η Απίστευτη Ιστορία του Ληγμένου Βαγγέλη Βενιζέλου

Κανείς και τίποτε δεν μπορεί να εκφράσει με σαφήνεια αυτό που με τρώει εδώ και καιρό. Είτε προφορικά, είτε γραπτά, είτε ψιθυριστά, είτε φωναχτά. Κανείς και τίποτε. Ευτυχώς. Αυτό δα έλειπε να βρεθεί ένας άγνωστος, γνωστός, ένας τυχαίος, πρόεδρος, αντιπρόεδρος, α’, β’, δεν έχει σημασία, και να με μεταφράσει λέγοντας “σε καταλαβαίνω, σε νιώθω”.  Αμετάφραστος θέλω να μείνω, να σκέφτομαι σε μια γλώσσα ακατάληπτη, πρωτόγονη, άγνωστη, κάθε στιγμή καινούρια, στριφνή, ανάποδη. Δικιά μου, σπάνια, άρα ακριβή, έτσι μ’ αρέσει να κοροϊδεύομαι. Να βρίσκω το ακριβό εκεί που δεν υπάρχει. Πριν μήνες τραγούδαγα κάθε πρωί -από μέσα μου, δεν είμαι δα τόσο Ροβεσπιέρος- «burn motherfuckers, burn!», τώρα ακόμη κι αυτό μου φαίνεται στρουμφοτράγουδο. Φτηνό. Εγώ σκέφτομαι ακριβά. Όχι σα λιμπερτίνος. Σαν ιακωβίνος.

Αλλιώς σκέφτομαι το πρωί την ώρα που πέφτει το ακριβό νερό πάνω μου, αλλιώς στο δρόμο για τη δουλειά καίγοντας ακριβή αμόλυβδη, αλλιώς στο γραφείο τσαλακώνοντας ακριβές ώρες, αλλιώς αργά το μεσημέρι απαντώντας στα τηλέφωνα με ακριβή κούραση, αλλιώς επιστρέφοντας στο σπίτι ρίχνοντας ακριβές ματιές στην άσφαλτο που τσιτσιρίζει, αλλιώς ανοίγοντας την πόρτα χωρίς να με υποδέχεται ούτε ένα ακριβό «θα φας;», αλλιώς ξαναρίχνοντας κι άλλο ακριβό νερό πάνω μου, αλλιώς απλώνοντας το ακριβά ιδρωμένο  πουκάμισο για να στεγνώσει, αλλιώς τσιμπολογώντας άκεφα λίγο ακριβό ρύζι, αλλιώς ανακαλύπτοντας ότι δεν υπάρχει ούτε μια ακριβή κρύα μπίρα, αλλιώς όταν απαντώ «τα ίδια» στην ακριβή ερώτηση «τι έγινε σήμερα;», αλλιώς όταν ξαναμετράω τα λεφτά που δεν υπάρχουν για τις πανάκριβες υποχρεώσεις της επόμενης μέρας. Κάθε στιγμή και άλλη γλώσσα. Άλλος κλείνω το ξυπνητήρι το πρωί και άλλος το ξαναρυθμίζω το ίδιο βράδι. Αυτό που γίνεται ενδιάμεσα, αυτά που σκέφτομαι ενδιάμεσα, ούτε ο Τζέκιλ, ούτε ο Χάιντ, ούτε ο Οβίδιος , ούτε καν ο Μπέντζαμιν Μπάτον θα τολμούσαν ποτέ να τα ονειρευτούν. Φτηνοί ερασιτέχνες.

Τώρα θέλω να ξεκινήσω για το φαρμακείο, τρεις γωνιές παρακάτω. Να πάω κοντά σ’ αυτόν με τα άσπρα, να σκύψω πάνω απ’ τον ώμο του συνωμοτικά -για να μη μας ακούει η μπαϊλντισμένη γριά που της μετράνε την πίεση στην καρέκλα παραδίπλα- και να του πω «κύριε Γρηγόρη, τελείωσε το φάρμακο, δώστε ένα, δυο, τρία.. φτηνά, ακριβά, καινούρια, ληγμένα, με συνταγογράφηση, δίχως, δε με νοιάζει, φάρμακα να ΄ναι κι ο,τι να ΄ναι». Χωρίς φάρμακα όχι στους τελικούς, αλλά ούτε ως το επόμενο πρωί φτάνουμε μ’ αυτούς τους φτηνούς που μπλέξαμε. Κατάλαβες αγορίνα μου;

6 thoughts on “η Απίστευτη Ιστορία του Ληγμένου Βαγγέλη Βενιζέλου

  1. Δεν ειμαι αγορινα, τελευταια φορα που ψαχτηκα δλδ, ελπιζω να μην αλλαξε τπτ στο ενδιαμεσο. Αλλα μαλλον κατι καταλαβα. Και παντως εξακολουθω να μην καταλαβαινω. Με αντιλαμβανεστε ελπιζω. Σας ασπαζομαι ακριβα.

    1. δεν μετράει η “τελευταία φορά”, εδώ προχτές κοιμήθηκα με δικό μου σπίτι και σήμερα ξύπνησα χωρίς, να ξαναψαχτείτε λοιπόν ))

  2. Διαβάζω για την εικασία του Πουανκαρέ (πού ‘σαι συμμαθήτρια να με θαυμάσεις!):”Είναι γνωστό ότι η σφαίρα ομολογίας του Πουανκαρέ είναι το σύνορο μιας συμπαγούς , απλά συνεκτικής τετρα-πολλαπλότητας σε χώρο πέντε διαστάσεων,με δεύτερο αριθμό Μπέτι ίσο με τη μονάδα.”.

    (Αν είναι να μας τρελάνουνε,τρελαινόμαστε και μόνοι μας.Χάπια,δεν τους κάνω τη χάρη.)

    1. ναι εντάξει, εδώ ο άλλος έβγαλε όλες τις τεθωρακισμένες ταξιαρχίες στο κλαρί, τα χάπια μας μάραναν..

  3. Τώρα τι να σας πω;
    Ακόμα κι εγώ που είμαι παλιός στα χάπια, προτιμώ να παρακολουθώ τις εξελίξεις στο ποδόσφαιρο, παρά στην πολιτική. Που και που, γελάω κιόλας…

Leave a reply to db Cancel reply