Τους είχε καθισμένους απέναντί του. Αγόρια, κορίτσια. Κοντά μαλλιά, μακριά μαλλιά, βαμμένα μαλλιά, λίγα μαλλιά, κοτσίδες, σκουλαρίκια, στη μύτη, στο αυτί, στον αφαλό, παρακάτω δεν ξέρω, σταράκια, μποτάκια, τακούνια, τζιν, φούστες, μπέρμπερις, φουλάρια, κεφίγιε, τι-σερτ, πουκάμισα, χούντις…τα είχε αραδιασμένα απέναντί του σε ένα αμφιθέατρο. Αραιοκατοικημένο. Αν δεν είσαι ο Βαρουφάκης δεν μαζεύεις εύκολα πελάτες σήμερα. Αυτός, αν και στα χρόνια του, δεν ήταν.
Ντρεπόταν για τα ψέματα που έλεγε. Όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερο. Κάποια στιγμή πνίγηκε για τα καλά, ήθελε ν’ ανοίξει την πόρτα, να βγει έξω και να μη ξαναγυρίσει. Δεν το ΄κανε όμως, έμεινε εκεί να τους αραδιάζει ψέματα, ένα βουνό ολόκληρο από δαύτα, ψηλό, τεράστιο και σκοτεινό. Ένα βουνό που κάθε μέρα έγερνε όλο και πιο πολύ προς τα πάνω του.
Η γνώση είναι δύναμη συνήθιζε να λέει επί χρόνια μέσα σ’ αυτή την αίθουσα, σαν άλλος Φράνσις Μπέικον των πτωχών. Η γνώση είναι δύναμη. Όχι η εξουσία, όχι η συνήθεια, όχι η μνήμη, όχι η πείρα, όχι η καταναγκαστική και εμμονική επανάληψη. Η γνώση. Μόνο η γνώση είναι δύναμη. Το ίδιο τους έλεγε και σήμερα. Αν μη τι άλλο ήταν απόλυτα συνεπής μ’ αυτό. Φρόντισε να την μελετήσει χρόνια, από τις βλεφαρίδες της μέχρι τον ιδρώτα πάνω στα χείλια της και το χνούδι χαμηλά στην κοιλιά της. Μελέτησε κάθε κεφάλαιο για τους οργασμούς της, ήξερε πού ζούσε, πώς μύριζε και πόσο κράτησε κάθε ένας από αυτούς. Διάβασε το σώμα της μέρα, νύχτα, με λάμπα, με κλειστές κουρτίνες, με ανοιχτές, με το φως της τηλεόρασης, με κεριά, με διακοπή ηλεκτρικού, σε δωμάτια χωρίς ρεύμα, σε βουνά, σε ξερονήσια, με ήλιο, με σκιά, με βροχή, με κρύο και με ζέστη, μέσα σε σλίπινγκ-μπαγκ, πάνω σε σεντόνια, έξω από τουαλέτες, πίσω στο αυτοκίνητο, με κατεβασμένες τέντες στο μπαλκόνι, το διάβασε αυτό το σώμα σελίδα σελίδα. Διάβασε τα «χύνω» της παράγραφο-παράγραφο. Τις σιωπές της γραμμή προς γραμμή. Το γέλιο και τους θυμούς της λέξη προς λέξη. Τα χάδια της και την κυταρίτιδά της γράμμα προς γράμμα. Την διάβαζε κάθε μέρα χωρίς να τη χορταίνει, με τα μάτια, το στόμα, τη γλώσσα του, τ’ αυτιά, τα χέρια, τα νύχια, την διάβαζε παντού, απ’ το σημάδι στο γόνατο μέχρι εκείνο το διαφορετικά βαμμένο νύχι στο δεξί της πόδι κι από το χανζαπλάστ μέσα απ’ τη γόβα που την χτύπαγε ως τον τρόπο που έπινε καθισμένη στα πόδια του, φορώντας μόνο ένα άσπρο φανελάκι, τον καφέ της. Έψαξε την γνώση στη γυμνή της πλάτη, στις -σχεδόν αόρατες για έναν ανίδεο- ευρυαγγείες της, στα σλιμ τσιγάρα που άφηνε πάντα μισά και στα γυαλιά που της έβγαζε προσεκτικά όταν την έπαιρνε ο ύπνος, την γύρεψε αυτή τη γνώση όπως τα σαλιγκάρια ψάχνουν τη μια και μοναδική σταγόνα νερό για να συνεχίσουν να σέρνονται ως την επόμενη. Και τη βρήκε. Μα έχασε εκείνην που κάποια μέρα, μπορεί και να ΄ταν νύχτα, έφυγε. Μερικές δεκάρα δεν δίνουν, και καλά κάνουν, για τον Φράνσις Μπέικον.
Όρθιος τώρα απέναντι σε εκατό ζευγάρια ανυποψίαστα μάτια αραδιάζει ψέματα. Ένα βουνό ψέματα, για τη δύναμη της γνώσης, όταν αυτή η δύναμη, αυτό το «τα ξέρω όλα πια επάνω σου» είναι εδώ και καιρό η κόλασή του.

