the moon over Mtatsminda

Κοιτάζω ντουβάρια, ταβάνια, γωνίες, μπαλκόνια, ώρες ώρες το μισώ αυτό το σπίτι. Πληρώνω συνέχεια εξ αιτίας του με κάθε προβλέψιμο ή ευφάνταστο τρόπο. Πληρώνω για κάθε σπιθαμή του, για κάθε ανάσα, για κάθε στιγμή μέσα του. Πληρώνω επειδή επιμένουμε να ζούμε. Γαϊδουρινό πείσμα.

Πάμε για μπίρες. Στο καφενείο. Μαλώνω τον Γιώτη, τα τρία και τα τέσσερα ευρώ να τα ξεχάσεις, αν δεν βγαίνεις με τα μπουκάλια φέρε βαρέλι, τα μεγαλεία τέλειωσαν, κάτι πάει να πει για ΔΕΗ, για φιπιά, για δημοτικά τέλη, δεν ακούω λέξη. Ξεκίνησε η εποχή του δίευρου, έπεται του μονόευρου, όταν ξυπνήσουμε με δραχμή κομμένες και οι μπίρες και τα έξω και τα θέλω και όλα.

Εσείς δουλεύετε και οι δυο, σωστά; τον ακούω να λέει κατεβάζοντας τη μπουκιά του. Οτι θα ερχόταν μέρα που θα έτρεμα ακούγοντας αυτό, σαν να με ανακρίνουν ο Αρτέμης Μάτσας και ο Δήμος Σταρένιος μαζί, δεν το φαντάστηκα ποτέ. Να νιώθεις ενοχές όταν απλώς είδες τον δολοφόνο και τον έδειξες κιόλας, με ονοματεπώνυμο, πάει πολύ. Τίποτε δεν είναι πολύ τελικά. Ούτε πάτο στο βαρέλι βάλαμε ποτέ γιατί απλά δεν υπήρχε βαρέλι. Χύμα όλα.

Στη βιβλιοθήκη, απέναντι απ’ τον Yamaha. Φωτάκια ερμητικά κλειστά. Σκοτάδι στην πρόσοψη. Σηκώνω το καπάκι του πικ-απ. Μούχλα, κλεισούρα, θα έλεγα και «αράχνες» αλλά εδώ εμείς δεν μπορούμε να φάμε, για οικόσιτα είμαστε; Χαϊδεύω τρυφερά και προσεκτικά τη βελόνα, σα να της λέω εδώ είμαι, ησύχασε, εδώ είμαι, είμαι ο πιο θλιβερός ψεύτης του σύμπαντος, ούτε μια ακίδα μπορώ να πείσω, ρίχνω μια κλεφτή ματιά στα βινύλια. Οι ομαδικοί τάφοι στην Καμπότζη την εποχή του Ποτ περισσότερη ζωντάνια είχαν.

Την περασμένη βδομάδα δοκίμασα ν’ ακούσω το Garlands. Το σκούπισα, το ακούμπησα πάνω στη λαστιχένια βάση, ξάπλωσα το εξώφυλλο στο τραπεζάκι με τις αποδείξεις. Βελόνα δεν το άγγιξε, ξεχάστηκα. Παλιά ξέχναγα να φάω όταν γύριζα σπίτι με καινούριο λάφυρο, σήμερα έχω μιαν ακριβή τροπαιοθήκη απέναντι, όχι στον τοίχο, ούτε στο πάτωμα, αν και πολλές φορές βλέπω το πετσί του Iggy απλωμένο μπρος στα πόδια μου, δίπλα στον καναπέ, με στόμα ορθάνοιχτο, δόντια κίτρινα,  έτοιμο να με καταπιεί και δυο γυάλινα μάτια που με κοιτάζουν με αηδία, I would never find myself looking bored, τι ψεύτης θεέ μου…

Το δωμάτιο της μικρής είναι βαμμένο. Καινούριο κρεβάτι, καινούριο γραφείο, παλιά ντουλάπα. Δυο στα τρία, I plea guilty. Και χωρίς απόδειξη από τον μπογιατζή. Ο αντιπρόεδρος είναι σοφός, εγώ κι ο μπογιατζής τα φάγαμε, ευτυχώς -σκέφτομαι- δεν χωράει στο δωμάτιό της. Οι παχύσαρκες ιδέες κι αποφάσεις τους όμως αφήνουν λεκέδες παντού, το λίπος των κυνικών ξεχειλίζει, θα χρειαστεί να ξαναβάψω σύντομα. Μαζί με τον Λεό, για να μου μάθει την τέχνη στα γωνιάσματα και στα σπατουλαριστά, θα πίνουμε  μπίρες και θα πετάμε τα  άδεια τενεκεδάκια στα απλωμένα χαρτιά στο πάτωμα. Μαζί θα τα καθαρίσουμε μετά, όσο μου διηγείται ιστορίες απ’ την πόλη του, τα πάρκα της και την Αρντζβίκ. Σε λίγο καιρό ίσως παίξω τον ρόλο αυτό, κάπου μακριά από την πόλη μου και τα -ανύπαρκτα- πάρκα της, απλά θ’ αλλάξω τα ονόματα. Ευτυχώς, γιατί πέντε σύμφωνα στη σειρά δεν μπορώ να τα βγάλω απ’ το στόμα μου.

Κατ΄ ευφημισμόν ανεφοδιασμός, έρχεται το αγόρι με τη μάνικα στο χέρι, ανοίγω το παράθυρο του συνοδηγού, απλώνω δεκάρικο χωρίς να πω λέξη, ακολουθεί η ερώτηση που με εξόργιζε, «δέκα;», στην αρχή το εκλάμβανα ως ειρωνεία με χαμηλά λιπαρά, χρειάστηκε να περάσει λίγος καιρός για να χωνέψω πως είχε έτοιμα πέντε ευρώ για ρέστα, από συνήθεια, είναι αυτό που σου ‘λεγα, ο ορισμός του ανεπαρκούς, αφού και είκοσι να βάλεις με το που γυρίζεις το κλειδί σου ξανανάβει το «please refuel», περιορίσου στα δέκα. Αχάριστα τετράτροχα.

Να τους γαμήσει. Αυτό ακούω συνέχεια από το παραδιπλανό τραπέζι. Να τους γαμήσει, τόσα χρόνια αυτοί δυόμιση και τρία χιλιάρικα κι εγώ κάθε χρόνο στο επίδομα μέχρι την επόμενη ελεημοσύνη με ένσημα και μετά επίδομα ξανά. Να τους γαμήσει. Μπροστά του ένα αργιάνι, απέναντι κάποιος σιωπηλός που αντί να τον ακούει βρίζει που και που τον Μακούν στην τηλεόραση. Εκείνος δεν βλέπει, κάνει αυτό που νομίζει πως ανακουφίζει τη μαυρίλα μέσα του, το μαύρο των άλλων ποτέ δεν είχε τις προδιαγραφές για να βάψει γκρι τα δικά του σωθικά, ούτε με δυο, ούτε με τρία χέρια κι αν το περάσεις. Δεν το ξέρει όμως, το μαντρί του γείτονα πρέπει να αδειάσει από κατσίκες κι ας μην έχει αυτός ούτε καν γη, όχι μαντρί και ζωντανά. Ο Γκαίμπελς ήταν ένα σκουπίδι μπροστά στους δικούς μας.

Ο Λεό βάφει το ταβάνι και μου μιλάει τρυφερά για τη χώρα του, έχει είκοσι χρόνια που έφυγε, κάθε χρόνο επιστρέφει, μια, δυο φορές, για δέκα μέρες, εγώ δεν ξέρω αν θα είμαι τόσο καλός όσο εκείνος. Βουτάει το ρολό στο άσπρο υδρόχρωμα που αραίωσε κι άλλο με τον ιδρώτα του, μου λέει για τον αδερφό του που έφυγε πίσω, στη Γεωργία. Όταν ακούω τον Jansug Kaxidze σκέφτομαι πως μπορεί να μην είναι τόσο άσχημα εκεί, μπορεί να κάθομαι στα παγκάκια με καλούς ανθρώπους δίπλα, να μου μιλάνε στη γλώσσα τους κι εγώ στη δική μου και να σκεφτόμαστε τα ίδια πράγματα. Να αγαπάς, να σ’ αγαπάνε, να μην αφήνεις νηστική την ψυχή σου, να είσαι ζωντανός.

Ο αφρός της μπύρας κατακάθισε. Το βυτίο είχε δίκιο, η γεύση είναι αλλιώτικη. Είτε πέντε ευρώ την πληρώσεις, είτε δέκα, είτε ένα, δεν είναι ίδια όπως πριν. Ούτε το βλογ, είτε πέντε λέξεις γράψεις, είτε πεντακόσιες, είτε καμιά. Ελπίζω όμως, σχεδόν ικετεύω όποιον ρυθμίζει τα δρομολόγιά τους, τα φεγγάρια να μείνουν ίδια. Απ’ όπου κι αν τα βλέπουμε.

15 thoughts on “the moon over Mtatsminda

    1. καιρός ήταν να αποδειξουμε στους γερμανούς οτι μπορούμε καλύτερα κι απ’ τα καλύτερα τέκνα τους

  1. “…μπορεί να κάθομαι στα παγκάκια με καλούς ανθρώπους δίπλα, να μου μιλάνε στη γλώσσα τους κι εγώ στη δική μου και να σκεφτόμαστε τα ίδια πράγματα. Να αγαπάς, να σ’ αγαπάνε, να μην αφήνεις νηστική την ψυχή σου, να είσαι ζωντανός” .
    —————————————–
    Επιτέλους … κατάφερα να κλάψω . Ένα κλάμα λυτρωτικό , που για σήμερα τουλάχιστον , με γλύτωσε από την … αυτοχειρία .
    Για αύριο , θα δω … Θα ξαναδιαβάσω την ανάρτηση σας … ίσως και βρω πάλι κάτι λυτρωτικό … Ίσως αυτό το “… Ελπίζω όμως, σχεδόν ικετεύω όποιον ρυθμίζει τα δρομολόγιά τους, τα φεγγάρια να μείνουν ίδια. Απ’ όπου κι αν τα βλέπουμε” .
    Θα δω …

    1. “λυτρωτικό”; …εσείς ξέρετε καλύτερα
      οι μπίρες στην πόλη μας είναι φιλόξενες, κι αυτό το ξέρετε ))

  2. Αν εξαιρέσω τη μελαγχολία (που όμως διορθώνεται εύκολα από το γεγονός ότι τα φεγγάρια πράγματι μένουν πάντα ίδια, ανεξαρτήτως -ευτυχώς- των επιθυμιών και των γούστων μας), έχω μόνο να πω ότι σήμερα γράψατε κάτι απλά πολύ ωραίο.

  3. Εκπληκτικό blog, μόλις το ανακάλυψα, νάσαι καλά..
    Δεν σε πειράζει να σε προετείνω στο δικό μου..;

  4. Το στόκο σε σκόνη.Να τον φτιάχνετε όπως τον θέλετε.Κι είναι και πιο φτηνός.Θά ‘θελα κάποια στιγμή να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση για γυαλόχαρτα.

    1. πήρα έτοιμο, είμαι φυγόπονος.

      για το γυαλόχαρτο είμαι έτοιμος, σε βαθμό κακουργήματος. ούτε που άφησα τον Λεό να απλώσει χέρι στον τοίχο. όσην ώρα έτριβα σκεφτόμουν τον γαπ και τους αντιπροέδρους του, τέτοιαν ηδονή δεν την εκχωρούσα σε κανέναν άλλον

  5. “στα παγκάκια με καλούς ανθρώπους δίπλα” τουλάχιστον υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να πετύχουμε αυτό.

  6. Ξέρετε.. η ειρωνεία είναι ότι οι περισσότεροι πληρώνουν για ιδιόκτητα ακίνητα που στην ουσία όχι μόνο δεν τα χαίρονται αλλά τους πνίγουν και συναισθηματικά.
    Ακολουθούν σχετικά άσματα άκρως διδακτικά :

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s