famous blue Sundays

35038020.blue

 

Στην αρχή ήταν κασέτες, χειροτεχνημένες στο ξαπλωτό Sanyo και κατόπιν στο όρθιο Sharp, στο Teac μετά, στο Nakamichi λίγο πριν το Τέλος της Μουσικής (μετά ήρθε κάτι άλλο, μα ήταν αυτό ακριβώς: άλλο). Συνήθως εξηντάρες, σπάνια ενενηντάρες που θέλαν μεγάλο σχεδιασμό, στριμωγμένες καλλιγραφίες πάνω σε στενά χαρτονάκια, αγκαλιές από βινύλια, αμέτρητα pause και record. Xρόνος υπήρχε, υπομονή όχι.

Κοπτοραπτική. Johnny the Fox meets Aqualung  και On the border don’t fear the reaper. Αυτό το τελευταίο ακούγεται στοιχειωμένο σήμερα. Τότε δεν ήταν παρά ένα ιπτάμενο χαλί για τις βόλτες με το άσπρο Ρενώ με τις τέσσερις (λίγο πριν αποβιώσει έγιναν τρεις) ταχύτητες. Ακόμη και το Symptom of the Universe να ακουγόταν απ’ τα ηχειάκια (νομίζω κάτι φτηνά Roadstar χαμηλά στις πόρτες), δεν με αποπροσανατόλιζε από τον στόχο ανάμεσα στα πόδια της. Έστω κι αν την έβλεπα να ΄ρχεται με παντελόνι και μια θλίψη -ανάκατη με θυμό- γέμιζε το χώρο ανάμεσά μας. Που πάντα, αν η μνήμη μου δεν παίζει άσχημα παιχνίδια μαζί μου, βρίσκαμε τρόπο (τρόπους, ποτέ δεν ήμασταν τσιγκούνηδες σ΄αυτά) να γεμίζουμε.

Μεσημέρια προς απόγευμα Κυριακής, χιλιόμετρα σε πανάθλιους επαρχιακούς δρόμους, προς τη θάλασσα, προς τα βουνά, πάνω σε άσφαλτο που δεν είχε ακούσει ποτέ για ισιάδα (δεν αλλάξαν πολλά έκτοτε), καφέδες σε φτηνούς καναπέδες και ακόμη πιο φτηνά τραπεζάκια, σε μέρη βαφτισμένα από εγκεφαλικά νεκρούς ανάδοχους: Αργώ, Μικρό Καφέ, Rose, Tάνγκο, κανείς δεν έδινε σημασία.

Μετά ήρθαν τα cd. Nομίζω μαζί με το παιδί. Με καρεκλάκι πίσω δεν απλώνεις χέρι στα πόδια της γυναίκας σου. Αν φύγει -έτσι άγαρμπος που είσαι- πόντος απ’ το καλσόν, οι οιωνοί προμηνύουν βαρυχειμωνιά κι ας είναι βαθύ φθινόπωρο, ακόμη. Οδηγάς, διπλώνεις και ξεδιπλώνεις καρότσια, ψάχνεις τρύπες, πάλι βαφτισμένες άθλια, χωρίς πολλά πολλά τσιγάρα εντός τους -το παιδί, το παιδί-, ανακατεύεις αφηρημένος το φλιτζάνι, γλαρώνεις απ΄τη ζέστη, περιμένεις να γυρίσετε σπίτι, αν εκείνη έχει κέφια, αν εκείνο μας κάνει τη χάρη και κοιμηθεί, αν δεν χτυπήσουν το θυροτηλέφωνο φίλοι, ίσως, ίσως, ίσως. Κάποιες φορές αγγίζεις αθόρυβα τη γυμνή σάρκα της ξημερώματα, όσο κοιμάστε και οι δυο. It’s four in the morning, the end of December. Ούτε καν. Nοέμβριος, αρχή, άσε τους ποιητές, ιδέα δεν έχουν από πεζότητα.

Πολλά τα χιλιόμετρα, μακρύς ο δρόμος, κάποτε φτάνεις στα USB στικάκια και στα κινητά, που κουμπώνουν όμορφα στο ταμπλώ και τραγουδάνε ακόμη ομορφότερα And you may find yourself behind the wheel of a large automobile. Επιστρέφεις όμως σπίτι, αν βγεις, και δεν θυμάσαι καν την ώρα που παρκάρεις αν φόραγε φούστα, παντελόνι, φόρμες, φόρεμα, κάτι. Δεν θυμάσαι καν -η σιωπή, η σιωπή- αν ήταν στο κάθισμα δίπλα σου. Έτσι, κάπως έτσι, είναι τα αληθινά στιχάκια απ΄τα magnificent fifties.

Ring! Ring! It’s 7:00 A.M.! Μια σταλιά οι γαμημένες οι Κυριακές, όσο πάνε και συρρικνώνονται.

 

—-

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s