do the maths

Teams πάνω σε Teams και ενδιάμεσα ένα Teams ακόμη που διακόπτονται από συζητήσεις για αριθμούς, αριθμούς και λίγους αριθμούς ακόμη, διαβάζω ένα mail που λέει -με lecturing δάχτυλο αλλά δάχτυλα πελατών δεν κόβεις, κόβεις δηλαδή αλλά δεν έχω το προνόμιο να ανήκω, φευ, στους ακρωτηριαστές- «This is a short-sighted solution as you risk to lose against those that are more creative in finding solutions», μέσα σε μια πρόταση κατάφερε να σου φορέσει τον στενό κορσέ του short-sighting & uninventive, μπορεί και να ένιωσε ανακούφιση, χαρά, περηφάνεια γράφοντάς το (και ηδονή, μετά το send), δεν αντιλέγω πως για έκθεση ιδεών θα ήταν μια χαρά διατυπωμένο αλλά αυτά τα “solutions” είναι αριθμοί και οι αριθμοί δεν είναι εκθέσεις ιδεών, δεν είναι πικνίκ, δεν είναι βόλτα στο πάρκο, δεν είναι κάτι σαν να ταΐζεις με ψιχουλάκια τις πάπιες (που δεν ασχολούνται με Teams και moving fingers), οι αριθμοί είναι αδίστακτοι και αιμοβόροι και όσο τα ΄χεις καλά μαζί τους νιώθεις ανακούφιση, χαρά, περηφάνεια και ίσως ηδονή, είμαστε ήδη 3 μήνες μαζί, θα βρεθούμε στις 8 το βράδι, -έχω 3 λεπτά, θες; -σε 5, εγώ, 30 χρόνια κι ακόμη ν’ αλλάξεις, θα φύγουμε μακριά απ’ όλα για 2 μέρες, ούτε 1 λεπτό βρήκες για μένα σήμερα, 100 φορές σου είπα μην μου το κάνεις αυτό, δεν μπορώ στις 7:30 -έχω τα παιδιά, 1.000 φορές καλύτερα να μην σε γνώριζα, έχω 1.000.000 λόγους για να σε αγαπώ, θα σε πάρω τηλέφωνο κατά τις 9, είναι σκότωμα να πάρεις την πτήση των 8, πες μου 1 λόγο γιατί δεν μπορείς, οι αριθμοί είναι αληθινοί, οι αριθμοί είναι υπερβολικοί, οι άνθρωποι φτιάχνουν τους αριθμούς, οι άνθρωποι κολλάνε σαν ρεμόρες πάνω τους, οι άνθρωποι πνίγονται απ’ αυτούς, οι αριθμοί φτιάχνουν τους ανθρώπους, οι αριθμοί κολλάνε σαν βδέλλες πάνω στους ανθρώπους, βγες πάνω από τους αριθμούς, γίνε foresighted, γίνε risky, γίνε winner, βρες λύσεις κι αν δεν δουλέψει τίποτε από αυτά, σκέψου ένα κορίτσι με βρεγμένα μαλλιά που μόλις φόρεσε ένα άσπρο μπλουζάκι ή ένα μαύρο παρτάλι ή τίποτε, που μυρίζει μου λείπεις, σε θέλω, λιώνω, έλα, τώρα, σκέψου την κι όλα θα πάνε καλύτερα χωρίς τα μαθηματικά που χωρίζουν τους ανθρώπους, ας πούμε και 1 ψέμα σήμερα, καμιά φορά δαγκώνουν οι αλήθειες.

Oμπρέλες

Βρέχει κι αν συνεχίσει έτσι ως το βράδυ μπορώ να γράψω ιστορίες -ευτελείς, έστω- που γυαλίζουν όπως οι δρόμοι. Σαν χάντρες και καθρεφτάκια. Όλο και κάποιον μπορείς να ξεγελάσεις έτσι. Υπάρχουν, ακόμη, καλοί και εύπιστοι άνθρωποι. Ή απλά ξέρουν και δεν τους νοιάζει.

Είναι φορές που σκέφτομαι ότι θα ήθελα να γράψω μια ιστορία που να απλώνεται σε διακόσιες, γιατί όχι και τριακόσιες σελίδες. Σε ένα λεπτό το ξεχνάω. Όλες οι ιστορίες ξεκινάνε και τελειώνουν με «ναι» και «όχι» και μικρές μονολεκτικές παραλλαγές τους, ποιος ο λόγος να γεμίσεις τον χώρο ενδιάμεσα; Και λόγο να βρω, δεν έχω χρόνο.

Εκτός κι αν κάθε σελίδα έχει μέγεθος 12Χ8 εκατοστά και διαλέξω 11ρα γραμματοσειρά.

Πρέπει να βρω, μέχρι να βρω χρόνο, την καλύτερη ποιότητα χαρτιού και μια γραμματοσειρά που δεν γεννήθηκε ακόμη. Ζωντανή. Να αλλάζουν σειρά τα γράμματα κάθε νύχτα (ας είναι και μέρα, αρκεί να μην κάνουν φασαρία) και όταν ξαναδιαβάζεις την ιστορία να είναι διαφορετική. Σιγά το εφεύρημα. Να αποφύγω να γράψω θέλω.

Μια καλή ιδέα, αν και καθόλου πρωτότυπη φαντάζομαι, είναι να γεμίσεις τριακόσιες σελίδες με σιωπές. Με τα ουδέποτε λεχθέντα. Πολύ φτηνό κόλπο. Σαν να σκέφτεσαι χωρίς να μιλάς. Όσο υπομονετικός και έμπειρος αναγνώστης και να είναι ο άλλος, μην τον αδικείς που δεν σε ξεφύλλισε και σε παράτησε από την τρίτη σελίδα.

Θέλω να πάω στο Σέφιλντ. Πέντε λέξεις. Δεν είμαι θρήσκος αλλά μ’ αυτές τις πέντε λέξεις ταΐζεις την ψυχή σου δια βίου, ποιο θαύμα με ψωμιά και ψάρια τώρα, τι να διδαχτούμε από ερασιτέχνες. Εκεί θα βρέχει. Θα είναι υγρό και κρύο, συννεφιασμένο και γκρίζο, άσχημο, δεν θα έχω ομπρέλα και θα στάζω. Βρήκα πώς θα ξεκινάει η ιστορία, έπιασα από τον λαιμό το ήμισυ του παντός.

Έφτασα χτες βράδι, λίγο μετά τις 11. Αυτός ο τόπος είναι υγρός και κρύος, συννεφιασμένος και γκρίζος, άσχημος, δεν έχω ομπρέλα και στάζω. Ρώτησα τον πρώτο που συνάντησα στον δρόμο -γωνία Fargate και Church– πού πουλάνε ομπρέλες. Mε κοίταξε απορημένος. «Δεν τραγουδάει πια εδώ».

1 Νοεμβρίου 06:17

Σηκώνεται για κατούρημα/Γυαλίζει άρβυλα/Αλλάζει πλευρό, τραβάει πάπλωμα/”Βάλτε τον στην βραχεία νοσηλεία και βλέπουμε”/ Ήδη δεκαοκτώ λεπτά που χτύπησε κάρτα/Σβήνει και κατεβάζει το «Ελεύθερο»/Καταπίνει το πρώτο χάπι της ημέρας/Στέλνει μήνυμα/Αραδιάζει ψωμιά στα ράφια/Ψάχνει ντεπόν/Διαβάζει μήνυμα/Πληρώνει 2,40 στα διόδια/Πατάει καρδούλα στο φέισμπουκ/Χαιδεύει τα πόδια της/Πίνει την πρώτη γουλιά καφέ/Βγάζει βόλτα το σκύλο/Βάζει καθετήρα/Δεν υπάρχει μήνυμα/Σταματημένος στο κόκκινο/Τέταρτος στην σειρά στο κυλικείο/Κλείνει το λάπτοπ/Δένει την ζώνη στην 16C/Σπρώχνει το χέρι του μακριά/Καπνίζει -το δεύτερο- στην στάση/Έχει 38,4/Της αλλάζει πάνα ακράτειας/Ετοιμάζει το γάλα για το μωρό/Βγάζει φωτογραφία τον ήλιο/Ανακαλύπτει πως έχει ξεμείνει από ταμπόν/Τους δίνει ρούχα για να τον ντύσουν τελευταία φορά/Ανάβει θερμοσίφωνα/Φιλάει την κοιλιά της, κοιμάται/Χύνει τον καφέ πάνω στο back-pack/Βλέπει τον πόντο που έφυγε απ’ το καλσόν της/”Μαμά πονάει η κοιλιά μου”/Ξεφορτώνει στην ράμπα/Αλλάζει την ώρα στο αυτοκίνητο/Αγοράζει κάρτα ομιλίας απ’ το περίπτερο/Συμπληρώνει το PLF του, “Emergency Contact Information”/”Πάρε τηλέφωνο αν μπορείς”/Διαβάζει ειδοποίηση για Teams στις 9/Πίνει ακόμη ένα ποτήρι πριν την αξονική/Βάζει τις φόρμες για να βγει για τρέξιμο/Πληκτρολογεί διεύθυνση στο Waze/”Σαράντα ευρώ αμόλυβδη, απλή”/ATM, ανεπαρκές υπόλοιπο/Ανοίγει το λάπτοπ/”Δεν πειράζει”/Περιμένει το 17, άργησε/Αδειάζει ακόμη έναν κάδο σκουπίδια/Πατάει play στο Spotify/Aνοίγει το κλιματιστικό/Σφουγγαρίζει το τελευταίο γραφείο στον διάδρομο/Κοιμάται/Αφήνει σημείωμα πάνω στον καθρέφτη/Παρκάρει στο “Μακράς Διαρκείας”/Βγαίνει στο κατάστρωμα, ψάχνει αναπτήρα/Κοιτάζει το ρούχο που ετοίμασε από χτες στην κρεμάστρα, όχι/Κοιτάζει τις φθορές στο σώμα του, αυτό το σημάδι πότε ξεφύτρωσε;/Σκέφτεται τις διαφορές του but και του and, κερδίζει το many/Βάζει τους φακούς επαφής/Παραγγέλνει έναν καφέ στο 610/Ανοίγει το συρτάρι με τα εσώρουχα, πιάνει όποιο να ‘ναι/”Θα έχεις γυρίσει ως τις 6 ή να πάω μόνη;”/”Πειράζει”/

a tale of two cities

#Part 1#

Σας περιμένουμε πριν τις εννιά τo Σάββατο, είπε. Με άδεια χέρια σε παρακαλώ, το έχετε παρακάνει.

Ποτέ δεν πας με άδεια χέρια όταν πας σε άλλους, όλοι το ξέρουμε αυτό. Ποτέ. Τελεία.

Δυο κρασιά κι ένα βινύλιο. Τα κρασιά αγορασμένα, το Ommadawn από την κάβα μου. Για τους φίλους δεν κάνεις εκπτώσεις. Μου είχε, σε ανύποπτο χρόνο, εξομολογηθεί πόσο του άρεσε.

Δεν ήθελα να πάω, το ομολογώ. Δεν γίνεται όμως να μονάσω από τώρα. Σκοτώνει ο ιδρυματισμός. Αργά, ύπουλα, αδιαπραγμάτευτα. Δεν παίρνει αιχμαλώτους, σε βάζει στον τοίχο και ανοίγει τρύπες. Όταν τελειώσει δεν βρίσκουν τίποτε από σένα.

«Θέλεις να σιδερώσω κάτι;»

«Όχι, ένα τι-σερτ θα βάλω»

«Μάλιστα». Από αυτά τα, κάποτε παγερά και ενοχλητικά, οικόσιτα «μάλιστα» (κυκλοφορούν κάποια ημιάγρια αδέσποτα «μάλιστα» αλλά ο χρόνος τα ξεδοντιάζει κι αυτά). Εκεί τέλειωσε η επικοινωνία της Κυριακής, μισή ώρα μετά είχαμε άλλους δυο για να μιλήσουμε μαζί τους. Αερόσακοι, εν αγνοία τους. Μπορεί και όχι. Μπορεί να κυκλοφορούν «μάλιστα» κι ανάμεσά τους. Μάλλον. Και να ήμασταν εμείς οι αερόσακοί  τους απόψε. Τέσσερα airbags σε καναπέδες και πολυθρόνες. Χωρίς αέρα κι ανάσες. Χαμογελάω, κάποτε ήταν πικρό, τώρα βλέπω και τους ούτε-καν-πενηντάρηδες να μεταλλάσσονται (με σαραντάρηδες δεν βρίσκομαι, μα κι αυτοί σωτηρία δεν έχουν) όσο σκέφτομαι «ήρθε η σειρά σας και πολύ άργησε».

Ήθελα να την δω να φοράει ένα μαύρο σακάκι, μακρύ. Με λίγο χρώμα πάνω της, για να βγει από την κατάψυξη του νεκροτομείου η Κυριακή. Κόκκινο, γιατί όχι; Κι ένα τζιν, που να δείχνει τα χρόνια του, ίσως και την φθορά του, αλλά να λαχταράει να ζήσει ακόμη.

Ήθελα. Μα δεν μίλησα. Δεν ήθελε. Ευτυχώς. Έκανα πως δεν είδα. Είχα δει. Έκανε πως δεν είδε ότι δεν είδα. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο τι-σερτ, δεν με νοιάζει γλυκιά μου τι σκέφτεσαι, έριξα μια αφηρημένη ματιά στα σνίκερς, πάτσι.

Χτυπήσαμε κουδούνι στην ώρα μας.

#Part 2#

Eννιάμιση βάζουμε ταινία, είπε. Σαρπράιζ. Όχι τίποτε δύσπεπτο, διάβασα συμπαθητικές κριτικές. Σκανδιναβία απόψε, στην οθόνη, στα πιάτα και στα ποτήρια μας. Το απολαμβάνει να στήνει θεματικές βραδιές, αντίθετα με εμένα που κάθε φορά που έρχονται σπίτι αφήνω το χάος να κυριαρχήσει. Ούτε καν mix & match. O,τι βγει. Αν βγει. Όπως βγει.

Μαύρη κωμωδία και σπλάτερ. Μπόλικο. Στην οθόνη και στους καναπέδες. Μείον το αίμα, στους καναπέδες. Δεν είναι όλα σινεμά. Μπορεί να είναι και χειρότερα.

Καναπεδάκια, σολωμός καπνιστός, ρέγκα, sour cream, άνηθος, τσάιβς, φιλετάκια (όχι τάρανδος, δεν φτάσαμε ως εκεί σε μια κάζουαλ βραδιά) με σάλτσα ΙΚΕΑ, αυγά βραστά πασπαλισμένα με αυγά ψαριού (ήταν λίγο σκιαχτικό αυτό), ως και μια σούπα αρακά με μπέικον που δεν κατάλαβα την σκανδιναβικότητά της αλλά έκανε τέλειο match με την χορτοκοπτική μηχανή που του πέταξε τα έντερα έξω. Στην οθόνη.

Και δυο κρασιά ελληνικότατα, λευκά. Συν μισό μπουκάλι βότκα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να προτείνω να ανοίξουμε το ροζέ που έφερα μα άλλαξα γνώμη αμέσως, δεν έχουν πάντα την ίδια γεύση αυτά, πάνε ανάλογα με την εποχή, τον άνθρωπο, την ώρα. Αντί για το ροζέ τον ρώτησα -την ώρα ενός μικρού διαλείμματος, όσο οι γυναίκες καταγινόντουσαν με τις σάρκες στην κουζίνα- «το ήξερες ότι η Sandy Denny ήταν ο μόνος άνθρωπος πλην Plant που έκανε φωνητικά σε δίσκο των Zeppelin;» και με κοίταξε λίγο παραξενεμενος, «όχι, αλλά πώς σου ήρθε η Sandy Denny τώρα;» και σε τέτοιες ερωτήσεις απάντηση δεν έχεις κι αν έχεις (έχεις) είναι πάντα πολύπλοκη, απλά γύρισα προς την κουζίνα λέγοντας «το κρέας μου ματωμένο» απτόητος από το αίμα που δεν έλεγε να στεγνώσει στην οθόνη.

Και πάνω μου. Αλλά αυτό δεν ένοιαζε κανέναν άλλον αυτό το Σάββατο βράδι που ούτε ένα γαμημένο αιμοστατικό βρισκόταν σε απόσταση εκατοντάδων, μπορεί και χιλιάδων χιλιομέτρων. Έγνεψα «φτάνει» όταν πήγε να μου ξαναγεμίσει το ποτήρι, το κρέας που ήρθε δεν είχε στάλα αίματος πάνω του την ώρα που κάποιος πάτησε ξανά το play. Δεν είχε καν πάει έντεκα όταν μαχαίρια, δίκαννα, πριόνια, μπερέτες και αγκίστρια -με πέντε δάχτυλα, δυο περιεχόμενα κρανίου, ένα ζευγάρι αρχίδια κι ένα χέρι από το ύψος του αγκώνα- στρογγυλοκάθισαν κι αυτά ανάμεσά μας. Ευτυχώς η οικοδέσποινα είχε προνοήσει για ριχτάρια.

Είμαι ανεπανόρθωτα ελαττωματικός κι αυτό επιβεβαιώθηκε ακόμη μια φορά όταν την ώρα του μακελειού σε ένα εξοχικό δίπλα σε ένα νορβηγικό φιόρδ , εγώ τραγούδαγα (από μέσα μου, όλα έχουν – έχουν; – ένα όριο) «maybe I should call her» και μου απαντούσα «not tonight, not tonight, no not tonight, I got it really bad». Παντού ξεπάστρεμα.

Την ώρα που άναψε το φως και τα κορίτσια άρχισαν να σηκώνουν -κάπως απρόθυμα-  τα πιάτα, εκείνος με ρώτησε «σε ποιο τραγούδι τους έβαλαν μέσα την Sandy

#Part 3#

Δεν έχω ιδέα. Δεν ήμουν εκεί.

most of the time

Don’t even remember what her lips felt like on mine

Most of the time

Εδώ και πολύ καιρό χίλια μύρια προβλήματα και ζόρια μας βάζουν κάτω, ένα σκοτώνεις, τρία ξεπετάγονται, φτηνά κολπάκια με τις Λερναίες Ύδρες δεν πιάνουν σήμερα, ποτέ δεν πιάναν, άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι όχι, ακόμη κι ο ύπνος δεν είναι έξτρα λαρτζ όπως παλιά που χωνόσουν μέσα του και παραδινόσουν χωρίς διαπραγματεύσεις, τότε που τα άσχημα όνειρα δεν είχαν ούτε διαβατήριο ούτε κάρτα επιβίβασης, μόνο απαγόρευση εισόδου στη χώρα (των ονείρων σου) είχαν, οι άνθρωποι έχουν κουραστεί βαθιά, έχουν θυμώσει πολύ, μπερδεύτηκαν πολύ, βλέπουν άσχημα όνειρα ακόμη και ξύπνιοι και τσιμπιούνται για να σιγουρευτούν ότι δεν είναι εφιάλτης και έχουν γεμίσει τα κορμιά τους αμέτρητες μελανιές γιατί ξύπνιοι είναι, βρίσκουν ένα ένα τα σωσίβιά τους ξεχαρβαλωμένα, τρύπια, λειψά από αέρα.

Βλέπω τι γίνεται γύρω μου, λίγο φως, μεγάλες νύχτες, ξέρω ότι κάποια σωσίβια είναι για πολλούς πολυτέλεια και first world problems εδώ που φτάσαμε. Αλλά μ’ αυτά φτάσαμε ως εδώ. Το λέει κι ο νομπελίστας, ακόμη κι αν ξορκίζεις την σάρκα (και ντρέπεσαι, γιατί είναι αντι-social compliance τους καιρούς αυτούς, να μιλάς και να γράφεις γι αυτήν) έχεις μολυνθεί ανεπανόρθωτα.

η ζάλη των τάξεων

Στις 20 και 52 ακριβώς έκλεισε κατά σειρά PC, notebook και μάτια, έγειρε πίσω και ξεφύσηξε -μ’ αυτήν την αλληλουχία- μισό «fuck», ένα «ουφ» συν δυο μικρά φφφ. Πριν πετάξει κινητά, ακουστικά, σημειωματάριο μέσα στην τσάντα, η κύστη της υπενθύμισε ότι έχει ανάγκη από λίγη προσοχή. Στο WC (όσο παρατηρούσε ανέκφραστη τον πόντο που αποδήμησε από το καινούργιο καλσόν) άκουσε το κινητό να χτυπάει από το γραφείο της και μαζί με την ανακούφιση άφησε να βγουν από μέσα της -πάλι με αξιοθαύμαστη τάξη- δυο «fuck» κι ένα έξτρα λαρτζ «πφφφφφφφφφ». Επιστρέφοντας είδε όνομα στην οθόνη του κινητού, ένα αυθόρμητο ηχηρό «γάμησέ μας κι εσύ τώρα» ξεχύθηκε στις τέσσερις γωνίες, στο πάτωμα, το ταβάνι, αγκάλιασε τα ακριβά έπιπλα, κάδρα, παράθυρα, αλφαδιασμένους φακέλλους κι ένα ξεχασμένο -απίστευτο!- μηχανικό μολύβι πάνω στο γραφείο. Η καθαρίστρια που εκείνην ακριβώς την στιγμή βρέθηκε έξω από την ανοιχτή πόρτα του γραφείου της σκέφτηκε (για ένα κλάσμα δευτερολέπτου μόνο) να ρωτήσει «είστε καλά;» αλλά φοβήθηκε μήπως ακουστεί πολύ αδιάκριτο, συνέχισε λοιπόν την πορεία της για την μεγάλη αίθουσα στο βάθος του διαδρόμου όταν χτύπησε το κινητό στην μεγάλη και φαρδιά τσέπη της πράσινης ρόμπας της, κρατώντας με το ένα χέρι την ηλεκτρική σκούπα είδε το όνομα στην οθόνη κι άλλο ένα αυθόρμητο αλλά βουβό «γάμησέ μας κι εσύ τώρα» έτρεξε να ζευγαρώσει με το προηγούμενο.

WC blues

Στην πρώτη μου δουλειά (ήμουν της τυχερής γενιάς, ήδη από τα 25) ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος (σαράντα χρόνια μεγαλύτερός μου, not alive, έτσι τον έβλεπα) με αγάπησε πολύ σύντομα αν και ήμουν -όπως μου ξεκαθάρισε- «πολύ αστός για τα μέτρα της εταιρείας αγόρι μου». Στην πραγματικότητα δεν ήμουν εγώ ο (πολύ) αστός, ήταν οι υπόλοιποι που δεν ήταν. Ελπίζω να είναι σαφής η διάκριση, δεν είναι δα και κανένα παράσημο η αστική καταγωγή -που είναι και λίγο ανέκδοτο στην βαθιά επαρχία, μην με πιάσουν στο στόμα τους οι επαγγελματίες μεγαλοαστοί-.

Μετά από κολύμπι στα βαθιά ήδη από τον πρώτο χρόνο και πριν καν κλείσω τα 27, πήρα την θέση του ως τότε Διευθυντή μου που αποφάσισε (αν θυμάμαι καλά) να ιδιωτεύσει. Πρέπει να ήταν περασμένα 40, ίσως κάτι παραπάνω. Πολύ μεγάλος. Hardly alive, έτσι τον έβλεπα. Οι πάνω από 40 ήταν -για τα μέτρα μου- σε μια νεκρή ζώνη μεταξύ κάτι-σαν-ζωής και παραίτησης από την ζωή. Σπίτι, οικογένεια, παιδιά, αυτοκίνητο με γραμμάτια, διαμέρισμα με συνέταιρο την τράπεζα, γκόμενα (συνήθως παντρεμένη κι αυτή), πηγαινέλα παιδιά σε φροντιστήρια, αρχές φαλάκρας, σκεμπές σε κατακρήμνιση, μπουζούκια επαρχίας την Παρασκευή (δεν το ‘ριξες ρε μαλάκα Ηλία) και Θεσσαλονίκης σαββατόβραδα φωτιά, Λευτέρης και Άντζελα μεταγραφή -δυο εβδομάδων- από Φαντασία, ή κάτι σαν κι αυτό. Not my playground.

Μεγάλος πρόλογος, περιττός. Απλά ήθελα να πω ότι στα πρώτα ταξίδια μαζί με τον Πρόεδρο, μου εκμυστηρεύθηκε ότι τις μεγάλες αποφάσεις για την εταιρεία τις έπαιρνε την ώρα του πρωινού ξυρίσματος. Δεν τον θυμάμαι καμία μα καμία ημέρα χωρίς κάποια ξυραφιά -ενίοτε και λίγο ξεραμένο αίμα- στο πρόσωπο. Ίσως έβλεπε το μέλλον, μετά τις μεγάλες αποφάσεις του, και ταραζόταν. Οι δρόμοι μας χώρισαν πριν είκοσι χρόνια, κάπως ψυχρά αλλά αυτά είναι αναπόφευκτα στους χωρισμούς που έπονται αγάπης και εκτίμησης (ντρέπομαι να πω ότι δεν ήταν ισομερώς αμοιβαία αυτά αλλά με έχω συγχωρέσει ήδη). Στην κηδεία του πήγα λίγο κλεφτά, λίγο παρείσακτος, ήταν αδύνατον όμως να λείπω. Οι περισσότεροι παλιοί συνεργάτες (δεν ξέρω γιατί αλλά δυσκολεύομαι με το «συνάδελφος»), όσους είδα μέσα κι έξω από την εκκλησία δηλαδή, ήταν εκεί ως συνταξιούχοι ήδη. Αυτά πληρώνουμε, μεταξύ άλλων.

Τρεις παράγραφοι που στάζουν φλυαρία για να καταλήξω ότι την ώρα του πρωινού κατουρήματος (όταν πλέον ξυπνάω για να ντυθώ και να πάω στο γραφείο όπου θα συναντήσω κάποιους 30ρηδες, κάμποσους 40ρηδες, αρκετούς 50ρηδες, ανεξαρτήτως φύλου) δεν παίρνω απολύτως καμία μεγάλη απόφαση για την δουλειά και την εταιρεία (άλλωστε I’m not the boss, άσχετα αν η γνώμη μου μετράει, τόσο όσο, στις αποφάσεις). Το ξύρισμα (το είχα εγκαταλείψει έξη-εφτά χρόνια, τελευταία ξανάπιασα ξυράφι) και το κατούρημα πρέπει να είναι αυτονομημένα από κάθε σκέψη και απόφαση, μικρή ή μεγάλη. Αν κάτι, πέρα από τα της δουλειάς, κατάφερα να μεταλαμπαδεύσω σε όσους -με δίψα για μάθηση- πέρασαν από τα χέρια μου ελπίζω να είναι αυτό, κι ας με κοίταζαν (κάποιοι χλιαροί) με απορία και ενίοτε άγαρμπα καμουφλαρισμένη έκπληξη. Tέτοιο mentoring και training δεν χωράει, δυστυχώς, σε κανένα CV και κανένα LinkedIn. Κι ας είμαι σίγουρος οτι το ίδιο πιστεύουν αμέτρητοι CEO και SVP και CMO ακόμη και του Fortune-500. Aυτά πληρώνουμε, μεταξύ άλλων.

Ο Καμύ των πτωχών

Περπατάω Σάββατο πρωί στην πόλη των παλιών, δεν μου κολλάει το παλιά πόλη. Πιο ζωντανή από΄ όλους μας είναι κι ας συναντήθηκα μόνον με έναν άνθρωπο, ούτε ματιά ανταλλάξαμε, από εκεί που άφησα το αυτοκίνητο μέχρι εκεί που με περίμενε ο δεύτερος καφές της ημέρας.

Κάθε κυβόλιθος και μια ιστορία. Δικιά μου και μερικών χιλιάδων άλλων. Αν σκεφτείς ότι κάτω από τα πόδια μας ζουν -σιωπηλοί μάρτυρες της ασήμαντης ζωής μας- κάμποσες χιλιάδες κυβόλιθοι, τύφλα να ΄χουν όλοι οι συγγραφείς, ποιητές, βάρδοι και τροβαδούροι από καταβολής σύμπαντος. Δεν σου λέω ότι οι ιστορίες μας είναι άξιες περιγραφής ή καταγραφής αλλά προσποιούμαι πως μιάν αξία την έχουν, όσες υποτιμήσεις κι αν πέρασαν από πάνω τους.

Εκεί φίλησα μέχρι που είπε «μας περιμένουν» και είπα «ας φίλαγαν κι αυτοί», εκεί θύμωσα πολύ (μου φαίνεται απίστευτο αυτό το «πολύ» σήμερα), εκεί της άνοιξα -άγαρμπα, ομολογώ- το πουκάμισο και “με σάλιο θα το ράψω τώρα;” (γελώντας, ευτυχώς), εκεί ίδρωσα με δέκα διαφορετικές αφορμές (σήμερα ζήτημα να ίδρωνα με μια), εκεί το δάγκωσα χειμωνιάτικα γιατί τα στενά είναι καταψύκτης όταν φυσάει σ’ αυτήν την πόλη, εκεί έψαχνα ένα πορτοφόλι με τεσσεράμισι χιλιάδες δραχμές στο μισοσκόταδο (χαλάλι σου, όποιος κι αν είσαι που το βρήκες, καργιόλη), σε κείνη την γωνία περίμενα τον Παναγιώτη με τους δίσκους του, σήμερα το πρωί έμαθα ότι ο Παναγιώτης πέθανε πριν δυο βδομάδες με πολύ πόνο, δέκα χρόνια νεότερος από μένα, εκεί κρατούσα την πιτσιφρίκα μου από το χεράκι της και όταν καθήσαμε και είπα «καφέ» εκείνη είπε «βαρέθηκα βυσσινάδα, μπορώ να πάρω πρασινάδα σήμερα;», εκεί κάπνισα μισό πακέτο τσιγάρα σε ένα τέταρτο και δεν ήρθε τελικά, εκεί της σήκωνα το πεσμένο τιραντάκι και κρατούσα το μέτωπό της όσο εκείνη άδειαζε το στομάχι της κι εγώ έλεγα, σάμπως με άκουγε, «σου είπα μην πιείς τέταρτο», εκεί ζήλεψε που με είδε να κρατάω το ξένο ξανθό μέτωπό και είχε ένα ύφος «ευκαιρία γύρευες» αλλά -το αναγνωρίζω- λέξη δεν είπε, εκεί έψαχνα επί δυόμιση χρόνια να παρκάρω για να προλάβω το «4 με 5, ραδιοφονιάδες» (πόσο άθλια μαρκίζα, πόση αγάπη σ’ όσα διαλέγαμε, πόσο ξύλινα όσα λέγαμε) σε ένα στουντιάκι που έμοιαζε με σαλόνι γιαγιάς (είχε και καρεδάκι με δαντέλα, ναι) , εκεί έλεγα «όχι ρε πούστη μου, νόμιζα τους είχα βάλει στη σακούλα τους Triffids», εκεί στραγγίξαμε μια στρατιά Calliga και ξεπαστρέψαμε μια ταξιαρχία Mateus, εκεί θέλαμε να φέρουμε τον Wim Mertens με το πιάνο του αλλά μας σακάτεψε το μπάτζετ, εκεί τσακίστηκα με το δίτροχο γιατί τα βρεγμένα γυαλιστερά στενά δεν είναι τρυφερά με τις σάρκες και τα κόκκαλά σου (συγγνώμη αδερφέ, δεν σου πλήρωσα ποτέ τα σπασμένα πλαστικά και τον καθρέφτη, έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα ξεχρεώσω), εκεί ακούγαμε τον ιμάμη, εκεί και τις καμπάνες, εκεί και το Ashes to ashes, εκεί είδαμε το 1900, Δευτέρα το ένα μέρος, Πέμπτη το δεύτερο, εκεί είχα τον μικρό μου -δυο χρονών, ούτε- στους ώμους και μετά αγκαλιά σε σκαλάκια να του δίνω το τελευταίο γάλα της ημέρας την ώρα που αποκοιμήθηκε στα χέρια μου και μύριζα τον ιδρώτα στις δίπλες του λαιμού του, εκεί κατουρήσαμε τα εικοσάχρονα σε σκοτεινές γωνιές γιατί ένα βυτίο μπύρες δεν το επιστρέφεις σπίτι, εκεί ήταν το σπίτι του Φαίδωνα που στέγασε -με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα- τις πρώιμες κάβλες μας, εκεί δεν πατάω ποτέ όταν εισβάλλουν οι σεπτεμβριανές στρατιές, εκεί τα δυο θερινά σινεμά (μηδέν σήμερα) που φιλοξένησαν αμέτρητες νύχτες μας κι ας μην είχαμε ιδέα τι πάμε να δούμε -ο,τι κι αν έπαιζε μπαίναμε-, τώρα ανεβοκατεβαίνουμε πατώντας πάνω στις ίδιες πέτρες και δεν ξέρω αν ντρέπονται αυτές για την κατάντια μας ή εμείς που τις αντικρίζουμε τρέχοντας να βρούμε το αυτοκίνητο μετά από δυο ποτά (δεν παίζεις με τα alert των αιματολογικών) για να οδηγήσουμε γρήγορα πίσω στο σπίτι, «δεν άφησες κάτω το κινητό, μη δείχνεις ότι τους βαριέσαι τόσο, μια στις τόσες βγαίνουμε μαζί τους». Δεν ξέρεις, δεν ξέρουν, δεν τις αντέχω αυτές τις νύχτες, ούτε τα πρωινά, ούτε τα μεσημέρια, ελπίζω κάποια μέρα να περπατήσει ξανά λίγη ζωή σ’ αυτά τα δρομάκια. Το ωραίο με τα «ελπίζω» και τα όνειρα είναι να υπάρχουν, να τα πιστεύουμε κι ας αργούν ή κι ας μη γίνουν ποτέ. Δεν είμαστε πια δεκαοκτώ και είκοσι και εικοσιπέντε να μην μπορούμε να καταπιούμε το «δε θα γίνει», μεγαλώσαμε και ξέρουμε πως πιο πολύ μετράει το «κάτι θα γίνει», ίσως όχι το όνειρο ατόφιο, ίσως ούτε καν ένα μεγάλο κομμάτι του, μα και με ψιχουλάκια θα αντέξουμε. Θα βγει ο χειμώνας, ο,τι εποχή κι αν είναι αυτός.

Μην ανοίξετε το στόμα σας λατρεμένοι κυβόλιθοι. Κάποια μέρα θα το κάνω εγώ για λογαριασμό σας. Ξένος στην πόλη μου πια, εδώ και καιρό.  

Oκτώβριος, κάποιος

Στις 8 Οκτωβρίου του 2026 όλα θα είναι διαφορετικά. Ή, έστω, τίποτε δεν θα είναι το ίδιο. Μόνον η βροχή, ίσως, θα πέφτει με τον ίδιο τρόπο. Από πάνω προς τα κάτω. Αυτό ελπίζω δηλαδή. Κάποτε μου δώσαν μια συμβουλή, «γράφε όσο ζαχαρωμένα και μελούρα θες, στον επίλογο όμως τάραξέ τους στην κυνικότητα, να μην ξέρουν από πού τους ήρθε». Δεν νομίζω ότι τα κατάφερα. Πολλές φορές το έκανα κι ανάποδα, να παλεύω -δεν το ΄χω το ρημάδι, στο γράψιμο εννοώ- να γράψω δέκα γραμμές σαν διάγγελμα του Αυτοκράτορα των Κυνικών και οι τελευταίες λέξεις να βγαίνουν σαν το μαλλί της γριάς. Έχω έναν ζαχαρούχο σατανά κρυμμένο μέσα μου, ρουφάς μισή παράγραφο και μπουχτίζεις αλλά can’t do better. Ή δεν θέλω, αξεδιάλυτο. Τις προάλλες στρώθηκα να γράψω μια λίστα με τα πράγματα που μου λείπουν. Στα δυο λεπτά παραιτήθηκα, δεν μπορούσα να αφήσω ανθρώπους έξω. Ούτε να βάλω στην λίστα πράγματά τους και όχι αυτούς ολόκληρους. Μετά από ώρα συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν πρόσχημα, απλά τρόμαξα γιατί θα ήταν πολύ μικρή η λίστα. Εκείνον τον Οκτώβριο (που τράβηξα αυτήν την φωτογραφία) ένα τζάμι τραίνου χώριζε το κεφάλι μου από την βροχή και την μυρωδιά του γκρι έξω, ήμουν -τι διαπίστωση!- κάποιος άλλος. Να μην νοσταλγείς, λέει. Αδιέξοδο είναι. Στην ντουλάπα έχω τα ρούχα, αυτή τη «στολή» που συχνά πυκνά μνημονεύω, που φορούσα τότε. Αν είναι και τα ρούχα νοσταλγία, καιρός να ετοιμάζω σακούλες κι αν με ρωτήσει κανείς όταν με δει φορτωμένο «τι έχεις εκεί μέσα;» κακό του κεφαλιού του. Τις πολύ παλιές νοσταλγίες (αντιδρούν άσχημα τα δάχτυλά μου όταν πληκτρολογώ αυτήν την λέξη, δεν μου αρέσει, μου θυμίζει μυαλγία, κεφαλαλγία, γαστραλγία, τι να τον κάνεις τον νόστο αν γαμιέται με το άλγος) τις έβαλα σε άλλες σακούλες και τις ξεφορτώθηκα, μπορεί για κάποια χρόνια να τις φόρεσαν άλλοι. Πώς διάολο είναι να ντύνεσαι με την νοσταλγία κάποιου άλλου; Στις 8 Οκτωβρίου του 2034 κάποιοι από μας θα είναι ακόμη εδώ, κάποιοι όχι. Δεν είναι δα και σπουδαίο αυτό που είπα αλλά λίγο τρομαχτικό είναι. Να μην τρομάζεις όμως με αναπόφευκτα, λένε. Αδιέξοδο είναι. Όλα αδιέξοδα; Ούτε ένα μικρό δρομάκι που να βγάζει σε ξέφωτο; Το ονειρεύτηκα κάμποσες φορές αυτό, να τριγυρνάω σε ένα δάσος σκοτεινό και να κατευθύνομαι προς τα εκεί απ’ όπου έρχεται η μουσική και η μουσική έρχεται από ένα ξέφωτο μικρό και η μουσική είναι το Part 1 από το Koeln Concert και ούτε πιάνο ούτε ψυχή υπάρχει στο ξέφωτο αλλά η μουσική είναι εκεί, πάντα ήταν, πάντα θα είναι, μετά ή ξαναμπαίνεις στο δάσος ή μένεις για πάντα στο ξέφωτο αλλά κανείς -στο είπα- δεν υπήρχε εκεί, όλοι ξαναμπήκαν στο δάσος αν υποθέσουμε ότι βγήκαν ποτέ από αυτό. Κοντεύει η ώρα για τον επίλογο (νύσταξα, αυτή είναι η αλήθεια) και ήθελα να γράψω «ελπίζω στις 8 Οκτωβρίου του 2038 να είμαστε όλοι εδώ» αλλά θυμήθηκα αυτόν που μου είπε σήμερα «Ηοpe is postponed disappointment» και σύρθηκα να ξυριστώ γιατί μόνον ο Ριπ βαν Ουίνκλ (τι μου θύμισες) μου έλειπε απόψε.

Προσευχή

Όταν σε γυρίζω σπίτι σου με το αυτοκίνητο προσεύχομαι να είναι κόκκινα όλα τα φανάρια στη διαδρομή.

Amen

σημάδια

Θα συνηθίσουμε, είπε. Και τον μαβί ουρανό και την βροχή και τα χοντρά ρούχα και τον αέρα και τις μύτες που στάζουν και τις κάλτσες και την απουσία της γύμνιας και τα κλειστά παράθυρα στο αυτοκίνητο και τα παγωμένα χέρια έξω από το πάπλωμα τις νύχτες και τα βιαστικά τσιγάρα στο κρύο, εύκολα συνηθίζει ο άνθρωπος, μια χειμερία νάρκη δρόμος όλα, βάζεις την ψυχή σου για ύπνο ελπίζοντας πως θα θυμάται όταν ξυπνήσει, τέσσερις μέρες ήταν όλες κι όλες αυτό το καλοκαίρι μα δεν τις λες και ψίχουλα, αν άφησες σημάδια χτες θα ξυπνήσει και θα τον βρει τον δρόμο αύριο.

λαβύρινθος

Από ένα αξεδιάλυτο κατασκευαστικό ελάττωμα δεν μπορούσε να γράψει ούτε μια χαρούμενη, προσποιητά έστω, ιστορία. Αυτό το κουσούρι του ήταν ανυπόφορο σε αμέτρητους ανθρώπους. Ακόμη κι όσοι του έδιναν μια δεύτερη ευκαιρία, μήπως και κάποια στιγμή διάβαζαν μισή παράγραφο που θα έβαζε λίγο ρουζ, μια στάλα πούδρας, ένα φτηνό κραγιονάκι πάνω στη γκρίζα μούρη της σελίδας του, μετά από λίγο καιρό έφευγαν απορημένοι με την υπομονή τους και μετανιωμένοι από τον χρόνο που σκότωσαν αναίτια. Ήταν, με τον τρόπο του, ένας Μινώταυρος καλών προθέσεων και τραγικών αποτελεσμάτων.

Κι όμως.

Όταν μια μέρα (ήταν Ιούλιος, το θυμάμαι) εξαφανίστηκε και αφού πέρασαν κάποιες εβδομάδες κι ανοίξαν τα συρτάρια του, κατάλαβαν πόσο τον είχαν παρεξηγήσει.

Βρήκαν αμέτρητα σημειώματα αγάπης, βρήκαν όμορφα διπλωμένες σελίδες Α4 που ξεχείλιζαν από μυρωδιές, φως και χαμόγελα, βρήκαν δυο κάρτες με θάλασσα, ήλιο και ευτυχισμένα γράμματα (ως και οι τελείες γελούσαν τρανταχτά). Ούτε μισό σύννεφο, μήτε υποψία ψιχάλας και ομίχλης. Mόνον ομορφιά.

Βέβαια κανένα απ’ όλα αυτά δεν είχε γράψει ο ίδιος, μα αυτό το μικρό μυστικό καθόλου δεν αναιρεί πως αυτή εδώ είναι μια αληθινά χαρούμενη ιστορία.

06:43 , Iούλιος 2034

(το παρόν είναι προϊόν θερινής μυθοπλασίας και δεν αποτελεί κατάλοιπο νοσταλγίας, αυτό πιστεύω)

Mου λείψανε οι κασέτες που γράφαμε, ώρες, μέρες ολόκληρες, για τις διακοπές. Σήμερα όλα με ένα touch στο κινητό, εύκολο σαν πληρωμένο γαμήσι. Σαν τον Shane McGowan με αναστυλωμένη οδοντοστοιχία. Γεμάτη πρόσοψη αλλά σου λείπει αυτό το οικείο κενό στο στόμα (που πάλευε να μην φαλτσάρει) και στην ψυχή.

Φρέντο, εσπρέσο, καπουτσίνο και η συνομοταξία τους μακέλεψαν τον ήχο από τα πούλια και τα ζάρια πάνω στο κοντραπλακέ. Τρείς ταξιαρχίες ντόρτια αποπειράθηκαν να αυτομολήσουν μετά από κάθε ρουφηξιά. Ένα ασόδυο συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω να ντύνεται εξάρες όσο οι άνθρωποι ήταν απορροφημένοι από τα βιοδιασπώμενα καλαμάκια. Ο τελευταίος καφές που ήπια και ήταν χίλια τα εκατό καλοκαίρι ήταν ένας κρύος φραπέ σκέτος σε ποτήρι λεμονάδας με ένα κουτάλι όρθιο μέσα, χωρίς καλαμάκι. Είχε χρώμα λασποβροχής και γεύση δανεικής (μη σου πω και κλεμμένης) ευτυχίας. Δεν σκέφτηκα στιγμή να ρωτήσω τι χρησιμότητα είχε το κουτάλι, οι ερωτήσεις λιώνουν γρήγορα το καλοκαίρι. Τα τζιτζίκια τριγύρω έπαιζαν πλακωτό με την ζέστη. Δεν έμαθα ποτέ ποιος κέρδισε.

Ήταν δεκαεννιά, ο άλλος είκοσι. Κατέβηκαν μονοπάτια και μάτωσαν από πουρνάρια μέχρι να φτάσουν και να πετάξουν ρούχα, γυμνοί και οι δυο, κανείς κοντά τους, ολομόναχοι,  βούτηξαν μετά από τρεις ώρες, μπορεί και τέσσερις, σε τέτοιες ηλικίες δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει ρολόι.

Πάρκαρε στο πλάτωμα, εκείνη σαρανταπέντε, εκείνος πενηντατρία, έπρεπε επειγόντως να υπακούσει στην κύστη του. ‘Θα ΄θελα να ‘ξερα δηλαδή, είναι δέκα λεπτά που σε παρακαλώ να κάνεις στην άκρη, τόσοι παράδρομοι και βρήκες να σταματήσεις σ’ αυτά τα μπαΐρια;’. Δεν του απάντησε, έριξε μια βιαστική ματιά στην γύμνια της εκεί κάτω χαμηλά, τον είδε να μπαίνει μέσα της ξανά και ξανά (για μια στιγμή πίστεψε πως τον ένιωσε κιόλας αλλά κατάφερε να μείνει ακίνητο κάθε χιλιοστό του προσώπου της) και έστριψε ένα τσιγάρο. Ρούφηξε τον καπνό σαν να ‘ταν το τελευταίο της χαρτάκι. Εκείνος ανέβασε το φερμουάρ χωρίς να σκουπιστεί.

Βίοι Αγνώστου. Φήμες λένε ότι έβλεπε αυτήν ακριβώς την εικόνα επί εξήντα καλοκαίρια. Το εξηκοστό πρώτο μπήκε στο κάδρο και χάθηκε για πάντα. Όχι μεσοπέλαγα. Αρόδου. Δεν έμαθε ποτέ τι τον περίμενε στην τελευταία διαδρομή.

‘Hταν στιγμές που ήθελα να γλείψω ως και την πλάτη της καρέκλας όπου στέγνωνε το μαγιώ της. Ποιάν πλάτη, ακόμη και τα πόδια, τις σούστες, τα ελατήρια κάτω απ’ το μαξιλαράκι. Και τις σταγόνες στο πάτωμα. Με τις μεταλλικές -φερ φορζέ ή όπως τις λένε- η παρόρμηση ήταν πιο έντονη, όταν έκαναν κατάληψη οι άλιμπερτ στα μπαλκόνια των ενοικιαζόμενων η επιθυμία άρχισε να φθίνει, πέρασαν βλέπεις και τα χρόνια της Μεγάλης Πείνας. Δυο τρεις φορές δοκίμασα, χωρίς να με βλέπει εκείνη, την γεύση από Lycra ελπίζοντας ότι κάτι ανθρώπινο θα είχε απομείνει πάνω του. Δεν ευτύχησα. Στο κάτω μισό θα είχα περισσότερες ελπίδες αλλά αυτό έβγαινε τελευταίο, αργά. Μετά εκείνη είχε γεύση από αλάτι και Lycra πάνω της και άφηνα ήσυχες τις καρέκλες.

Χαζεύεις τα μυρμήγκια που βρήκαν δρόμο για μια μισοφαγωμένη φέτα καρπούζι, χλιαρή πλέον. Στην αρχή την λαχταράς δροσερή, μετά νιώθεις πως φούσκωσες, την αφήνεις πάνω στο τραπέζι μήπως και αντέξεις άλλη μια πιρουνιά αλλά δεν την πετάς. Κάπως έτσι, αυτό λένε τα βιβλία και οι πιο σοφοί από μένα, συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Όταν σκουπίσεις το τραπέζι τελειώνουν όλα. Ούτε η φέτα σε νοιάζει ούτε τα μυρμήγκια πάνω της. Οι ελαττωματικοί άνθρωποι, καλήν ώρα, ούτε μια μπουκιά μπορούν να απολαύσουν χωρίς να σκέφτονται -έστω φευγαλέα- ‘και μετά τι;’. Aκόμη κι όταν δεν το σκέφτονται, την ώρα που φτύνουν τα τελευταία κουκούτσια.

Σαν μυρμήγκι, αναλογίζομαι, δεν θα πω ποτέ ότι χόρτασα. Και ξάφνου τα αγαπώ και λαχταρώ να γίνω ένας δικός τους.

Πόσες ιστορίες έρωτα

Agfa ασπρόμαυρες

Kodak χρωματιστές

κρεμάστηκαν φοβισμένες πάνω σας

μπας και δεν πέσουν χάμω

τον χειμώνα.

H oοδυνηρή ενηλικίωση ήρθε όταν μέσα στο πιάτο με τα ώριμα ροδάκινα μπήκε παρείσακτο ένα μαχαίρι. Ο απογαλακτισμός από τα υγρά που κατρακυλούσαν και κολλούσαν στην γύμνια μας, σε στήθος, μπούτια, σαγόνι, λαιμό, χέρια νομίζω μας σημάδεψε για πάντα. Μετά το νερό τα ξέπλενε όλα, αφού πρώτα όμως μυρίζαμε ολόκληροι σαν ανθισμένος ροδακινώνας. Εκείνες ποτέ δεν κατάλαβαν πόση τρυφερότητα κι αγάπη έκρυβε το να θέλουμε να ξανασημαδευτούμε μαζί τους, να πνιγούμε, να ραντιστούμε με ότι αγίασμα τρέξει πάνω μας. Χωρίς να αφήσουμε ούτε σταγόνα νερό να μας αγγίξει μετά.

Ούτε που το φανταζόταν όταν γεννήθηκε (μου είναι άγνωστος ο τρόπος που γεννιούνται τα όστρακα) πως αφού πέθαινε και ξάσπριζε ανάμεσα σε χιλιάδες, εκατομμύρια άλλα, θα ζούσε μια δεύτερη ζωή καλά φυλαγμένο μέσα σε ένα πορτοφολάκι των δέκα ευρώ. Mου είναι, επίσης, άγνωστος ο τρόπος που σκέφτονται τα όστρακα. Και τα πορτοφολάκια.

Θα φάω σκόρδο αν φας κι εσύ μαζί μου. Μετά μπορώ να σε φάω ολόκληρο, του είπε. Πού ζουν αυτά τα μυρωμένα, λατρεμένα κορίτσια; Ακόμη κι ο Ρόμπινς, αυτή η αψεγάδιαστη ανθρωποπαγίδα, δεν κατάφερε να μαντρώσει ένα τέτοιο στις σελίδες του.

Φήμες λένε ότι η Τζάνις δεν είχε καλές σχέσεις με το νερό και το σαπούνι. Αν σκεφτείς ότι οι εννιά στις δέκα την θυμούνται για το Summertime, ο συνδυασμός είναι ολέθριος. Ποτέ δεν βρέθηκα κοντά της για να το επιβεβαιώσω, ήταν κομμάτι δύσκολο άλλωστε, όταν αυτή πέθανε εγώ ήμουν δέκα και άκουγα Μανώλη Χιώτη και Τζίμη Μακούλη στο σπίτι. Περίεργο σπίτι. Είχε μια βρύση έξω, αυλή που τσιτσίριζε όταν την έβρεχες με το λάστιχο (χρόνια μετά συνειδητοποίησα ότι αυτός ο ήχος ήταν ο δικός της αναστεναγμός ανακούφισης), κάναμε foot skating στο λείο τσιμέντο, δεν ξέραμε από skating τότε αλλά ποιος θυμάται σήμερα τι όνομα είχε, και σκάγαμε άσχημα με τον κώλο. Ευτυχώς γλιτώσαμε την αναπηρία αν και για την ήπια εγκεφαλική όρκο δεν παίρνω όσο σκέφτομαι τι μπορεί να συνδέει την απλυσιά της Τζόπλιν και τις μελανιές στα τρυφερά παιδικά κωλομέρια μας.

To σχήμα του νερού είναι αυτό που θα ‘θελα να είμαι.  Με κάθε γουλιά που πίνεις. Όταν βρέχεις το πρόσωπό σου. Την ώρα που ξεπλένεις την άμμο από τα πόδια σου. Όσο καθαρίζεις τις σαπουνάδες από τις μασχάλες σου. ‘Οπου με βάζεις θα είμαι. Ακόμη και την ώρα της διακοπής, στον Μεγάλο Καύσωνα που σκότωσε χιλιάδες. Για να με ψάχνεις απεγνωσμένα να σωθείς.

Λατρεμένα ρεντ-ε-ρουμ. Με τα άσπρα γαριασμένα σεντόνια σας που μύριζαν σαπούνι Μασσαλίας -δεν έχω ιδέα πώς μυρίζει αυτό αλλά πάντα μου ακουγόταν αρκετά ταξιδιάρικο- και κλεισούρα χειμωνιάτικη νωρίς τον Ιούνιο όταν σου έδειχναν μπαίνοντας πού είναι τα λινά κουβερτάκια, Βορράς γαρ. Παντζούρια ξύλινα με ετοιμοθάνατους μεντεσέδες, μισή χαραμάδα ανοιχτή κόντρα στον ήλιο. Με την μπετονιέρα από κάτω να ξεκινάει συναυλία στις 8. Τέσσερα μανταλάκια σε μισό μέτρο σκοινί για άπλωμα. Θέα στο πλυσταριό της ταράτσας και τους κιρσούς της ‘Ενοικιαζόμενα Δωμάτια Ειρήνη’ που την βάφτισαν Παρθένα, όσο άπλωνε μαξιλαροθήκες και μεταχειρισμένα σεντόνια που επιτέλους, μετά από ένα σκληρό οκτάμηνο στην απομόνωση, υποδέχτηκαν φρέσκο σπέρμα πάνω τους. Αν το ξανασκεφτείς ίσως και να ήταν rent a body τότε, μα τα ‘για πάντα’ και τα ‘μαζί’ δεν είχαν βρει μεταφραστή -και εκδότη- ακόμη.

Tέσσερις το πρωί.

Σκεπάζεις την γυμνή της πλάτη. Το κλιματιστικό ξεχάστηκε ανοιχτό, το δωμάτιο πάγωσε. Τα πολύ ζεστά καλοκαίρια, λένε οι θρύλοι και οι παραδόσεις, δεν σκεπάζεις πλάτες. Τις ξεγυμνώνεις κι άλλο. Μα αυτή είναι μια πλάτη που μιλάει και δεν ρισκάρεις να την ξυπνήσεις, οι πλάτες που ξυπνάνε χωρίς καφέ δίπλα αργούν να καταλάβουν τις προθέσεις σου. Για ένα δευτερόλεπτο έχεις την παρόρμηση να την φιλήσεις όσο ανεβάζεις το σεντόνι. Μα αυτή είναι μια πλάτη που φιλάει και φοβάσαι πως αν ακουμπήσει η γλώσσα σου στην ραχοκοκαλιά της θα ανταποδώσει και μετά θα τα πει όλα στο στόμα της και ίσως αυτό ζηλέψει και σου κρατάει μούτρα. Κι ακόμη χειρότερα, μπορεί να τα πει και στο στήθος της, στην κοιλιά, στα γόνατά της, στα δάχτυλα των ποδιών, στους καρπούς της, στους αστραγάλους, στα μαλλιά της, στην τοσοδούλα καλά κρυμμένη ελιά ψηλά στο πόδι της, ‘μην του έχετε εμπιστοσύνη αυτουνού, σήμερα άφησε χωρίς φιλιά εσάς, αύριο εμένα,  μεθαύριο μπορεί να βγει στο μπαλκόνι – τάχα μου για να πάρει μιαν ανάσα, τάχα μου γιατί πνίγεται που ξημερώνει και θα μας αποχωριστεί, τα ΄χει εύκολα τα λόγια- και να μας αφήσει χωρίς το στόμα, τη γλώσσα και τα χέρια του όσο κάνουμε ότι κοιμόμαστε΄.

Αν ποτέ ακούσεις ψιθύρους, τέσσερις τα ξημερώματα σε ένα δωμάτιο απέναντι από την θάλασσα, μην πεις ότι δεν σε προειδοποίησα.

‘Ακουσα ιστορίες για ανθρώπους που χάσαν τα λογικά τους από το φως και το γαλάζιο και δεν επέστρεψαν ποτέ από το λιμάνι που κατέβηκαν. Δεν είμαι ένας από αυτούς.


Φωτογραφια 1 (εναρκτήρια σεκάνς) : Mανόλης Σαββίδης