Eδώ και πολύ καιρό οι μέρες μας είναι λιγόλογες, ράθυμες και φοβισμένες. Και οι νύχτες απρόθυμοι συμπαραστάτες τους. Αλλάζουν βάρδιες χωρίς ν’ αλλάζουν κουβέντα, σαν τους τσολιάδες στα γυαλισμένα μάρμαρα. Θαρρείς και φοβούνται το ποινολόγιο που καραδοκεί, αν αποπειραθεί να διηγηθεί η μια την ιστορία της στην άλλη. Δεν μιλιούνται αυτές, την πληρώνουμε εμείς. Θυμήσου από πότε έχεις να δεις στον ύπνο σου κάτι τόσο ωραίο που σε έκανε κομμάτια με το που ξύπνησες, γιατί ήταν ψεύτικο. Δεν θυμάσαι κι εσύ.
Είναι ψέμα πως η μουσική μέσα στις κασέτες αναπνέει ακόμη. Αυτές οι ψευτονοσταλγίες είναι εφευρήματα για να γεμίζουν τάχα μου πιασάρικα κειμενάκια που ζουν μια δυο μέρες σε οθόνες. Σαν αναμμένη λάμπα που μαζεύει τα μυγαράκια τριγύρω της, αυτά τα εφήμερα, σβήνει, φεύγουν, πεθαίνουν. Μια στις τόσες σκαλίζουμε τα κουτιά που είναι φυλαγμένες, θαυμάζουμε (με κάποιον ελαφρύ σαρκασμό) την καλλιγραφία -ως πρόθεση που προδόθηκε οικτρά από το αποτέλεσμα- πάνω τους, πασχίζουμε να θυμηθούμε ποιος μας τις χάρισε, σε ποιόν «ξεχάσαμε» να τις επιστρέψουμε ή για ποιόν ανομολόγητο έρωτα τις προορίζαμε (αυτά τα κρυφά νοήματα στην Side1 και οι υπαινιγμοί στις Side2, αυτά μας έφαγαν), τις πάμε μπρος-πίσω ψάχνοντας το τραγούδι της ζωής μας (κάθε βδομάδα, κάθε κασέτα και διαφορετικό, τι ωραίο να ξέρεις πως έζησες τόσες ζωές), τις ξανακολλάμε εκεί που ήταν μασημένες μπας και σώσουμε τι; Αλήθεια δεν ξέρω. Το TEAC, εξάλλου, έγινε αραχνοφωλιά. Μόνο ο Ziggy Stardust λείπει από κει μέσα, μα μεγαλοπιάστηκε κι έχει κόψει τις κουβέντες με τις αράχνες. Εμείς το πληρώνουμε, κι αυτό.
Η ώρα άλλαξε. Πάει εφτάμιση κι ακόμη το φως, όμορφο, χορταστικό, δεν βιάζεται να φύγει. Θυμήθηκα τις επισκέψεις στους παππούδες, στα τελευταία τους. Το ρολόι στο χέρι με βασάνιζε, να πω δυο κουβέντες τυπικές, να φύγω, να πάω να βρω εκείνην, να πάω έξω στους ζωντανούς. Ήμουν το φως τους και δεν το καταλάβαινα. Τώρα με τρώει.
Η ντουλάπα περιμένει αναδιάρθρωση χειμερινού χρέους. Να φύγουν τα φετινά XL, να έρθουν τα περυσινά L. Ποτέ αντίστροφα. Μικρές εαρινές τραγωδίες που επαναλαμβάνονται με το πέρας της Μεγάλης Βδομάδας, ίσως και λίγο αργότερα. Αυτό το «να φτιάξω ντουλάπες», «να σηκώσω τα χειμωνιάτικα» ενώ θα έπρεπε να λειτουργεί ως Κάθαρση, ως τονωτικό ψυχής εν όψει προσμονής γυμνού -επιτέλους- δέρματος, σε γεμίζει με ένα μη διαχειρίσιμο βάρος που πάνω του είναι θρονιασμένες οι τύψεις. Υπέρβαρα, plus size όλα. Μόνο τα αβίαστα γέλια βγαίνουν λειψά στο ζύγι.
Όμως το θέρος (όπως και να το βαφτίσεις, τα τζιτζίκια θα συνεχίσουν να φλυαρούν μη δίνοντας δεκάρα για τις δημιουργικές ασάφειες που γίναν περισσότερες κι απ΄τα μυρμήγκια πάνω στο παρατημένο, κομμένο καρπούζι· κι ο αέρας από τη θάλασσα θα κάνει φωλιές πάνω στα αρμυρίκια) πλησιάζει. Όχι πες μου, τo λέει η καρδιά σου να το υποδεχτείς φορώντας χειμωνιάτικα;
…..
Η μέρα και η νύχτα τσολιάδες; Είμαι σίγουρος πια, πώς στην ευχή κατέληξε στα χέρια σας η metaphor machine του Padre Emanuele;
δεν ξέρω τι κατέληξε στα χέρια μου, ξέρω όμως οτι θα κακοπάθει