Στον πλακόστρωτο δρόμο ανεβαίνοντας για την τράπεζα. Αριστερά, ψηλά, κοντά στο τέλος. Μια χαμηλοτάβανη τρύπα ήταν, όχι πάνω από δέκα τετραγωνικά, άλλωστε όλα παλιούρια ήταν τότε εκεί πάνω. Ωραία παλιούρια όμως, σήμερα τα κάναν όλα σαν τα μούτρα τους. Μέσα ένας φτηνιάρικος πάγκος για τα μηχανήματα, δέκα ράφια για τα δισκάκια, άλλα δυο για τις κασέτες, Scotch, TDK, BASF, μερικές γραμμένες της ΕΜΙ-Columbia, τέτοια. Τέσσερα άτομα χωρούσαν δεν χωρούσαν. Αν ερχόταν πέμπτος περίμενε έξω μέχρι να τελειώσει η Θεία Λειτουργία.
We’ve got to get in to get out..
Τον ραδιοενισχυτή τον αγάπησα παράφορα, at first sight, ένας Marantz 4230, εκείνος που ήταν ντυμένος με ξύλο, όχι ο γυμνός. Ποτέ μα ποτέ δεν θα μπορούσες να ξεχάσεις την γραμματοσειρά στη βιτρίνα του. Τόσην αβάσταχτη καλλιγραφία στο Model, τέτοιαν ομορφιά στα selector, dimension, phones, δεν ξανάδα. Ούτε τόσο ζεστό μπλε, σαν αυτό που έβγαινε από μέσα του τα απογεύματα του χειμώνα που σκοτείνιαζε νωρίς και ξέκλεβα δέκα λεπτά απ’ το φροντιστήριο για να εκκλησιαστώ. Ήμουν σίγουρος πως κι ο Ευκλείδης κι ο Καραθεοδωρή(ς) αν αντίκριζαν εκείνο το μπλε θα μου δίναν άφεση αμαρτιών για τις απιστίες μου.
Δυο πικάπ είχε δεξιά κι αριστερά του, όπως στις αγιογραφίες, αλλά σ΄εκείνες δεν βάζαν τέτοια, βάζαν αγγελάκια πάνω απ΄την Παναγία, κακώς, κάκιστα. Ένα ασχημόπαπο Garrard 25ρι (μαζί με την τσαγιέρα και την ομπρέλα το ΄βρισκες σε κάθε εγγλέζικο σπίτι) κι ένα Philips 408, ξυλί. Κούκλα. Τα νούμερα δεν τα ξεχνώ, κρατούσα σημειώσεις πάνω στο βιβλίο των Μαθηματικών, ακόμη το έχω. Τόσες σημειώσεις για πικάπ, ενισχυτές, κεφαλές και ηχεία, σε κανένα τέτοιο δεν θα βρεις, πουθενά στο σύμπαν. Μετά από κάμποσα χρόνια με έπιασα να αναρωτιέμαι αν ο Marantz είχε δυο εξόδους phono αλλά ήταν ιερόσυλη τέτοια σκέψη και την ράντισα με αγιασμό. Ξεμπέρδεψα μαζί της.
Κεφαλές Stanton και στα δυο, όμως δεν έφτανε το περιθώριο της σελίδας στο βιβλίο, ξεψυχούσε και το bic, το 68 το ξεχωρίζω, δεν είμαι σίγουρος αν ήταν 680 ή 681 και πόσα Ε σέρναν ξοπίσω τους.
Τα ηχεία του καμάρωνε ότι ήταν ιδιοκατασκευή. Της μόδας τότε το do it yourself kit. Γλίτωνες μερικά χιλιάρικα και τραβιόσουν με καπλαμάδες, νοβοπάν, καρυδιές, θαρρείς και ήσουν μαραγκός. Στράφι η μαγεία. Δεν μ’ αρέσανε ποτέ, όχι πως ο ήχος που βγάζαν είχε κάτι που μ΄ενοχλούσε στα -απροπόνητα, ένεκα εφηβείας- αυτιά μου αλλά να, ή είσαι όμορφος απ’ τη γέννα σου ή δεν είσαι. Αυτά δεν ήταν. Δυο ξυλοκούτια, ένα λερί πανί μπροστά, τόσο διάφανο όμως που φαινόταν το woofer που έχασκε, σα στόμα έτοιμο να σε ρουφήξει αν ξεχνιόσουν κι έλεγες «τα χάλια τους έχουν». Ποτέ δεν το είπα. Γιατί αντί να κοιτάζω αυτά χάζευα στο πιο ψηλό ράφι, κοντά στο ταβάνι, ένα ζευγάρι Wharfedale Denton, που ήταν τα «καλά», για πούλημα. Μικρά αλλά και η Νάταλι Γουντ μια σπιθαμή ήταν. Κάποια στιγμή τον ρώτησα πόσο κάνουν, νούμερο δεν θυμάμαι, το διέγραψα απ΄τη μνήμη, μάλλον θα πληγώθηκα ανεπανόρθωτα. Το W όμως έμεινε αξέχαστο.
Μ’ αυτά τα ονόματα μεγάλωσα, δεν ντρέπομαι να το πω. Περισσότερα ήξερα τότε για ένα Linn Sondek παρά για τον Μαρκ Τουέν. Ας με ρώταγες για έναν Harman Kardon, παρά για τον Παπαδιαμάντη. Τις διαφορές ανάμεσα σε ένα Celestion κι ένα KLH τις ήξερα απ΄έξω κι ανακατωτά, τη σχέση μεταξύ Καριωτάκη και Πολυδούρη όχι. Δικαίως. Σ΄εκείνη την τρύπα, με αυτά ενηλικιώθηκα. Έμαθα, άκουσα, ανατρίχιασα.
Δισκάκι όμως δεν πήρα ποτέ από κει, κανένα. Γιατί, ξέχασα να σου πω, πικάπ στο σπίτι δεν υπήρχε. Ένα Sanyo κασσετοφωνάκι μόνο -που το τάιζα κασέτες που μου έγραφε σ’ ένα ξαπλωτό National Panasonic RS269, έτσι λέει το σκονάκι μου- κόντρα στα θεριά εκεί έξω. Σιγά τα θεριά, θα πεις. Ναι, αλλά αυτό άργησα λίγο ακόμη να το μάθω, μέχρι που μπήκε στο σπίτι το Thorens. Ο Yamaha. Το Νakamichi. Και τα B&W. Είδες; Πέρασαν τόσα χρόνια αλλά W μπήκε στο σπίτι, έστω και με συντροφιά.
Και η μουσική; πού είναι η μουσική;
Α, η μουσική δεν σταμάτησε στιγμή να με εκδικείται. M’έλιωσε, με τσάκισε. Όσες φορές και να ‘παιξε το Carpet crawler με μένα χυμένο στο χαλί, σφιχταγκαλιασμένο μ’ ένα ποτήρι, με μάτι θολό και φώτα κατεβασμένα, ούτε μισή φορά ακούστηκε η κιθάρα του Hackett τόσο παραπονεμένη όπως στο γκρεμούλι, ούτε μια φορά η φωνή του Gabriel είπε τόσο καθαρά There‘s no hiding in my memory , There‘s no room to avoid όπως τότε.
.
Δεν μ’ ενημερώσατε ότι είχαμε ευχέλαιο σήμερα και με βάλατε να τρέχω,με την τσίμπλα στο μάτι,να βρίσκω καρβουνάκια και λιβάνια.Έκανα μια σεμνή τελετή στο σαλόνι,υπέρ υγείας του Thorens και των KLH και υπέρ αναπαύσεως του Marantz.Ναι,η ζωή είναι σκληρή,έχει απώλειες.Και γίνεται και kinky,αφού η τυχαία επιλογή,υπό τα σαστισμένα βλέμματα της οικογένειας-πρωί πρωί-ήταν το Epitaph των Crimpson.Ανέφερα και τ’ όνομά σας,ως συγγενή εξ αγχιστείας αφού βρεθήκαμε κηδεμόνες ομοθαλών αδελφών.Ποτέ δεν ήμουν connoisseur-ειρήσθω εν παρόδω,αυτό ήταν το πικάπ του ΝΞ για κάποια εποχή-του είδους αλλά είχα τον ΝΞ,σε ρόλο Ησιόδου,να εξηγεί τις διαφορές κεραμεικής και διαμαντένιας ακίδας (πως τα κατάφερνε και ασχολούνταν με τόσα πράματα αυτό το παιδί;).Αυτό όμως δεν μ’ εμπόδισε να συνοδοιπορώ με διάφορες σέχτες: http://www.aca.gr/
Βοήθειά σας.
ΥΓ.Διαπράξατε έγκλημα καθοσιώσεως , όπως το θεωρούσε ο ίδιος , κολλώντας ένα τελικό ς στην ονομαστική του επιθέτου του Καραθεοδωρή.
το μόνο που μπόρεσα να κάνω είναι να εγκλωβίσω το ς σε παρένθεση.εγκλημάτησα, ομολογώ.
για όλα τα άλλα θα επανέλθω, εξ αγχιστείας συγγενή μου.αφού τα ξαναδιαβάσω πεντέξη φορές.ανατρίχιασα όμορφα
μ’ αρέσουν -λοιπόν- αυτές οι σεμνές, συνωμοτικές τελετές των γεννημένων πέριξ του 1960. αυτοί μπορούν να θυμηθούν πώς μύριζε το ξύλινο σασί ενός Connoisseur ή η ζέστη που έβγαινε απ΄τις γρίλιες ενός Harman Kardon.
έψαχνα ώρες, μήνες, χρόνια ατέλειωτα στις ειδικές εκδόσεις του Ήχου, φτιάχνοντας -με το πτωχό μου το μυαλό και την ακόμη πτωχότερη τσέπη- ένα σωρό φανταστικούς συνδυασμούς. σύγκρινα, απέρριπτα, υπολόγιζα, μετρούσα, θαύμαζα. κυρίως θαύμαζα. αλλά κάποια στιγμή αποφάσισα πως θα μπορούσα να ταξιδέψω και με μικρότερο αυτοκίνητο, το θέμα ήταν να πάω στη μουσική. σύμφωνοι, αλλιώς πας με μια Koetsu, αλλιώς με μια Pickering της σειράς. το θέμα είναι όμως να πας.
δεν ξέρω καν αν έφτασα
βοήθειά μας
Τι μου θύμησες! Εκείνα τα μπλε φωτάκια, τον Πειρατικό μας Σταθμό με εμβέλεια τρεις γειτονιές το πολύ, τις αμέτρητες αφιερώσεις, τις εγγραφές από κασέτα σε κασέτα//ο αδερφός μου αμετανόητος dj, έχει στην αποθηκούλα εκατοντάδες βινύλια, κάποιοι δίσκοι παίζουν ακόμη σε πείσμα των εποχών…Θαρρώ δεν ερωτεύτηκε ποτέ κοπέλα τόσο πολύ όσο “την” ΜΚ2, oh well
γι αυτό δεν γράφουμε; μπας και βρούμε κατι να ξαναερωτευτούμε
Ρε όποιος δεν έφαγε τα νειάτα του ψάχνοντας το 3-πλο live των Yes (σε βινύλιο – φυσικά), δεν ξέρει τι θα πει αγαπώ τη μουσική ρε!
ΥΓ: Το The Lamb Lies Down on Broadway το είχα σε 90άρα κασέτα που μου είχε γράψει φίλος. Ακόμα σε κασέτα το έχω, αν και έχω χρόνια να το ακούσω. Θωρώ πως ήταν το πρώτο album των Genesis που είχα, καθώς κάτι Nursery crime και κάτι Selling England by the pound ήρθαν πολύ αργότερα. Και το Invisible touch, παρότι το είχα από πιο πριν, ήταν δώρο συμμαθητή σε πάρτυ και δεν το αναγνωρίζω. 😉
“Κόλλησα”; Αν κόλλησα λέει…
πες τα, πες τα…κι ώσπου ν’ακούσεις -και να αποσβέσεις- το τριπλό των Yes, έβγαινε και το διπλό των Emerson, Lake & Palmer. έτσι καταστραφήκαμε κι άσε τον πάγκαλο να λέει
“Θωρώ” = “Θεωρώ” φυσικά.
Όσο διαβάζω , ρίχνω περιπαθείς ματιές στον Harman Kardon μου …
(Τα KLH τα πούλησα , το Τhorens το έχω ακόμη )
τυχερός HK 🙂