Σκοτεινιάζει νωρίς. Ο καφές έγινε πια ζεστός. Οι σαγιονάρες ψάχνουν μια σκοτεινή γωνιά για να ξεκουραστούν. Είναι νωρίς για πάπλωμα αλλά οι κουβέρτες, οι λινές και οι άλλες, ξύπνησαν στο πατάρι και ετοιμάζονται να πιάσουν δουλειά, όπως το πλήρωμα του Nostromo. Να μας πάνε με ασφάλεια -ανάμέσα απ’ τα σκοτάδια τριγύρω- ως το τέλος του χειμώνα.
Kάθε τέτοια εποχή, εδώ και κάμποσα χρόνια, σκέφτομαι ότι γυρίζω σπίτι και το κλειδί δεν ταιριάζει στην πόρτα. Ψάχνω όνομα στο κουδούνι, κενό. Χτυπάω, κανείς.
Θα μπορούσε να ‘ναι και χειρότερα όμως. Να μου ανοίξω εγώ ο ίδιος και να με ρωτήσω «τι θέλετε;». Kαι να μη βρω το κουράγιο να με ρωτήσω τι κάνω μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.
Τα κάναν και στο Twilight Zone αυτά. Aλλά εκείνα τα ασπρόμαυρα μοιάζουν τεχνικολόρ μπρος στα δικά μας σήμερα.
Ελπίζω οι κουβέρτες στο πατάρι να μη θέλουν να βρουν έτοιμο και καφέ όταν ξυπνήσουν…
—
Αν κάνουν παρέα με τις λέξεις που κρύβετε εκεί μέσα,φοβάμαι ότι θα απαιτήσουν full continental breakfast.
λάηκ στο μεσιέ σελιτσανο 🙂