Χωμένοι στους δαιδάλους των πάγκων του σαββατιάτικου παζαριού (ανάμεσα σε ενίοτε αγενή aliens που λυσσωδώς σημαδεύουν εμάς τους ιθαγενείς με Nikon, Canon και πεντάιντσα σμαρτφόουνς) γεμίζουμε σακούλες με κολοκυθάκια, κόλιανδρο, δυόσμο, ελιές Σαμοθράκης, παντζάρια, πεπόνια νότου (τα δικά μας αργούν ακόμη), πετροκέρασα Κομοτηνής και ντόπιες ντομάτες. Απορώ τι θα τα κάνει όλα αυτά, την Δευτέρα πετάει. Οι άλλοι τρεις που μένουν πίσω -προς το παρόν- δεν είναι φαγανοί, κρίμα τόσο ζαρζαβατικό και φρούτο να πάει χαμένο. Κουβαλάει και κουβαλάει στη φωλιά, σάμπως κι έρχεται βαρύς χειμώνας. Το λες κι έτσι.
Σε μισή ώρα αφήνουμε τις σακούλες στο αυτοκίνητο, παραγγέλνουμε καφέ στην παλιά πόλη, οι δυό μας. Οι γυναίκες μείναν πίσω, ψάχνουν βρακιά, κάλτσες και τραπεζομάντηλα. Είναι νωρίς ακόμη, η ησυχία είναι βάλσαμο, το ίδιο και τα βρεγμένα πλακόστρωτα. Πουλιά κάθονται στις καρέκλες τριγύρω, αγνοώντας μας. Διπλό ελληνικό εκείνος, φρέντο εσπρέσο εγώ. Και δυο φέτες υπέροχο ξεραμένο κέικ ανάμεσά μας. Ταΐζουμε τα σπουργίτια. Πού πας ρε παπάρα; ίδιος είναι ο καφές με στρούντελ και παράξενα πουλιά παραδίπλα που δεν τιτιβίζουν ελληνικά;
Λέμε μαλακίες σαν να είναι μια κοινή καθημερινή μέρα. Καλύτερα έτσι. Κάποια στιγμή, μετά την τρίτη γουλιά τον ρωτάω αν τα μέτρησε καλά -τα εκεί και τα εδώ- και αν τα έβαλε κάτω. Μου απαντάει με βάλαν αυτά κάτω, δεν αρκεί;
Πριν την έκτη γουλιά έρχονται οι γυναίκες με τα λάφυρά τους. Πήρα βρακιά για τον γιο σου και για σένα. Ευτυχώς οι άντρες του σπιτιού είμαστε σκληραγωγημένοι, δεκάρα δεν δίνουμε αν φοράμε CK ή KC αρκεί να είναι καλά τα λάστιχα.
Μετά την όγδοη γουλιά πηγαίνω πέντε μέτρα παραδίπλα, παίρνω τηλέφωνο την μικροβιολόγο. Not good. Παίρνω μετά τον ουρολόγο. Ογδονταπέντε, τι περιμένεις από δω και πέρα; Να το συνηθίσω. Δεν ξέρω τρόπο αλλά όλοι βρήκαν, πρέπει να βρω κι εγώ.
Δώσε ένα τσιγάρο.
Τον ρωτάω πότε θα ξαναγράψει στο μπλογκ. Ιδέα δεν έχει, λέει. Ούτε και χρόνο, ούτε και διάθεση. Τον καταλαβαίνω. Κάποτε, εφτά-οκτώ χρόνια πριν, έγραφε για τον ακέφαλο μπακαλιάρο της 25ης Μαρτίου, όπως μόνον αυτός μπορούσε να γράψει. Τι να πει τώρα; Για το ακρωτηριασμένο κάριβουρστ της Βάδης-Βυτεμβέργης; ή το στοιχειωμένο schweinshaxen της Ρηνανίας-Βεστφαλίας; Μα πού πας και μπλέκεις ρε παπάρα.
Μπαίνουμε και οι τέσσερις στο αυτοκίνητο. Μυρίζει πεπόνι με κρεμμυδίλα. Μαλάκα Ζίσκιντ. Μαλάκα Ζαν-Μπατίστ που έφαγες τα νιάτα σου με δέρματα, γάζες, μπουκαλάκια και σάρκες. Ελάτε δω να μας προσκυνήσετε.
Τον Μάρτιο του 2014 έγραψε στο μπλογκ του -για προτελευταία φορά- «πού στο σκάιπ είναι οι άνθρωποί μου;». Έλειπε δεκαπέντε μήνες, ζήτημα να μιλήσαμε στο σκάιπ δέκα φορές. Από γινάτι το ‘κανα. Μερικές φορές η ωριμότητα είναι επώδυνη διαδικασία. Που καταλήγει σε φιάσκο, κι ας είναι αριστουργηματικό το γκρι καμουφλάζ.
Δώσε ένα τσιγάρο. Εντάξει, ας είναι το όγδοο, θα σου πάρω άλλο πακέτο.
Αύριο θα πάνε στη θάλασσα, λέει. Κι ας βρέχει. Πρόλαβε και βούτηξε ήδη δυο φορές ο μπαγάσας, να τριτώσει, one for the road που λέει κι ο ποιητής. Όλα τα ξέρουν πια, όλα τα ζήσαν αυτοί οι ποιητάρχες;
Δεν είναι τίτλος αυτός για ποστ. So-fuckin’-what? Κολαούζο στις λέξεις μας θα βάλουμε;
Mούζικα. Παπάρα, ε παπάρα.
…………………………………………..
Τουλούμπες έφερε τουλάχιστον ή περιμένει τον Αγιο Βασίλη;
Απορία έχω μη μαλώνετε και οι δυο σας, αν και ο Κοπ, ούτε να γράψει ούτε να βρίσει θα θέλει, ελπίζω τουλάχιστο.
θα του ανεβάσω εγώ, όταν -αν- πάω πάνω
ποτέ δεν μαλώσαμε, συνήθως τον μαλώνω κι εκείνος συνεχίζει χαμογελαστός να κάνει τα δικά του