
Βρέχει κι αν συνεχίσει έτσι ως το βράδυ μπορώ να γράψω ιστορίες -ευτελείς, έστω- που γυαλίζουν όπως οι δρόμοι. Σαν χάντρες και καθρεφτάκια. Όλο και κάποιον μπορείς να ξεγελάσεις έτσι. Υπάρχουν, ακόμη, καλοί και εύπιστοι άνθρωποι. Ή απλά ξέρουν και δεν τους νοιάζει.
Είναι φορές που σκέφτομαι ότι θα ήθελα να γράψω μια ιστορία που να απλώνεται σε διακόσιες, γιατί όχι και τριακόσιες σελίδες. Σε ένα λεπτό το ξεχνάω. Όλες οι ιστορίες ξεκινάνε και τελειώνουν με «ναι» και «όχι» και μικρές μονολεκτικές παραλλαγές τους, ποιος ο λόγος να γεμίσεις τον χώρο ενδιάμεσα; Και λόγο να βρω, δεν έχω χρόνο.
Εκτός κι αν κάθε σελίδα έχει μέγεθος 12Χ8 εκατοστά και διαλέξω 11ρα γραμματοσειρά.
Πρέπει να βρω, μέχρι να βρω χρόνο, την καλύτερη ποιότητα χαρτιού και μια γραμματοσειρά που δεν γεννήθηκε ακόμη. Ζωντανή. Να αλλάζουν σειρά τα γράμματα κάθε νύχτα (ας είναι και μέρα, αρκεί να μην κάνουν φασαρία) και όταν ξαναδιαβάζεις την ιστορία να είναι διαφορετική. Σιγά το εφεύρημα. Να αποφύγω να γράψω θέλω.
Μια καλή ιδέα, αν και καθόλου πρωτότυπη φαντάζομαι, είναι να γεμίσεις τριακόσιες σελίδες με σιωπές. Με τα ουδέποτε λεχθέντα. Πολύ φτηνό κόλπο. Σαν να σκέφτεσαι χωρίς να μιλάς. Όσο υπομονετικός και έμπειρος αναγνώστης και να είναι ο άλλος, μην τον αδικείς που δεν σε ξεφύλλισε και σε παράτησε από την τρίτη σελίδα.
Θέλω να πάω στο Σέφιλντ. Πέντε λέξεις. Δεν είμαι θρήσκος αλλά μ’ αυτές τις πέντε λέξεις ταΐζεις την ψυχή σου δια βίου, ποιο θαύμα με ψωμιά και ψάρια τώρα, τι να διδαχτούμε από ερασιτέχνες. Εκεί θα βρέχει. Θα είναι υγρό και κρύο, συννεφιασμένο και γκρίζο, άσχημο, δεν θα έχω ομπρέλα και θα στάζω. Βρήκα πώς θα ξεκινάει η ιστορία, έπιασα από τον λαιμό το ήμισυ του παντός.
Έφτασα χτες βράδι, λίγο μετά τις 11. Αυτός ο τόπος είναι υγρός και κρύος, συννεφιασμένος και γκρίζος, άσχημος, δεν έχω ομπρέλα και στάζω. Ρώτησα τον πρώτο που συνάντησα στον δρόμο -γωνία Fargate και Church– πού πουλάνε ομπρέλες. Mε κοίταξε απορημένος. «Δεν τραγουδάει πια εδώ».
. . November Stories
ξεσυνήθισα και τρομάζω κάποιες φορές οταν βρίσκω σχόλιο εδώ
keep calm
🌞