Haunted Jukebox

33553404

O παππούς είχε μαγαζί με «Κυνηγετικά είδη» κοντά στα τούρκικα, στη διασταύρωση ενός πλακόστρωτου δρόμου που πήγαινε ανατολικά και ενός μικρού τυφλού στενού που δεν πήγαινε πουθενά και ήταν γεμάτος με μικρομάγαζα τούρκων που πούλαγαν παντόφλες, κιλίμια, καφέδες, βαφτιστικά και κοστουμάκια για το σουνέτ. Δεν είχαμε και δεν έχουμε άλλο όνομα γι αυτούς με τους οποίους μοιραζόμασταν και μοιραζόμαστε ως σήμερα την πόλη και την καθημερινότητά μας, δεν έχει νόημα να αναζητάς διπλωματία στις εκφράσεις όταν έχεις μεγαλώσει θεωρώντας κάποια πράγματα αυτονόητα, μέρος του βίου σου και όχι ρετάλι έντυπου αθηναϊκού φολκλόρ.

Ο παππούς πουλούσε δίκαννα, μονόκαννα, φλόμπερ, φυσίγγια και αξεσουάρ. Ό,τι μα ο,τι χρειαζόταν κυνηγός για να αρματωθεί και να ξαμοληθεί για μπεκάτσες, πέρδικες, λαγούς και φάσες,   θα το ‘βρισκες μέσα στα μεγαλύτερα δεκαπέντε τετραγωνικά του σύμπαντος, εκεί που περνούσε τις μέρες του. Καθισμένος πίσω από έναν χαμηλό πάγκο, γεμάτο με κουτιά από σκάγια -αριθμημένα, απ΄τα πιο ψιλά ως τα τούντσια- που γεμίζαν φυσίγγια που σφραγιζόντουσαν, μαρκαριζόντουσαν και μπαίναν στο κουτί τους με έναν τρόπο που κατάφερα να τελειοποιήσω από τα εννιά μου και μ’ έκανε να νιώθω σπουδαίος. Πήγαινα μόνο τα Σάββατα, μόνο μετά το σχολείο, εκείνες τις εποχές ήταν άλλης κατασκευής τα Σάββατα. Και στις διακοπές που όλα ήταν ευκολότερα αφιέρωνα λίγο παραπάνω χρόνο, λίγο, μια-δυο ώρες, ώσπου να πέσει το χαρτζιλίκι και να πάω να το κάνω Μίκυ, Σούπερ Σεραφίνο, γνώση. Κάτι σαν αυτοπεποίθηση με κυρίευε όχι γιατί συνδυαζόταν με χαρτζιλίκι αλλά γιατί (τώρα που το ξανασκέφτομαι) μόνο μικρός ινδός φακίρης θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο μέσα σε μια τρύπα που εκτός απ΄ τον παππού -κι εμένα, τις μέρες που δεν βαριόμουν να φτιάχνω πυρομαχικά- φιλοξενούσε σε τρεις καρέκλες κολημμένες στον τοίχο απέναντι απ΄τον πάγκο (μια σπιθαμή, ούτε καν, μισή σπιθαμή μακριά) τουλάχιστον άλλους τέσσερις μόνιμους θαμώνες-πελάτες, που διηγιόταν ο ένας στον άλλον τις Benelli και τις Saint Etienne ιστορίες τους και τα θαυμαστά τους κατορθώματα τις Κυριακές. Τότε κατάλαβα πως οι κυνηγοί είχαν τη δική τους θρησκεία, αφού την ώρα που ο υπόλοιπος κόσμος έτρεχε στις εκκλησίες και στα αντίδωρα, αυτοί τρέχαν στα μπαΐρια, στα μπαντάκια και σε βουνά που δεν ήξερα και δεν έμαθα ποτέ να προφέρω το όνομά τους.

Εκεί γύρω στα έντεκα, δώδεκα, στα τελειώματα του δημοτικού τέλος πάντων, αποφάσισα να μην επενδύσω σε περισσότερη γνώση και εμπειρία. Είχα, άλλωστε, καταρρίψει αμέτρητες φορές το ατομικό ρεκόρ εξυπηρέτησης πελατών, ετοιμάζοντας ως και δυο εικοσπεντάδες φυσίγγια (ένα προς ένα) σε λιγότερο από ένα τέταρτο. Καλό μαστοράκι ήμουν,  έτσι λέγαν οι αραδιασμένοι στις καρέκλες απέναντι, οι κριτές της καπατσοσύνης μου. Κάλυκας (πράσινοι, κόκκινοι, μαύροι, μπορούσες να σκοτώσεις έγχρωμα, το συνειδητοποίησα αργότερα αυτό), σέσουλα με σκάγια απ΄το σωστό ντενεκεδάκι, τάπωμα (χαρτί αλλά και μάλλινες, μερακλίδικες), πρέσα, πακετάρισμα, έτοιμος. Μια περηφάνια στα μάτια του -συνονόματου- παππού την διέκρινα, μα δυστυχώς έμεινε λειψή. Ποτέ δεν κράτησα καραμπίνα στα χέρια, ποτέ δεν πήγα κυνήγι, ποτέ δεν σημάδεψα ζωντανό. Ένα φλομπεράκι που σχεδόν καταναγκαστικά μου είχε δώσει για να αντρωθώ, πήγε στράφι. Το δάνειζα κρυφά σε επίμονα και τολμηρά γειτονόπουλα για να βαράνε τσίχλες και σπούργιτες, αποδεχόμενος –εξ ανάγκης- την ηθική αυτουργία της εξολόθρευσης των πτηνών της γειτονιάς. Βέβαια κι αυτά τον ατέλειωτο είχαν και ανακουφίστηκα κάπως όταν κατάλαβα πως για κάθε σπουργιτάκι που σκοτώνεις υπάρχουν άλλα δέκα που περιμένουν τη σειρά τους, όταν είσαι δώδεκα, δεκατρία, φτιάχνεις άλλοθι πιο γρήγορα κι από φυσίγγια.

Κάποια μέρα, στη εφηβεία πια εγώ, αποφασίσαν να κάνουν το πλακόστρωτο άσφαλτο για να βγαίνεις χωρίς αναταράξεις απ’ την πόλη, πηγαίνοντας ανατολικά. Σα να μην έφτανε αυτό, όλο το τετράγωνο που είχε μέσα του και την τρύπα του παππού θα γκρεμιζόταν για να γίνει μια μεγάλη, πολύ μεγάλη οικοδομή. Ξεκίναγε με λύσσα, και λίγη καθυστέρηση στα μέρη μας, εκείνη η θλιβερή  εποχή της αντιπαροχής που κατάπιε πολλά γκρεμούλια και μαζί τους, δεν γινόταν αλλιώς, και τα πίσω χρόνια μας. Η κατεδάφιση έχωσε και ανθρώπους μέσα στα χαλάσματα, δεν νοσταλγώ συνοικίες το όνειρο, απλά θυμάμαι κάποιους -με ονοματεπώνυμα- που μαράζωσαν με το που εμφανίστηκαν οι μπουλντόζες.

Ο παππούς βρήκε άλλη μια τρύπα, μικρότερη από την προηγούμενη, στο τυφλό στενό από πίσω, είκοσι βήματα παραδίπλα. Κανείς δεν ασχολήθηκε μ’ αυτό το στενάκι, ευτυχώς (τότε, δέκα χρόνια μετά ήρθε και η σειρά του). Μετέφερε όλη την πραμάτεια του εκεί -αν και οι glory days είχαν παρέλθει, ανοίξαν στο μεταξύ άλλα δυο «Κυνηγετικά είδη» φουλ εξτρά και λουσάτα-  κι έμεινε πίσω από τον πάγκο μέχρι τη μέρα που τον πήγα (εγώ, μόνος μου εγώ, δεν ήθελα κανέναν άλλον μαζί) πρώτα στον γιατρό, μετά στον ακτινολόγο και μετά στο σπίτι. Tο επόμενο πρωί ο πατέρας μου πήγε κι έβαλε πινακίδα «Kλειστόν» στο μαγαζάκι. Αυτά γίναν Ιούνιο. Τον Αύγουστο τον κηδέψαμε. Εκείνος 78, εγώ 18.

Οι γιατροί είπαν «καρκίνος στα πνευμόνια», η κόρη του είπε «μα δεν έβαλε ποτέ τσιγάρο στο στόμα», ο γαμπρός του αποφάνθηκε «ναι, αλλά όποιος έμπαινε εκεί άδειαζε μισό πακέτο τσιγάρα στην καθησιά», η γιαγιά είπε «τα σκάγια φταίνε, όλο το μπαρούτι μέσα του μπήκε, τριαντατόσα χρόνια» και η ετυμηγορία ήταν very much dead.

Σήμερα το στενό είναι κουλέρ λοκάλ πεζόδρομος,  οι accidental tourists χαζεύουν ψευτοεντυπωσιασμένοι απ’ την τάχα μου οριεντάλ γραφικότητα. Οι τούρκοι πουλάνε τα ίδια, παντόφλες, κιλίμια, καφέδες, βαφτιστικά και κοστουμάκια για το σουνέτ. Το τελευταίο μαγαζάκι του παππού -κι όμως, υπάρχει ακόμη- πουλάει βότανα, τσάγια, μπαχάρια, πάουερ φουντ. Το λες και ειρωνεία.

Επίσης, στο πατάρι έχω φυλαγμένο το Saint Etienne που μου άφησε. Όταν θυμάμαι το βγάζω, χαζεύω και χαϊδεύω τα συγκλονιστικά του σκαλίσματα, το γυαλίζω, το ξαναβάζω στη θήκη. Ούτε μια φορά, έστω προς τιμήν  ή εις μνήμην  έριξε. Αυτό δεν ξέρω πως το λες.

 

…..

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s