Οκτώμιση το βράδι -ο Φελίνι και οι προβλέψιμες φτήνιες του δεν έχουν καμιά δουλειά εδώ- δέκα μέρες πριν τα χριστούγεννα, μπήκε με χιόνια στο τούνελ του Δρίσκου, όπως πήγαινε ο καιρός σε μια ώρα θα ‘κλεινε ο δρόμος πίσω τους. Tέταρτη, πέμπτη. Το Sleepless παίζει για έκτη φορά, κοντεύει να κλείσει μισάωρο. Κανείς μπροστά, μόνο από πάνω του, τσιμέντα, φως πορτοκαλί, κίτρινο, χλωμό, ιώδιο μέσα, ιώδιο έξω, ιώδιο στο στομάχι του, μπορεί και βολφράμιο. Πιάνει το χέρι της, χαϊδεύει το γόνατο πάνω απ’ το παντελόνι, σιχαίνεται τους μήνες που κάνουν τα πόδια της να τυλίγονται μέσα σε παραπανίσια υφάσματα, σηκώνει ένα τσουλούφι που πέφτει στη μύτη της, προσπαθεί να το στερεώσει, ξαναπέφτει, ακουμπά το εξωτερικό της παλάμης του στο μάγουλό της, μια νυσταγμένη φωνή -με μάτια ακόμη κλειστά- τον ρωτάει «πού είμαστε;». Δεν απαντά. Βάζει έκτη, πατάει γκάζι, βγαίνει φάτσα με τον Παγασητικό, εξήμιση το πρωί Ιούλιο μήνα, λέγαν ότι η θέα απ΄την Άνω Γατζέα είναι σαν διπλός ελληνικός, μα έσφαλλαν, τριπλός ristretto είναι, ξυπνάς χωρίς να χρειαστεί να ρίξεις μισή σταγόνα νερό στο πρόσωπό σου. Εκείνη κοιμάται ακόμη στον καναπέ στον πάνω όροφο, του το ΄χε πει ότι έχει κλειστοφοβία μα νόμιζε πως άλλα ντουβάρια ήταν αυτά που την φόβιζαν. Ξύπνησε στις τρεις το πρωί κι εκείνη έλειπε, το ΄χε δει και σε ταινίες αυτό αλλά είναι πιο άσχημο αν είναι αληθινό, ανέβηκε πάνω και την σκέπασε κατεβάζοντας το ανασηκωμένο της νυχτικό. Πρόλαβε όμως και φίλησε τα λακκάκια στη μέση της, μύριζαν ακόμη Dove, με δυσκολία κρατήθηκε να μη μυρίσει χαμηλότερα και ξανακυλήσει και θελήσει να δοκιμάσει με τη γλώσσα του για να βεβαιωθεί αν είναι αυτή η ίδια που ήξερε τόσα χρόνια. Μετά στο μπαλκόνι μόνος, τα ξανάζησε αυτά, τσιγάρα, σκέψεις, Memento και ιώδιο στο στομάχι, μπορεί και βολφράμιο. Ιδέα δεν έχει τι ψελλίζει ο ιταλός εκτός από κάτι ξώφαλτσα nostalgia, resistenze emotionale, memorie, ξαναγυρνάει μέσα, σκύβει και μυρίζει το λαιμό της, το κάνει άγαρμπα, ανορθόγραφα, μια νυσταγμένη φωνή -με μάτια που δεν ανοίγουν- τον ρωτάει «πού είμαστε;». Δεν απαντά. Απλώνει το χέρι στο διακόπτη κι ανάβει το φως στην κουζίνα, σε έναν παράδρομο ανάμεσα Παπάφη και Στρατού, σε λίγες βδομάδες έρχεται άνοιξη, «να σου κάνω καφέ;», «ναι αν πιείς κι εσύ», σε μια ώρα θα πάρει το ΚΤΕΛ για την επιστροφή, τώρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, γυμνή, μισοσκεπασμένη μ’ ένα μονό πάπλωμα, άβαφη, αχτένιστη, ξενυχτισμένη, έξη χρόνια νεότερη, πάντα όμορφη. Την ώρα που πιάνει το κουτί με τη ζάχαρη και κάνει την αποκοτιά να σκεφτεί από μέσα του Now I’m falling, I think of you, την ακούει να σκέφτεται Ι’m so sorry, I’m so tired. Σκέτο. Χωρίς ζάχαρη, χωρίς γάλα. «Θα σε πάω εγώ στο ΚΤΕΛ» της λέει, «ήδη κανόνισα για ταξί» απαντά. Σκέτα, ούτε αγάπες, ούτε έρωτες, ούτε καύλες, black. Δεν μιλάει, βγάζει από την τσέπη του ένα βαρύ κλειδί -με χαραγμένο πάνω σ’ ένα κομμάτι βρώμικο μέταλλο το 403- ανοίγει την πόρτα, όχι το φως, πηγαίνει προς το λιγοστό φως απέναντι, τραβάει τις κουρτίνες που μυρίζουν τσιγαρίλα, Escape και wake up calls. Το στομάχι του προσπαθεί να χωνέψει τη θέα έξω. Gare St Lazare. Με μια φωτεινή επιγραφή στην κορυφή του σταθμού : «what a journey, so hard to describe».
Kάθησε στο διπλό κρεβάτι, σχημάτισε έναν αριθμό, «αφήστε μήνυμα, τώρα λείπω».
Άφησε.
Σε χύνω. Ξανά. Με λέξεις αυτή τη φορά. Μη μπεις στο μπάνιο μετά, μη σκουπιστείς.
.-
Τα malt ξεκινούν μετά τις δέκα το βράδυ.Βιαστήκατε.
ν’ αργήσαν αυτά δεν παίζει ;
Παίζει.Εις υγείαν.
“Για κάποιο λόγο που έχει σημασία μπέρδευε τις ιστορίες. Ήταν η ισχύς των σημείων που προσπαθούσε έτσι να αποφύγει ή το απλό γεγονός οτι είχε κορεστεί απο την ταχύτητα των εικόνων; Ο αριθμός – φυσικά- ήταν το 26”
οι ιστορίες μπερδευόταν στα πόδια του. you can’t teach old stories new ends
Νόμιζα ότι ο αριθμός ήταν το 22
ο Φελίνι και οι προβλέψιμες φτήνιες του
!!!
Α, εδώ τα χαλάσουμε.
όχι, να μη τα χαλάσουμε. η ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή δεν ήταν υπόδειγμα σινεφίλ
Πολύ ωραίο. Να ρωτήσω κάτι για τη δομή, αν δεν πειράζει, γιατί δεν είμαι σίγουρη ότι το κατάλαβα. Ξεκινάει αντίστροφα στο χρόνο και η τελευταία φράση πάει πάλι στο παρόν;
το μόνο σίγουρο είναι οτι στο τέλος ο πρωταγωνιστής παίρνει τηλέφωνο πολύ πίσω ή πολύ μπροστά στο χρόνο. σκηνοθετικό εύρημα της πλάκας…
Επειδή δεν ακολουθεί δομή μεμέντο ήθελα απλώς να καταλάβω τί δομή ακολουθεί. Ένα παιχνίδι με το έγχρωμο ασπρόμαυρο ή έστω το χρώμα θα είχε ενδιαφέρον. Εκεί με το χιόνι (λευκό) νόμιζα ότι μπορεί να έπαιζε. Το σκηνοθετικό εύρημα του τέλους ήταν πολύ ωραίο. Αλλά στην αρχή δεν ξέρουμε πού είμαστε. Πιο πολλά λάιτμοτίβ; Ίσως δεν ξέρω. Αν φυσικά το σχέδιο ήταν το μεμέντο. Θα μου άρεσε σαν πρόκληση να προσπαθήσω να ακολουθήσω κάποια από τα στοιχεία του.
Συναγωνιστικό μπλόγκινγκ και θινκ τανκ. Καλά είναι κι αυτά.
εν τέλει ο τίτλος ήταν ακούσια παραπλανητικός. καμιά σχέση με την ταινία, παρά μόνο με το ομώνυμο του French Teen Idol. ίσως θα πρεπε να το βαφτίσω “memento mori”, έτσι, για το φθαρτό των σχέσεων
οφείλω ,δε, να ομολογήσω οτι ήταν πολύ ευγενικό το “στην αρχή δεν ξέρουμε που είμαστε”. και στην αρχή και στη μέση και στο τέλος.-
Free of charge then. Μια αλλαγή στον τίτλο θέλει για να αξιολογηθεί όπως του πρέπει από τους κριτικούς της λογοτεχνίας των μπλογκ.
ας καταχωρηθεί ως “μη αξιολογήσιμο”. όπως και είναι, άλλωστε
Δεν καταλάβαινα πού είμαι ούτε στην αρχή, ούτε στη μέση, ούτε στο τέλος.
Συνεπώς ήμουν ακριβώς εκεί που έπρεπε για να με κόψει.
δεν περίμενα τίποτε λιγότερο από σένα 😀
Φοβερό post-νουάρ , απολαυστικό , αλλά και … ζόρικο . Εξυπακούεται ότι το διάβασα και δεύτερη φορά για να το κατανοήσω , και μετά μια … τρίτη , για να το απολαύσω … Τό’ χω αυτό το χούι με τα posts με τα πολλά φλας-μπακ …
…όπως και με τις ταινίες …
περίεργο χούι έχετε. βόρειο 🙂
παρα την τοση αναλυση ,την τοση λεπτομερεια, την τοση……………..,μου δινει την εσφαλμενη εντυπωση ,που λετε και εσεις, οτι 830 το βραδυ επιασε το χερι της,830 το βραδυ της ειπε να μην σκουπιστει.
δενκακό. όλα οκτώμιση λοιπόν
γιατι αυτον τον κκμ αγαπησαμε…κανεις και ολοι ξερουν που βρισκομαστε ,,κανεις και ολοι ,,χαιρε
πού πήγε άραγε αυτό το παιδί…
Είχα καιρό να σας επισκεφθώ και τώρα που επανήλθα σας βρίσκω ακόμη πιο εξαιρετικό. Σαν το παλιό καλό κρασί. Αντε στην υγειά μας και πάντα τέτοια όμορφα καλογραμμένα, ταξιδιάρικα.
καλά, “επανήλθατε” και πέσατε εδώ ;
δεν ισχύει πια το “μη μπεις στο μπάνιο”, ούτε νερό έχουμε τώρα, μας το κόψαν κι αυτό