
Αυτή είναι μια φωτογραφία της πόλης μου, σκεπασμένης απ’ τη μια γωνιά ως την άλλη -δεν απέχουν δα και πολύ, ένα άφιλτρο τσιγάρο δρόμος είναι οι γωνιές της- με ένα λερωμένο σύννεφο. Κάπνα απ’ τις σόμπες και τα τζάκια. Τρυπώνει παντού. Δεν τολμάς ν’ απλώσεις ρούχο έξω, τσάμπα τα μαλακτικά και τα αρώματα και τα χρωματιστά μανταλάκια. Βγαίνεις στο μπαλκόνι για ένα λεπτό, να φέρεις τρεις πατάτες κι ένα κρεμμύδι μέσα και κουβαλάς πάνω σου τη μυρωδιά από στάχτη και αποκαḯδια.
Σ’ αυτή την πόλη, κάποιος γράφει -πριν ένα μήνα- μιαν ιστορία-παραγγελιά για τον ένοικο μιας πολυκατοικίας, συνηθισμένης, χωμένης -όπως όλες οι άλλες- κάτω απ’ το κακοπλυμένο σύννεφο. Γράφει μια ιστορία που δεν έγινε ποτέ, μέσα -όμως- σε ντουβάρια και διαδρόμους που υπάρχουν, ανάμεσα σε ανθρώπους που υπάρχουν και δίπλα σε αληθινά σκαλιά που κατεβαίνουν στο λεβητοστάσιο, στα σπλάχνα μιας πυλωτής -φωτισμένης τα βράδια- όπως όλες οι άλλες.
Στην ίδια πόλη κάποιος γράφει, πριν μπει ο Δεκέμβρης, για τη μικρή ιστορία ενός δέντρου. Ενός δέντρου στην ίδια πολυκατοικία, δέκα βήματα μακριά, απ’ την ιστορία με τα σκαλιά που κατεβαίναν στο λεβητοστάσιο, ένα πλατάνι στον ακάλυπτο, δέκα βήματα -κι αν- μακριά από έναν δρόμο φωτισμένο, με αυτοκίνητα να περνάνε συνέχεια, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πρωί, ασταμάτητα.
Τώρα πιά, κάθε φορά που αυτός ο κάποιος που έγραφε ιστοριούλες θα μπαίνει να παρκάρει, εκεί ανάμεσα στα σκαλιά που κατεβαίνουν στο λεβητοστάσιο και το πλατάνι, θα βλέπει την Ζωή, με το πρόσωπο ένα με το χώμα. Όσα χρόνια και να περάσουν. Και ποτέ δεν θα μπορέσει να πάει κοντά να της ψιθυρίσει έστω μια λέξη. Μια συγγνώμη γιατί εκείνη την ώρα δεν ήταν κανείς μας εκεί. Μια λέξη. Κάτι. Οτιδήποτε. Αυτός ο βολικός με τις λέξεις, δεν έχει ούτε μια τώρα. Ούτε μια. Έχουν όμως όλοι οι άλλοι.
Ακόμη κι όταν σβήσουν τα τζάκια και οι ξυλόσομπες, ακόμη κι όταν καθαρίσει ο ουρανός κι αρχίζει να μυρίζει ο ήλιος, αυτό το λερωμένο σύννεφο ήρθε για να μείνει από πάνω μας. Μπορεί να φύγει απ΄την πόλη αλλά όχι απ’ το σπίτι μας. Αυτή η μυρωδιά, σ’ αυτό τον ακάλυπτο, πότισε την ψυχή μας απ’ τη μια γωνιά της ως την άλλη. Που ανάθεμά με κι αν ξέρω πόσο απέχουν.
—-