Στις 7 Οκτωβρίου, την ώρα που είδε τον ταχυδρόμο της περιοχής να παρκάρει το κίτρινο καροτσάκι -με την προσεκτικά στοιχισμένη αλληλογραφία- κάτω από ένα δέντρο άγνωστης ράτσας στη διασταύρωση των οδών Buschgasse και Rosenstraße, η βαλίτσα βρισκόταν ήδη εκεί. Στο ίδιο ακριβώς σημείο -ούτε εκατοστό δεξιά, αριστερά ή μακριά από τον τοίχο- την αντίκρισε κι όταν επέστρεφε στο σπίτι αργά το απόγευμα, μετά από μια αναπάντεχη όσο και ενοχλητική καθυστέρηση εννιά λεπτών του συρμού 4 που τον έβγαλε (αρκετά εκνευρισμένο) στην αποβάθρα της Severinstraße.
Στη θέα, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες, της μαύρης ταλαιπωρημένης βαλίτσας κοντοστάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα καθώς του θύμιζε κάτι. Άγνωστο τι. Συνέχισε το δρόμο του βιαστικά, η ώρα κόντευε εξήμιση και στις οκτώ είχε ραντεβού με την οδοντίατρό του, κάπου κοντά στην Barbarossa Platz. Αν έχανε τη σειρά του θα έπρεπε να περιμένει μια βδομάδα ακόμη και δεν είχε χρόνο για ξόδεμα. Ξεκλείδωσε στις εφτά παρά είκοσι και μπήκε στο μπάνιο. Την ώρα που τράβηξε την κουρτίνα νόμισε -φευγαλέα- πως είδε την βαλίτσα ανοιχτή μέσα στην μπανιέρα μα έσφαλλε. Είναι πολύ σπάνιες οι φορές που θα δεις μια βαλίτσα, και μάλιστα του δρόμου, μέσα σε μια μπανιέρα.
Η βαλίτσα ήταν εκεί και την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα. Πρωί και απόγευμα. Βρεγμένη αλλά ακούνητη. Του φάνηκε περίεργο και απογοητευτικό ότι σε μια χώρα που τίποτε δεν αφηνόταν στην τύχη (ούτε καν η ατυχία), μια βαλίτσα άγνωστης ταυτότητας και ακόμη πιο άγνωστου περιεχόμενου ήταν αφημένη επί τρία εικοσιτετράωρα στο ίδιο, μα ακριβώς ίδιο, σημείο. Σκέφτηκε, είναι αλήθεια, τουλάχιστον δυο φορές να τηλεφωνήσει στην αστυνομία (για να σιγουρευτεί πως δεν θα υπήρχαν δυσάρεστα απρόοπτα στην ήσυχη γειτονιά του) αλλά προς μεγάλη του έκπληξη δεν το έκανε γιατί η βαλίτσα του θύμιζε κάτι. Ακόμη άγνωστο τι.
Στις 11 Οκτωβρίου στις 7μιση το πρωί την ώρα που βγήκε από το μπάνιο, λίγο πριν ψάξει για το τελευταίο καθαρό εσώρουχο στο συρτάρι, είδε την ίδια βαλίτσα στη φωτογραφία πλάι στο αναμνηστικό Litermaß από την Oktoberfest του 2009. Ο πατέρας του, η μικρή του αδερφή κι εκείνος, στα σκαλιά έξω απ΄τον HB, λίγο πριν πάρουν το τρένο για το Darmstadt για την κηδεία της -δευτεροπαντρεμένης- μάνας τους. Παράξενο να ποζάρεις μια τέτοια στιγμή, σκέφτηκε. Αλλά έντεκα χρονών ήταν τότε, δεν τον νοιάζαν τα τι και τα πώς και τα γιατί. Αυτό σκέφτηκε και απαλλάχτηκε από παραπανίσιες σκέψεις. Δεν είχε χρόνο για παραπανίσιες σκέψεις.
Τριάντα λεπτά μετά, πλησιάζοντας τη διασταύρωση Buschgasse και Rosenstraße ένιωσε για πρώτη φορά μετά από κάμποσα χρόνια έναν γδούπο κάτω από το σακάκι του, ψηλά κι αριστερά. Την ώρα που δεν είδε τη βαλίτσα να τον περιμένει εκεί, το ντουπ ντουπ ήταν τέτοιο που θα το ζήλευε ως κι ο Jaki Liebezeit.
Σύρθηκε ως την πλατφόρμα απ’ όπου θα πέρναγε σε τέσσερα λεπτά το 3, έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη του και κάλεσε -μετά από μισό, ίσως και παραπάνω, χρόνο- την αδελφή του.
«Έχεις κάτι να κάνεις αυτό το Σαββατοκύριακο;»
♪
Μπορεί να αμελίζετε εδώ, αλλά το κάνετε ωραία.
φοβάμαι πως ήμουν αμελιστής πριν γεννηθεί ο Zενέ