου είπε. Λάθος καθρέφτη κοιτάς, του απάντησα, δεν είναι αυτό γαμημένο, εμείς είμαστε οι γαμημένοι. Αυτό είναι ενεργητικό, εμείς παθητικοί, τι σκατά μάθαινες τόσα χρόνια; Άλλοι λιγότερο ξεσκισμένοι, άλλοι πιο πολύ, δεν θα κρατάμε και μεζούρα για την διείσδυση, ο γαμημένος είναι γαμημένος, αδιαπραγμάτευτο αυτό, μη κοιτάς τις μαλακίες που συζητάγαν ο Ennis κι ο Jack, you know I aint queer, me neither, ποιόν να κοροϊδέψουμε, δεν είναι σινεμά εδώ, ούτε σενάριο. Δεν είναι one shot thing. Ξέρεις κάτι ρε συ; ρώτησε. Λόγω παιδιών θα πρέπει να αντέξουμε τον πόνο, ακόμη κι όταν το τέρας μας ανοίγει στα δυο να μη μας δει ούτε αυτό, ούτε τα παιδιά μας να κάνουμε μορφασμούς πόνου, σταγόνα ιδρώτα μη δουν πάνω μας, να προλάβουμε να σκουπίσουμε τα αίματα πριν ξεραθούν. Σαν τον οδοντογλυφίδα στο La vita e bella εννοείς; Αυτό, ναι ρε, αυτό, με καναδυό φτηνά ποτά ενδιάμεσα σαν αναισθητικό. Την ψυχή τους και την ψυχή μας να σώσουμε, για όλα τ’ άλλα τα κομμάτια μας κουτσά-στραβά θα βρίσκουμε ράμματα.