vinyl ντέιζ

Δίσκος εισαγωγής -απ’ τους ορθόδοξους, μέσα-έξω, όχι τους γιαλαντζή με φάκελο μόνο- σήμαινε ότι η πρωτευουσιάνα αδερφή του πατέρα μου θα έβλεπε τον επαρχιώτη φοιτητή ανηψιό της τουλάχιστον τρία Σάββατα το μήνα στο μεσημεριανό τραπέζι. Ίσως και καναδυό Παρασκευές. Ο,τι καιρό και να έκανε, ο,τι φαγητό και να έβγαζε στα πιάτα. Σφάζοντας στο γόνατο τον μηνιαίο προϋπολογισμό επειδή ο Ζήλος έσταζε καύλα για το Thirst των Clock DVA, όφειλα να γνωρίζω ότι δεν θα με τάιζε ο Ζήλος μετά. Ούτε ο μπαμπάς μου. Η αδερφή του όμως ήταν αγία γυναίκα κι ας μην έμοιαζε στη Ντέμπι. Έμοιαζε στη μπίγκ μάμα-Κας και μύριζε Tosca, κανείς δεν είναι τέλειος. Κανείς.

Μόνον ο Syd όταν τραγουδάει  I knew a girl and I like her still

Κυψέλη-Ακαδημίας και σερί Ακαδημίας-τέρμα Χολαργού. Λεφτά για τα εισιτήρια είχα πάντα φυλαγμένα γιατί ήταν μεγάλη ξεφτίλα να πεθάνεις από ασιτία τότε στην Αθήνα, σήμερα άνετα ψοφάς και δεν σε παίρνει χαμπάρι κανείς. Το 1981 ήταν τραγική χρονιά για το μπάτζετ μου, το φθινόπωρο ο Ζήλος παραληρεί για το Thirst, κυλιέται στα χώματα σαν επιληπτικός με το Deceit των This Heat και χύνει με τους Medium Medium και το Glitterhouse. Κι εγώ μαζί. Εκείνο το δίμηνο έφαγα τόσο ιμάμ θείας που έκανα πέντε χρόνια να μπορέσω να ξανακοιτάξω μελιτζάνα στα μάτια. Το 1981 ήταν η χρονιά του θανάτου του 815, της μελιτζάνας και του Guru Maharaj Ji. Kαι του μπαμπά του Γιώργου, μη ξεχνιόμαστε. Κανείς μπαμπάς δεν είναι τέλειος.

love hurts, love scars, love woundsμε κομμένη την ανάσα περιμένουμε το σόλο του Manny Charlton για να βάλουμε το χέρι κάτω απ’ τη μπλούζα της, χαμηλά, στα λακάκια της, εκεί που σφίγγει η φούστα

Κάποιον Ιούνιο εν μέσω εξεταστικής βρίσκομαι -μαζί μ’ αυτόν τον άγιο άνθρωπο που με πάντρεψε χρόνια μετά- σε ένα μεγαλοαστικό ρετιρέ (μεγαλοαστικά ήταν αυτά που για να βρεθείς από το χωλ στη βεράντα έκανες τρία λεπτά χρονομετρημένα) κάπου στου Παπάγου ή στην Αγία Παρασκευή, δεν θυμάμαι τόσο καλά σήμερα, δεξιά ή αριστερά απ’ τη θειά μου πάντως ήταν, ο δολοφόνος θέλει δεν θέλει εκεί τριγυρνάει. Η κόρη του ιδιοκτήτη του ρετιρέ φοράει λιβάις ψάθα κι ωραία κολώνια, δεν θυμάμαι τι, μιλάει σαν βλαμμένο, φέρεται σαν νευρωτικό. Κι ακούει Bob Seger και Jackson Browne. Tώρα που το ξανασκέφτομαι μπορεί και να ήμασταν στo Ντιτρόιτ κι όχι στην Αγία Παρασκευή. Το σπίτι μυρίζει κέικ, μπαντίντα και σερβιέτες με άρωμα χαμομήλι. Aν υπήρχε άρωμα χαμομήλι το ’82. Ξαφνικά νοσταλγώ τις μελιτζάνες και τους Theatre of Hate.

Και το παγωτό Άσος. Κασάτο. Με Nel Sole, σαρανταπεντάρι, στο σπίτι της Αρετής και της Μαρίας στη Θεαγένους Χαρίση, δεκάξη και δεκατρία αυτές, οκτώ εγώ, ήττα.

Diamonds, Fur Coat, Champagne. Με μια μεζούρα cocaine, λέει. Mα την παναγία, τόσο γυαλισμένο μάτι και λιγωμένη φωνή σαν του Vega δεν ξαναβρήκα. Άναβα ένα Κent και έβλεπα μέσα απ’ το σκοτεινό δωμάτιο πάνω απ’ τις κορυφογραμμές της Νάξου. Της κυψελιώτικης. Απέναντι κατεβασμένα στόρια, τραβηγμένες κουρτίνες, ψιλόβροχο, με βλέπω, είμαι εικοσιδύο, θέλω να βγω για να πάρω δυο μπίρες αλλά βαριέμαι να ντυθώ. Κάνω δυο τσιγάρα ακόμη, χριτς-χριτς, αλλάζω πλευρά, Harlem, μα την παναγία, μου τη δίνει αυτή η πόλη όταν βρέχει κι όταν τα λεφτά τελειώνουν κι όταν για τρίτη φορά με κόβει με τεσσάρι, το δωμάτιο μυρίζει καπνό και τηγανητά αβγά, για πότε ξανακούγεται το χριτς-χριτς ούτε που το καταλαβαίνω. Στα γυμνά βουνά πίσω αστράφτει. Θέλω μια μπίρα κι ας είναι χλιαρή. Μου λείπεις.

Love my way, it’s a new road. Αγάπη ρε. Αγάπη. Έστω και πτωχευμένη.

Μετράω τα χρήματα στην τσέπη. Δεν φτάνουν για Shure, δεν φτάνουν για Stanton, με δυσκολία αγοράζω την πιο φτηνή Pickering, να περισσέψουν και για βενζίνη. Έχει και ενσωματωμένο βουρτσάκι, μεγαλεία. Πίσω στο σπίτι περιμένει το Spillane. O Ζorn στο στομάχι μου κάθεται, τα αυτιά μου δεν τον αντέχουν συχνά-πυκνά αλλά το Twolane highway έχει ένθετο Albert Collins. Mετάνιωσα που τον αγόρασα αλλά δεν είναι η πρώτη φορά. Υπάρχει ρεζέρβα The Return of the Durutti Column. Το βράδυ θα πάμε για μπάνιο στο Φανάρι, έχω λίγη ώρα για να το γράψω σε κασέτα, θα δω ξινισμένα μούτρα αλλά εγώ οδηγάω, εγώ διαλέγω συνοδηγό. Να δοξάζουν το θεό που δεν τους βάζω τον Zorn, να τους κοπούν τα λάστιχα απ΄ τα μαγιό. Και οι μπανέλες απ’ τα σουτιέν. Ωραία κορίτσια στο πίσω κάθισμα αλλά μόνο με Matt Bianco και φιλί δίχως γλώσσα δεν προκόβεις στη ζωή σου.

Μωρό μου θέλω να γίνω Steve McQueen. Ακόμη κι αν δεν ίδρωνα τα ίδια σεντόνια με την Ali McGraw, θα με κάναν εξώφυλλο οι Prefab Sprout.

I spent the days of my vanity…θα παίξω με όσα ρέστα έχω στην τσέπη μου τώρα, σε κάποιους που μου δάνεισαν τα επέστρεψα, σε μερικούς θέλω να χρωστάω δια βίου

16 thoughts on “vinyl ντέιζ

  1. Ίσως ένα από τα πιο ωραία κείμενα για τα βάρβαρα 80’s . Χαράς το κουράγιο σας να τα θυμάστε , προσωπικά το βρίκσω γενναία στάση .. βλέπετε εγώ τα έχω στείλει στον αγύριστο προ πολλού . Καλή σας μέρα

    1. είμαι βαριά μαζοχιστής, δεν αλλάζει αυτό..
      ομολογώ όμως οτι το ποστάκι ήταν πρόσχημα για να μιλήσω για τα κορίτσια-τότε-που κρατούσαν τη γλώσσα τους καλά φυλαγμένη απ’ τον εχθρό, σήμερα σκυλομετάνιωσαν αλλά δεν υπάρχει πια εχθρός ))

  2. Από το μακρινό ’78 . Χρόνια μετά που το πήραμε χαμπάρι κάπου στη μέση των ΄80s κολλημένη βελόνα, δυνατά, χίλιες φορές να εμπεδωθεί. τρελοί χωροί σε σκοτεινές πίστες , ηλεκτρόφωνα Τεπάζ του πατέρα , φωτάκια πορτοκαλί και κόκκινα του ενισχυτή, η μουσική υπόκρουση της ζωής μας, Πλατεία Βάθη , άυπνα μάτια , προχειροφταγμένα σακίδια, extra large φεγγάρια, συνθήματα στους τοίχους. Άντε αγαπήσου ρε…

    Τα κείμενά σας είναι 20 σύμπαντα μπροστά ακόμα κι όταν μιλούν για 20 σύμπαντα πίσω. Ειδικά τότε.

    1. ωχ ναι….”αγάπη ρε μουνιά” ήθελα να το βαφτίσω αλλά η έμφυτη δειλία μου με κέρδισε 1-0

  3. γράψατε πάλι…
    το άσμα ως ευχαριστίες για το one more part for sex, love and death και καλημέρες πολλές από ένα καταγάλανο σκ

    1. εγώ ευχαριστώ, την επόμενη φορά θα αλλάξω τις αναλογίες στο κοκτέιλ να δούμε τι θα βγει με two parts death ή three parts sex…

  4. Θέλετε-δε θέλετε να χρωστάτε, είναι κάποια χρέη που δεν εξοφλούνται όσα κι αν τα πληρώσετε (κι εσείς κι εμείς και όλοι), το ξέρετε άλλωστε.

    Εκεί που σας βρίσκω, εκεί ακριβώς και σας χάνω στις μουσικές. Ήμουν μικρό παιδί εγώ τότε, βλέπετε, και δεν μου επέτρεπαν παρέα με φοιτητές.

    Έχω ωστόσο τρεις υποερωτήσεις (τις κεντρικές έχω μάθει προ πολλού να μην τις θέτω):
    α) Τι μαγειρεύει στις μέρες μας η θεία;
    β) Τι απέγινε η κόρη του ιδιοκτήτη;
    γ) Τι είναι “ειτίλα”;

    1. δια βίου οφειλέτης λοιπόν, ως γνήσιος έλλην

      χρησιμοποιείστε το γιουτουμπ. θα δείτε το φως το αληθινόν

      1) μαγειρεύουν άλλοι γι αυτήν, κουράστηκε η γυναίκα
      2)αγνοώ, ίσως πήγε στο Deree και κάνει μπότοξ σήμερα
      3)η μυρωδιά της ομώνυμης δεκαετίας, αυτή που χάσατε ως ¨μικρό παιδί”

      1. Με κάτι τέτοια γίνεστε πολύ συμπαθής καμιά φορά. Σας το λέω να το ξέρετε μιας και δεν ξέρω αν σας βγαίνει κατά λάθος ή είναι στις προθέσεις σας.

        (Σας ευχαριστώ, anyway.)

  5. ο, δε γκουντ ολντ τάιμς! κάποιοι τους μπουσουλήσαμε ως έφηβοι, έτσι που να μη φεύγει η ειτίλα από τις φλέβες ούτε με αιμοκάθαρση

    να ‘στε καλά, θα σας χρωστώ τη μαχαιριά της νοσταλγίας δεκαετίως

    1. ολντ σίγουρα, όσο πιο έντονο βγαίνει το γκουντ τόσο το χειρότερο για όλους μας ))

  6. Μουσική,έρωτας,επανάσταση-ναι.Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν ήταν το 68 αλά γκρέκα.Ίσως επειδή ήμουν κι εγώ εκεί-όπως θά ‘λεγε και η ROLCO.
    Μην ξεχνάτε όμως κι αυτό:
    http://www.box.net/shared/7hvp4t9dse

    1. εκεί ήμασταν, δεν ήταν κι άσχημα, θα ήθελα να πω “πάμε γι άλλα” μα σαν καγχασμός θα ακουστεί

      ωραία η εικόνα, λειτουργούσαν τότε τα φετίχ, σωστά, θυμάμαι τα μούτρα μας όταν μάθαμε πόσο κόστιζε μια Koetsu (ίσα με έξη νοίκια, καμιά θεία δεν σε έσωζε μετά)

Leave a reply to kkmoiris Cancel reply