παράδεισος

POTHRIA-OUZOU-LUMINARC-ISLANDE-16-1440-0628952

 

Πίνοντας τον καφέ -σκέτο, η ζάχαρη σκοτώνει- νωρίς το πρωί, σκεφτόντουσαν αν το μεσημέρι θα φάνε γεμιστά, μακαρόνια με κιμά ή λίγο καρπούζι με τυρί γιατί ΄παραφάγαμε χτες βράδι, τι την θέλαμε και την μπύρα;’.

Ήρθε η ώρα να ρίξουν, οι παππούδες και οι γιαγιάδες, μια βουτιά με τα εγγόνια αλλά νωρίς, πριν ο ήλιος αρχίσει να καίει άσχημα. Έχει αέρα σήμερα όμως. Και να χάσουν το μπάνιο τους τα παιδιά; Nα τα προσέχεις.

Tα πρόσεξε ο παππούς. Δυο φορές παιδιά του. Να ξεκουραστούν λίγο και τα μεγάλα παιδιά, πίσω στα τσιμέντα.

Έκανα κεφτέδες και λίγη σάλτσα μαζί με τα μακαρόνια, τα παιδιά δεν τα πολυτρώνε τα γεμιστά. Κι εσύ με μέτρο, το ουρικό πήρε την ανηφόρα. Σε μισή ώρα θα στρώσω, μη βάζεις ούζο τώρα, δεν έχεις το θεό σου, τσάμπα μιλάω.

Παράδεισος είναι εδώ, ευλογία. Σκιά, τζιτζίκια, αεράκι, μπούχτισα με τα μη σου και τη μουρμούρα, πόσα χρόνια μας έμειναν; Έχουμε παγάκια ή πάλι ξέχασες να βάλεις; Να ΄χα κι ένα τσιγάρο, δυο ρουφηξιές έστω. Παράδεισος.

 

 

’Σου μυρίζει κάτι; Τι καίγεται;’

 

 

 

 

 

nevermore

hung

 

Ναι μωρό μου, τα θυμάμαι τα λόγια των γενναίων παλιών. Να πολεμήσουμε την αρρώστια που μας αγκαλιάζει σαν γλίτσα, να την παλέψουμε σε χωράφια, σε λόφους, σε στενά δρομάκια, σε λεωφόρους, στις ακτές. Να πάμε ως το τέλος πριν προλάβει να έρθει το τέλος πρώτο σε μας. Ωραία λόγια.

Πάνω σε περίεργα χρόνια περπατάμε καλή μου. Μπορεί ποτέ να μην ήμασταν σε πρώτης διαλογής τελάρα αλλά δες την κατάντια μας. Μεταλλαχτήκαμε άσχημα, ύπουλα και επώδυνα. Ο γόρδιος δεσμός ήταν μια κλωστή, μια τόση δα τρίχα μπρος στο μέσα μας. Το Invasion φτυστό η Mary Poppins. O Poe θα προτιμούσε να κόψει με πριόνι τα χέρια του παρά να μας κάνει ποίημα, διήγημα, μια παράγραφό του έστω.

Χώνεψέ το, δεν είμαστε βρώσιμοι πια. Δεν έχουμε μυρωδιά. Μας αγγίζουν και η σάρκα μας υποχωρεί άτακτα. Ένα παράξενο σχαμερό πράμα γίναμε. Ξεχρωμιάσαμε απ’ έξω, μελανιάσαμε εντός. Κανείς δεν καταδέχεται να μας πιάσει -πόσο μάλλον να μας βάλει- στο στόμα του παρά μόνο για να μας ξαναφτύσει στο χώμα με αηδία.

Κάθε μέρα ξυπνάω και ψάχνω μια δόση ομορφιάς, για να αντέξω. Μια, μισή, παλεύω σαν τζάνκι, κάτι βρίσκω. Μα το μουσείο της Ντροπής μας δεν έχει τελειωμό μωρό μου. Ο ιός είναι πάντα εδώ, ανθεκτικότερος απ’ όσο φοβόμασταν.

….

τα τσιγκέλια

28341252

Είπα να το καταχωνιάσω στο βάθος του μυαλού για να μην κάνω λεκέδες στο σένιο τραπεζομάντηλο του σαββατοκύριακου. Μα ο λεκές βγήκε βόλτα με την καινούρια βδομάδα, όσο και να τα κρύψεις αυτά δεν φεύγουν μόνα τους.

Μεσημέρι Σαββάτου στον χασάπη. Κιμάδες, κότες, τα σχετικά, προμήθειες βδομάδας για να μη ξανατρέχουμε. Οι προνομιούχοι.

Πάνω στο γυαλί του ψυγείου με τα κοψίδια, τις σπάλες και τα συκώτια, αραδιασμένες καμιά τριανταριά -ίσως να ΄ταν και περισσότερες- κάρτες.

Φιλόλογος. Μαθηματικός. Αγγλικής Φιλολογίας. Κι άλλη φιλόλογος. Ιστορικό-αρχαιολογικό, μαθήματα Ιστορίας λέει. Φυσικός. Κι ένας μαθηματικός ακόμη, χωμένος κάτω από μια της Γαλλικής, πλάι σ’ άλλον φιλόλογο παραδίπλα. Κι άλλος ένας. Μέτρησα και τρεις δικηγόρους. Ανάμεσα σε άλλον ένα φυσικό, μια της αγγλικής και μια ψυχολόγο. Με ένα όνομα και ένα κινητό τηλέφωνο, μερικές και με δυο φοβισμένες κουβέντες παραπάνω, «αριστούχος», «προετοιμασία υποψήφιων θεωρητικής κατεύθυνσης», «εμπειρία διδασκαλίας σε παιδιά δημοτικού-γυμνασίου», «τιμές προσιτές», δεν άντεξα να διαβάσω κι άλλα. Η μυρωδιά από το αίμα, μέσα κι έξω απ΄το ψυγείο, ανακάτεψε τα σωθικά μου, λίγο έλειψε να βγω έξω για να με χτυπήσει καθαρός αέρας.

Το τι αγώνα, ξενύχτι, χρήμα, κλάμα, χαρά κι απογοήτευση κρύβει πίσω της κάθε γαμημένη κάρτα το ξέρω, το ξέρουν κι όσοι το ζουν, βλέποντας τα παιδιά τους να κάνουν κιμά όσα ωραία σκεφτόντουσαν για το αύριο. Άμα είσαι ορθολογιστής άνθρωπος θα πεις «καθένας κάνει τις επιλογές του, αυτή είναι η ζωή, μη γίνεσαι drama queen δευτεριάτικα». Μπορεί να ‘ναι κι έτσι. Δεν χωράνε όλοι μέσα στο success story. Γι αυτό υπάρχει κι ο πάγκος με το μπαλτά και τα κρεατομάχαιρα. Για να βολευτείς μέσα σε μια σακκούλα.

Πλήρωσα, έκανα να φύγω. Ο Βασίλης μου ΄δωσε την απόδειξη και τη χαριστική βολή : «οκτώ ευρώ την ώρα, η άλλη είπε και με έξη αναλαμβάνει. Σκέτο σφαγείο ρε φίλε. Αυτή που έρχεται και σιδερώνει στο σπίτι παίρνει δέκα την ώρα. Έρχονται και με ρωτάνε αν μπορούν ν’ αφήσουν την κάρτα τους, γνέφω ‘ναι’ και τις πιο πολλές φορές κοιτάω το ματωμένο πάτωμα από ντροπή κι αμηχανία, δεν μπορώ να δω μάτια. Είναι τόσοι πολλοί πια».

Ήθελα να του πω «βγάλτα από κει πάνω, είναι ντροπή για τα παιδιά» μα δεν τόλμησα. Όχι, εκεί να τα αφήσει. Πάνω στα τσιγκέλια. Για να μη ξεχνάμε -όσοι ακόμη δεν στερούμαστε τα «βασικά»- ότι το σφαγείο είναι ολόγυρά μας. Και μας κοιτάζει λάγνα..

*

Pantone rain

26536692

 

Ο ουρανός είναι μωβ. Ανταριασμένο. Pantone 274C. Μόνο λίγο Pantone 5275C στις άκρες τον ξανοίγει. Δεν με πτοούν οι αποχρώσεις, βγαίνω να περπατήσω στο βουνό παρέα με το Pantone 442C εντός μου. Να γαληνέψει μια στάλα, όχι πως θα γίνει ποτέ λευκό μα σ’ ένα Pantone Warm Gray 1C μπορείς πάντα να ελπίζεις.

Ανηφορίζω, όσο χώνομαι πιο βαθιά το χώμα μυρίζει Pantone 466C. Πέφτουν πάνω του οι πρώτες ψιχάλες, παίρνω τη στροφή, σε τρακόσια μέτρα ξεκινά η κατηφόρα. Τελειώνουν γρήγορα, παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Τέσσερα χιλιόμετρα ακόμη. Λίγος ιδρώτας ακόμη. Λίγες ανάσες ακόμη.

Ανάμεσα σε μένα και το σπίτι, υψώνονται δυο κουρτίνες βροχής, εκεί χαμηλά. Η μια αριστερά βάφει τη γη Pantone 400C, η άλλη δεξιότερα δεν μπορώ να διακρίνω με τι, βγαίνει από μέσα της ένα απρόσκλητο ουράνιο τόξο και μου κρύβει τη μονοχρωμία.

Σε λίγα λεπτά συναντιέμαι με τις κουρτίνες. Με τυλίγουν. Είμαι ο άνθρωπος νερό. Στάζω από κάθε πόρο. Στάζω βροχή και Ευτυχία. Βγάζω τα ακουστικά, μόνο νερό, χώμα κι εγώ τώρα. Βγάζω και τη μπλούζα. Δεν με νοιάζει Τίποτε, δεν υπάρχει στον κόσμο Κανείς. Η βροχή ξεβάφει τα πάντα. Τα πάντα. Ειδικά τις σκέψεις. Που λούφαξαν κι εξαφανίστηκαν, σκιαγμένες απ΄το αγίασμα που τρύπωσε μέσα μου από κάθε πόρο, κάθε ουλή, κάθε σημάδι.

Στο σπίτι απλώνω τα ρούχα να στεγνώσουν, πετάω τα παπούτσια στο μπαλκόνι να ξεκουραστούν. Είναι κρίμα κι άδικο που μπαίνω στο μπάνιο να ξεβγάλω τον αγιασμό με νερό της βρύσης, μα ευτυχώς -σκέφτομαι για να παρηγορηθώ- το μέσα μου ποτίστηκε καλά, κανένα φτηνόνερο δεν μπορεί να το μαγαρίσει. Ανέκαθεν αφελής.

Την ίδια μέρα, μπορεί και την ίδια ώρα, μια δεκαπεντάχρονη και μια δεκαεξάχρονη, πολλά πολλά χιλιόμετρα μακριά απ’ τη δικιά μου βροχή, χορεύουν Ευτυχισμένες κάτω απ΄τη δικιά τους, την καταδικιά τους βροχή. Την αφήνουν να μπει μέσα τους, για να τις καθαρίσει απ’ ότι σκουραίνει και βρωμίζει τη ζωή τους, εκεί στο άγνωστό μου Chilas. Ντυμένες με τα καλά τους ρούχα, τα γιορτινά, τα φρεσκοπλυμένα. H Ευτυχία τους, τα καλά φτωχικά τους ρούχα είναι η κόλαση των άλλων. Που ζηλεύουν τη χαρά, που λυσσάνε με τα μικρά, απλά, καθημερινά.

Τα βρεγμένα τους ρούχα είναι το χρώμα του αποχαιρετισμού. Μ’ αυτά τις θάψαν την επόμενη μέρα. Τυλιγμένες μ’ ένα Pantone Black C, σαν το μέσα μου. Που το ‘βαλε γινάτι και δε λέει να πάει να ζήσει κάπου αλλού. Μόνο του.

(γι αυτό – και γι αυτό – μα πιο πολύ γι αυτό)

γλίτσα

Σε πέντε φανάρια χτες, μια μικρή χαρτονένια -μουσκίδι απ’ το ψιλόβροχο- πινακίδα στα χέρια τους έγραφε “ΠΕΙΝΑ”. Όχι “ΠΕΙΝΑΩ”. Αλλά “ΠΕΙΝΑ”. Όλα κεφαλαία.

Αυτοί  που το ‘γραψαν έτσι, ήταν μεγάλα τσογλάνια. Ξέραν καλά τι κάναν. Το “πεινάω” θα ήταν λιγότερο επώδυνο, αφού θα το ‘βλεπες  καρφιτσωμένο μόνο πάνω στους ανθρώπους με τις πινακίδες. Τους ληγμένους. Τους δεύτερης διαλογής. Το ελαττωματικό στοκ. Εγώ πεινάω, εσύ όχι. Η “πείνα” όμως είναι πανούκλα, δεν έχει πρόσωπο ούτε και απλωμένο χέρι. Μόνο μυρίζει άσχημα. Μέχρι ν’ ανάψει το πράσινο την ένιωσα πάνω απ’ το κεφάλι μου, λίγα εκατοστά πάνω απ’ τα κεφάλια των -ακόμη- χορτάτων, στα σταματημένα αυτοκίνητα. «Κανείς δεν θα γλιτώσει» είπε, «έχω σπείρει πολλά ορφανά τριγύρω, απ’ τα στομάχια σας ως την ψυχή σας». Η Μέδουσα ήταν πιο τρυφερή. Εκείνη μόνο σε πάγωνε, ετούτη σε έλιωνε από τρόμο και σε πάγωνε μαζί.

Παραδίπλα χαριεντιζόντουσαν για το πόσο κλεινόν άστυ έμεινε αγάμητο (τσάμπα ακκίζεται η Σαλονίκη για τον ερωτισμό της, που μυρίζει μπαγιάτικη μπουγάτσα με κιμά και γλίτσα στην άσφαλτο), οι σκατόψυχοι βγάλαν το καντάρι για να δείξουν πόσα δράμια αριστεροσύνη χώραγε μέσα του ο εκλιπών. Άλλοι γράφαν δελτία τύπου για επανιδρυτικά συνέδρια ίδρυσης. Για να βρεθεί μια κοινή γλώσσα.

Χάθηκε το κόκκινο, συμπλέκτης, πρώτη, έφυγα μακριά. Για να βρω την κοινή Πείνα. Το μόνο αναγνωρίσιμο μέσα στη Βαβέλ.

παραμύθι

Είναι μια σκηνή που την έχεις δει, σίγουρα, αμέτρητες φορές.

Το σκαρί αντέχει δεκαώροφα κύματα, μονομαχίες με κοτζάμ ωκεανό, άγριες ανταρσίες, τρελούς καπετάνιους, μάχες με πειρατικά, αναμετρήσεις με κράκεν, τρύπια βαρέλια δίχως νερό, λάθος χάρτες, ζαλισμένες πυξίδες, μολυσμένο φαγητό, αρρώστιες….

Και κάποια στιγμή, εκεί που πλέεις επί χρόνια, σωστό ζόμπι μέσα στην ομίχλη, βλέποντας μόνο δυο οργιές μακριά, ακούς μια φωνή «στεριά».

Που μπορεί να είναι βράχια, από κείνα που κόβουν το ξύλο όπως η κιμαδομηχανή το κρέας. Που μπορεί να είναι ένας τόπος όπου ζουν τέρατα που πίνουν αίμα και τρώνε ανθρώπινο μεδούλι για πρωινό. Που μπορεί να είναι μια ξέρα με γοργόνες πάνω της, από κείνες που γλείφουν το μυαλό σου μέχρι να λιώσει και σ’ αφήνουν μετά κουφάρι άδειο. Που μπορεί, έτσι γίνεται με τις χαλασμένες πυξίδες και τον κακό μας τον καιρό, να είναι η γη απ’ όπου έφυγες για να γλιτώσεις τα χειρότερα. Που μπορεί να είναι κι ο παράδεισος ο ίδιος, δεν ξέρω, στις ταινίες όλα είναι πιθανά. Δεν είναι ζωή οι ταινίες, είναι κάτι σαν αυτήν αλλά ζωή δεν είναι.

Εκείνο που έμαθα όμως από τις ταινίες είναι ότι πρέπει να βγεις κάποια στιγμή από αυτό το γαμημένο το καράβι. Να πατήσεις χώμα. Πέτρα. Βράχια. Άμμο. Μισός, ολόκληρος ή σακατεμένος. Αλλά να βγεις. Να μη γεράσεις πλέοντας στα τυφλά, να μη πεθάνεις τριγυρνώντας πάνω του, να μη βουλιάξεις μαζί του. Κι ας ζει το άγνωστο -που τόσο φοβάσαι- εκεί έξω. Καλύτερα μ’ αυτό. Κάποτε πρέπει να γνωριστείς μαζί του, όσο αποκρουστικό ή τρομαχτικό κι αν σου φαίνεται. Ζωή είναι, όχι ταινία.