pictures from a Sunday exhibition

2525680425256816

2525682225256829

2525683925256845

2525685625256864

Με πόσες λέξεις μπορείς;

Ξέρω γω; Λίγες. Δεν μου αρέσει ο καφές σε κούπες σαν χύτρες, τις Κυριακές τον θες δυνατό και λίγο αλλά η νεσπρέσο κι ο γκριζαρισμένος ζουν μόνο σε διαφημίσεις, στα σπίτια ζει φτηνός νεσκαφέ και καζανιές φίλτρου. Μουσική, πατάω 14, comment te dire adieu,  σα να ψήνεις την Jane σε tajine είναι, σήμερα θέλω κοκκινιστό με τηγανητές πατάτες κι όχι δαμάσκηνα και βερύκοκα με αρνί, βγάζω. Τηλεφώνημα μάνας, «μπορείς να με πετάξεις ως το νοσοκομείο;», η κλάση της μπαινοβγαίνει εδώ και καιρό σε παθολογικές, καρδιολογικές και εντατική. Την αφήνω στην είσοδο, δεν αντέχεται η μυρωδιά του απολυμαντικού ανάκατη με μπεταντίν, ειδικά τέτοια μέρα. Την ίδια μύτη με μένα έχουν πολλοί. Τις καθημερινές η ουρά για το επισκεπτήριο σε τρομάζει κάποιες φορές, την Κυριακή σε τρομάζουν δέκα φορές πιο πολύ οι άδειοι διάδρομοι. Πίνω έναν διπλό ελληνικό σε πλαστικό, δυνατό ήθελα, πάρε να ‘χεις τώρα. Σε μισή ώρα κατεβαίνει, φεύγουμε, «πώς είναι;», «δεν την είδα καλά, ούτε οι γιατροί λένε κάτι». Τις Κυριακές γίνεσαι χειρότερα εκεί μέσα, τι να σου κάνουν οι άσπρες στολές και οι οροί. Ποτέ δεν γιατρεύεσαι την Κυριακή. Την αφήνω σπίτι της, φίλα τον μπαμπά, δεν θ’ ανέβω, έχω δουλειά. Μ’ αρέσουν τα κυριακάτικα ψέματα. Να βγω να περπατήσω θέλω, βάζω παπούτσια, φόρμες, αμολιέμαι στους δρόμους κι ας φυσάει άσχημα. Στ’ ακουστικά τα άπαντα των Yello, περπατάμε με τον Dieter Meier δίπλα σε άσχημα τσαλιά που δεν θα πρασινίσουν ποτέ, ανάμεσα σε παρατημένα σπίτια, γκρεμούλια τα ‘λεγε η γιαγιά μου, έξω από χρωματιστές αυλές με καμέλιες που θα ‘καναν την Γκάρμπο να λυσσάει απ΄τη ζήλια της, η πόλη μοιάζει εγκαταλειμμένο θέατρο, βρώμικο, γεμάτο τρύπες, λακκούβες και σκισμένες τέντες, έτοιμο να γκρεμιστεί με μένα μέσα. Μετράω χιλιόμετρα, τρία, τέσσερα, πέντε, έξη, στρίβω για το σπίτι. Μωρά στα τσιμέντα. Παίξαν μαζί τους, τα ντύσαν, τα γδύσαν, τα διώξαν. Έτσι πάνε αυτά, μετά βρίσκεις αληθινούς ανθρώπους να παίζεις μαζί τους, τους ντύνεις, τους γδύνεις, τους διώχνεις, σε διώχνουν, κάτι τέτοιο. Στα στερνά καταλήγεις σε ένα δωμάτιο, σε ντύνουν, σε γδύνουν, φεύγεις, γαμώ τις Κυριακές σας και τους σοφούς που λένε ότι αν περπατάς δεν σκέφτεσαι, σκατά σοφοί. Ανοίγω πόρτα, χτυπάω και μπαίνω στο δωμάτιο του μεγάλου, άδειο, τεντωμένα όλα, «πού είναι αυτός;», «δεν ήρθε, είπε ότι θα κοιμηθεί στου Βασίλη, μπίρες χτες, εργασία σήμερα, το βράδι Odeon, μη χάνουν χρόνο». Έχω να κοιμηθώ σε ξένο σπίτι μερικούς αιώνες. Ζηλεύω τα μαλακισμένα τα εικοσάχρονα. Μπαίνω στο μπάνιο να ξεπλύνω τη ζήλια, αφήνω το νερό να με μουλιάσει, να καθαρίσω απ’ όλα, ξεχνιέμαι εκεί κάτω μέχρι που το νερό παγώνει, βγαίνω, στάζω, αφήνω νερά στο διάβα μου, ας μουρμουρίζει, νερά είναι, όχι αίματα. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω αίμα μέσα μου, πέρασαν οκτώ μήνες απ΄τις τελευταίες αιματολογικές, να πάω από βδομάδα για να ξανασιγουρευτώ. Τραβάω τις κουρτίνες, φως με δελτίο. Βροχή στα τζάμια, άπλυτος ουρανός. Τις άλλες μέρες το καταλαβαίνω, αλλά τις Κυριακές; Γίνεται να μην έχει ήλιο τις Κυριακές;

Eίπες «λίγες»..

Ας μην ήσουν περίεργος. Ας διάβαζες μόνο τις φωτογραφίες. Δε μου λες, εκείνο το μωρό να ΄ναι άραγε ακόμη πεταμένο στην άσφαλτο;

—-

26 thoughts on “pictures from a Sunday exhibition

  1. “Μ’ αρέσουν τα κυριακάτικα ψέματα” …
    ———————————
    Σε καλή “φάση” είσαι ακόμα .
    Εγώ είμαι σε “φάση” (ηλικία … Όχι , το επεξηγώ , μπας και κανένας … καλοπροαίρετος , δεν το καταλάβει με την πρώτη) , … είμαι λοιπόν σε “φάση” που μ’αρέσουν τα ψέμματα … γενικώς .

  2. κυριακη με ηλιο kai χωρις τη δεουσα συννεφια δεν ειναι κυριακη,,( βλ. τσιτσανης)

  3. η συννεφια δεν προυποθετει κρυο,οπως και τα κοινοχρηστα ( γαμω (sic))απ τα κοινοχρηστα δεν ξεμπερδευεουμε ειναι η πιο famous αλλεργια ανεξαρτητου εποχης

Leave a Reply to kapa Cancel reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s