Όλες οι συναλλαγές πάνω από 70 ευρώ θα γίνονται με κάρτα στα νησιά, είπε.
Αλλά σε νησιά με πληθυσμό πάνω από 3.000 άτομα, συμπλήρωσε.
Και πήγε η καρδιά των αγονογραμμητών στη θέση τους. Χωρίς τσαλακωμένα τάληρα και φραγκοδίευρα στο πορτοφολάκι (ντρέπομαι να πω κατοστάρικα και πεντακοσάρικα, μη τυχόν και δεν καταλάβει κανείς ότι μιλάω για δραχμές), όλη η «αφήγηση» καταρρέει. Eξαϋλώνεται η μαγεία -πικρή, δεν αντιλέγω- του αποχωρισμού με το νησί, να βλέπεις τα εικοσάρικα, τα δεκάρικα, τα κέρματα να λιγοστεύουν μετρώντας αντίστροφα μέρες ως τα τελευταία απρόθυμα βήματα στην προβλήτα, αυτό το βασανιστικό δικό μας green mile. Ενώ με το πλαστικό «πληρώνω», το θέρος -έστω και ως ψέμα, ως αυταπάτη- παρατείνεται. Χωρίς άδεια τσέπη, βασανιστικά αφαιμαγμένη, δεν έχει γεμάτο βιβλίο όμως.
Το ‘χω βάσανο κρυφό, εξομολογημένο τώρα πλέον, που δεν μπορώ να σκαρώσω ούτε μισήν ιστορία για λίγες νύχτες σε ένα νησί σαν αυτά τα ερημονήσια που όλοι ξέρουν να περιγράφουν, καλύτερα κι από το πετσί τους. Όχι σε μια σελίδα, σε εκατό, σε διακόσιες. Όλα τα χωράνε μέσα. Τις μέρες, τις νύχτες, τους λιγοστούς ανθρώπους του, τους φασαριόζους (με το άλλοθι των νιάτων τους) εισβολείς, την άμμο, τα βότσαλα, τα μεθύσια, τους έρωτες, τα σπέρματα πάνω σε ιδρωμένους υπνόσακους, τη γύμνια, τις ζήλειες, τους καφέδες με τσιμπλιασμένα μάτια, τα νοικιασμένα Hondaκια, τα σε δυο παλάμες μετρημένα -sold out, ήδη από το περασμένο θέρος- αλμυρίκια, τις καμένες πλάτες, τα φιλιά που δόθηκαν αλλά κι εκείνα που μείναν ανεπίδοτα μέσα σε σκηνάκια ή σε δωμάτια 3Χ3, το λιγοστό νερό, το άφθονο, σπάταλο μπλε, το ογκώδες φως.
Εντάξει, και τις εθιμικές φωτιές στις παραλίες. Tους μικρούς φάρους των δεκαοχτώ, είκοσι, άντε εικοσπέντε μας. Με τους ύμνους κάθε εποχής, από στόματα αγοριών που είχαν κρεμασμένα πάνω τους -στολίδια, λάφυρα- όλα τα ξέμπαρκα κορίτσια. The answer is blowing ξανά στο τίποτα στο γενικά εσύ.
Τα φέραμε από δω, τα φέραμε από κει μωρό μου, δεν κατηφορίσαμε ποτέ.
…..