Την πολυθρόνα απέναντι και την καρέκλα στο μπαλκόνι, που με φιλοξενεί τώρα, τις χωρίζουν ακριβώς έξη βήματα. Τι από τα εδώ μέσα είναι γραμμένο στην καρέκλα φαίνεται εύκολα, μπίρες, τσιγάρα, ιδρωμένα φανελάκια, παγάκια, βασιλικός, σακούλες με σκουπίδια που με κοιτάζουν εκλιπαρώντας να τις βγάλω βόλτα. Τη μέρα που θα διαβώ την μπαλκονόπορτα και θα την κλείσω –περίπου- οριστικά για οκτώ μήνες, για να ξανακαθήσω στην πολυθρόνα, δεν θέλω να τη σκέφτομαι. Όλα μείον. Κοινόχρηστα συν. Και τσιγάρα έξω. Καπνιστής δεν είμαι μα με πληγώνει το έμπα-έβγα, ρίξε ένα χοντρό πανωφόρι στους ώμους, βάλε παπούτσια χωρίς κάλτσες (με τις παντόφλες δεν μπορώ, νιώθω σαν να κόβω βόλτες σε διάδρομο νοσοκομείου για να γλιτώσω τη θρόμβωση), βρες μια γωνιά που δεν θα σε πάρουν οι βοριάδες, άναψε και τόλμα λίγες ανάπηρες τζούρες, μέχρι να φτάσεις στην τρίτη έφτασες κιόλας στο φίλτρο, ή θα μάθω να στρίβω ή θα βγαίνω μόνο με νηνεμία. Να σαλιώνω χαρτάκια δεν μπορώ, να ‘ταν γνώριμο δέρμα εντάξει, θα μπορούσα να πεθάνω από αφυδάτωση. Στριφτά όχι. Ελπίζω στην καλοσύνη του θεού των μποφόρ. Αυτόν το θεό όμως τον αποκαθηλώσαμε στα μέρη μας, σαν αρχίσει να φυσάει δεν στέλνεις παιδί με τα πόδια στο σχολείο, θα πάρει αυτόματα μεταγραφή σε άλλο νομό, όπου σταματήσει. Μερικά τα βρήκαμε χρόνια αργότερα στην Κρήτη, ευτυχώς πρόλαβε και πέθανε ο Μινώταυρος και δεν μας κατηγόρησε κανείς για φόρο αίματος.
Θυμήθηκα τα τερτίπια του Τσαγκαρουσιάνου και των μικρών στάθηδων στο 01, «αυτό το τεύχος γράφτηκε ακούγοντας Σάρα Βον, Άφεξ Τουίν, Φώτη Πολυμέρη, Λου Ντόναλτσον και Βίκη Μοσχολιού». Κάτι μου διαφεύγει αλλά κάτι πρέπει να σκεφτώ κι εγώ για το τέλος αυτού του ποστ, ξεροσφύρι γράψιμο ίσον φτήνια.
Προς το παρόν στράγγιξα την τρίτη φιξ. Ακούγοντας τις φωνές της ρωσοπόντιας -αν πιεις πάνω από δυο καταπίνεις μαζί και την πολιτική ορθότητα και τους παλιννοστούντες και την πίκρα σου που δεν έχει τέταρτη στο ψυγείο- από το μπαλκόνι αριστερά και κάτω, στον λαϊκό πρώτο της διαγώνιας οικοδομής. Εγώ ζω στον αστικό τρίτο. Και τέταρτο έχουμε αλλά δεν ξέρω ποιάς τάξης όντα ζουν εκεί, ούτε και με νοιάζει, αρκεί να πληρώνουν τα κοινόχρηστα. Τώρα η ρωσίδα μπήκε μέσα και έμεινε έξω το άλλο της μισό. Όχι άντρας, όχι σύντροφος, είπαμε, αν περάσεις τα τέσσερα ποτήρια σκέφτεσαι φωναχτά κι ας σε κακοχαρακτηρίσουν, πρέπει να είναι εκατοντριάντα κιλά, όση και να μπει μέσα, η άλλη μισή μένει έξω απ’ τη μπαλκονόπορτα. Πόσο ντρέπομαι. Όχι πάρα πολύ.
Ένας με άσχημο πορτοκαλί σορτσάκι, γυμνός από πάνω, το ένα χέρι να σκαλίζει μέσα στο σορτσάκι και το άλλο μ’ ένα φραπέ, βγήκε στο μπαλκόνι της. Έχει μόνο μια μπαλκονόπορτα, είναι ν’ απορείς λοιπόν από πού βγήκε. Πάντως ανακάλυψα ότι η ρωσίδα έχει δυο μισά, ένα δικό της κι ένα κανονικό. Οι μπίρες δεν ακρωτηριάζουν την ορθή κρίση. Τώρα βγήκε η άλλη μισή και κάθησε δίπλα του, αγκάλιασαν τα κάγκελα και χαζεύουν τις γάτες που σκαλίζουν τους δυο γεμάτους κάδους των σκουπιδιών ακριβώς από κάτω τους. Στα τρία μέτρα. Sailing on a sea of junk.
Η ώρα είναι τέσσερις και εφτά. Μεσημέρι. Κάποιος ηλίθιος ακούει πολύ δυνατά Uriah Heep. Πέφτω σε ένα πηγάδι και κουτρουβαλιέμαι τριανταπέντε χρόνια πίσω. Έχω γεμίσει μελανιές, θα κιτρινίσουν και μετά θα γίνουν μαύρες. Και δεν μ’ αρέσουν οι Uriah Heep, ας έβαζε Status Quo. Ούτε κι αυτοί μ΄ αρέσουν, καλύτερα κανένα σαχλό, Sweet, Slade, Gary Glitter, τέτοια φτηνά. Όσο πιο φτηνά τόσο καλύτερα. Κλιφ Ρίτσαρντ να βάλει. Λούλου. Μετά θα του απαντήσω εγώ με Tammy και Τάσο Παπασταμάτη, να ξεκινήσει ο τρίτος παγκόσμιος από τα μπαλκόνια γιατί απ’ τις πλατείες δεν λέει να πάρει μπρος. Εκτός κι αν δεν ζ’ήσουμε έναν Τρίτο Παγκόσμιο αλλά πολλούς μικρούς, της γειτονιάς, του πεζοδρόμιου, του ξαφνικού, του “δεν πάει παραπέρα”..
Bjork ! Bjork ! αυτή ρε πούστη μου, αυτή, το θυμήθηκα, αν δεν άκουγαν το ισλανδικό χτικιάρικο γράφοντας, όχι τεύχος αλλά ούτε flyer έβγαζαν. Στο 00 θα έμεναν, 01 δεν θα έγραφε ποτέ το κοντέρ.
Τέταρτη μπίρα δεν έχει. Ελπίζω να σφίξει ο καιρός σύντομα. Δεν συμφέρουν τα μπαλκόνια. Εξακόσιες λέξεις ως εδώ κι ακόμη κατουριέμαι…
Μια πάρα πολύ ωραία γυμνή πλάτη κατηφορίζει, απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο. Πολύ γυμνή, σχεδόν αγγίζει η γύμνια της τα λακκάκια χαμηλά, δεν φοράω γυαλιά αλλά τα λακκάκια τα νιώθεις κι ας μη τα βλέπεις, κι ας είναι μεσάνυχτα, κι ας είναι ξένα κι ας είναι περαστικά, για λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Ξαφνικά το λάπτοπ μυρίζει Escape, πέφτω σε ένα πηγάδι και τσακίζομαι, δεκαπέντε χρόνια πίσω. Αφού εκεί είμαι, το ξέρω. Απλά εδώ επιστρέφω γιατί κουράστηκα να με ρωτάνε «πού χάνεσαι;».
Πουθενά δεν χάνομαι. Πώς να χαθείς μέσα σου; άστους να λένε, όσο κι όπου κι αν ταξιδέψεις, όσος καιρός κι αν περάσει στο τέλος θα βγεις σε ένα μπαλκόνι με κάγκελα ολόγυρα, να τ΄αγκαλιάζεις, να βάζεις το σαγόνι πάνω τους και να κοιτάς χαμηλά, με βλέμμα άδειο, ένα κάδο σκουπιδιών. Γεμάτο. Με πράγματα χρήσιμα ως χτες, για πέταμα σήμερα. Έτσι διέταξαν. Τίποτε για ανακύκλωση, τις ίδιες σκέψεις ανακυκλώνεις χρόνια και χρόνια και τα είδαμε τα χαΐρια μας, prepared words, prepared worlds. Σε στενεύει το κοστούμι, η καρέκλα, το δωμάτιο, η οθόνη, τρώγεσαι με όλα, αντί ν’ αλλάξεις ρούχα, γωνιά και ματιά. Γυμνός, στην ανάγκη. Χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά, χωρίς καθωσπρεπισμούς, δίχως Bjork για μούρη και δεκανίκι. Και κάτω απ’ το μπαλκόνι, έξω απ’ τα κάγκελα.
Μ’ εκείνη την ηλίθια μπλε σακούλα που με κοιτάζει περιπαιχτικά απ’ τη γωνιά, σα να λέει “σιγά ρε Μπολιβάρ” θα τα πούμε ένα χεράκι το βράδι. Την πήρα και την σήκωσα….
Την ώρα που θα ανοίγω τον κάδο, κάτω στο δρόμο, στο σπίτι θ’ αφήσω να παίζει το In a landscape του John Cage. Ερήμην μας. Τιμής ένεκεν. Για τα σκουπίδια που –σε πείσμα κάποιων ανόητων που νομίζουν πως τα ΄μαθαν όλα γι αυτά- τραγουδάνε ακόμη. Και μπορεί να τους πνίξουν μέσα τους.
κλικ..ταπ-ταπ-ταπ..κλικ..ταπ-ταπ-ταπ.. 🙂
fuck!
μπ & mamma , βλέπω οδεύουμε προς την απόλυτη εκφραστική λιτότητα
Όλα ξεκίνησαν όταν εκείνος ο κρετίνος ο Πέρυ Κόμο τραγούδησε την Γκλεντόρα,κουρέλι…
εγώ ήμουν της σχολής Τόνι Μπένετ. μη κοιτάτε που ρίχνω επίπεδο που και που για να συνενοούμαστε 😀
”Να σαλιώνω χαρτάκια δεν μπορώ, να ‘ταν γνώριμο δέρμα εντάξει, θα μπορούσα να πεθάνω από αφυδάτωση.”
ε εντάξει…πάσσο…
μη μιλάτε κι εσείς τώρα για αφυδάτωση…
Το κάνω γρήγορα, πριν ακούσω τον Cage:
Βάζω το Caroline των Status. Δυνατά, μια φορά. Μετά δυνατότερα (με ακουστικά, καθότι μεσημέρι…). Κ.Κ.Μοίρη, ταχυδακτυλουργέ απ’ την Οντέσσα, υποκλίνομαι και χαιρετώ.
[Θα ακούσω και τον Cage, αλλά με πήρε μπάλλα η υποκουλτούρα και ψάχνω Georgia Satellites όσο προλαβαίνω και δε με βγάζουν -ακόμα- στο μπαλκόνι για τσιγάρο]
είμαι άπατρις, απ την Οντέσσα είναι ο Oh dae Su
(για υποκουλτούρα μια χαρά τις παίρνετε τις στροφές)
Calvin Klein damage indeed !
Μένω σ’ αυτό γιατί αυτή η σχέση σας με τα μπαλκόνια φέτος ήταν βράστα κι άστα , δεν φτάνει που δεν σαλπάρανε σας βασανίζουν και από πάνω .. -:))
τι βράστα, νερόβραστα ήταν..