Πολαρόιντ, εκεί στην ακτή των πολύ πρώιμων είκοσι. Ξαπλώνουμε στα μικρά βότσαλα, πέντε αγόρια, έξη κορίτσια – μπορεί κι εφτά, μη συνεργάσιμη μνήμη, πέρασε καιρός-. Γελάμε, μιλάμε, πίνουμε, ποθούμε, γελάμε κυρίως. Χωρίς μεζούρα. Ένας απ΄ όλους -ίσως ο πιο τολμηρός ή ο πιο απελπισμένος- αγγίζει με τα ακροδάχτυλα την πλάτη κάποιου κοριτσιού αργά, τελετουργικά σχεδόν, όχι αχόρταγα. Όπως αρμόζει σε δέρμα γυμνό. Το κορίτσι είναι ξαπλωμένο, μπρούμυτα. Δεν βλέπει ποιός, μόνο νιώθει. Το κορίτσι λέει λιγωμένα αλλά επιτακτικά “όποιος κι αν είσαι μη σταματάς” και οι αίφνης παρείσακτοι τρέξαμε στη θάλασσα, μπας και καταφέρουμε να σβήσουμε ο,τι σβηνόταν.
and them
Ξυπνητήρι το κύμα και η δροσιά απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Μακριά απ’ το σπίτι. Είναι νωρίς, ούτε εφτάμιση και ο ήλιος ήδη πληγώνει άσχημα. Κάποιες φορές είναι βάσανο ο ήλιος, το λέει κι ο ποιητής. Εκείνη σηκώνει το σεντόνι, φεύγει απ΄ το κρεβάτι, ήχος από νερό στο μπάνιο, μετά ησυχία ξανά. Το φως απτόητο, ανελέητο, δεν έχει κουράγιο να σηκωθεί να τραβήξει κουρτίνες, θα της ζητήσει να το κάνει όταν βγει. Βγαίνει. Εκτυφλωτικά γυμνή, σα να μην έφτανε τόσο φως. Πέντε βήματα και είναι καθισμένη πάνω του, ψηλά, στο στόμα του. «Το πρωινό σας κύριε». Όλα τα πρωινά, όλα τα bed & breakfast του κόσμου μαζεμένα εκεί. No polaroids.
Μούζικα
……
“έξι κορίτσια” αντί για “έξη”, κλασικό πρόβλημα στον κορέκτορα – σόρι που στο γράφω εδώ, δεν βρίσκω άλλο τρόπο επικοινωνίας. Διάγραψε το σχόλιο μου μετά. 🙂
οχι, μια χαρά το θέτεις, το θέμα μου βέβαια είναι -πρωτίστως- οτι σήμερα δεν έμεινε ούτε ένα
Reblogged this on anastasiakalantzi50.
“…Το κορίτσι λέει λιγωμένα αλλά επιτακτικά “όποιος κι αν είσαι μη σταματάς” και οι αίφνης παρείσακτοι τρέξαμε στη θάλασσα, μπας και καταφέρουμε να σβήσουμε ο,τι σβηνόταν….”
Ευγε! Προχωρημένα …ανοιξιάτικο.
τι ‘εύγε’ ; ακόμη καρβουνιασμένοι είμαστε