Το πρώτο (ίσως και τελευταίο) αυτοκίνητο που λάτρεψα παράφορα ήταν μια πράσινη Alfa Romeo Montreal. Είχε ιταλικές πινακίδες, πάρκαρε για δυο-τρεις βδομάδες κάθε Ιούλιο στην Αγίας Λαύρας, στην πάνω γειτονιά, κι όταν εμφανιζόταν ξέραμε πως καλοκαίριασε για τα καλά. Μίσησα μέχρι θανάτου τον ιδιοκτήτη της γιατί έβγαινε βόλτα με την Άλφα και γυναίκες με μίνι φούστα στο διπλανό κάθισμα (άλλωστε πίσω ούτε το βρακί τους, που σίγουρα θα το ‘βγαζαν μετά, χώραγε) ενώ εγώ έκανα γύρες στις γειτονιές με το τσεχοσλοβάκικο Velamos, σε αναζήτηση κοριτσιών που δεν συναντήθηκαν καν με την πρώτη περίοδο. Τριαντακάμποσα χρόνια αργότερα εγώ κι αυτός βρεθήκαμε σε διπλανά κρεβάτια σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο. Και οι δυο θα μπαίναμε για εγχείρηση το επόμενο πρωί. Σηκώθηκα και περπάτησα οκτώ ώρες μετά, εκείνος βογκούσε. Φεύγοντας, μετά από δυο νύχτες, δεν του είπα καν περαστικά. Όχι, δεν ντράπηκα. Νομίζω κοιμόταν, ίσως να ροχάλιζε κιόλας.
—–
Θυμάμαι ότι τα πόδια της μύριζαν γάλα την πρώτη φορά. Το στήθος της μύριζε Μάιο καταμεσής Νοέμβριου, είχε γεύση φράουλας κι ας μην είχε -εκείνα τα χρόνια- φράουλες χειμωνιάτικα. Φορούσε μια γκρι φανελλένια φούστα λίγο πάνω απ΄το γόνατο κι ένα άσπρο πουλόβερ, αν θυμάμαι καλά «ανκορά» τα ‘λεγαν, κατάσαρκα. Μου άρεσε να τη βλέπω μόνο με το άσπρο πουλόβερ. Μου λείπει πολύ εκείνο το πουλόβερ.
—–
Μπαίνω στο μπάνιο, μόλις γυρίσαμε από τη θάλασσα. Πιτσιλάω παντού. Δε με νοιάζει για τα πατώματα, στις διακοπές στα νοικιασμένα κάνεις ο,τι θες. Χτυπάει, «να μπω; κατουριέμαι», «έλα, θα κλείσω την κουρτίνα», μπαίνει, μετά από ένα τεράστιο λεπτό την ακούω να ψιθυρίζει «οι άλλοι φύγαν στο χωριό να πάρουν τσιγάρα», η ξανθιά τώρα είναι έξω, ο Νόρμαν κάτω απ΄ το νερό. Κάτι σαν reverse Ψυχώ. Το ‘χουν στη μοίρα τους οι κουρτίνες του μπάνιου να μη μένουν κλειστές.
—–
Ικετεύω για οπιούχα, μορφίνες, οτιδήποτε μπορεί να σταματήσει για μισή ώρα τον Πόνο. Κάθε πέντε, έξη ώρες φωνάζω, παρακαλώ, βρίζω, εκλιπαρώ, πηγαίνω κι έρχομαι. Κυρίως πηγαίνω. Η επιστροφή δεν είναι σίγουρη. Την τέταρτη μέρα μπορώ ν’ αντέξω χωρίς να ματώνουν τα δάχτυλά μου σφίγγοντας παλιοκρέβατα, παλιοσέντονα και το χέρι της, όταν ήταν εκεί. Την εικοστή ένατη μέρα βγαίνω. Τις τελευταίες δέκα -άυπνες- νύχτες άκουγα everybody’s changin’ and I don’t feel right. Ξανά και ξανά και ξανά και ξανά.
—–
Μπαίνω στην Alfa. Ξύλο και δέρμα. Είναι ξανά 1972, κάπου εκεί, μπορεί και ’73. Η θέση δίπλα είναι βρεμμένη, κανείς μας δεν σκέφτηκε να ξανατραβήξει την κουρτίνα, στα εικοσιπέντε δεν ασχολείσαι με κουρτίνες. Στο πίσω στενούρι -θεός να το κάνει 2+2- είναι πεταμένο ένα άσπρο ανκορά πουλόβερ που μυρίζει άσπρη σοκολάτα με φράουλα. Σηκώνω το τι-σερτ, ψηλαφώ τα σημάδια, ένα, δυο, τέσσερα, εκεί είναι όλα. Γυρίζω το κλειδί, ψάχνω κασέτα. Βρίσκω μια BASF, πορτοκαλί και μαύρη. Led Zeppelin-ΙV. Πατάω fast forward για το 2, πατάω γκάζι, ανοίγω -μια υποψία- το παράθυρο, ο,τι γκρι απέμεινε πάνω στο κεφάλι μου κάνει πως κουνιέται πέρα-δώθε.
Μια χαρά..όλα καλά…
—-
Βούρκωσα.
μη δίνεις σημασία. αλλεργία στη λακτόζη θα ΄ναι
εξακολουθω να μην εχω λογια
κανένα πρόβλημα. αφήνεις την κασέτα να παίζει και πάμε βόλτα
ναι ναι βολτα με μουσικη απο κασετε, τι μου θυμιζετε τωρα…
-Πρώτο βραβείο στον ετήσιο διαγωνισμό κοκστιχ; -Πολύ περισσότερα.
“κοκστιχ”¨; πολύ με φοβίζει το πρώτο συνθετικό
Ωραιες αναμνησεις! Γεματες!
με ε, με α , όπως το δει κανείς
…(πάει καιρός που δεν θυμάμαι τα λόγια)
μην άγχεσαι, είμαστε πολλοί
Τα θυμάμαι αυτά τα ανκορά πουλοβεράκια. Είχα ένα γκρι ανοιχτό που με γαργαλούσε λίγο στο λαιμό. Αλλά δεν μ’ένοιαζε τότε.
Ούτε και τώρα νομίζω θα μ’ένοιαζε.
ούτε και το πουλόβερ θαρρώ θα νοιαζόταν
λείπεις ..
να ‘ρχεσαι εδώ να τα λέμε
βρέθηκε κι ένας που ξίνισε με τους Keane, ή μάλλον με τον φλώρο που άκουγε Keane. απο το επόμενο ποστ θα μπαίνουν σε ψηφοφορία τα άσματα, για να επιλέγει το κοινό
yeah, hey, yay, hey, yeah, hey, yeah, hey ooh, yeah, ooh-ooh, yeah, ooh-ooh, yeah, ooh-ooh, yeah
(στο repeat, στο repeat!!)
Λαικ λεμε! 🙂