
Τέσσερα βράδια φέτος, το πέμπτο θα κοιμηθούμε σπίτι.
Της είπε.
Είχε βάλει κάτω βενζίνες, διόδια, δωμάτιο, ταβέρνες, ένα κομάτι πίτσα στο χέρι, ένα ποτό το βράδυ, μάλλον μπίρα, σίγουρα μπίρα, ούτε οι βάρκες ούτε τα πανιά βγήκαν ίσα αλλά για να μη πονέσει κι άλλο το στομάχι του αποφάσισε πως το ναυπηγείο έφταιγε, αυτοί θα ξεκινούσαν κι αν ο γιαλός έβγαινε στραβός θα γύριζαν μια μέρα νωρίτερα. Για όλα υπάρχει λύση εφόσον υπάρχει δρόμος. Σε καράβι δεν θα ‘μπαιναν γιατί τα βαπόρια και τα λιμάνια είναι φυγόπονα, η άσφαλτος δεν σταματάει λεπτό τα δρομολόγια.
Τι θα προλάβουμε να κάνουμε τέσσερις μέρες; ώσπου να βγάλω ρούχα και πετσέτες απ’ τη βαλίτσα θα πρέπει να τα ξαναπακετάρω.
Δεν το είπε με παράπονο. Με κούραση το είπε. Και μόνο στη σκέψη του βάλε-βγάλε-βάλε ο ιδρώτας στο μέτωπο και στη γραμμή ανάμεσα στα στήθη της αυθαδίαζε. Ούτε δυο ώρες δεν έχω που βγήκα απ’ το μπάνιο, σκέφτηκε, ξανά μανά αφρόλουτρα, ενυδατικές και νερά. Δεν τον μπορούσε τον ιδρώτα όμως, ούτε τον δικό της, ούτε -ακόμη χειρότερα- τον δικό του. Μετά από δεκαεφτά χρόνια καλύτερα να της έλεγες να αγγίξει βάτραχο παρά το ιδρωμένο δέρμα του. Τα ίδια σκεφτόταν κι αυτός, μόνο που αντί για βάτραχο όταν την έβλεπε ιδρωμένη σκεφτόταν σαλίγκαρο. Ιδρώτες δηλητήριο…
Τι θέλεις να σου κάνω εγώ; απάντησε. Και το πεντακοσάρικο που θα ξοδέψουμε πολυτέλεια είναι, η άλλη ξεκινάει φροντιστήρια τον Αύγουστο. Μακάρι να είχαμε θάλασσα στα πόδια μας να σε πηγαίνω μέρα παρά μέρα, να μη βάζεις και βγάζεις ρούχα και πετσέτες στην τσάντα αφού σ’ ενοχλεί τόσο.
Τα είπε αυτά σκαλίζοντας αφηρημένα το πορτοφόλι του, τι έψαχνε άγνωστο, το περιεχόμενο γνωστό, μερικές αποδείξεις, λίγα κέρματα, ένα εικοσάρικο, δυο πιστωτικές, ταυτότητα, μια εικόνα της Παναγίας της Σαλαμιώτισσας. Και δυο κάρτες από γιατρούς, απ’ αυτές που κάνεις συλλογή όταν περνάς τα σαρανταπέντε.
Άκου με, δεν είναι το ίδιο και το ξέρεις. Να φύγω θέλω, να μη βλέπω αυτά τα ντουβάρια, αυτό το μπαλκόνι, αυτές τις γλάστρες, αυτά τα κάδρα, αυτό το κρεβάτι, αυτούς τους καναπέδες, αυτές τις κουρτίνες. Να φύγω και να ξημερωθώ όπου να ‘ναι, αρκεί να μη ξαναγυρίζω εδώ τα βράδια, κοιμάμαι και το ταβάνι είναι μια σπιθαμή από τη μύτη μου, ανάσα δεν μπορώ να πάρω, το σπίτι μίκρυνε, οι τοίχοι του κουνιούνται, πλησιάζουν ο ένας στον άλλον, στο τέλος θα γίνουν ένα, δεν θέλω να είμαι μέσα εκείνη την ώρα, δεν το καταλαβαίνεις εσύ αυτό;
Το καταλάβαινε. Κινούμενους τοίχους όμως δεν μπορείς να σταματήσεις με ένα μισθό, κι αυτόν ανάπηρο. Τι να βάλεις ανάμεσά τους για να μη σε λιώσουν; εδώ μέσα ούτε γνωστοί και φίλοι ερχόντουσαν πια, να βάλουν κόντρα με τις πλάτες τους, με τα γέλια τους, με τις κουβέντες τους, να αργήσει λίγο το τέλος. Έχουν κι αυτοί να παλέψουν με τα δικά τους ντουβάρια, με τα δικά τους ταβάνια, με τα δικά τους πεντακοσάρικα που δεν βγαίνουν πέντε νύχτες όποια αριθμητική πράξη και να κάνεις. Τέτοια μαθηματικά με νύχτες ποτέ δεν μας διδάξαν στο σχολείο. Με ύλη που δεν διδάχτηκε, τα καλοκαίρια από δω και πέρα θα παραμείνουν άλυτα. Με ιδρώτα που μυρίζει σπιτίλα και ξεθυμασμένη φτηνή μπίρα…
————————–
art : Αlyssa Monks