λήγει κουβέντα ακόμη *

[ altstadt, στα πλακόστρωτα της τσίκνας, βράδυ, τρώγοντας και μιλώντας βρώμικα ]

Ο χειμώνας δεν είναι μακριά, είπε φυσώντας τη μύτη του σε ένα μεταχειρισμένο χαρτομάντηλο. Πάντα σκεφτόταν δημιουργικά όταν φυσούσε τη μύτη του. Βλέπεις πόσο μίκρυναν οι μέρες, ξαφνικά θα πέσουν δυο απανωτές βροχές και τέλειωσε, αυτό ήταν, έληξε, εδώ στα βόρεια φθινόπωρο δεν ζει πια. Σκέφτηκες τι θα κάνεις με τη θέρμανση;

Είχε σκεφτεί, σίγουρα είχε σκεφτεί, λύση δεν βρήκε. Ντρεπόταν να του το πει όμως, τον είχε προειδοποιήσει για τις δύσκολες εποχές που έρχονται εδώ και έξη-εφτά μήνες, εκείνος προτίμησε να ζήσει κουτσά στραβά το καλοκαίρι αλαφρωμένος από σκέψεις πολύπλοκες και αποφάσεις με κοφτερές γωνίες. Τις αποφάσεις που έπρεπε να πάρει τις έντυνε γύρω γύρω με εφημερίδες παλιές -απ τις μέρες τις καλές- και δυο ρολά γάζες, ξεμπέρδευε μαζί τους. Κάποτε απέδιδε αυτό, τώρα οι γάζες ακρίβυναν, τις εφημερίδες τις έκοψε σε μικρά κομάτια και τις κράτησε για το WC, θυμήθηκε ότι οι παλιοί το κάναν αυτό, οι παλιοί ήταν σοφοί. Τώρα οι αποφάσεις ήταν νυστέρια.

Όχι. Ας έρθει η ώρα να βάλουμε μπρος το λέβητα και βλέπουμε. Θα τα καίμε δυο ώρες τη μέρα, θα φοράμε κανένα πιο χοντρό ρούχο στο σπίτι, έχω μια εξάδα ουκρανικές βότκες στην άκρη, κουβέρτες έχω μπόλικες απ’ την προίκα της, τα ‘χω δει αυτά να τα κάνουν και οι ρώσοι στις εργατικές πολυκατοικίες τους, οι ρώσοι είναι σοφός λαός.

Άκουσε μέχρι το «προίκα», εκείνη τη στιγμή πέρναγε μπροστά τους ένα τρισδιάστατο στήθος -απ’ αυτά που μπορείς να τα δεις και κρεμασμένος από πάνω, όχι μόνο απ΄το πλάι- και χάθηκε σε άλλες σκέψεις. Καθόλου πρωτότυπες, περιορισμένες στα βασικά πράγματα που μπορείς να κάνεις με ένα στήθος. Τα ‘χε δει αυτά να τα κάνουν στις παλιές γερμανικές τσόντες, οι γερμανοί είναι εργατικός λαός, πιάνουν κάτι και του δίνουν να καταλάβει. Αν χρειαστεί το στίβουν κιόλας.

Έχεις κουβέρτες στο σπίτι; ρώτησε λίγο αφηρημένα, λίγο περιπαιχτικά. Άλλη προίκα δεν πήρες; το πεθεράκι μου ΄δωσε  δυο γκαρσονιέρες, ένα χωράφι στα Κίργια και ένα εξοχικό στην Τούζλα, όχι σπουδαία πράματα, επισκευές θέλει αλλά βλέπει θάλασσα, την είδες αυτήν που πέρασε; aληθινά ήταν τα βυζιά της;

Mε τέτοιες συνθήκες κουβέντα δεν γίνεται. Άμα βγεις όμως για να σκοτώσεις δυο ώρες, όλες οι συνθήκες είναι βρώσιμες.

Όχι ρε, ποια προίκα, σε ποιόν αιώνα ζεις; τη δουλειά της έχει στην εφορία, αυτό είναι η προίκα της, αληθινά ήταν μάλλον, δεν ακουμπούσαν στο σαγόνι της, έχεις σκεφτεί ποτέ πόσο πιο ευτυχισμένος θα ήσουν αν είχες γεννηθεί σουτιέν;

Eίχε σκεφτεί, σίγουρα είχε σκεφτεί, σκληρή δουλειά, στατικά μιλώντας, αλλά αποζημιώνεσαι. Ντρεπόταν να το παραδεχτεί όμως, ολόκληρος άντρας και να ‘χει στόχο ζωής να γίνει στήριγμα για δυο βυζιά, καλά να στηρίζεις οικογένεια, παιδιά, γυναίκα, σπίτι, δουλειά…αλλά βυζιά;

Όχι ρε μαλάκα, δεν το σκέφτηκα, αν δεν είσαι τυχερός μπορεί να κουβαλάς μέσα σου δέκα κιλά κρέας με φλέβες και ραγάδες. Αν και,  ξαναφύσηξε τη μύτη του για να σκεφτεί, δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, αυτό ή να ‘χεις γυναίκα δημόσιο υπάλληλο που της κόβουν τα επιδόματα και δεν υπάρχει ένα χωραφάκι να το κάνεις ρευστό για τις μέρες που ‘ρχονται. Έτσι κάνουν οι μονογαμικοί όμως, πάνω απ’ όλα η αγάπη κι ας είναι άνεργη αύριο.

Τον πλήγωσε. Δεν έχανε ευκαιρία να το κάνει αυτό, ήθελε πάντα η ζυγαριά να γέρνει στην μεριά του, με πειραγμένες ζυγαριές δεν στεριώνουν φιλίες. Γκαραντί.

Θες σουτζουκάκια; τον ρώτησε ενώ ήδη ήταν όρθιος, ο κώλος του είχε ιδρώσει απ’ τη βρωμιάρα alibert και ζητούσε αλαφιασμένος αέρα. Eγώ θα φάω τέσσερα, λέγε, θες;

Πάρε έξη σουβλάκια για μένα….και μια κάιζερ…μη βάλουν λεμόνι πες τους, το ρεύομαι μετά και θα τρέχω για simeco. Πού στο διάολο είναι οι γυναίκες μας ρε; Πιάστε τραπέζι και σε πέντε λεπτά ερχόμαστε είπαν, είναι δυνατόν να χαθείς σε δυόμιση δρόμους ρε πούστη μου;

Δεν τον άκουσε. Είχε ήδη γυρισμένη την πλάτη, πηγαίνοντας στο ταμείο για να παραγγείλει. Σκούντηξε, σμπρώχτηκε, μύρισε ιδρωτίλα από μια βαμμένη σα τη ζωζώ σαπουντζάκη μπροστά του, έναν παπά που στεκόταν κι εκείνος στην ουρά έκανε πως δεν τον είδε, έβαλε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε ένα ιδρωμένο εικοσάρικο, όταν ήρθε η σειρά του είπε «μια Μαλαματίνα και δέκα λουκάνικα, απ΄τα κατσιβέλικα, βάλε και λίγη μουστάρδα στην άκρη, ρίξε και μπούκοβο, το ψωμί μη ξεχάσεις».

Την ώρα που έπαιρνε τα ρέστα, ψιλά πράματα, ένιωσε ένα σφίξιμο, μια πίεση, ένα βάρος στην πλάτη του, «έμφραγμα ρε πούστη μου» σκέφτηκε, «τσάμπα τα λουκάνικα». Αλλά δεν ήταν παρά το 3D στήθος που ήρθε για ανεφοδιασμό, γύρισε, την είδε, της χαμογέλασε διακριτικά και της είπε ψιθυριστά «σε καμιά ώρα θα ξεμπερδέψω, έρχονται οι γυναίκες μας, τσιμπάμε και φεύγουμε, περίμενέ με στο σπίτι, για στίψιμο είσαι σήμερα»….

 

(συνεχίζεται)

* στο φίλο μου που συζητάει -ο τυχερός- σε καλοκαιρινές αυλές, κάτω από δέντρα, καπνίζοντας

13 thoughts on “λήγει κουβέντα ακόμη *

  1. Α, τον καημένο !!!! εξέλαβε το 3D άγγιγμα για έμφραγμα..!!!! Θα συμφωνήσω με την προλαλήσασα, Συνεχίστε !!!!!

    YΓ Τυχεροί του βορά, αντιμετωπίζετε τα πράγματα με το δικό σας ανατρεπτικό τρόπο

  2. Ποιος τη χάρη του! (από) 3D ξαναμμένος όλο το χειμώνα! η απόλυτη οικονομία στο πετρέλαιο!
    21:35

  3. Απ’ ότι κατάλαβα η Μαλαματίνα ξανανέβηκε στα τσαρτς.Έτσι μού ‘ρχεται να πάω να ξανακαταταγώ φαντάρος.θά ‘ναι μια κάποια λύσις.

    1. Συμμαθητά θα αστειεύεστε βέβαια ! με τους στόλους να κόβουν βόλτα στη Μεσόγειο δεν τα λέμε αυτά !

  4. O ρεαλισμός, στην περιγραφή της ατμόσφαιρας στην Altstadt μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Δεν πειράζει που ξέχασες τα σουβλάκια, χαλάλι σου και το 3D… Στο κάτω κάτω της γραφής τι φίλοι ήμαστε γαμώ το THX dolby surround μου μέσα γαμώ;
    (η καλύτερη αφιέρωση έβερ :)) )

    1. επίσης : δεν πειράζει που δεν πήγαμε στα πλακόστρωτα αλλά σε χώμα-γκαζόν, δεν πειράζει που οι του διαβόλου και του εωσφόρου δεν ξεκόλλησαν δευτερόλεπτο απ΄το πλάι μας, δεν πειράζει που όχι 3D αλλά ούτε ζωγραφιστό μπούστο είδαμε (το “μας ακούμπησε” άστο…ας μη πληγωθούμε κι άλλο), δεν πειράζει που τα σουτζουκάκια είχαν το χάλι τους το μαύρο, δεν πειράζει ο κώλος μας έσταζε απ’ τη βροχή και όχι απ’ τον ιδρώτα, δεν πειράζει που οι ρετσίνες μύριζαν βοθρίλα, στο κάτω κάτω της γραφής τι φίλοι είμαστε γαμώτο αν δεν μπορούμε να φανταζόμαστε ο,τι τραβάει η ψυχή μας, γαμώ τις μικροφωνικές τους μέσα γαμώ….
      (επεισόδιο βου : μπλακ εν ντέκερ, στέι αλέρτ)

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s