the sound of someone you love who’s going away and it doesn’t matter (well, it matters)

 

 

 

Χωμένοι στους δαιδάλους των πάγκων του σαββατιάτικου παζαριού (ανάμεσα σε ενίοτε αγενή aliens που λυσσωδώς σημαδεύουν εμάς τους ιθαγενείς  με Nikon, Canon και πεντάιντσα σμαρτφόουνς) γεμίζουμε σακούλες με κολοκυθάκια, κόλιανδρο, δυόσμο, ελιές Σαμοθράκης, παντζάρια, πεπόνια νότου (τα δικά μας αργούν ακόμη), πετροκέρασα Κομοτηνής και ντόπιες ντομάτες.  Απορώ τι θα τα κάνει όλα αυτά, την Δευτέρα πετάει. Οι άλλοι τρεις που μένουν πίσω -προς το παρόν- δεν είναι φαγανοί,  κρίμα τόσο ζαρζαβατικό και φρούτο να πάει χαμένο. Κουβαλάει και κουβαλάει στη φωλιά, σάμπως κι έρχεται βαρύς χειμώνας. Το λες κι έτσι.

Σε μισή ώρα αφήνουμε τις σακούλες στο αυτοκίνητο,  παραγγέλνουμε καφέ στην παλιά πόλη, οι δυό μας. Οι γυναίκες μείναν πίσω, ψάχνουν βρακιά, κάλτσες και τραπεζομάντηλα. Είναι νωρίς ακόμη, η ησυχία είναι βάλσαμο, το ίδιο και τα βρεγμένα πλακόστρωτα. Πουλιά κάθονται στις καρέκλες τριγύρω, αγνοώντας μας. Διπλό ελληνικό εκείνος, φρέντο εσπρέσο εγώ. Και δυο φέτες υπέροχο ξεραμένο κέικ ανάμεσά μας. Ταΐζουμε τα σπουργίτια. Πού πας ρε παπάρα; ίδιος είναι ο καφές με στρούντελ και παράξενα πουλιά παραδίπλα που δεν τιτιβίζουν ελληνικά;

Λέμε μαλακίες σαν να είναι μια κοινή καθημερινή μέρα. Καλύτερα έτσι. Κάποια στιγμή, μετά την τρίτη γουλιά τον ρωτάω αν τα μέτρησε καλά -τα εκεί και τα εδώ- και αν τα έβαλε κάτω. Μου απαντάει με βάλαν αυτά κάτω, δεν αρκεί;

Πριν την έκτη γουλιά έρχονται οι γυναίκες με τα λάφυρά τους. Πήρα βρακιά για τον γιο σου και για σένα. Ευτυχώς οι άντρες του σπιτιού είμαστε σκληραγωγημένοι, δεκάρα δεν δίνουμε αν φοράμε CK ή KC αρκεί να είναι καλά τα λάστιχα.

Μετά την όγδοη γουλιά πηγαίνω πέντε μέτρα παραδίπλα, παίρνω τηλέφωνο την μικροβιολόγο. Not good. Παίρνω μετά τον ουρολόγο. Ογδονταπέντε, τι περιμένεις από δω και πέρα; Να το συνηθίσω. Δεν ξέρω τρόπο αλλά όλοι βρήκαν, πρέπει να βρω κι εγώ.

Δώσε ένα τσιγάρο.

Τον ρωτάω πότε θα ξαναγράψει στο μπλογκ. Ιδέα δεν έχει, λέει. Ούτε και χρόνο, ούτε και διάθεση. Τον καταλαβαίνω. Κάποτε, εφτά-οκτώ χρόνια πριν, έγραφε για τον ακέφαλο μπακαλιάρο της 25ης Μαρτίου, όπως μόνον αυτός  μπορούσε να γράψει. Τι  να πει τώρα; Για το ακρωτηριασμένο κάριβουρστ της Βάδης-Βυτεμβέργης; ή το στοιχειωμένο schweinshaxen της Ρηνανίας-Βεστφαλίας; Μα πού πας και μπλέκεις ρε παπάρα.

Μπαίνουμε και οι τέσσερις στο αυτοκίνητο. Μυρίζει πεπόνι με κρεμμυδίλα. Μαλάκα Ζίσκιντ. Μαλάκα Ζαν-Μπατίστ που έφαγες τα νιάτα σου με δέρματα, γάζες, μπουκαλάκια και σάρκες. Ελάτε δω να μας προσκυνήσετε.

Τον Μάρτιο του 2014 έγραψε στο μπλογκ του -για προτελευταία φορά- «πού στο σκάιπ είναι οι άνθρωποί μου;». Έλειπε δεκαπέντε μήνες, ζήτημα να μιλήσαμε στο σκάιπ δέκα φορές. Από γινάτι το ‘κανα. Μερικές φορές η ωριμότητα είναι επώδυνη διαδικασία. Που καταλήγει σε φιάσκο, κι ας είναι αριστουργηματικό το γκρι καμουφλάζ.

Δώσε ένα τσιγάρο. Εντάξει, ας είναι το όγδοο, θα σου πάρω άλλο πακέτο.

Αύριο θα πάνε στη θάλασσα, λέει. Κι ας βρέχει. Πρόλαβε και βούτηξε ήδη δυο φορές ο μπαγάσας, να τριτώσει, one for the road που λέει κι ο ποιητής. Όλα τα ξέρουν πια, όλα τα ζήσαν αυτοί οι ποιητάρχες;

 

Δεν είναι τίτλος αυτός για ποστ. So-fuckin’-what? Κολαούζο στις λέξεις μας θα βάλουμε;

 

Mούζικα. Παπάρα, ε παπάρα.

 

…………………………………………..

streets don’t lie

34027835

Ανεβαίνοντας τους διπλούς δρόμους (ένας είναι αλλά έτσι τον λέμε οι μεγαλοπιασμένοι επαρχιώτες, οι συνηθισμένοι στα στενούρια και τις αντιπαροχές που δεν αφήσαν χώρο ούτε για έναν δρόμο της προκοπής ανάμεσά τους) πρώτα συναντάς τον φούρνο.

Στους φούρνους συνήθως πας για ψωμί, για κουλούρια, για κουλουράκια, για λειτουργιές, για παξιμάδια, για κανένα τσουρέκι άμα σε πιάσει η λιγούρα.

Σ’ αυτόν τον φούρνο αν έχεις σώες τις ορμόνες πας για να δεις τα πόδια της φουρνάρισσας. Είτε κλεισμένα μέσα σε παντελόνια είναι, είτε σε αεράτα φορέματα μέχρι το γόνατο όταν καλοκαιριάζει, είτε κρυμμένα πίσω από αλευρωμένη ποδιά, είτε φανερώνονται μπροστά σου σ’ όλο τους το μεγαλείο. Κοντεύει τα σαράντα, αν δεν τα πέρασε κιόλας. Δεν έχει νόημα να περιγράψω με ποιάν μοιάζει, τι χρώμα μαλλιά έχει, πόσες γωνίες ή κούρμπες έχει το πρόσωπό της, αν τα μάτια της μοιάζουν με αμύγδαλα ή με θάλασσες, δεν τα ‘χω αυτά τα ποιητικά, μόνο τα πόδια της κοιτάζω όταν -κάθε Σάββατο, μόνο- μπαίνω για ψωμί.

Ποτέ άλλη μέρα, μόνο Σάββατα. Τις καθημερινές αυτό το θέαμα στριμώχνεται, ασφυκτιά, χλωμιάζει, εξαϋλώνεται μέσα στις τριβές, τη δουλειά, τις φασαρίες, τα must do και τα ‘ω γαμώτο, το ξέχασα πάλι αυτό’. Πρέπει να δώσεις σ΄αυτά τα πόδια χώρο να αναπνεύσουν για να ρουφήξουν κι αυτά -με τη σειρά τους- όλο το οξυγόνο και το μεδούλι σου μαζί, περιμένοντας από την άλλη πλευρά του πάγκου να σου δώσει τα χωριάτικα, τα αγιορείτικα, τα ολικής και μαζί τα ρέστα από το δεκάρικο (ποτέ ακριβές αντίτιμο στην πληρωμή, όσο την ταλαιπωρείς να ψάχνει τόσο πιο καλά) κοιτάζοντάς την από την μέση και κάτω. Κι εκείνη να απολαμβάνει, αυτό θέλουμε να φανταζόμαστε οι αφελείς, το ξεγύμνωμα, χαμογελώντας τόσο όσο το θάρρος μας να μην αποχωριστεί το λουρί του, ακούγοντας αυτά τα «πάρε τα ρέστα σου λιγούρη και άσε με να κάνω τη δουλειά μου» ουδέποτε ειπωμένα αλλά βροντερά. Βέβαια η Shakira το έχει διατυπώσει λεπτομερώς και επαρκέστατα αλλά τι να ξέρουν οι φουρνάρισσες από hips και lies, κάθε φορά που μπαίνω όλο Πλούταρχο και Πλιάτσικα συναντούν τ’ αυτιά μου. Τα τόσο ριγμένα σε σχέση με τα μάτια.

Ακριβώς δυο γωνίες πιο πάνω, στην ίδια λεωφόρο (είπαμε, κατάλοιπα επαρχίας) είναι το μικρό μπακάλικο απ’ όπου παίρνω μόνο δυο γάλατα κάθε Σάββατο. Τίποτε άλλο, ούτε καν τσιγάρα την εποχή του μεγάλου τσιγαρολιμού. Εκεί ζει η άλλη.

Εκείνη -σαρξ εκ της σαρκός των πιο υγρών εφηβικών ονείρων μας- είναι πάντα έξω, χειμώνα καλοκαίρι,  με ένα τσιγάρο να κάνει βόλτα στα χείλια της. Το ένα χέρι της κάτω απ’ τη μασχάλη, σα να χαιδεύει τα πλευρά της ακουμπισμένο πάνω στο τρισδιάστατο, τετραδιάστατο, κάτι τέτοιο, στήθος της, το άλλο χέρι υπάρχει μόνο για να πηγαίνει το τσιγάρο στο στόμα, τις στάχτες στα πεζοδρόμια, τα μάτια όλων των αρσενικών πάνω της. Αν είναι πολύ πρωί, φοράει μια ζακέτα το χειμώνα, ένα ζακετάκι το καλοκαίρι. Κι ένα φόρεμα, σαν αυτά που φόραγαν  -τότε που βγαίναμε μαζί τους στο σινεμά- η Λάουρα, η Ορνέλα, η Κλαούντια, η Στεφανία. Με δυο κουμπιά χαμηλά που αρνούνται γινατσίδικα να ζευγαρώσουν με τις τρύπες δίπλα τους. Για να μας κρατάνε σε δια βίου ομηρία, όσο αντικρίζουμε γόνατα -και δυο σπιθαμές ψηλότερα- που γυαλίζουν και μοσχοβολάνε κρέμες σώματος και καθαρή σεντονίλα.

Ξέρει καλά τι κάνει. Είναι μια ζωντανή πενηντάρα παγίδα που μας στέλνει όλους μέσα, στα ψυγεία, στα ράφια, στα καφάσια, στο ταμείο όπου παραμονεύει ο άντρας της (μια χλιαρή, ανάξια περιγραφής περίπτωση ανδρός) για να καταθέσουμε τα διόδια, το αντίτιμο αυτού που τα μάτια μας εισπράξαν στην είσοδο.

 

Αυτά συμβαίνουν τα Σάββατα στους διπλούς δρόμους. Νομίζω ότι εν μέσω του ζόφου που τελειωμό δεν έχει εδώ και πέντε χρόνια και ο,τι και να σκεφτείς, πεις, γράψεις γι αυτόν δεν ξορκίζεται ούτε αμβλύνεται, αυτά τα Σάββατα, αυτές οι δυο αράχνες, αυτός ο δρόμος, τα ψίχουλα στον πάγκο, οι στάχτες στο πεζοδρόμιο, είναι ένας έντιμος συμβιβασμός ανάμεσα στην πτώχευση και την σωτηρία της ψυχής. Που, έχει δίκιο ο ποιητής, είναι πολύ μεγάλο πράγμα.

 

……………….

άπνοια ΙΙ

ipad-150-18

 

 

Χίλιες τριακόσιες ογδόντα εφτά ημέρες μετά, το πήρα απόφαση πως τα τσιμέντα μουλάρωσαν και δεν κουνιούνται ρούπι. Ούτε κανάκεμα, ούτε ταξίματα, σπονδές, ευχέλαια, μήτε απειλές πιάνουν τόπο.

Kάποτε διάβασα τι γίνεται μέσα στην κοιλιά μιας αράχνης.

Τις νύχτες που οι τέντες ακούγονται να τρίζουν, σκέφτομαι ξανά και ξανά το Μπάουντι. Να γίνω Φλέτσερ ή να μείνω για πάντα Μπλάι;

 

—–

χωρίς κόκκινη γραμμή

Macro chocolate pieces isolated against a white background

 

 

Tα γράφω όσο μπορώ γυμνό από κάθε είδους συναισθηματισμό. Το μελό στριφογυρνάει ανάμεσα στα πόδια μου, χαϊδολογιέται, «παίξε με κι εμένα λίγο», το κλωτσάω, ξέρω ότι θα επιμείνει, ξέρει ότι λυγίζω εύκολα.

 

Στο μάρκετ, λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα. Σχετική ησυχία. Είμαστε τρεις άνθρωποι και ένα ταμείο για να αναμετρηθούμε μαζί του. Μπορούμε αν συνεργαστούμε να το κατατροπώσουμε αλλά θα είναι μια πύρρεια νίκη, ένα στο χώμα, χιλιάδες -ταμεία- στον αγώνα, ματαιοπονώ όταν καταστρώνω στρατηγικές έχοντας πάρει νωρίτερα ξοζάλ. Έχω παρατηρήσει πως ούτε muzak παίζουν πια, ίσως για να σ’ αφήσουν -σκέφτομαι, αφελώς- απερίσπαστο να παλέψεις με αριθμούς, προσθαφαιρέσεις και ανύπαρκτα ρέστα. Γυναίκα ακαθόριστης ηλικίας και περιγράμματος -τα μπερδεύω τα 60 με τα 65 και τα 70, προς το παρόν- μπροστά στο ράφι με τις σάλτσες και τους πελτέδες. Υπάρχουν ακόμη πελτέδες, λοιπόν. Πιάνει, αφήνει, μελετά, κοιτάζει τιμές, κάνει να φύγει, επιστρέφει, παίρνει μια μικρή κονσέρβα με πελτέ, την βάζει στο καλάθι. Χεριού καλάθι, όχι ροδάτο, δεν μπορείς να περιφέρεσαι με άδειο καρότσι ώσπου να φτάσεις στα ταμεία, οι ματιές των ανθρώπων μαχαιρώνουν πιο εύκολα κι απ΄ τον Τζακ. Υπάρχουν ακόμη πελτέδες, τελικά.

Η ίδια, δυο μέτρα παρακάτω. Κόλλησε το μάτι μου πάνω της, ήμουν και στον ίδιο διάδρομο, καλύτερα να παρατηρείς ανθρώπους παρά λινγκουίνι και σπαγκέτι νούμερο τρία. Κοιτάζει τις τιμές στα μακαρόνια. Τα ψαχουλεύει, σα να πρόκειται να διαλέξει ντομάτες ή ροδάκινα. Φοβήθηκα, για μια στιγμή, ότι μπορεί να τα μυρίσει κιόλας πριν αποφασίσει. Δευτερόλεπτα πριν απελπιστώ και φύγω σε άλλον διάδρομο, βάζει ένα πακέτο στο καλάθι. Δεν πρόσεξα τι νούμερο ήταν, έχει και η περιέργεια όρια.

Όρια έχει αλλά έχει και όρεξη η ρουφιάνα σαν μυριστεί αίμα. Προσπαθώ να συμπληρώσω γρήγορα τη λίστα, μη τη χάσω απ’ τα μάτια μου και προλάβει να πάει στο ταμείο χωρίς να είμαι εκεί. Έχεις δει αυτούς που τρέχαν στις κερκίδες να δουν τους πλουμιστούς με τα κολάν και τα παπούτσια-μπαλαρίνες να μαχαιρώνουν ταύρους; Τέτοιος ήμουν εκείνη την ώρα.

Βγάζει στο ταμείο τα μακαρόνια, τον πελτέ και κάτι ακόμη. Γέρνω λίγο το κεφάλι αριστερά, να δω. Μια σοκολάτα μια σταλιά, μια χαψιά, άντε δυο αν θες να παρατείνεις την ηδονή. Αποκλείεται να υποκύψει στην καύλα, θα ΄χει εγγονάκι, σίγουρα. Ψαχουλεύει το μικρό μαύρο πορτοφόλι, ούτε χαρτί βλέπω μέσα, ούτε ακούω μέταλλα να τρίβονται μεταξύ τους, δίνει δίευρο, παίρνει και ρέστα, τα βάζει με σεβασμό αντάξιο κυριακάτικου αντίδωρου πίσω. Μακαρόνια και πελτές μπαίνουν σε σακούλα, έχουν δει και καλύτερες μέρες αυτές οι σακούλες. Πριν φτάσει στην έξοδο βγάζει το περιτύλιγμα απ’ τη σοκολάτα, δαγκώνει μια, δυο, τρεις. Μπορεί και να μην έχει εγγόνι, τελικά. Μετράω μπουκιές μιας άγνωστης, ακαθόριστης ηλικίας, γυναίκας στις πέντε το απόγευμα σε ένα άδειο σουπερμάρκετ. Χειρότερος απ’ αυτούς που καυλώναν βλέποντας ταύρους να ξεψυχάνε κάτω απ’ τον ήλιο.

Δεν ξέρω τι μπορεί να είχε στο μυαλό της την ώρα που έλιωνε μέσα της η σοκολάτα. Ελπίζω κάτι καλό. Κάτι πολύ καλό που είχε χάσει και το ξαναβρήκε έστω για λίγα δευτερόλεπτα.

Χτες το απόγευμα ανακάλυψα ότι εκτός από πελτέδες, στα μάρκετ και στα μπακάλικα πουλάνε και ψυχοφάρμακα για να γλυκάνεις την πίκρα σου. Χωρίς κόκκινη γραμμή, δίχως συνταγογράφηση.

 

Και άντε και γαμήσου μαλακισμένο που κατασκήνωσες ανάμεσα στα πόδια μου, που τρίβεσαι και μου δείχνεις με κάθε ευκαιρία τα κίτρινα δοντάκια σου, ηλίθιο κατασκεύασμα.

 

……….

ο φύλακας στο δυόσμο

 

2015-05-17 10.04.47

Aκόμη δεν κατάλαβα πώς τόλμησα να κοροϊδέψω τόσους ανθρώπους που ζήσαν και ζουν στα κόκκινα, εγώ που ακόμη και στη θέα του χλιαρού ροζ λυγίζω, τραβώντας σκιαγμένος το πόδι απ’ το γκάζι. Δεν ξέρω ποια καλή τύχη με αξίωσε να καθίσω και να πιω παρέα τους,  μ’ αυτούς να διηγούνται -τόσο απλά, σαν να μιλάνε για τηγάνισμα αβγών, για σκάλισμα μύτης, για πότισμα γλάστρας- ιστορίες απ’ τη ζωή τους όσο εγώ σκάρωνα γι απάντηση ψέματα βγαλμένα από τρομαχτικά βιβλία που διάβασα και σκοτεινά τραγούδια άλλων. Δεν θυμάμαι πως γλίτωσα και δεν με κατάπιε η ντροπή σαν έβλεπα τις ουλές πάνω τους, όταν μ’ αφήναν να χαϊδεύω τα σημάδια τους ή να ανασηκώνω τις υγρές -κάποιες φορές- γάζες τους κι εγώ ο παρείσακτος έδειχνα, τόσο άγαρμπα, πλαστογραφημένα χαρτιά που γράφαν πάνω τους «ήμουν κι εγώ εκεί, νομίζω». Άλλοι σε χώματα και σε χαράδρες κι άλλοι σε παλιοκαιρίσια, χιλιοτραυματισμένα από παντόφλες, σαγιονάρες ή γυμνά πόδια μωσαϊκά.

Δανεικά όλα. Κάλπης. Μπαλκονίστας.

 

 

…..

Brixton to Phoenix

crumpled-paper-ball1

When Ι kick out your front door, you’ll be sleeping…

Εδώ και βδομάδες μέσα στο κεφάλι του κυρίου Μπράουν παίζαν λούπα το By the time I get to Phoenix και το Guns of Brixton ασταμάτητα. Aπό την ώρα που πάσχιζε να βγάλει μια στάλα οδοντόκρεμα απ’ το σωληνάριο μέχρι τη στιγμή που κοιτούσε -μουσκίδι στον ιδρώτα- το ξυπνητήρι πλάι του να δείχνει τέσσερις το πρωί.

Κάποιες νύχτες το οξυγόνο κρυβόταν σε τρύπες σκοτεινές και αχαρτογράφητες κι εκείνος έπαιρνε μικρές κοφτές ανάσες με δελτίο, πεινούσε, λιμοκτονούσε για αέρα που ήταν άφαντος. Knives replaced the air. Μην στρογγυλοκάτσεις κι εσύ τώρα, ήδη πνίγομαι με τ’ άλλα δυο, είχε σκεφτεί με τρόμο.

Ώρες ώρες, και με ήλιο και με σύννεφα και με μισό φεγγάρι και χωρίς φεγγάρι ακόμα, το μυαλό του κυρίου Μπράουν είναι Κολοσσαίο, τόπος απερίγραπτου μακελειού.

You can crush me, you can bruise me but youll find the note I left hanging on your door.

———— 

harsh politics

33892780us

Πολαρόιντ, εκεί στην ακτή των πολύ πρώιμων είκοσι. Ξαπλώνουμε στα μικρά βότσαλα, πέντε αγόρια, έξη κορίτσια – μπορεί κι εφτά, μη συνεργάσιμη μνήμη, πέρασε καιρός-. Γελάμε, μιλάμε, πίνουμε, ποθούμε, γελάμε κυρίως. Χωρίς μεζούρα. Ένας απ΄ όλους -ίσως ο πιο τολμηρός ή ο πιο απελπισμένος- αγγίζει με τα ακροδάχτυλα την πλάτη κάποιου κοριτσιού αργά, τελετουργικά σχεδόν, όχι αχόρταγα. Όπως αρμόζει σε δέρμα γυμνό. Το κορίτσι είναι ξαπλωμένο, μπρούμυτα. Δεν βλέπει ποιός, μόνο νιώθει. Το κορίτσι λέει λιγωμένα αλλά επιτακτικά “όποιος κι αν είσαι μη σταματάς”  και οι αίφνης παρείσακτοι τρέξαμε στη θάλασσα, μπας και καταφέρουμε να σβήσουμε ο,τι σβηνόταν.

 

and them

Ξυπνητήρι το κύμα και η δροσιά απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Μακριά απ’ το σπίτι. Είναι νωρίς, ούτε εφτάμιση και ο ήλιος ήδη πληγώνει άσχημα. Κάποιες φορές είναι βάσανο ο ήλιος, το λέει κι ο ποιητής. Εκείνη σηκώνει το σεντόνι, φεύγει απ΄ το κρεβάτι, ήχος από νερό στο μπάνιο, μετά ησυχία ξανά. Το φως απτόητο, ανελέητο, δεν έχει κουράγιο να σηκωθεί να τραβήξει κουρτίνες, θα της ζητήσει να το κάνει όταν βγει. Βγαίνει. Εκτυφλωτικά γυμνή, σα να μην έφτανε τόσο φως. Πέντε βήματα και είναι καθισμένη πάνω του, ψηλά, στο στόμα του. «Το πρωινό σας κύριε». Όλα τα πρωινά, όλα τα bed & breakfast του κόσμου μαζεμένα εκεί. No polaroids.

 Μούζικα

……

ψέματα με θέα

33879807

Τριάντα χρόνια πριν, μαλώναμε σε ποιο νησί θα πάμε πρώτα, γιατί μετά υπήρχε και δεύτερο και ενίοτε και τρίτο. Μετράγαμε νησιά όπως οι πιτσιρικάδες παγωτά ή μπάνια. Είκοσι χρόνια πριν, μαλώναμε σε τι ξενοδοχείο θα  καταλήξουμε, αφού προλάβαμε και κόψαμε τους δεσμούς με τα σκηνάκια (δεν ήταν δεσμός, σχέση λίγων μηνών ήταν, δεν αγαπηθήκαμε ποτέ με τα φερμουάρ και τους υπνόσακους στ΄αλήθεια) και τα ενοικιαζόμενα που βλέπαν ταράτσες ή άλλα μπαλκόνια (αλλά από θάλασσα τσιφούτικα) και αναβαθμιστήκαμε σε full sea view. Δέκα χρόνια πριν, η πισίνα κι ο μεγάλος κήπος ήταν προαπαιτούμενα, «αφού ευχαριστιούνται τα παιδιά» (εμείς με τις πισίνες επίσης δεν αγαπηθήκαμε, αφού ούτε με την Ρόμι ούτε με τον Αλαίν μοιάζαμε, πόσο μάλλον με την Τζέιν). Τότε σταματήσαμε να μαλώνουμε πριν και μαλώναμε μετά, αφού πρώτα βάζαμε τα αποκαμωμένα μικρούλια για ύπνο και μας έτρωγε τα σωθικά το μπαλκόνι ή η ιδρωμένη μουγκαμάρα, «σσς..σιγά, μη ξυπνήσουν». Μεγαλώσαν τα παιδιά, αρχίσαν δειλά δειλά τα αεροδρόμια, τα έξω, τα λιτά μεγαλοπιάσματα, όλοι μαζί. Παραμεγαλώσαν και ήρθε η ώρα των «να πάτε μόνοι σας», ούτε στον παράδεισο περνάς καλά «μόνοι σας». Αν το ταμείο δεν ήταν λεηλατημένο απ΄ τον χειμώνα, βρίσκαμε δυο φτηνά εισιτήρια για τόπους στους οποίους φτάνεις σε δυο, άντε τρεις ώρες το πολύ, φεύγαμε για τρία, τέσσερα βράδια, σε πέντε μέρες ξανά στο σπίτι γιατί όταν παραμεγαλώνουν πρέπει και να τα παραπληρώνεις, καταφέρναμε και φεύγαμε όμως. Μετά πήραμε διαζύγιο και με τα αεροδρόμια, ανεβαίναμε στο αυτοκίνητο για να βρούμε θάλασσες κοντινές, που δεν θέλαν καράβι να τις φτάσεις, «που να μπλέκεις με καράβια και κρατήσεις και κοίτα να δεις, πιο φτηνά τα αεροπλάνα, τους αλήτες, τους πειρατές, τους μονοπώληδες» ώσπου μια μέρα πήγαμε αναγκαστικά στο Καστελόριζο με μια μωβ γραβάτα σαν θηλιά με σταυρόκομπο και από κει και πέρα ορνιθοσκαλίζουμε για όσα θυμόμαστε.

Ψέματα. Τρεις μέρες τις βρίσκουμε, ακόμη, είμαστε απ΄τους τυχερούς. Και ξανασυναντηθήκαμε με τα αεροδρόμια, αφού όλα πια (ακόμη και το καλοκαίρι, αυτός ο Βρούτος) σου ψιθυρίζουν «φύγε έξω». Αλλά σχέδια δεν κάνουμε. Ούτε να μαλώσουμε πριν τολμάμε, ούτε καν μετά. Σιωπηλοί πάμε, σιωπηλοί επιστρέφουμε, σαν να είναι η τελευταία μας φορά. Παλιά το cd player έκαιγε, δεν σταμάταγε στιγμή να μας τραγουδάει μέσα από με ευλάβεια φτιαγμένα home made δισκάκια, «για τη διαδρομή». Τώρα μόνο το ρούφηγμα απ το κατακάθι του αφρού στο πλαστικό ποτήρι ακούγεται. Και τα κινητά, «ναι, ναι, πολύ ωραία ήτανε, κρίμα που δεν βρήκατε κι εσείς δυο μέρες για να πάμε παρέα, ναι, πολύ ωραία όλα». Κι άλλα ψέματα. Και είμαστε απ’ τους απλά καψαλισμένους, όχι απ’ τους απανθρακωμένους, για φαντάσου.

Για φέτος δεν συζητήσαμε τίποτε. Δεν ψάξαμε προορισμούς, δεν μετρήσαμε λεφτά που έτσι κι αλλιώς δεν περισσεύουν, δεν τολμήσαμε να κοιταχτούμε. Ούτε home made δισκάκια θα φτιάξουμε για το δρόμο. Γεροί να ‘μαστε, όλο και κανένα ενοικιαζόμενο ψέμα θα βρούμε να βολευτούμε μέσα του. A cappella.

……