Του έκανε -ή του έκανε, κανείς απ’ τους δυο δεν θυμόταν πια- αίτημα φιλίας έναν Οκτώβριο. Μπορεί και Νοέμβριο. Απ’ τον Σεπτέμβρη και μετά δεν έχουν διαφορά οι μήνες, μέχρι να ξαναμπεί Απρίλης.
Περάσαν οι βδομάδες.
Πολλά κοινά βγήκαν στον τοίχο και στη φόρα.
Βιβλία, σινεμά, ίδιας κοπής ξινίλες, κοινές συμπάθειες, αγαπημένες αντιπάθειες. Κάθε μέρα κι άλλα ίδια.
Περάσαν οι μήνες.
«Κι εσύ πήγες σ΄εκείνο το φούρνο στη Rue De Lyon; κοίτα να δεις….»
Κι άλλοι μήνες.
«Στο Trastevere πού είπες ότι έμεινες; …..πλάκα μου κάνεις!»
Kι άλλοι.
«Ανέβασες φωτογραφία ένα μπουκάλι Limari Valley. Xτες πήρα τα τελευταία δυο απ΄το μάρκετ, θα πεθάνω στα γέλια»
Τέλειωσε το καλοκαίρι, ξαναχειμώνιασε.
Κάποια στιγμή άρχισαν να κοροϊδεύονται μεταξύ τους, «ρε συ, σίγουρα δεν είσαι εγώ;»
«Ξέρω γω…μάλλον όχι»
Γέλαγαν
Μπήκε Φεβρουάριος, πήγε 19
«Δυο χρόνια πέρασαν κιόλας»
«Από τι;»
«Απ’ τη συναυλία του Hawley»
Κρατήθηκε να μη ρωτήσει -γιατί μάλλον φοβήθηκε την απάντηση- «και τι σχέση έχεις συ με τη συναυλία του Hawley;» αλλά δεν πρόλαβε
«Ντράπηκα, ογδόντα άνθρωποι μετρημένοι όλοι κι όλοι»
Πληκτρολόγησε (αφού πρώτα το διόρθωσε τρεις φορές, τόσο ταράχτηκε) «ήμουν κι εγώ εκεί»
Μετά σιωπή. Και οι δυο. Ως την επόμενη μέρα.
«Αλήθεια ήσουν;»
«Γιατί να πω ψέματα;»
«Σίγουρα δεν είμαι εσύ;»
«Ξέρω γω…μάλλον όχι»
Ξαναγέλασαν. Λίγο μουδιασμένα αυτή τη φορά.
Πέρασαν κι άλλοι μήνες
Ένα απόγευμα έστειλε μήνυμα στο ίνμποξ
«Μήπως να βρισκόμασταν;»
«Καλή ιδέα, πάνω που έλεγα να στο προτείνω»
«Πού;»
«Πες εσύ»
«Θα σου λεγα στο Hugo αλλά δεν μας παίρνει». Έβαλε κι ένα εμότικον με τη γλώσσα έξω.
«Ποιο Hugo;ποιο Hugo ρε;»
«Στην γωνιά στην Place des Vosges»
«Αντεγαμήσου, αλήθεια σου λέω αντεγαμήσου»
Δεν γέλασε κανείς
«Λέγε, πού;»
«Στο Rose, το ΄χουν φίλοι, καλές μούζικες, όχι να μας παίρνουν τ’ αυτιά, θα σου πω πού είναι»
«Θα πεις σε μένα για το Rose; κοντεύουν να βάλουν πλακέτα με το όνομά μου απ΄έξω»
Μπορεί και να γέλασαν, μα μπορεί και να φοβήθηκαν περισσότερο.
«Αύριο δέκα, καλά είναι;»
Kαλά ήταν
«Πως θα γνωριστούμε ρε;»
«Kάτσε στη γωνιά της μπάρας, κάτω απ΄την πινακίδα του Jameson, θα ΄ρθω κατευθείαν εκεί»
«Συνήθως εκεί κάθομαι»
Δυο «αντεκαιγαμήσου» πνίγηκαν πριν κολυμπήσουν στην οθόνη
Την επόμενη μέρα έγραψε «δεν είναι και πολύ έξυπνο να μην εμφανίζεσαι, δεν είναι η ηλικία μας για παιχνίδια»
«Πας καλά; εγώ εκεί ήμουν απ΄τις εννιάμιση, θες και τα ρέστα; και τι σκατά έχει η ηλικία μας δηλαδή»
«Δεν ήσουν»
«Ήμουν, άσε τις βλακείες, εσύ φοβήθηκες και δεν ήρθες»
«Μη λες μαλακίες, πιάστηκε ο σβέρκος μου να κοιτάω την πόρτα κάθε φορά που άνοιγε, στις εντεκάμιση πιάστηκε για τα καλά, βαρέθηκα και έφυγα»
Κανένα γέλιο πια. Κρύφτηκαν κι αυτά, σκιαγμένα από το τι μπορεί να ακολουθούσε.
Σάββατο βράδυ του πέρασε κάτι άσχημο απ΄το μυαλό.
Έστειλε μήνυμα
«Είπες ότι ήσουν στη συναυλία, θέλω να δω το εισιτήριο»
«Το σκανάρω και το στέλνω. Δεν έχει ταίρι η τρέλα σου άπιστε»
Σε τρία λεπτά ήρθε.
Ήταν όντως στη συναυλία, το ‘γραφε καθαρά «Ράδιο Σίτυ -19 Φεβρουαρίου 2010». Φτυστό. Τόσο πολύ, που είχε τον ίδιο αριθμό με το δικό του που ήταν ακουμπισμένο πάνω στην playlist, μια σπιθαμή μακριά απ’ το πληκτρολόγιο.
♫
not bad, not bad
Ήταν ο άλλος του εαυτός, ε;
Ή μήπως καθρεφτιζόταν η σκέψη του;
Όπως και να ‘χει, εμένα μου ήρθε στο νου αυτό:
Υπάρχει απάντηση. Σίγουρα. Όμως, ποια;
not bad at all
Εναλλακτικά:
gettin better and better..
Έτσι είναι, οι κοινότοπες ιστορίες πρέπει τουλάχιστον να διαθέτουν κλιμάκωση.(buuu4sC)
θα αποκλιμακώσω πρωτότυπα, promise..
(τιναυτό το buuuuuuu ; )
Αυτογιουχάισμα για το ημιαρνητικό υφάκι. Ευδοκιμούν και στα σχόλια οι διπλές προσωπικότητες.