Την δέκατη όγδοη συνεχόμενη ημέρα που ξανάκουσε από το (ωραία βαμμένο) στόμα της «θα σπάσει το κεφάλι μου μωρό μου», αφού είχαν προηγηθεί εικοσιτρείς σερί ημέρες «έχω ακόμη περίοδο καρδιά μου», συνειδητοποίησε ότι ο πόθος του γι αυτήν είχε πλέον αυτοκτονήσει πάρα πολύ σιωπηλά. Κλείστηκε, λοιπόν, στο δωμάτιό του με τα δυο ντιβιντί του Τρίερ, άνοιξε παρένθεση και δεν έβγαλε το πρώτο παρά μόνο μετά από εκατοντριανταδύο επαναλήψεις (χωρίς καμιά διακοπή, ούτε καν μισό pause) για να ακολουθήσουν εκατονεξηνταοκτώ προβολές -επίσης αδιάκοπα- του δεύτερου. Στο τέλος έβαλε να παίξουν το ένα μετά το άλλο και πάτησε το stop.
Όταν κάποια στιγμή έκλεισε η παρένθεση, ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε (αγνώριστο φάντασμα, φοβιστική σκιά του χειρότερου εαυτού του), εκείνη δεν τόλμησε να τον ρωτήσει πώς ήταν δυνατόν να έχει αντέξει χωρίς τροφή, ύπνο και νερό, χωρίς να απαλλαχθεί από το βάρος των σωματικών του εκκρίσεων, υγρών και στερεών, εικοσιπέντε ολόκληρα μερόνυχτα. Λέξη δεν είπε. Είχε, άλλωστε, λερωμένη (αν και μοσχομυριστή) τη φωλιά ανάμεσα στα πόδια της.
♫