Μπαλκόνι, δυόμιση, ξημερώματα, Τρίτη. Υπάρχουν κάποιοι που διατείνονται πως «ξημερώματα» πριν τις τέσσερις, άντε πέντε το πρωί, δεν υπάρχουν. Προφανώς τα ξημερώματά μας δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ. Ίσως -σκέφτομαι- σε κανένα δωμάτιο ή προθάλαμο νοσοκομείου αλλά εκεί δεν έχει ώρες, όλα είναι ένα. Η μέρα είναι νύχτα και ανάποδα.
Παράτησα το βιβλίο που διάβαζα, το βαρέθηκα πριν καν αποφασίσω να ψάξω σελιδοδείκτη, ακουμπάω στο κάγκελο το χέρι μου, σε λίγο γέρνω και το κεφάλι, κοιτάζω στην ευθεία του κάγκελου, μέχρι εκεί που πάει το μάτι μου και προσπαθώ να χαθώ. Δεν είναι δύσκολο, η μυωπία είναι ενισχυτική του άγνωστου, μόνο γκρίζους και μαύρους όγκους βλέπω μέσα στο σκοτάδι. Οι τέντες είναι ανεβασμένες, ένα αεράκι κουνάει ο,τι απέμεινε πάνω στο κεφάλι μου, σε λίγο γίνεται πιο δυνατό, κοροϊδεύομαι ότι το μπαλκόνι σήκωσε άγκυρα και ξεκίνησε, ευτυχώς δεν ζω -όχι ακόμη- δίπλα σε καμιά χωματερή, να ακούσω και πεντέξι γλάρους να πετάνε παραδίπλα και να τρέχω μετά για Xanax.
Αν -μια στο δισεκατομμύριο- είναι καράβι, το υπόλοιπο πλήρωμα κοιμάται. Πρέπει να μείνω ξύπνιος λοιπόν και να το βγάλω στα ανοιχτά μόνος μου, αφού πρώτα ειδοποιήσω αυτόν με το αναμμένο φως στην απέναντι πλευρά του δρόμου να περιμένει λίγο, αν ξεκινήσουν ταυτόχρονα δυο τρίτοι όροφοι μπορεί να έχουμε δράματα, αν σαλπάρει και ο δεύτερος διαγώνια -βλέπω την κάφτρα του ύπαρχου να κουνιέται εκεί χαμηλά- τότε κανείς δεν θα διηγείται την ανιαρή ιστορία του Τιτανικού σε λίγα χρόνια. Κακώς οι μηχανικοί δεν σκέφτηκαν να βάλουν κόρνα στα μπαλκόνια, δε λέω για τις παλιές μπρούτζινες ναυτικές, μια φτηνή κινέζικη θα αρκούσε. Ποιος προέβλεπε τότε, θα μου πεις, ότι θα καταλήγαμε να περιφερόμαστε καλοκαιριάτικα σ’ αυτό το κατάστρωμα, πέρα δώθε, να το πλένουμε κάθε μέρα -σαν τους μούτσους του Bounty- και να αγναντεύουμε από μια γωνιά του τον ίδιο σταθερό ορίζοντα που ούτε κοντά μας έρχεται ούτε στην αγκαλιά του πάμε. Σαράντα, πενήντα, εξήντα μπαλκόνια, άλλα με μηχανές, άλλα με πανιά, ακινητοποιημένα καταμεσής δυο δρόμων. Σα να μας τέλειωσαν ξαφνικά τα καύσιμα ή να έκλεισε κάποιος τον διακόπτη του αέρα και της ανάσας μας.
Ελπίζω αύριο, μεθαύριο, να αποφασίσω να βουτήξω. Λάντζα δεν έρχεται, λιμάνι δεν πιάνουμε, ανεμόσκαλα δεν έχουμε, αν δεν έρθει το καλοκαίρι προς τα δω λέω να πάω εγώ να το βρω πριν χαθεί οριστικά το στίγμα του από το ραντάρ..
Moυ άρεσε πολύ – καλημέρα σας 🙂
τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά ;
(προσέξτε την άγκυρα, την ξαναρίχνω μέσα, τσάμπα το ανέβα-κατέβα)
Βίρα τις άγκυρες!Ή ταν ή πακιστάν!
μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι μονοκατοικίες με κήπο….
δεν παίζουμε με cruisers φίλτατε, μόνο με γκαζάδικα…
…Λίμπερτυ και τζένεραλ κάργκο.
Και είπατε κάπου πως είστε ντεφορμέ;!
και επιμένω. για να βρω πού είναι η πρύμνη έκανα μισή ώρα
Αυτές οι καλοκαιρινές ωδές στα μπαλκόνια σας πολύ μου είχαν λείψει. Με τούτο εδώ, ειδικά, που είναι μπαλκόνι-καράβι, ομολογώ πως μια γυροβολιά την έκανα, και μάλιστα πολύ ωραία.
Ελπίζω το βιβλίο που βαρεθήκατε να μην ήταν κάποιο που ξέρω…
Ελπίζω να συνεχίσετε να μας παίρνετε μαζί στις περιπλανήσεις σας ανά το καλοκαίρι (μεσιέ σελιτσάνε μην βγάλετε σπυριά, ποιητική αδεία το θέτω έτσι).
Καλημέρα σας κύριε κκμοίρη.
προσέξτε μόνο μην απομακρυνθείτε πολύ, την άλλη πλευρά του μπαλκονιού την έχει φάει το αλάτι και είναι ετοιμόρροπη..
βιβλία ανθρώπων με τους οποίους δεν βαριέμαι δεν τα βαριέμαι ποτέ,το ξέρετε δα
το “portrait of a spy” του daniel silva ήταν, άλλην ευκαιρία στα νόθα του ιαν φλέμινγκ δεν δίνω
“O Captain my Captain, our fearful trip is done. The ship has weathered every rack, the prize we sought is won. The port is near….” κλπ, θα απαγγέλλει το πλήρωμα καθώς θα προσεγγίζετε το λιμάνι του καλοκαιριού όπου θα τους έχετε οδηγήσει (αλλά μόνο μέχρι το πολύ τον επόμενο στίχο, έτσι κι αλλιώς κανείς δε θυμάται το παρακάτω κι επιπλέον δεν υπάρχει και λόγος, αφού εσείς θα στέκεστε στη Γέφυρα -τη μπαλκονόπορτα- αγέρωχος). Καλή θάλασσα εύχομαι! 🙂
το πλήρωμα σ’ αυτό το καράβι απαγγέλει μόνο οδηγίες για το σουπερμάρκετ και αιτήσεις για αύξηση του μεροκάματου, καταραμένο καμποτάζ
ο α-γέρο-χος και η θάλασσα…ευτυχώς που ο έρνεστ πέθανε νωρίς ))
Καλά, κι ο Γουόλτ είχε πεθάνει πολύ νωρίτερα. Δεν είναι λόγος αυτός να καθόμαστε να μας τσακίζει τη διάθεση ένα ο, καπετάνιοι αθρώποι… 😀
ευτυχώς που όταν όλες οι συγκυρίες δεν σου επιτρέπουν ένα αληθινό ταξίδι και που το καλοκαίρι περνά δίχως να πλησιάσει στο ελάχιστο την πιο μικρή και ταπεινή σου προσδοκία, ευτυχώς που τότε υπάρχουν ακόμη λέξεις που μετατρέπουν το σπίτι σου σε καράβι και σε βγάζουν στο πέλαγος
να είστε καλά
κι εσείς. μακριά απο μπαλκόνια που παριστάνουν κάτι μεγαλύτερο από αυτό που είναι
«Του ναύτη δως του στη στεριά κρεβάτι και να πιει».
με τέτοια κρίση γυναίκες δεν παίζουν, ε ;
Σταβέντο μπαλκόνι, καλό μπάρκο.
Τις ξέρες να προσέχεις μόνο και στις γοργόνες να δίνεις σωστές απαντήσεις.
μόνο αυτό μου έλειπε, ν’ανοίγω κουβέντες με μεταλλαγμένες
Τα σαλπάροντα μπαλκόνια by KKM !!!!!!
για τα σίδερα είμαι, όχι για τα κάγκελα…
Ο πατέρας μου (Α’ μηχανικός σε εμπορικά) συνήθιζε να λέει “έπεσα στον κάβο της συλλογής”… ήταν οι φορές που φιλοσοφούσε για το τι είναι η ζωή, πού πάμε, και άλλα τέτοια υπαρξιακά. Αυτό μου θυμίσατε.
Καλημέρα ναύτη 🙂
είστε ευγενέστατη με έναν Γ’ θερμαστή λέξεων
Riski, αν ήταν σαν κ μένα οι καπεταναίοι οι θάλασσες θα ήταν πιο έρημες κι από αντιπροσωπεία αυτοκινήτων
Τι ωραίο. Καλοτάξιδο.:)
ναι,μόνο αυτό μου έλειπε, να σαλπάρει και να ‘χω να πληρώνω και ΝΑΤ και πετρέλαια εκτός απο κοινόχρηστα..
Πανέμορφο κείμενο.
I’d never thought I would meet Jo Black on my balcony ))
να ‘στε καλά, αν και κοψοχολιάστηκα με τέτοιαν υπογραφή
shume bukur shkruan ti atje tek ballkoni… mire se te gjeta…
(ωραία γράφεις, όσο για τα παραπάνω, τίποτα, στα αλβανικά σου γράφω κάτι)
το ballkoni το ΄πιασα πάντως. σε καλό δρόμο είμαι;
ευχαριστώ κ εσάς
καλά πας αμε…
shume bukur = πολυ ωραια
shkruan ti = γραφεις εσυ
atje tek ballkoni = εκει στο μπαλκονι
mire se te gjeta = ωραια που σε βρηκα …
αυτό το “αμέ” μου θύμησε ωραίες παλιές εποχές..να ‘στε καλά κι εσείς και τα καλά σας λόγια
Αν κάποιος “γράφει” σ’ αυτή τη μπλογκόσφαιρα είστε εσείς.
Ειλικρινά, respect 🙂
Λένα, είστε ευγενέστατη αλλά μου θυμίσατε κάτι που είχα γράψει -για άσχετο/σχετικό λόγο- παλιά : “ο,τι γράφει , ωραιότατα ξεγράφει κιόλας, ξηγημένα πράγματα”