the ocean (not)

IMG_0754

 

 

 

Όχι πολύ παλιά, η βουτιά στη θάλασσα -από την πρώτη ως την τελευταία, λίγο πριν πλυθούν και σηκωθούν στη ντουλάπα οι πετσέτες- ήταν Κάθαρση. Τα πάντα άδειαζαν, τα ζόρια και τα ’ναι μεν αλλά’ έμεναν πίσω, μη σου πω ότι ούτε στο φέρι κατόρθωναν να τρυπώσουν λάθρα. Τρεις νύχτες, πέντε, έξη (κατάφερνα και διψήφιες, απίστευτο) η έγνοια ήταν η πρωινή ανατριχίλα στην πρώτη γουλιά του καφέ, ποιο μπλε θα συναντήσω και πόσο κρύες θα ’ναι οι μπύρες. Όσα κι αν -δεν- είχε μέσα το πορτοφόλι.

Eδώ και κάμποσα χρόνια κάθε προσπάθεια είναι όλο και πιο επίπονη. Τσιμέντο έγινε η θάλασσα. Δεν τρυπιέται, παλεύω να βουτήξω και μένω ψιλοτσακισμένος έξω. Σαν να νιώθει ότι δεν την θέλω όπως παλιά κι ας λυσσάω ολόκληρο χειμώνα κι άνοιξη να ’ρθει η ώρα να την ξαναβρώ. Να πεις ότι άλλαξε αυτή, ή ότι δεν φτιάχνουν πια τις βουτιές όπως παλιά, προστυχιά κι αχαριστία θα είναι.

λόγια του άμβωνα

worn-natural-sheer-work-tights

 

 

 

Οι γυναίκες που κατηφορίζουν για τις δουλειές τους το πρωί δεν έχουν πια γυμνούς ώμους, ούτε γυμνά πόδια. Το δέρμα τους ανατριχιάζει για λάθος λόγους. Βγαίνουν από το μπάνιο χωρίς να ’χουν αφήσει ούτε μια σταγόνα νερό ζωντανή επάνω τους. Kρύβουν τα γόνατά τους από τα μάτια μας, θαρρείς και είμαστε ληστές. Δεν μπορούμε πια να αγγίξουμε τυχαία τα μπράτσα τους. Το πριν λίγες μέρες καθαρά χαραγμένο μονοπάτι ανάμεσα στα στήθη τους χρειάζεται, πλέον, ιχνηλάτη. Το σημάδι απ’ το μαγιώ δεν τις απασχολεί, ούτε τις τρώει το άγχος για τις δυο τρίχες που ξεφύτρωσαν στα σύνορα. Σε λίγες βδομάδες τα χείλια τους θα υποταχθούν στα λιποζάν. Η κρέμα που απλώνεται στο σώμα τους πασχίζει, αλλά η ντουλάπα με τα χειμωνιάτικα είχε καλύτερο Γκρενουίγ και η μυρωδιά της φοριέται κατάσαρκα, ως το μεδούλι.

 

Κάθε Οκτώβριο οι άντρες χάνουμε το φως μας, μα ξέρουμε τον δρόμο.

 

Εἴη τὸ ὄνομα Αυτών εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.

Τοῦ σαρκίου δεηθῶμεν.

 

σεντιμένταλιστ

IMG_0956

 

Είμαστε φτωχοί. Αυτή είναι η πληγή που πολεμάμε να σφραγίσουμε με μπεταντίν, πούλβο και γάζες δυο νούμερα μικρότερες, όχι το ημερολόγιο.

Δεν ξέρω τι ράτσας φτωχοί. Καθένας ξέρει να μετράει αλλιώς τις απώλειές του, καμιά φτώχια δεν μπαίνει σε πλάστιγγα. Σε μερικούς γίναν και συνήθεια, κατά πως λέει κι ο ποιητής. Αληθινές ή ανύπαρκτες, κατά φαντασίαν. Να χάσεις κάτι που δεν σου ανήκει δεν κατάλαβα πώς το μετράς στο ζύγι για να παραπονεθείς μετά πως κάποιος σε ξεγέλασε.

Δεν υπάρχει κανένα Gloomy Sunday. Ο άλλος ποιητής, το love to hate you ποζέρι, αποφάνθηκε ότι κάθε μέρα είναι Κυριακή. Τον φαντάστηκα, παλιά, κάμποσες φορές να γράφει στιχάκια και να τραγουδάει πάνω στο ’Όταν έρχονται τα σύννεφα’. Κληρονόμησα πολλά κουσούρια από τους ευαίσθητους, ήμουν ευάλωτος και ευκολόπιστος ως νέος. Τώρα οι τρύπες που ανοίγουν εντός μου είναι αληθινές και μερικές έχουν περίεργα, λίγο φοβιστικά, ονόματα. Το πιο τρομαχτικό είναι ότι τα καλοκαίρια δεν έχουν πια original soundtrack.

Την πρώτη βροχή που θα πέσει αφού μαζέψουμε τα μπανιερά και τις πετσέτες, τη φοβόμαστε κατά βάθος γιατί ξέρουμε ότι θα ξεβάψουμε. Ανεξίτηλες μπογιές το καλοκαίρι δεν υπάρχουν, αντί να το χωνέψουμε τα βάζουμε με τους μπογιατζήδες και μ’ όσους μας τις πουλάνε.

Το θέμα, αυτά μαθαίνονται με τον καιρό, είναι να σε περιμένει τρένο στην πλατφόρμα νούμερο 9. Όχι να κατέβεις στην 8 και να περιμένεις το επόμενο, σκαρώνοντας γκρι ποιηματάκια, χαζεύοντας προορισμούς, ώρες και δρομολόγια.

Και τα τρένα που φύγαν, αλίμονο. Χωρίς κλισέ και λίγο σεντιμένταλ δεν περνάει ο χρόνος.

Οι παλιοί και έμπειροι σε τέτοιας λογής αποχαιρετισμούς, ξέρουμε ότι το θέρος αποδημεί όταν το τελευταίο καρπούζι βγει από τη γούρνα με το παγωμένο νερό. Κι όταν τα ΄χύνω’ επιστρέψουν για να κουρνιάσουν σε οικόσιτα σεντόνια.

O εφιάλτης του κυρίου Ιλό (μια ώρα στην ξαπλώστρα σε μιαν ακτή όχι πολύ μακρινή από δω)

17850202

 

 

Kαταλαβαίνεις ποιοι παραδίπλα σου λιώνουν ως το μεδούλι από πάθος και καύλα -άσε τον έρωτα, άσε τις αγάπες, αυτά είναι complicated issues, δεν καταπιάνεσαι μαζί τους όταν φοράς μπανιερά-.

Καταλαβαίνεις ποιοι έρχονται για τελευταία φορά μαζί. Για τους μπροστά και δεξιά μου, σήμερα είναι H Τελευταία.

Καταλαβαίνεις ποιοι θα ξανάρθουν μεν μαζί αλλά το  mind the gap  όταν περνάς ανάμεσα από τις ξαπλώστρες τους για να βουτήξεις, ακούγεται τόσο καθαρά και με τέτοιο αξάν που κάνει το λονδρέζικο ξαδερφάκι του να νιώθει μπασκλασαρία.

Επανασυνειδητοποιείς πόσο προβλέψιμοι, αστείοι και σαφλαμάδες είμαστε τα αρσενικά. Ο,τι αλλότριο κινείται τριγύρω, μας σέρνει. Πανεύκολο, δεν είμαστε δα και πλεούμενα περιωπής.

Τόσες μέρες, τόσες ώρες, δεν είδα ούτε μια γυναίκα μα ούτε μια -ακόμη και δεκαοκτάχρονα, ειδικά αυτά- χωρίς εμφανείς ατέλειες. Γι αυτό και επιστρέφω σ’ αυτή την ακτή, οι Photoshop beaches δεν με συναρπάζουν.

Υπάρχουν παιδιά που κοιτάζονται στα μάτια -κι ας φοράνε μαύρα γυαλιά, τους βλέπω- και πηδιούνται εκεί δίπλα μας κι ας μη μιλάνε, ας μη βογκάνε, ας μην αγγίζονται. Αγόρι με κορίτσι, αγόρι και αγόρι, δυο κορίτσια. Η τέλεια ομορφιά, παπάρα Σορεντίνο.

Τα μαγιώ σλιπ -και ο,τι άλλο φοριέται σαν δεύτερο δέρμα- είναι για σώματα Φελπς, Μπιόντι, Σπιτς. Ή για το σπίτι, σε βρακί. Δίπλα στο κύμα ματώνουν τα μάτια.

Χαίρομαι σαν βλέπω παντρεμένες γυναίκες να ανάβουν το τσιγάρο, να παίρνουν μια τζούρα χορταστική και μετά να το δίνουν σ’ αυτόν που είναι μαζί τους. Υπάρχει ακόμη ελπίδα.

Χαμογελάω κάτω από τα μαύρα μου γυαλιά όταν βλέπω κάποιους της κλάσης μου να μη παραδίδονται στον χρόνο. Ένα χτυπηματάκι στον κώλο της όταν ξεκινάνε να βουτήξουν παρέα, ένα φιλί -πεταχτό, έστω- στη βρεμένη γραμμή ανάμεσα στα στήθια της, είμαστε αλμπάνηδες οι αρχαίοι παντρεμένοι αλλά κάπου κάπου ξαναθυμόμαστε την παλιά μας τέχνη. Εν δήμω, έχει άλλη χάρη αυτό. Τα εν οίκω χλόμιασαν και θέλουν ξεπόρτισμα για να τα δει ο ήλιος, που και που.

Άντρες με ανοιχτά ποδάρια και μαγιώ ρεμάλι Reiser. Aυτή η Μάστιγα, η ενδέκατη πληγή του Φαραώ.

Δεν θα πω το Ψέμα, η πολλή -και περισσότερη από πολλή- παραπανίσια σάρκα πάνω στο σώμα δεν το κάνει ελκυστικότερο. Ειδικά σαν το αντικρίζεις σχεδόν γυμνό, ή τυλιγμένο σε άσχημα πανιά. Δεν παύει όμως να είναι μια σάρκα που πάλλεται και ζητάει να την ανατριχιάσεις, με τον ίδιον ακριβώς τρόπο που ανατρίχιαζε δεκαπέντε και είκοσι κιλά πριν.

‘Σκόνη κι αλάτι: ψόφα καλοκαίρι’ γράφει ο άλλος. Περιττή προτροπή. Αυτό πρόλαβε να αυτοκτονήσει με τον πρώτο ορυμαγδό που ξεχύθηκε   από τα ηχεία που ατενίζουν ξεδιάντροπα τη θάλασσα. Έκτοτε περιφέρεται απέθαντο ανάμεσα στον ιδρώτα και στη γύμνια μας.

Όσοι κι όσες έρχονται ως εδώ μόνο για να ποζάρουν (σελφιτζήδες και σελφιτζούδες πριν καν εφευρεθούν τα σμαρτφόουνς), έχουν την απεριόριστη σιχαμάρα μου. Χωρίς ελαφρυντικά.

Για τα παιδάκια που χώνονται ολόκληρα μέσα στις τζαμποσακούλες για να βγάλουν μπάλες, νερομπίστολα, καραβάκια, κουβαδάκια, παπάκια, απόχες, μπρατσάκια, σωσίβια, τζουγκράνες, φουσκωτούς χαρχαρίες και την ψυχή της μάνας τους, δεν έχω λέξη. Συμπόνια για τους τζαμποκουβαλητές μόνο.

Καταραμένες πωλήτριες μαγιώ. Πόσον κόσμο πήρατε στον  “μια χαρά στρώνει πάνω σας”  λαιμό σας για να ξεμπερδεύετε μιαν ώρα αρχύτερα. Καταραμένες.

η τελευταία φορά

 

 

13453654_1615417585439326_1608921754_n(2)

 

Παλιές φωτογραφίες δεν κατεβάζουμε από το πατάρι, δεν βγάζουμε απ’ τα κουτιά τους, ούτε σκαλίζουμε. Δεν τις αντικρίζουμε κατάματα, αυτό κυρίως.

Τέτοιες αποκοτιές έκανε η Πανδώρα (κι ας το ξέρουμε όλοι πως δεν ψαχούλευε για φωτογραφίες) και τα ’δαμε τα χαΐρια μας εξ’ αιτίας της.

Αν δεν σε φοβίζει η Πανδώρα, θυμήσου τη γυναίκα του Λωτ.

Έχω και μια μικρή ιστοριούλα πιο πρόσφατη, αν δεν σε συγκινούν οι παλιοκαιρίσιες μεταχειρισμένες.

 

……

 

‘Αυτή δεν είμαι γω‘, του είπε.

Ήταν καθισμένη με το μπουρνούζι στον καναπέ, είχε βαμβάκια ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, μύριζε βρεμένη πετσέτα, σαπούνι και νωπό -ακόμη- μανό. Δεν του άρεσε καθόλου το χρώμα, του φάνηκε υπερβολικό μα ήταν λάθος στιγμή για να εκφράσει άποψη. Σε γυναίκα περιτριγυρισμένη από φωτογραφίες δεν αντιμιλάς, διαλέγεις προσεκτικά τις λέξεις και προσεύχεσαι βουβά.

Άπλωσε το χέρι της κρατώντας ένα τόσο δα κομμάτι από τυπωμένο χαρτί, ‘για δες‘.

Είδε. Αυτή δεν ήταν εκείνη. Της την έδωσε πίσω, καμώθηκε τον αδιάφορο.

‘Λοιπόν;‘

‘Λοιπόν τι; σίγουρα δεν είσαι εσύ; αν δεν είσαι, πώς βρέθηκε μέσα στις δικές μας;‘

Aυτό ρωτάω κι εγώ. Πώς βρέθηκε ανάμεσά μας;‘. Άφησε τη φωτογραφία ανάμεσα στα πόδια της και έβαψε -με χέρι τόσο σταθερό που τον τρόμαξε- το τελευταίο νύχι.

And you, you can be mean.“Aνάμεσά μας”. Όχι ανάμεσά “τους”, όχι “μέσα στο κουτί με τις υπόλοιπες”, όχι “εκεί”. A ναι, έχουν το χάρισμα να κάνουν τη γλώσσα τους νυστέρι, λέιζερ, να σε σκίζουν σιγά σιγά χωρίς να χυθεί αίμα στο πάτωμα με τη μια. Και κυρίως χωρίς να χρειαστεί να σε κοιτάξουν. Μυρίζουν το ψέμα σου, τους σφυγμούς σου ή την σακατλίδικη αλήθεια σου κι αυτό τους αρκεί.

 ‘Δεν ξέρω, κάπως θα βρέθηκε’. Mικρή παύση για να βρει λίγο σάλιο. ‘Δεν είναι δικιά μου, αυτό το ανακριτικό σου το υφάκι  δεν το καταλαβαίνω κι ευτυχώς που δεν είναι σπίτι τα παιδιά‘.

Ένα βουνό από ψόφια ’δεν’, τόσο σαθρό που ήταν έτοιμο με την πρώτη ψιχάλα, με την πρώτη σωστή της λέξη (το ’νιωθε πως ερχόταν) να τον θάψει ζωντανό από κάτω.

‘Το υφάκι μου είναι το θέμα σου; Την ημερομηνία την είδες;‘

Ακολούθησε μια ακόμη παύση και κατόπιν τo βουνό κουνήθηκε λίγο, μια στάλα προς το μέρος του μ’ έναν υπόκωφο θόρυβο που θαρρείς βγήκε από τα σπλάχνα του στομαχιού του. Ποιαν ημερομηνία; Γιατί να έχει πάνω ημερομηνία; Γιατί να είναι μέσα στο κουτί; Τι της ήρθε να κατεβάσει φωτογραφίες με στοίβα τα ασιδέρωτα να περιμένουν παραδίπλα; Πρώτα κατέβασε τις φωτογραφίες και μετά μπήκε για μπάνιο; Τα νύχια άρχισε να τα βάφει αφού πρώτα είδε την φωτογραφία; Γιατί να είναι μέσα στο σκατόκουτο; Γιατί να βάφει τώρα νύχια; Γιατί τέτοιο άθλιο χρώμα;

‘Πες μου μόνο ότι δεν έβγαλες εσύ την φωτογραφία. Ούτε ποια είναι θέλω να ξέρω ούτε πόσο πριν και μετά τράβηξε, πες μου μόνο ότι εκείνη τη γαμημένη μέρα δεν ήσουν εσύ αυτός που πάτησε το κουμπί‘.

To βουνό άρχισε να καταρρέει με μια βουή που ταίρι δεν είχε. Όχι πως είχε ξεχάσει κάθε στιγμή και κάθε δευτερόλεπτο με εκείνη που δεν ήταν αυτή αλλά δε λένε πως λίγο πριν πεθάνεις όλη σου η ζωή περνάει καρέ καρέ, κι ας είναι άτεχνο το μοντάζ, μπρος στα μάτια σου; Κι εκείνος δεν είχε καν ζωή ολόκληρη να δει τώρα, μια μέρα μονάχα. Για να ακριβολογούμε: ένα απόγευμα, μια νύχτα και μισή μέρα. Απομεινάρια δηλαδή.

 

…..

 

’Λοιπόν;‘, του είπε ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο από το τρίτο πακέτο.

Η θάλασσα κάτω από τα πόδια τους, το μελτέμι που αγρίευε, οι μπουρδουκλωμένες σκέψεις μέσα στο κεφάλι του, ο ήλιος που αποτρελάθηκε και κόλλησε στο max (αν δεν πιστεύεις ότι υπάρχει ήλιος που κάνει θόρυβο δεν έχεις δει τίποτε στη χλιαρή ζωή σου), ίσα που την άκουσε να του το φωνάζει. Δεν το φώναξε καν, πιο πολύ σα να μονολογούσε, σαν να απορούσε με τον εαυτό της ήταν.

Άπλωσε τα πόδια της στο πεζούλι μπροστά, καιγόταν και ανατρίχιαζε μαζί. Οι απέναντι θα απολάμβαναν θεσπέσια θέα αλλά μόνο το πέλαγος, κύματα, δελφίνια και γλάροι -και ίσως, ίσως ένα πολύ μακρινό καράβι άλλης γραμμής- την έβλεπαν. Το τσιγάρο είχε ήδη μείνει μισό πριν καν πάρει δυο ρουφηξιές, φύσαγε πολύ. Σε λιγότερες από τέσσερις ώρες θα ξαναμπαίναν στο πλοίο της επιστροφής. Αν τη ρώταγες δεν θα ’ταν σίγουρη για ποιο λόγο ήρθε, μπορεί κιόλας να το μετάνιωσε. Εκείνος όμως ήταν πεπεισμένος πως ήταν τα στιχάκια που έφταιγαν για όλα. Το είχε αυτό το κουσούρι, πάντα σερνόταν ξοπίσω τους, πήγαινε όπου εκείνα θέλαν να τον πάνε. We could steal time, just for one day.

‘Μπορείς να μου πεις πώς διάολο βρέθηκε αυτή ανάμεσά μας;‘. Tώρα πια μιλούσε η απώλεια του ουδέποτε αποκτηθέντος, όχι εκείνη.

Δεν τον κοίταζε καν όταν το είπε, μα και να ’θελε ο ήλιος θα την τύφλωνε κι ας ήταν κρυμμένη πίσω από μαύρα γυαλιά. Αυτός την είδε, για τελευταία φορά όπως αποδείχτηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων, μέσα απ’ τον φακό.

 

κλικ

 

Maybe we’re lying…then you better not stay

 

…..

 

‘Μαλάκα, πού κάηκες;‘ του ψιθύρισε ο κουμπάρος του το επόμενο απόγευμα, την ώρα που του έστρωνε το -ήδη μπαϊλντισμένο- γαμπριάτικο λουλούδι στη μπουτονιέρα. Τα μαρμάρινα σκαλιά από κάτω τους ζεματούσαν. Ένα σμήνος από φτηνές βεντάλιες made in China (προφανώς από κακοπληρωμένα China girls) πασχίζαν μάταια να δροσίσουν τον αέρα.

 

κτερίσματα

 

 

36310690

 

 

Ενός λεπτού σιγή για όλα τα “σε χύνω” που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Κι άλλο ένα λεπτό bonus για όσα ειπώθηκαν ερήμην του σωστού αποθέτη.

 

….

(δατς ολ φολκς)

memorabilia

26093845

 

Οι γυναίκες της διπλανής ξαπλώστρας θα είναι και φέτος εκεί.

Μετρώντας απώλειες, έχοντας συλλέξει -από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, ερήμην τους- αμφίβολης αξίας αναμνηστικά. Μια ύπουλη κύστη στο στήθος, μιαν ενδομητρίωση, μια εμμηνόπαυση που έστειλε sms ‘είμαι στο δρόμο‘, πέντε κιλά ανισομερώς κατανεμημένα, δυο καινούριες πανάδες, έναν μόνιμο αποχωρισμό, ένα πρώην παιδικό δωμάτιο συγυρισμένο (αλλά κενό), εφτά αποτυχημένες απόπειρες δίαιτας, τέσσερα ’ναι αλλά όχι’, δυο ’πού να μπλέκεις τώρα’, μια ημιτελή απόπειρα offshore οργασμού, πολλά δικά του ψέματα που δεν χωράνε πια στη ζυγαριά, μερικά δικά τους που δεν ξεστομίστηκαν ποτέ, μιαν απόλυση, έξη κατά φαντασία προσλήψεις, μερικές εκατοντάδες ’ουφ’, κάμποσες χιλιάδες εκπνοές μολυσμένου από κουρασμένα σώψυχα αέρα, δυο -μπορεί και εικοσιδυό- μηνύματα που δεν αξιώθηκαν ποτές το  ‘send’.

Και μια σειρά αλήθειες που γράφτηκαν στο φέισμπουκ συν άλλες τρεις που γράφτηκαν στο χιόνι.

 

….

μικρές προσωρινές ιστορίες

seagulls_flying_on_the_beach-t2

 

 

Είναι πρώτη φορά που βγαίνει ο Μάιος και το μπαλκόνι είναι ακόμη ορφανό από τραπέζια, πολυθρόνες, δέντρα, φώτα και λουλούδια. Και ανθρώπους. Θα μου κρατάει μούτρα σίγουρα, ως τα μισά του άλλου μήνα, γιατί το άφησα γυμνό και μονάχο του. Στο τέλος όμως θα αγαπηθούμε ξανά και θα μου τραγουδάει το Into my arms. Eυτυχώς το ακούω μόνο εγώ.

 

Ως και η Λήμνος είναι απλησίαστη, της είπα. Ψέμα. Δεν έχω ξαναπάει εκεί και δεν θέλω να πάω, βγαίνω από τη βολή μου ανακαλύπτοντας καινούριους τόπους με τους οποίους δεν ξέρω αν θα ταιριάξουν τα χνώτα μας. Και με τους ανθρώπους το ίδιο παθαίνω αλλά δεν σκοπεύω φέτος να ταξιδέψω σε κανέναν. Μπορεί να κολλήσω και να μείνω εκεί, με το μυαλό μου. Το σώμα βρίσκω κουτσά στραβά τρόπο να το κουμαντάρω.

 

Προχτές με τον κατακλυσμό η μάνα της, που εδώ και χρόνια δεν βγαίνει παρά μόνο ως το μπαλκόνι χωρίς να καταφέρει καν να ποτίσει την τελευταία γλάστρα στη γωνία, κατέβηκε τέσσερις δρόμους παρακάτω για να πάει να ανάψει ένα κερί στην φίλη της  -τέσσερα χρόνια νεότερη- που την εγκατέλειψε. Δεν πήρε ομπρέλα μαζί, “αφού δεν έβρεχε παιδί μου” και ο εγγονός της την γύρισε πίσω σαν ναυαγό, έφτυσε αίμα για να την πείσει να βάλει στεγνά, “αφού δεν βράχηκα παιδί μου”. Την φίλη της την είχαν σηκώσει δυο ώρες και τρεις μέρες πριν αλλά αυτό δεν έχει πλέον καμία σημασία. The time, the time. Χειρότερο κι απ΄ το the horror, του Kurtz.

 

Κατέβασα από το ρετιρέ της ντουλάπας την τσάντα της θάλασσας. Δεν ξέρω γιατί, μερικές φορές είναι σα να σκαλίζεις παλιές φωτογραφίες ή κουτιά με καλώδια, ελπίζοντας να πέσεις πάνω σε κάτι ξεχασμένο και χρήσιμο. Οι μπλε πετσέτες ξεθώριασαν, πρέπει να τις πετάξουμε φέτος. Η άσπρη είναι απέθαντη. Την ρώτησα πώς βρέθηκε κάτω κάτω, μέσα στη δική μας τσάντα, μαγιώ της μικρής. Ένα τοσοδά μαύρο που χωρούσε σε μια παλάμη. Δεν ήταν της μικρής, το κράτησε για να θυμάμαι. Είπε. Ήταν ασήκωτη η τσάντα όταν την ξανανέβαζα.

 

Τι ωραίο τραγούδι το Here it is. Πασχίζει ο Λέοναρντ να ακουστεί σαν Μπάρι Γουάιτ και Τομ Γουέιτς αλλά δεν με ξεγελάει, ο ίδιος είναι. Κατά βάθος κι εγώ έτσι ήθελα να ακούγομαι όταν γράφω, δίνει άλλη βαρύτητα στις λέξεις. Σταυρώνει τα πόδια της μισή σπιθαμή από τα χέρια μου. Γυαλίζουν τα γόνατά της, καίνε οι αστράγαλοι. Δεν σκύβω αλλά είμαι σίγουρος ότι μυρίζουν όπως πρέπει να μυρίζουν τα πόδια των γυναικών των ‘άλλων’. Λυσσάω να τους ψιθυρίσω με τα δάχτυλα δυο τρία λόγια, όπως ο Λέοναρντ. Είναι παλιομοδίτικο, το ξέρω. Αλλά αυτό είναι το κλειδί για ν’ ανοίξουν και να δω το φως εκεί που δεν φτάνει φως. Τι ωραία μυρίζει το Here it is της κι ας ματώνει από τα παραπανίσια της κιλά.

 

Τα γλαράκια πάνω στο άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο εξαφανίστηκαν. Ταράχτηκα αλλά δεν ξέρω τι άλλο έπρεπε να περιμένω αφήνοντάς τα οκτώ μήνες στα σκοτάδια της ντουλάπας. Πιστεύω πως αν πάω το πουκάμισο δυο τρεις φορές ως τη θάλασσα, σιγά σιγά, ένα ένα θα ξανάρθουν. Και μετά μπορεί να αρχίσει το καλοκαίρι.

….

nothing in the dark

outerspace1

 

 

 

Πριν δέκα μέρες χτύπησε την πόρτα στο διαμέρισμα της διπλανής. Φοβισμένη. “Λείπει η πράσινη ρόμπα από την κρεμάστρα, κάποιος μπήκε στο σπίτι και μου την πήρε’’. Η γειτόνισσα προθυμοποιήθηκε να πάνε μαζί, να κοιτάξουν, χάρηκε, “ναι, να πάμε αλλά θα καθίσεις μαζί μου γιατί σκοτείνιασε και φοβάμαι’’. Πήγε, κάθισε πάνω από μισή ώρα, ‘‘πρέπει να γυρίσω σπίτι τώρα” είπε η γειτόνισσα, ‘‘άφησα τα εγγόνια μόνα τους, να ετοιμάσω κάτι να φάνε”. Την άφησε να φύγει με χίλια ζόρια, κι ας ήταν εκεί η πράσινη ρόμπα κι ας μάλλιασε το στόμα της να λέει ότι κανείς δεν μπήκε στο σπίτι για να την πάρει, ‘‘μα τι να την κάνει μια ρόμπα;”, ‘‘ξέρει αυτός”.

Τα νέα κυκλοφόρησαν την επόμενη μέρα το πρωί. Οικοδομή επαρχίας, χειρότερα κι από μικρό χωριό, όλα μαθαίνονται.

Την περασμένη βδομάδα έλειπε το καλό της το παλτό απ’ τη ντουλάπα. ‘Κάποιος μπήκε και το πήρε’. Δεν βρήκε τη γειτόνισσα, αυτή τη φορά ήταν η σειρά μου να πάω ως το σπίτι της και να ψάξω -με τις ευλογίες της- τα πράγματά της και ν’ ακούσω ‘‘να καθίσεις και λίγο μαζί μου γιατί σκοτείνιασε και φοβάμαι”. ‘‘Εδώ είναι το μαύρο το παλτό, εκτός κι αν έχετε κι άλλο”. Έδειξε έκπληκτη. “Μπα! Θα το ξανάφερε πίσω φαίνεται”, ‘‘ναι, όπως και την ρόμπα”  απάντησα, ο εξυπνάκιας.

“Πού το ξέρεις για τη ρόμπα; Δεν είπα σε σένα για τη ρόμπα”  άστραψαν τρομαγμένα τα μάτια της.

Της είπα πως το ’μαθα από την διπλανή μας, “πότε είπα εγώ σε κείνην ότι μου λείπει η ρόμπα; έχω να την δω μήνες, σάμπως βγαίνω από το σπίτι;’’.  Άσχημο μπλέξιμο.

“Να δεις που εκείνη θα πήρε τη ρόμπα και την ξανάβαλε στη θέση της όταν πήγαμε μαζί στο σπίτι’’, πήγα να βάλω κι εγώ τα πράγματα στη θέση τους με τη λογική, είπα, είπα, είπα, στο τέλος απόειδα και αγανάκτησα «μα και να ’μπαινε σπίτι σας, που δεν μπήκε, γιατί να μην πάρει κάτι άλλο αξίας; γιατί να μην πάρει λεφτά ξερωγω; τι να την κάνει τη ρόμπα;» για να πάρω απάντηση χαμηλόφωνη (μη τυχόν και μας ακούσει η διπλανή μέσα από πέντε τοίχους που μεσολαβούσαν ως την πόρτα της) «ξέρει αυτή». Κατάφερα να φύγω μετά από ένα τέταρτο, αφού έκανα πως δεν άκουσα εκείνο το “και η μαύρη η ζακέτα μου λείπει, τώρα το θυμήθηκα, περίμενε να ψάξουμε”.

Tην μεθεπόμενη μέρα έμαθα πως εκμυστηρεύθηκε στην παραδιπλανή μας (της χτύπησε κι εκεινής την πόρτα για να της πει ότι κάποιος πήρε όλες τις κάλτσες της από το συρτάρι και να πάνε να ψάξουν μαζί αλλά να καθίσει και λίγο παρέα της γιατί σκοτείνιασε και φοβάται) ότι ήταν σίγουρη πως εγώ είχα πάρει το το καλό της το παλτό και βρήκα τρόπο να το ξαναβάλω στη θέση του όταν πήγαμε μαζί στο σπίτι να το γυρέψουμε.

Ένα ρούχο της εξαφανίζεται κάθε δυο μέρες, πλέον. Κάθε μια. Χτυπάει τα κουδούνια στον όροφο με τη σειρά, κι όποιος ανοίξει. Σκοτεινιάζει ακόμη κι όταν έχει έναν λαμπερό ήλιο έξω. Και φοβάται. Γιατί ξέρει ότι τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος είναι ήδη μέσα.

___

η μικρή ιστορία ενός ανθρώπου

20882_1434884323474820_6221492328981233343_n

 

Ήταν, σε γενικές γραμμές, ένας ήσυχος άνθρωπος. Και χλιαρό θα τον έλεγες. Αν έβαζες στη ζυγαριά τα στραβά και τα καλά του, τα στραβά μάλλον θα μέναν με το παράπονο.

Τις φορές που ένιωθε πως οι τοίχοι και το ταβάνι λαχταρούσαν να συναντηθούν, το μόνο που έκανε τους σφυγμούς του να πέφτουν ήταν η σκέψη πως κάποτε θα βρισκόταν για λίγες μέρες σε έναν τόπο όχι πολύ μακρινό. Συχνά έγραφε γι αυτόν κι ας μην είχαν συναντηθεί ποτέ. Δέκα μέτρα από τη θάλασσα, μακριά απ’ τον πολύ κόσμο. Ένα χαμόσπιτο, μια κληματαριά, ένα τραπέζι με δυο καφέδες πάνω -οι μονάχοι καφέδες πάντα τον τρόμαζαν πιο πολύ κι από τα ερωτευμένα ντουβάρια- , γυμνά πόδια, τζιτζίκια το μεσημέρι, το κύμα τις νύχτες, ίσα να αδειάζει το μέσα του πριν ξαναγεμίσει με ομίχλες στα δωμάτια ακορντεόν που τον περίμεναν -με ακονισμένες γωνίες- να επιστρέψει.

Αυτά. Κι ένα τηλεφώνημα -που και που- από τα παιδιά του, «όλα καλά». Για να καθαρίζει ο ορίζοντας, η θάλασσα, ο ουρανός.

Δεν ζήταγε πολλά. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα κατάφερε.

 

—-

the swimmers

WOMEN SWIMMERS

Είναι εκεί -αυτές κι ο ήλιος, κόντρα- κοντά δυό ώρες.

Κουνώντας χέρια, πόδια, μιλώντας ασταμάτητα.

Είχα πολλά να κάνω μα έμεινα (μη με ρωτάς γιατί) να τις χαζεύω.

Μαντεύοντας ηλικίες. Και χηρείες.

Εξηνταπέντε, εβδομήντα, εβδομηνταπέντε, ογδόντα και βγαίνω!

Τραγουδώντας.

Here comes the replay of an old dream
They were dreaming when they were small girls
Τurn around
They are the swimmers in their old house
The water slowly fills the room

Ποτέ δεν βγήκαν από το σπίτι κι ας πλημμύριζε.

Μπορεί να πέρασαν καλά στη ζωή τους, δε λέω.

Να αγαπήσαν, να αγαπήθηκαν, ήσυχα, ψιθυριστά, καθωσπρέπει, με τον τρόπο τους.

Μα μερικά σπίτια γίνονται μια στρόγγυλη γυάλα.

Και σε κρατάνε για πάντα (με νερό που αλλάζει τακτικά, με τροφή κάθε μέρα, με κάποιον να σε φροντίζει) μουλιασμένη εντός τους.

…..

(αλλότριες λέξεις & μαρκίζα: Henk Hofstede)

Some Köln Concert *

34860109

γραμμένο-παραγγελιά δεν θυμάμαι για πού, έμεινε στο ράφι

 

Το 1981 τα κινητά δεν είχαν βγει απ’ τη μήτρα ακόμη. Σταθερό τηλέφωνο σε φοιτητόσπιτα ήταν πιο σπάνιο κι από κουλούρι Θεσσαλονίκης δίχως τρύπα. Οπότε ή βασιζόσουν στην -συνήθως θολωμένη από μπίρες και σανγκριές- συνεννόηση της προηγούμενης βραδιάς ή στα πόδια σου για επιστροφή, αν χτύπαγες κουδούνι μάταια γιατί ο άλλος άλλαξε γνώμη και τράβηξε στην Κάρμεν για καρμπονάρα ή στο Αθήναιον για κανέναν Κάρπεντερ, Ντε Πάλμα, άειντε Μπενέξ το πολύ..

Το δρομολόγιο ήταν μονόδρομος όταν ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά. Πρώτα μια στάση στη σκιά του Πύργου -πάνω στη Σινώπης-, έξω απ’ τη βιτρίνα που ‘γραφε φαρδύπλατα «Κέφαλος-Κορωναίος» για να χαζέψω τα πράσινα Converse (που με αιματηρές θυσίες κατόρθωσα αμέσως μετά την καλοκαιρινή εξεταστική να αποκτήσω), μετά έπαιρνα από παραδίπλα ένα τοστ «διπλό κασέρι-ψημένο μπέικον-πράσινη πιπεριά» που γινόταν αόρατο σε πέντε μπουκιές, άναβα ΚΕΝΤ -τότε άντεχα να περπατάω και να καπνίζω ταυτόχρονα, μεγάλες εποχές-  κι ανηφόριζα, λίγα βήματα πριν την Παπαδιαμαντοπούλου έμπαινα διαγώνια στα χωρικά ύδατα του Αγίου Θωμά, έστριβα στην Ολόρου, χτύπαγα κουδούνι και μια στις τρεις στεκόμουν τυχερός. Εκεί, στο ισόγειο, θα ‘βλεπες συχνά πυκνά στοιβαγμένα στα πατώματα πέντε-έξη εικοσάχρονα (καναπέδες δεν είχε, μοναχά μια πολυθρόνα αν θυμάμαι καλά, και ήταν γαϊδουρινή αγένεια να κυλιέσαι πάνω στο κρεβάτι του οικοδεσπότη) μεγαλωμένα με τον παραδοσιακό τρόπο της ελληνικής επαρχίας, λίγο από hard-rock και ολίγη από art-rock δηλαδή, από τη μια πλευρά Black Sabbath και Purple και Rory και Thin Lizzy κι από την άλλη Genesis και Yes, με μπαλαντέρ τους Floyd χωρίς Syd, όλα καλά και Πετρίδικα δηλαδή.

«τι θα πιεις;»

 «o,τι έχεις»

Πάντα κάτι υπήρχε. Μέχρι Mateus και Calliga, απ’ αυτά που σαν στέρευαν τέλειωναν το βίο τους ως κηροπήγια, αμφιβάλλω αν υπήρχε φοιτητόσπιτο τότε που δεν έκρυβε τέτοιο αποτρόπαιο θέαμα στα σωθικά του. Τόσα ξέραμε, τόσα είχαμε, τέτοιο design βγάζαμε από μέσα μας ελλείψει ΙΚΕΑ. Δυο-τρία ποτήρια μετά, κι αφού ξοφλούσαμε λογαριασμούς με gimme shelter και blister in the sun, το Köln Concert έβγαινε επιτέλους απ’ τη διπλή θήκη του, το περιμέναμε σαβουρντισμένοι στο πάτωμα σαν Υεμενίτες με μάγουλα γεμάτα Qat, η βελόνα τρύπωνε στο πρώτο αυλάκι, όπως μπαίνει στη φλέβα το αναισθητικό. Μετά απ’ τα ηχεία ξεχυνόταν -χωρίς τσιγκουνιά- ζέστη, γαλήνη και χάσιμο.

Όταν ο Jarrett τέλειωνε την Αλ-Ίσα και ξυπνούσαμε όλοι εξαγνισμένοι, χωνόμουν πάλι μέσα στην πλατεία, μόνος ανάμεσα σε παγκάκια, ξέμπαρκους, περιστέρια, νερά, τέντες, άδειες καρέκλες, κάποιες φορές λοξοδρομούσα για τη Φειδιππίδου. Στο σπίτι του Γιάννη. Eίχα το ελεύθερο κι από την κυρία Γιόλα, «ότι ώρα να ΄ναι, χτύπα». Αν τον έβρισκα εκεί ακολουθούσε ανάνηψη με Lou Reed, «μόνο Captain Morgan έχει, θες;», θέλω, vicious, λιώμα, οι πειρατές των Αμπελόκηπων, oh Captain you’re so vicious. Δυο, τρεις, τέσσερις το πρωί, κουτσά στραβά το δρόμο για την Τσόχα τον έβρισκα. Με μια στάση στο περίπτερο έξω απ΄τον Κωστάρα για ΙΟΝ αμυγδάλου. Tις διαβάσεις στην Κηφισίας και την Αλεξάνδρας, πάντως, τις έβλεπα να ‘χουν πάντα πενηνταδυό λευκές γραμμές. Ούτε μια λιγότερη. Ευτυχώς ποτέ δεν γονάτισα με τη μύτη κολλημένη πάνω στην άσφαλτο, να ΄χουμε κι άλλα δράματα. Άλλωστε ήμουν άβγαλτο, δεν ήξερα απ΄ αυτά μέχρι που είδα τον «Σημαδεμένο» το ’83 (τότε θαρρώ) στο Νιρβάνα.

Μετά από λίγα χρόνια -και το τελευταίο ακριβοθώρητο πεντάρι- μπήκα σ’ ένα βραδινό ΚΤΕΛ κι έφυγα για τα καλά.

 

Τη διαδρομή μέσα από την πλατεία του Αγίου Θωμά την έκανα ξανά έναν Γενάρη, ύστερα από τριάντα ακριβώς χρόνια για να φτάσω πιο γρήγορα -κρατώντας δυο κομμάτια μηλόπιτα, «μη ρε μπαμπά, μη τρέχεις νυχτιάτικα, δεν χρειάζεται»- σε ένα δωμάτιο του Παίδων όπου με περίμενε εκείνη με μάτια υγρά, ταλαιπωρημένα αλλά πεντακάθαρα. Όταν κοιμόντουσαν όλοι στο θάλαμο, ξανατραβούσα για ένα τσιγάρο -κι έναν θλιβερό καφέ σε πλαστικό- σε ένα παγκάκι με φάτσα το καμπαναριό. Η πλατεία με τραβούσε. Κάθε βράδυ, επί δεκαπέντε νύχτες. Όπως τρέχαν μαγεμένα τα παιδιά και τα ποντίκια πίσω από τον αυλητή του Χάμελιν, έτσι κι εγώ.

Οι ντόπιοι, όσοι ζουν τριγύρω και περνάνε κάθε μέρα από κει, μπροστά, πλάγια ή πίσω απ΄ την εκκλησία, δίχως να δίνουν σημασία, φορτωμένοι με κούραση, έγνοιες, λογαριασμούς ή απλά κουβαλώντας αφηρημένοι σακούλες με γάλατα, ψωμιά και μακαρόνια, δεν ξέρουν το φοβερό και τρομερό μυστικό της. Δεν υποψιάζονται ότι η πλατεία έχει ήχο. Είχε τότε, στα είκοσί μου, Οκτώβριο, Φεβρουάριο, Μάιο, αρχές καλοκαιριού, έχει και σήμερα, χωρίς να σταματά στιγμή. Όλη η πλατεία ένα τεράστιο Steinway και οι άνθρωποι μέσα και τριγύρω της τα πλήκτρα.

 

 

* στην ζου μου

 

η διαδρομή (reverse)

10857822_10204902618461094_5861902622331798959_n

 

Αρκετά στέγνωσες, αρκετά λιάστηκες, αρκετά έγραψες.

Ώρα για πίσω, ξανά. Κι ας ψυχραίνουν οι μέρες, κι ας φεύγει νωρίτερα το φως, κι ας ανατριχιάζει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο η θάλασσα. Ώρα για πίσω.

Bαθιά. Προς τα κει που ξέρεις πως όλες οι παλιές αγαπημένες σου αμαρτίες περιμένουν καυλωμένες. Για να μπορέσουν -επιτέλους- να ζευγαρώσουν με τις άλλες που κουβαλάς και προσμένουν με κρύο, με ζέστη, με ήλιο, με σκοτάδι, υπομονετικά τη σειρά τους.

Βαθιά στο μυαλό.

 

….

στον καταψύκτη της Mary και του Merrin

 

34638046

 

Μεγάλη πόρτα θα διαβείς, Σεπτέμβρη θα συναντήσεις. Στο κρεβάτι, ντυμένον καλοκαιρινά, να παριστάνει κάτι που δεν είναι. Έφαγε το θέρος  -αυτό που άργησες να πας να βρεις- και πάει να σε ξεγελάσει, με χαμόγελο που κάνει τις νύχτες να ανατριχιάζουν.

Γιατί Ιούλιε δεν έχεις πια τόσο μεγάλες μέρες;

 

….

τα στόρια (εννιά πολύ μικρές ιστορίες χωρίς τέλος)

34599648

 

στο καράβι

Φωτογραφίζω γλάρους. Με λιγότερο ενθουσιασμό απ’ ότι δέκα χρόνια πριν, ένας γλάρος δεν είναι παρά ένας γλάρος απ’ όποιαν οπτική γωνία και να τον δεις. Μετράω δέκα αυτοκίνητα με εγχώριες πινακίδες, ογδόντα -συν τρία λεωφορεία- με γειτονικές, μετά χάνω το λογαριασμό. Χαρές και γέλια σε κυριλλικά, σε τούρκικα, σε ινδοευρωπαϊκά. Την καταλαβαίνω την ωραία λαχτάρα της προσμονής σ΄ όποια γλώσσα και να εκφέρεται. Νεαρά ζευγάρια, ζευγάρια με παιδιά, ζευγάρια με πεθερικά, ζευγάρια ήδη ξαναμμένα, το έβλεπες στα μάτια τους, στο σώμα τους, στο στόμα τους. Κι ανάμεσά τους εμείς. Στο καθιερωμένο ετήσιο προσκύνημα, τρία τσιγάρα δρόμος απ’ το σπίτι ως την ώρα που πέφτει ο καταπέλτης, έτσι δεν τον λένε;

στο νησί

Δεν αλλάξαν πολλά από πέρυσι, τουλάχιστον η αγένεια των ντόπιων παραμένει σημείο αναφοράς, μπούσουλας για να μη μπερδευτούμε πως αποβιβαστήκαμε αλλού. Συνηθίσαμε πια, δεν δίνουμε σημασία. Ακούμε ότι σε ένα λατομείο που κατεβαίνει ως τη θάλασσα (πήγαμε εκεί κάμποσες φορές, η ησυχία σε τρόμαζε μα ήταν βάλσαμο) άνοιξε νέο μπιτς μπαρ και μειδιώντας, υποχθόνια, σκέφτομαι την διαχρονική αξία των φουρνέλων. Έχει πέντε μποφόρ, μπορεί και έξη. Δεν κατηφορίζουμε νοτιοδυτικά, εκεί που τα νερά είναι λιγότερο αφρισμένα, μια βουτιά ήρθαμε να κάνουμε, να φάμε και να φύγουμε. Όχι να γράφουμε χιλιόμετρα ή ιστορίες. Κολυμπάμε ανάμεσα σε δεκάδες ατρόμητα παιδάκια που πετάνε νερό και χρωματιστές μπάλες το ένα στο άλλο. Κάτι σαν την κολυμπήθρα του Ηρώδη. Μου γνέφει «πάμε να φύγουμε», κάνω πως δεν την βλέπω, δεν έχω κουράγιο να ξαναψάχνω πλάτωμα για να παρκάρω ανάμεσα σε πινακίδες με TR, SRB, RO, BG και MK.

στην ταβέρνα

Ίδια κι απαράλλαχτη όπως όταν πρωτογνωριστήκαμε μαζί της, τριανταπέντε χρόνια πριν. H ίδια πλαστική ασχήμια, η ίδια ομορφιά σαν έβλεπες τον ορίζοντα. Και οι τιμές, παγωμένες κι αυτές. Τρώμε ψάρια, σπιτίσια ταραμοσαλάτα, ντομάτα απ’ τον κήπο δίπλα, πίνουμε μαύρες μπίρες κι ας φωνάζαν τα πιάτα ότι θέλαν να ζευγαρώσουν με ούζο. Έρχεται το «παιδί» με το λογαριασμό στο χέρι, «ούτε δέκα χιλιάρικα» της λέω, «κόψε τα λαφαζάνικα» αντιγυρίζει. Το πάνω χείλος της έχει ιδρώσει, ο αέρας κόπασε. Την ώρα που μπαίνουμε στο αυτοκίνητο παίρνει το χέρι μου και το βάζει κάτω απ΄το στήθος της. Μουσκίδι. Ο ιδρώτας βρήκε καλή κρυψώνα, καλύτερα από μένα τα κατάφερε ο μπαγάσας.

στη χώρα

Δωμάτιο ούτε για δείγμα, επί μια βδομάδα χορτάσαμε να εισπράττουμε «δεν». Λίγο πριν ξαναμπούμε στο καράβι πέφτουμε πάνω σε πινακίδα, «δωμάτια ελεύθερα», λέει -χωρίς να μιλήσει, χωρίς να με κοιτάξει- «μένουμε σήμερα», «σε τρία λεπτά είμαι εκεί» μου απαντά μια αγχωμένη φωνή στο τηλέφωνο. Ήρθε σε δυο. Πήρε σαρανταπέντε ευρώ για ένα δωμάτιο –μεγάλο, δεν αντιλέγω- στον δεύτερο, με θέα λιμάνι και τα άσχημα μαγιώ των διπλανών. Μερικά δωμάτια είναι ίδια κι απαράλλαχτα όπως εκείνα που βρίσκαμε τριανταπέντε χρόνια πριν. Μόνο τηλεόραση προστέθηκε. Και πλακάκια προσφοράς πράκτικερ αντί μωσαϊκού. Όπως και τότε δεν υπάρχει αφρόλουτρο ή σαμπουάν, ούτε ως δείγμα. Αυτά έχει ο Αύγουστος σε τούτον τον τόπο, ίδιος κι απαράλλαχτος. Είναι κάποιου είδους αποτελεσματικό ηρεμιστικό κι αυτό, μια σταθερά ακλόνητη, μια πυξίδα που δείχνει πάντα το σωστό κενό.

τα σεντόνια

Βγαίνω να βρω κάτι για να πλυθούμε. Μέσα στο μίνι μάρκετ ακούω κυριλλικά, τούρκικα, ινδοευρωπαϊκά. Και φτηνά δίλιτρα κρασιά με ακόμη πιο φτηνά ονόματα που με ικετεύουν «μη μας πιεις». Το δωμάτιο είναι δροσερό πλέον, έχουν προσθέσει κλιματισμό, ας μην τους αδικώ. «Μπαίνω πρώτη» λέει χωρίς να μιλήσει και ακούω το νερό πάνω στο δέρμα της. Τα σεντόνια προσπαθούν μάταια να ξυπνήσουν μνήμες, αυτά είναι φιλότιμα, εγώ είμαι το πρόβλημα. Κι εκείνη, όταν βγαίνει από το μπάνιο, τριανταπέντε χρόνια νεότερη. Βρίσκω καλύτερη κρυψώνα απ΄ τον ιδρώτα της και τρυπώνω. Μετά ξανά κάτω απ΄ το νερό, μετά μισοστεγνοί πάνω στα σεντόνια που σίγουρα είχαν δει και λευκότερες μέρες. Μυρίζουν λεβάντα, όμως. Κλείνουμε τα μάτια, ακούω Δεύτερο, απ την τηλεόραση ψηλά στον τοίχο. Τυχερό αστέρι, πειραγμένη Μελίνα, στο ‘καμαρούλα μια σταλιά’  το κλείνω, τριάντα τετραγωνικά δωμάτιο και κόντεψε να με πλακώσει.

το βράδυ

Κι όμως! Υπάρχει ακόμη μέρος σ΄ αυτόν τον πλανήτη όπου σερβίρουν βερμούτ σε παλιομοδίτικα σωστά ποτήρια, με παγάκια.

η επόμενη μέρα

Μόνοι μας στην μικρή παραλία, εννιά το πρωί. Εμείς και ένας καλός άνθρωπος που άπλωνε ξαπλώστρες και χτένιζε με την τσουγκράνα κάθε τι περιττό. Ήλιος δεν εμφανίστηκε μέχρι που φύγαμε δυο ώρες μετά, την ώρα που η άμμος γέμισε με κυριλλικές, τούρκικες, ινδοευρωπαϊκές πατημασιές. Η θάλασσα ήταν κρύα, φύσαγε πάλι, και πεντακάθαρη. ‘Ωρες ώρες και το μυαλό μας το ίδιο, έτσι νομίζω. Αφήσαμε τα αλάτια στο δωμάτιο, μαζί και το κλειδί πάνω στην πόρτα. Στο καράβι μπήκαμε καθαροί, μοσχοβολούσαμε. Φωτογράφισα άλλους δυο γλάρους, έτσι για το καλό, για το γούρι, για να επιστρέψουμε· αν και δεν είμαι σίγουρος ότι έστω κι ένας απ’ τους δυο μας το επιθυμεί στ’ αλήθεια. Μα πάντα επιστρέφουμε, άγνωστο γιατί.

στο σπίτι

Έκλεισε η μπουκαπόρτα πίσω μας -έτσι δεν τη λένε; – , σε μια ώρα και κάτι ήμασταν πάλι στην αφετηρία. Ανέβασα τα στόρια. Δεν έπρεπε, δεν ήμουν ακόμη έτοιμος γι αυτό που αντίκρισα κι ας είχα κάνει τόσες πρόβες ψυχραιμίας, μήνες τώρα. Αυτή όμως είναι η ζωή, ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που βιώνουν εν ζωή αποχωρισμούς είμαστε, έχουν δει αλλωνών κι αλλωνών τα μάτια, άλλοι αποχαιρετάνε παιδιά, αδέρφια, έχουν τα άδεια μπαλκόνια, τα άδεια δωμάτια μέσα στο σπίτι τους, μιλάω κι εγώ ο άκαπνος. Με κατέστρεψε αυτός ο Χάμιλ.

αργά το απόγευμα

Για ένα τόσο δα ψήγμα στιγμής, νόμισα πως άκουσα από απέναντι ήχο ποτηριών που τσουγκρίζουν. Σαν καλωσόρισμα, σαν κατευόδιο, σαν ένα καλοκαίρι που ήρθε κι έφυγε πολύ γρήγορα παίρνοντας μαζί του κάτι ακριβό και πολύτιμο. Είδα το ρολόι, αυτή την ώρα θα είχαν ήδη περάσει τα σύνορα προς μια καινούρια ζωή. Δεν ήταν ποτήρια τελικά. Στους αποχαιρετισμούς δεν κάνεις θόρυβο. Αφήνεις τα άδεια μπαλκόνια να μιλήσουν. Και τις σκούπες, που ερήμην των αφεντικών τους μαζέψαν όλες τις πεσμένες χάμω λέξεις μας.

Στις εφτά το στόρι του σαλονιού ανέβηκε, ένα -ωραίο- μελαχρινό κορίτσι βγήκε και επιθεώρησε προσεκτικά το μπαλκόνι. Αυθόρμητα της έγνεψα με το χέρι. Ανταπόδωσε -λίγο αμήχανα, λίγο αντανακλαστικά- τον χαιρετισμό μου, που δεν ήταν χαιρετισμός. Ένα «πρόσεχε πού πατάς» ήταν, «εκεί αφήσαμε παρέα μ’ αυτούς που φύγαν κάτι χρόνια, εκεί ζουν γέλια και ουφ, τραγούδια, βιβλία, κάποιες στάχτες, κάποια νεκρά σχέδια, αν  τελικά μείνεις και τα βρεις, κοίτα να τους φερθείς καλά».

 

 —–